Μεγάλη Πέμπτη, 17 Απριλίου του 1941.
Οι Γερμανικές δυνάμεις έχουν εισβάλει στην Πατρίδα μας. Σε δέκα μέρες θα έχουν μπει και στην Αθήνα. Το πολυθρύλητο θωρηκτό του Πολεμικού Ναυτικού «Γ. ΑΒΕΡΩΦ», που είχε κατατροπώσει τον τουρκικό στόλο στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, βρίσκεται τώρα αραγμένο στα νερά της Ελευσίνας, περιτριγυρισμένο από συρματοπλέγματα, για να ασφαλισθεί από τις τορπίλες των εχθρικών υποβρυχίων. Η διαταγή του Υπουργείου Ναυτικών, απόλυτα αυστηρή. Απαγορεύεται ο απόπλους του. Όμως, η δόξα των Ελληνικών θαλασσών κινδυνεύει από κατάληψη των εχθρών ή αυτοβύθιση…
Τότε ήταν που ο φλογερός στρατιωτικός ιερέας του «Αβέρωφ», ο Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος, πήρε τη δυναμική πρωτοβουλία και ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας. Ήταν Μεγάλη Πέμπτη και λίγο πριν τελέσει την Ακολουθία των Παθών στο εκκλησάκι του πλοίου, κάλεσε επειγόντως το πλήρωμα του υπερήφανου καραβιού και με βουρκωμένα μάτια τους είπε:
«Παιδιά μου, θέλουν να μας βουλιάξουν το θρυλικό μας καράβι. Το βαστάει αυτό η ψυχή σας; Τέτοιο άδοξο τέλος θα έχει το πιο δοξασμένο καράβι μας, το «Αβέρωφ»; Θα μας καταριώνται από τον ουρανό οι ψυχές των ηρώων μας ναυτικών, του Μιαούλη, του Κανάρη, του Κουντουριώτη, της Μπουμπουλίνας. Ιδέστε με τα ψυχικά σας μάτια, παιδιά, τον Ναύαρχό μας Παύλο Κουντουριώτη στον ουρανό. Κλαίει, και μας εξορκίζει να μη δώσουμε τέτοιο τέλος στο καράβι, αλλά τέλος ανάλογο με τη δόξα του. Τι λέτε, παιδιά;».
Τότε όλοι οι ναύτες και οι αξιωματικοί είπαν: «Παπά, θα κάνουμε ό,τι μας πεις».
Και συνέχισε ο π. Διονύσιος:
«Πρέπει να πάρουμε το «Αβέρωφ» και να φύγουμε. Πρέπει να σώσουμε την τιμή του».
Το πλήρωμα συμφώνησε απόλυτα. Όμως, συνέχισε ο ιερέας:
«Μα, πρέπει να είμαστε και εξηγημένοι. Θα λάβετε υπ’ όψιν σας ότι πεντακόσια τα εκατό έχουμε να βουλιάξουμε περνώντας το ναρκοπέδιο. Αν ο Θεός μάς περάσει από κει χωρίς να πάθουμε κακό, έχουμε τριακόσια τα εκατό (πιθανότητα) να βουλιάξουμε στο φράγμα της Ψυττάλειας. Αν κι εκείνο μάς βοηθήσει ο Θεός να περάσουμε, έχουμε διακόσια τα εκατό να βουλιάξουμε στο δρόμο από τις βόμβες των αεροπλάνων. Αν και αυτό τον κίνδυνο περάσουμε, τότε θα σώσουμε την τιμή του «Αβέρωφ» και του Ναυτικού μας. Αν –Θεός φυλάξοι– βουλιάξουμε, τότε εμείς μεν θα πάμε όλοι δοξασμένοι στον ουρανό να βρούμε αιώνια ανάπαυση, η τιμή δε του Ναυτικού μας θα μείνει πάντα στην ελληνική ιστορία ένας θρύλος. Τι λέτε, έπειτα από αυτά, παιδιά;».
Και όλοι με δάκρυα φώναξαν: «Θα φύγουμε, Παπά, με το «Αβέρωφ» και ό,τι πει ο Θεός ας γίνει».
Ο ιερέας έκανε το σημείο του σταυρού λέγοντας «Εὐλογητός ὁ Θεός» και συνέχισε: «Σήμερα είδα σε όραμα τον Άγιο Νικόλαο και μου είπε: Μη φοβόσαστε. Θα φθάσετε εκεί που θέλετε. Ο Θεός είναι μαζί σας».
Και ενώ οι ναύτες ετοίμαζαν το καράβι, ο π. Διονύσιος άρχισε την ακολουθία των Αγίων Παθών. Αργά τη νύχτα περιέφερε τον Εσταυρωμένο σε όλα τα διαμερίσματα του πλοίου, στα κανόνια, στην αποθήκη των πυρομαχικών και τέλος Τον στερέωσε στον Πύργο της πρώρας και φώναξε: «Παιδιά μου, έχουμε κυβερνήτη τον Χριστό. Μη φοβάστε. Θα νικήσουμε…».
Σε λίγο άνοιγαν δίοδο στα συρματοπλέγματα. Το καράβι πέρασε το ναρκοπέδιο χωρίς να αγγίξει τις νάρκες. Στην Ψυττάλεια έκοψαν το φράγμα με το πρώτο κτύπημα σαν να ᾽ταν κλωστή. Μετά ανέπτυξαν ταχύτητα προς την Τσακωνιά. Και τα ξημερώματα της Μεγάλης Παρασκευής βρέθηκαν στα ήσυχα νερά της Κυνουρίας. Και ασφαλίσθηκαν στις ακτές της κάτω από τις σκιές των πανύψηλων βουνών της. Κανένα βομβαρδιστικό των Γερμανών δεν αντιλήφθηκε το κρυμμένο αυτό δοξασμένο καράβι!
Με τα φώτα σβησμένα μόλις νύχτωσε, το «Αβέρωφ» κατευθύνθηκε με την πιο δυνατή ταχύτητα προς την Κρήτη. Και ενώ διέσχιζε ατρόμητα τα νερά του Αιγαίου, ο π. Διονύσιος είχε βγάλει τον Επιτάφιο και έψελναν όλοι μαζί τα Εγκώμια μέσα σε ατμόσφαιρα ουράνιας μυσταγωγίας.
Πρωί πρωί έφθασαν στη Σούδα. Και από εκεί μετά λίγες μέρες το θωρηκτό μας με το πιστό του πλήρωμα και εμψυχωτή τον ιερέα του Διονύσιο Παπανικολόπουλο έφθανε στην Αλεξάνδρεια!
Σήμερα το δοξασμένο θωρηκτό «Αβέρωφ» ξεκουράζεται στις ακτές του Παλαιού Φαλήρου. Μέσα του κρύβει ιστορίες έπους και μεγαλείου. Αν βρεθείτε εκεί, μην ξεχάσετε να το επισκεφθείτε.
Θα νιώσετε δέος και εθνική υπερηφάνεια.
N. Παπαδόπουλος