Πώς να περιγράψει κάποιος τον πόνο και την απόγνωση ενός ανθρώπου που σε μερικές ώρες χάνει το βιός του, χάνει το σπιτικό του και πάνω απ’ όλα χάνει ένα δικό του άνθρωπο.
Είναι αλήθεια πως πολλοί και πολλές τις προηγούμενες δεκαετίες προσπάθησαν να μας εκπαιδεύσουν, εκ του πονηρού, σε μια δύσκολη άσκηση. Προσπαθούν ακόμα και σήμερα να αποκόψουν αυτό το λαό από τα γνήσια συναισθήματά του. Να απεμπολήσουμε τα πολιτισμικά μας ειδοποιά στοιχεία: τη φιλανθρωπία και την αλληλεγγύη.
Παράλληλα προσπαθούν να μας παρασύρουν σε έναν κόσμο τοξικότητας, μηδενισμού που συχνά αμαυρώνεται από το δηλητήριο της ανόητης, στείρας και αναποτελεσματικής κριτικής τους, στηριζόμενοι στην απογοήτευση η οποία πηγάζει από τον αναποτελεσματικό πολλές φορές κρατικό μηχανισμό, με σκοπό να μας παρασύρουν σε ένα κόσμο μαύρο και αδιέξοδο. Στο κόσμο που οι ίδιοι ζουν: το μηδενισμό. Κι έτσι να μας αφαιρέσουν την αγάπη για ζωή, την αγωνιστικότητά μας και την ελπίδα να ξεπεράσουμε μαζί τις δύσκολες στιγμές μας.
Η κοινωνία μας, το έθνος των Ελλήνων, σήμερα, χρειάζεται φτερά όμως να αναταχθεί από τα χίλια μύρια προβλήματα της καθημερινότητας και τους κινδύνους που επιβουλεύονται την ύπαρξή της.
Σίγουρα δεν διάγουμε τις πιο ευτυχισμένες στιγμές ως λαός, ως έθνος αλλά η ιστορική μας και πολιτιστική παρακαταθήκη είναι τεράστια και πλούσια. Οι αρετές της αλληλεγγύης και της φιλανθρωπίας λάμπουν ως φάροι ελπίδας, υπενθυμίζοντάς μας την κοινή μας ανθρωπιά και την ικανότητά μας να κάνουμε τη θετική διαφορά σε ένα μηδενιστικό, τοξικό κόσμο. Όπως γνώριζαν άλλωστε οι παππούδες μας, οι γονείς μας και μας δασκάλευαν από μικρά παιδιά: «Δε με νοιάζει να γίνεις μεγάλος και τρανός, να γίνεις καλός άνθρωπος». Αυτή ήταν η ευχή και η κατάρα τους. Και η αλήθεια είναι πως είχαν μεγαλύτερη σοφία και αρετή, είχαν μεγαλύτερη παιδεία και πολιτισμικό βάθος τα λόγια τους από τα επιτηδευμένα, κενά και τοξικά λόγια που ακούμε και διαβάζουμε σήμερα από πολλούς αυτοφερόμενους διανοούμενους και κριτές, οι οποίοι μας «πλημμυρίζουν» με τόνους τοξικότητας και άρνησης των πάντων.
Η αλληλεγγύη, στο λαό μας και στην πολιτισμική μας ταυτότητα, ενσωματώνει την ιδέα ότι είμαστε όλοι διασυνδεδεμένοι, δεσμευμένοι από ένα κοινό νήμα κοινών εμπειριών και προκλήσεων. Είναι η αναγνώριση ότι η ευημερία ενός ανθρώπου είναι περίπλοκα συνδεδεμένη με την ευημερία όλων. Απέναντι σε μια κυβέρνηση που φαίνεται ανίκανη να ανταποκριθεί στις πιεστικές ανάγκες των πολιτών της, η αλληλεγγύη μας καλεί να σταθούμε μαζί ως ενιαίο μέτωπο. Μας προτρέπει να υπερβούμε τις πολιτικές διαφορές μας και τη διχαστική ρητορική, εστιάζοντας στη συλλογική ευημερία της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Και σήμερα την έχουμε ανάγκη όσο ποτέ.
Η φιλανθρωπία για μας δεν αποτελεί πράξη καλοσύνης, δεν είναι επιταγή που εξαργυρώνεται στην σωτηρία της ψυχής μας, αλλά πράξη ενσυναίσθησης και ανιδιοτέλειας. Είναι η ενσάρκωση της πεποίθησης ότι ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές, μπορούμε να απλώσουμε ένα χέρι βοήθειας σε όσους έχουν ανάγκη. Όταν η κυβέρνηση αποτυγχάνει, η φιλανθρωπία παρεμβαίνει, ως κοινωνική πράξη αλληλεγγύης, για να καλύψει τα κενά, προσφέροντας υποστήριξη στα πιο ευάλωτα μέλη της κοινότητάς μας. Υπάρχει για να μας υπενθυμίσει πως εκεί που βρίσκεται τώρα ο συνάνθρωπός μας μπορούμε να βρεθούμε εμείς αύριο.
Από την άλλη η τοξικότητα και η στείρα κριτική, που καθοδηγείται από κομματικές ατζέντες και προσωπικές υστεροβουλίες και ματαιοδοξίες διχάζει. Διαβρώνει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς μας και τροφοδοτεί την αίσθηση της απελπισίας και της ανημπόριας.
Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι ευαγγελίζονται και προτείνουν παραδεισένιους κόσμους, μας παρουσιάζουν τη δική τους «ιδιαίτερη» παιδεία τους για την υψηλή νόηση, την υψηλή τέχνη, τις υψηλές ευαισθησίες τους απέναντι σε κάθε λογής παράλογο ατομικό δικαίωμα, μας δείχνουν την εκλεπτυσμένο ουμανισμό τους για καθένα και καθετί που προέρχεται έξω από αυτό το λαό, έξω από αυτό το έθνος, από αυτή τη κοινωνία και εν τέλει έξω από αυτό που οι ίδιοι είναι και τους υπερκαθορίζει. Από την άλλη αντιμετωπίζουν το λαό ως παραπλανημένο, αδαή και υποχείριο τους. Το χειρότερο, όμως, γι’ όλους αυτούς είναι πως μισούν και ντρέπονται, πρωτίστως, για τον ίδιο τον καταγωγικό, ιστορικό εαυτό τους. Ο λαός μας, με την οικονομία και τη σοφία του λόγου του θα έλεγε: «Αυτοί δεν κάνουν ούτε με τα άντερά τους».
Ας μην τους κάνουμε το χατίρι. Ας μην παρασυρθούμε από τη δηλητηριώδη τοξικότητα που εκπέμπουν, ας σταθούμε στο ύψος της αξιοπρέπειας και της πολιτισμικής μας κληρονομιάς ως Έλληνες. Οι συνάνθρωποί μας στη Θεσσαλία τώρα μας έχουν ανάγκη και ως λαός το γνωρίζουμε και θα πράξουμε αυτό που καλύτερα απ’ όλους ξέρουμε, αυτό που είναι συνυφασμένο με το Είναι μας.
του Αντώνη Σπυρόπουλου