Αναδημοσιεύουμε ένα εκτενές απόσπασμα από κείμενο του Ράιαν Γκινγκέρας, καθηγητή της σχολής Μεταπτυχιακών Σπουδών του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού της Καλιφόρνια, γιατί είναι ενδεικτικό του σκεπτικισμού με τον οποίον αντιμετωπίζει πλέον την επιθετικότητα της Άγκυρας έναντι της Ελλάδας ένα κομμάτι του αμερικανικού διπλωματικού και στρατιωτικού κατεστημένου. Το πλήρες κείμενο δημοσιοποιήθηκε στον ιστότοπο War on the Rocks, υπό τον τίτλο Όχι πια ένας ειλικρινής μεσολαβητής: Οι ΗΠΑ ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα.
Οι προκλητικοί ισχυρισμοί του Ερντογάν δεν είναι απλώς προϊόν εσωτερικών ανησυχιών ή προσωπικής παράνοιας. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι απόψεις του εκφράζουν μια ευρεία συναίνεση σχετικά με την ιστορία των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων. Πιστεύεται ευρέως, ακόμη και μεταξύ των αντιπάλων του Ερντογάν, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν σταθερά να χαλιναγωγήσουν ή να εξευτελίσουν την Τουρκία από τα πρώτα στάδια του Ψυχρού Πολέμου.
Όταν η κυβέρνηση Τραμπ απείλησε δημοσίως να εκδιώξει την Τουρκία από το πρόγραμμα F-35, αναλυτές στην Τουρκία παρομοίασαν το τελεσίγραφο με την αμηχανία που προκάλεσε η επιστολή του Τζόνσον το 1964, με την οποία προειδοποιούσε την Άγκυρα να μην εισβάλει στην Κύπρο.
Οι διάχυτες υποψίες για συνενοχή των ΗΠΑ στην απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, απηχούν την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν εκείνες που κρυβόταν πίσω και από το πραξικόπημα του 1980. Δεν είναι ασυνήθιστο για αναλυτές και πρώην αξιωματούχους να υποστηρίζουν ότι η καταστροφή της Τουρκίας ήταν πάντα μέρος ενός δυτικού σχεδίου υπό αμερικανική ηγεσία.
Αυτή η παραδοχή είναι αναμφισβήτητα κεντρική για το πώς ο ίδιος ο Ερντογάν βλέπει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Η «νέα Τουρκία» του, όπως συχνά περιγράφεται, διαφέρει από την παλιά ακριβώς επειδή έχει αποσυνδέσει επιτυχώς τη χώρα από οποιονδήποτε προστάτη ή μεσίτη. «Η Τουρκία δεν είναι η παλιά Τουρκία», δήλωσε ο διευθυντής επικοινωνίας του Ερντογάν. «Τώρα υπάρχει μια Τουρκία που προστατεύει τα συμφέροντά της με κάθε κόστος και απαιτεί ισότιμες σχέσεις με κάθε συνομιλητή και σε κάθε στάδιο».
Ο Άαρον Στάιν υποστήριξε πρόσφατα την άποψη ότι «δεν υπάρχει καμία ευρεία επαναπροσέγγιση στις σχέσεις Τουρκίας-Δύσης». Με την Άγκυρα έτοιμη να επεκτείνει τη συνεργασία της με τη Ρωσία και ίσως να διευρύνει την παρουσία της στη βόρεια Συρία, υπάρχουν, υποστηρίζει, «ελάχιστα –αν μη τι άλλο– που μπορούν να γίνουν για τη διαχείριση της Τουρκίας και των φιλοδοξιών της στην εξωτερική πολιτική».
Αν αυτό όντως ισχύει, η θέση της Αμερικής μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας καθίσταται ιδιαίτερα δυσμενής. Παρά το τι συνέβη στο παρελθόν, η τοποθέτηση του Ερντογάν φαίνεται να αναιρεί τη θέση της Ουάσιγκτον ως μεσολαβητή μεταξύ των δύο γειτόνων. [ ]
Αν και ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι η στάση του Ερντογάν μπορεί να συνιστά προεκλογικό τέχνασμα, φαίνεται ότι δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια συμβιβασμού μεταξύ των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και των στρατηγικών σχεδιασμών της Άγκυρας.
Επιπλέον, όπως υποστήριξε πρόσφατα ένας Τούρκος αναλυτής, ο άνεμος μπορεί τώρα να είναι ούριος για την Τουρκία. Με τον πόλεμο να μαίνεται στην Ουκρανία, η Δύση μπορεί να αναγκαστεί να κάνει τα στραβά μάτια σε μια τουρκική επίθεση, για χάρη της ενότητας του ΝΑΤΟ, όπως είχε κάνει κατά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974. Αυτές οι θεμελιώδεις συνθήκες μπορεί κάλλιστα να ωθήσουν την Άγκυρα σε πόλεμο με την Αθήνα μέσα στο ορατό μέλλον.
Ποια είναι η κατάσταση, λοιπόν, που διαμορφώνεται για τις Ηνωμένες Πολιτείες; Η απειλή μιας τουρκικής επίθεσης κατά της Ελλάδας αναγκάζει την Ουάσιγκτον να αντιμετωπίσει διάφορα ανεπιθύμητα σενάρια. Εάν ο Ερντογάν σκοπεύει να διεξάγει πόλεμο, η πολιτική εξισορρόπησης μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας μπορεί να καταστεί αδύνατον να διατηρηθεί. Για την Ουάσιγκτον, η διατήρηση της ειρήνης μπορεί να καταλήξει σε δύο δυσμενείς επιλογές. Αμερικανοί αξιωματούχοι θα μπορούσαν να πιέσουν την Αθήνα να παραχωρήσει πλευρές της κυριαρχίας της. Ακόμη περισσότερο, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει απότομα τη συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας με την Ελλάδα.
Διαφορετικά, είναι πιο πιθανόν οι ΗΠΑ να μην έχουν άλλη εναλλακτική λύση από το να ενεργήσουν ως de facto εγγυητής της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας. Η υιοθέτηση αυτού του ρόλου, ακόμη και αν αποθαρρύνει την Άγκυρα βραχυπρόθεσμα, φέρνει τους ιθύνοντες της αμερικανικής πολιτικής στην ιδιότυπη κατάσταση να πρέπει να προβλέψουν μια πιθανή στρατιωτική σύγκρουση με ένα συμμαχικό κράτος. Και μόνον η υπόνοια ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προβλέπουν μια σύγκρουση με τον τουρκικό στρατό θα εγείρει αναμφίβολα ερωτήματα σχετικά με την ακεραιότητα της συμμαχίας του ΝΑΤΟ – πόσο μάλλον για το μέλλον της Τουρκίας ως εταίρου των ΗΠΑ.
Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι υποχρεωμένες να υπερασπιστούν την Ελλάδα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ουάσιγκτον μπορεί να αναγκαστούν να κάνουν κάτι ακόμη πιο ρηξικέλευθο: Να επαναπροσδιορίσουν το στάτους της Τουρκίας ως άμεσο ανταγωνιστή ή αντίπαλο. Η προσαρμογή σε μια τέτοια πραγματικότητα θα αποτελούσε σίγουρα μια σημαντική πρόκληση για τους ιθύνοντες της αμερικανικής πολιτικής.
Ο σχεδιασμός ασφάλειας των ΗΠΑ, καθώς και η αμυντική στρατηγική του ΝΑΤΟ στο σύνολό της, εξαρτάται από την υποστήριξη της Τουρκίας ως συμμάχου τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Μέση Ανατολή. Η επανατοποθέτηση της Τουρκίας σε ανταγωνιστική τροχιά, θα είχε ως εκ τούτου ως αποτέλεσμα μια ευρύτερη γεωστρατηγική επανεκτίμηση για τους Αμερικανούς ιθύνοντες.
Όπως και μια επιθετική Ρωσία, μια Τουρκία σε πόλεμο θέτει δυνητικά σε κίνδυνο την ελεύθερη ροή της κυκλοφορίας μέσω της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου. Η αντιμετώπιση αυτής της πιθανής απειλής θα οδηγούσε σε νέες αμυντικές δεσμεύσεις, όπως η επέκταση των δεσμών ασφαλείας με την Ελλάδα, την Κύπρο και την Αίγυπτο. Ενώ λίγοι στις Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν να δουν αυτές τις αλλαγές να πραγματοποιούνται, οι περιστάσεις μπορεί να απαιτούν από την Ουάσιγκτον να αναγνωρίσει στην τουρκική επιθετικότητα μια αποσταθεροποιητική δύναμη στον κόσμο.