Διωκόμενος.Περιπλανώμενος. Ἄσιτος. Κατασυκοφαντημένος. Ἄστεγος. Ὑπῆρχε μεγάλη ἀνεργία στήν Ἀθήνα τότε.
Ἡ πολυπληθής ἐργατική τάξη τῆς ἀνέχειας καί τῆς βιοπάλης ζοῦσε σέ χαμόσπιτα, σέ καλύβες καί παράγκες γύρω ἀπό τό Γκαζοχώρι. Ὅσοι δέν ἔβρισκαν δουλειά, κατέληγαν ζητιάνοι στούς δρόμους τῆς πρωτεύουσας, ἐνῶ τά ἀνήλικα παιδιά ἦταν σκλάβοι σέ σπίτια ἤ μαγαζιά γιά ἕνα κομμάτι ψωμί.
Συχνά ἔβλεπε κανείς ἡλικιωμένους ἀνθρώπους νά πεθαίνουν στό δρόμο εἴτε ἀπό ἀσιτία εἴτε ἀπό ψῦχος καί νά κάνουν ἔρανο γιά νά τούς θάψουν.
Ὁ Ἅγιος νοίκιασε ἕνα χαμόσπιτο στήν περιοχή τοῦ Ρέντη ,στό σπίτι μιᾶς ἀπλοϊκῆς κυρίας ,τῆς κυρίας Ἀνδρομάχης .Πήγαινε στήν Εὔβοια, στήν Λαμία ὡς ἱεροκήρυκας..Ὑπέμεινε σιωπηρά..Προσευχόταν ἀτελείωτες ὧρες. Ἡ πείνα τόν βασάνιζε πολύ. Εἶχε μέρες νά φάει καί μῆνες νά πληρώσει τό ἐνοίκιο .Ἔγραφε κάποια βιβλία καί ἥλπιζε σέ αὐτά.
Ἡ σπιτονοικοκυρά του κάποια στιγμή συνειδητοποίησε πῶς ἐπί τρεῖς ἡμέρες ἦταν κλεισμένος στό δωμάτιό του. Ἀνησύχησε . Χτύπησε τήν πόρτα καί βλέπει τόν Ἅγιο νά κάθεται μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο καί νά προσεύχεται ὑπερυψούμενος.
Πάνω ἀπό τό ἔδαφος . Στόν ἀέρα!!!
Μόνο ὅταν ἄνοιξε ἡ πόρτα κατάλαβε ὁ Ἅγιος ὅτι κάποιος μπῆκε μέσα καί τότε προσγειώθηκε στά γήϊνα μέτρα.
Τόν κοίταξε ἔντρομη ἡ εὐσεβής γυναῖκα. Τοῦ λέει: Εἶστε Ἅγιος ἄνθρωπος ,ξεχᾶστε τά ἐνοίκια, ξεχᾶστε τα ὅλα, σᾶς τά χαρίζω. Φιλοξενῶ στό σπίτι μου ἕναν Ἅγιο.
Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως , ὁ Μέγας καί Θαυματουργός Ἰεράρχης .