Ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, υπήρξε ένας από τους τελευταίους λογίους του Βυζαντίου, δηλαδή της χριστιανικής αυτοκρατορίας του Ελληνικού Έθνους. Ο εξάδελφος αυτός του Εθνομάρτυρα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου πολέμησε με αυτοθυσία και στάθηκε στο πλευρό του αυτοκράτορα μέχρι την ύστατη ώρα, οπότε και έπεσε μαχόμενος ηρωικά. Όμως η μνήμη του αδικήθηκε και εξακολουθεί να αδικείται έως τις ημέρες μας παραμένοντας στην αφάνεια. Τόσο η προσφορά του λογίου αυτού ανδρός στα γράμματα, αλλά και η ηρωική θυσία του γόνου αυτού της αυτοκρατορικής οικογενείας των Παλαιολόγων καλύφθηκε από τον βαρύ μανδύα της λήθης, που άπλωσε επάνω του ο πανδαμάτωρ χρόνος.
Δυστυχώς τα βιογραφικά στοιχεία που αγνοούνται για τον Θεόφιλο είναι πολύ περισσότερα απ’ αυτά που γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Έτσι λοιπόν δεν είναι γνωστό το έτος της γεννήσεώς του. Όμως το 1453 δεν θα πρέπει να ήταν λιγότερο από 30 και περισσότερο από 50 με 60 ετών. Το ελάχιστο της ηλικίας του το συμπεραίνουμε από το ότι χαρακτηρίζεται ως λόγιος , χαρακτηρισμός που συνήθως αποδίδεται σε πρόσωπα που έχουν περάσει την πολύ νεαρή ηλικία. Το δε μέγιστο όριο καθορίζεται με βάση την ενεργή συμμετοχή του στην άμυνα της Κωνσταντινουπόλεως και μάλιστα ως διοικητής στρατιωτικού σώματος. Συνεπώς η γέννησή του, κατά τη γνώμη μας, θα πρέπει να τοποθετηθεί είτε λίγο πριν το 1400 είτε λίγο μετά από αυτό.
Επίσης από την ”ομίχλη” του χρόνου έχουν καλυφθεί και πληροφορίες, όπως τα ονόματα των γονέων του, το αν ήταν νυμφευμένος και αν άφησε απογόνους. Ταυτόχρονα δεν διασώζεται σε καμία πηγή ποιοι ήταν οι διδάσκαλοί του στις ανώτερες σπουδές του, αν εκείνος δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως1, καθώς και αν συνέγραψε κάποιο έργο. Κατά την γνώμη μας, πρέπει να υπήρξε μαθητής του Ιωσήφ Βρυέννιου (+ 1350 – 1432), ο οποίος εγκαταβίωνε ως μοναχός εκείνη την εποχή στην Κωνσταντινούπολη, στη Μονή Στουδίου, και μετά στη Μονή Χαρσιανίτου. Ο Ιωσήφ Βρυέννιος – πέραν της εκλεκτής θεολογικής καταρτίσεώς του, που τον κατατάσσει ως έναν από τους κυριοτέρους υπέρμαχους της Ορθοδοξίας και της Ησυχαστικής θεολογίας – ήταν βαθύς γνώστης και της φιλοσοφίας και των θετικών επιστημών και μάλιστα δίδασκε την τετρακτύ, δηλαδή αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική2. Ο Ιωσήφ κήρυττε συχνά στο παλάτι των Παλαιολόγων και εκτιμόταν βαθύτατα από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, της διαθήκης του οποίου έγινε εκτελεστής το 14253. Όλα αυτά τα στοιχεία νομίζουμε ότι είναι αρκετά για να μας πείσουν ότι ο εκλεκτότερος μεταξύ των διδασκάλων του Θεοφίλου Παλαιολόγου πρέπει να υπήρξε ο Ιωσήφ Βρυέννιος. Επίσης, αν ο Θεόφιλος γεννήθηκε πριν το 1400, είναι πιθανό να παρακολούθησε τη διδασκαλία του λόγιου γεωμέτρη και αστρονόμου Ιωάννου Χορτασμένου (1370 – 1437), όταν αυτός δίδασκε στο Πανεπιστήμιο (1407 – 1410) τα «ελληνικά μαθήματα», δηλαδή επιστήμες και ρητορική. Αν πάλι γεννήθηκε μετά το 1400, τότε δεν αποκλείεται να μαθήτευσε στη Σχολή που είχε ιδρύσει ο Ιωάννης Χορτασμένος στη Μονή του Σωτήρος Χριστού.
Στο «Χρονικό» του ο Γεώργιος Σφραντζής (1401- 1477 χαρακτηρίζει τον Θεόφιλο ως: «ανδρί εμπείρω πάσης γραμματικής πραγματείας και της ελληνικής παιδείας και μαθηματικής εις άκρον γευσαμένω»4. Σύμφωνα με τον Σφραντζή ο Θεόφιλος δεν είχε απλά μια γενικά καλή μόρφωση, όπως σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειας των Παλαιολόγων, αλλά διέθετε μεγάλη εμπειρία στην ελληνική γραμματεία και είχε γευθεί πλήρως την ελληνική παιδεία και τα μαθηματικά. Δηλαδή η ενασχόλησή του με όλα αυτά τα αντικείμενα δεν ήταν επιφανειακή και προς απόκτηση κάποιων βασικών γνώσεων. Αλλά τόσο η κλασική παιδεία του όσο και η γνώση των μαθηματικών, όχι απλά ξέφευγαν του μέσου όρου, αλλά έφθαναν σε ιδιαιτέρως υψηλό επίπεδο. Οι συγκεκριμένες πληροφορίες του Σφραντζή είναι αξιόπιστες, καθώς από την παιδική του ηλικία ανατράφηκε κοντά στην οικογένεια των Παλαιολόγων και υπηρέτησε σε θέσεις ευθύνης τους αυτοκράτορες Μανουήλ (1391 – 1425), Ιωάννη Η΄(1425- 1448) και ιδιαίτερα τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο (1449 – 1453). Συνεπώς είχε γνωρίσει από κοντά τον Θεόφιλο Παλαιολόγο, τον ανιψιό του αυτοκράτορα Μανουήλ και εξάδελφο του Ιωάννη και του Κωνσταντίνου. Παράλληλα διαπίστωνε καθημερινά την εκτίμηση και την αποδοχή που ο Θεόφιλος απολάμβανε από την Κωνσταντινουπολίτικη κοινωνία, αλλά και ιδιαιτέρως από τους κύκλους των λογίων.
Την πολυμάθεια του Θεοφίλου επιβεβαιώνει και ο Λεονάρδος ο Χίος, ο οποίος συμμετείχε στην άμυνα της Κωνσταντινουπόλεως και τον γνώρισε από κοντά5. Τα ίδια επαναλαμβάνει και το Μεγάλο Χρονικό (Chronicon maius) του Μητροπολίτου Μονεμβασίας Μακαρίου του Μελισσηνού6, αλλά και το « Χρονικόν των Τούρκων σουλτάνων» του ανωνύμου: «Ο Θεόφιλος ο Παλαιολόγος, σοφός άνθρωπος και άρχος (=άρχοντας) »7.
Η αγάπη του Θεοφίλου προς τα μαθηματικά δεν πρέπει να μας ξενίζει. Όπως είχε παρατηρήσει ο καθηγητής Βασίλειος Τατάκης, οι Βυζαντινοί κατά τον 15ο αιώνα έδειξαν ζωηρό ενδιαφέρον για τα μαθηματικά και κυρίως για τα ελληνικά μαθηματικά8. Επίσης όπως είχε διαπιστώσει παλαιότερα ο Γερμανός καθηγητής Καρλ Κρουμβάχερ: «Εκ του τέλους του ΙΔ΄ αιώνος και του πρώτου ημίσεως του ΙΕ΄ δεν έχομεν πλέον ουδέν σπουδαίον να αναφέρομεν περί των μαθηματικών και αστρονομικών σπουδών των Βυζαντηνών. Αλλ’ ότι ζωηρώς εξηκολούθουν αύται αποδεικνύουσι τα πολυάριθμα χειρόγραφα αρχαίων μαθηματικών και αστρονόμων, τα οποία εγράφησαν κατά τούτον τον χρόνον»9. Δεν αποκλείεται λοιπόν κάποιο από αυτά τα χειρόγραφα να αποτελεί αντιγραφή ή και έργο του Θεοφίλου. Ανώνυμα χειρόγραφα μαθηματικών έχουν διασωθεί, όπως ένα του 1443, το οποίο περιέχει τον τρόπο αντιστοίχισης της Βυζαντινής χρονολόγησης με την Περσική. Ίσως κάποιο από αυτά τα ανώνυμα να ανήκει στον Θεόφιλο ή να βρεθεί κάποτε κάποιο που να αναφέρει ρητά το όνομά του.
Αυτή η ενασχόληση του Θεοφίλου με τις θετικές επιστήμες καθόλου δεν συνεπάγεται χλιαρή ή και εχθρική στάση έναντι του Χριστιανισμού. Η θέση του στο θέμα της Ενώσεως – δυστυχώς όμως με την πλευρά των φιλενωτικών (αν και πιθανότατα δεν ήταν καρπός της ελεύθερης βουλήσεώς του) – και ο αγώνας του μέχρις εσχάτων υπέρ πίστεως και πατρίδος μπροστά στην ισλαμική πλημμυρίδα έμμεσα το αποδεικνύουν. Προφανώς συμμεριζόταν τις σχετικές απόψεις του Μεγάλου Λογοθέτη Θεοδώρου Μετοχίτη (1270-1332), ενός εκ των πολυγραφοτέρων της βυζαντινής γραμματείας με αξιοζήλευτες γνώσεις στην αστρονομία, τα μαθηματικά και τη γεωμετρία. Η διαυγής σκέψη του Μετοχίτη «χαράζει μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ επιστήμης και πίστης και δείχνει ότι μεταξύ των δύο δεν υπάρχει καμιά αντίθεση»10.
Ο Σφραντζής και ο Μελισσηνός προσδιορίζουν ότι ο Θεόφιλος ήταν εξάδελφος του Κωνσταντίνου, ενώ το «Χρονικόν των Τούρκων σουλτάνων» του ανωνύμου τον ονομάζει λανθασμένα ανιψιό του. Όπως προαναφέραμε, ο Σφραντζής πέρασε όλη του τη ζωή στο πλευρό των Παλαιολόγων, συνεπώς αποκλείεται να έκανε λάθος για τον βαθμό της συγγένειας.
Σύμφωνα με τον Λεονάρδο τον Χίο και το ανώνυμο Χρονικό ο αυτοκράτορας τοποθέτησε τον Θεόφιλο Παλαιολόγο, μαζί με τον Θεόδωρο τον Καρυστινό και τον Γερμανό John Grant επικεφαλής των στρατιωτικών τμημάτων, που είχαν αναλάβει την άμυνα των τειχών, που βρίσκονταν από την Καλιγαρία Πύλη έως το Παλάτι του Πορφυρογέννητου. Έξω από τα τείχη στο σημείο αυτό είχε αντιπαραταχθεί ο Καρατζάς Πασάς με τα στρατεύματά του. Αντίθετα ο Σφραντζής και ο Μητροπολίτης Μακάριος Μελισσηνός παραδίδουν μία διαφορετική πληροφορία, ότι στον Θεόφιλο ανατέθηκε η φρούρηση μιας άλλης περιοχής, αυτής της Πύλης της Σηλυβρίας κοντά στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής και έως τα αριστερά της περιοχής που είχε αναλάβει ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Νομίζω ότι η αντίφαση αυτή μπορεί να ξεκαθαρισθεί, αν λάβουμε υπόψη μας τα ακόλουθα: Ο Σφραντζής, κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, είχε καταρτίσει κατάλογο με τον αριθμό των στρατιωτών και τη θέση που κατείχαν επί των τειχών στην τελευταία και κρίσιμη φάση της πολιορκίας. Συνεπώς είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι έκανε λάθος για τη θέση ενός οικείου προσώπου του, όπως του Θεοφίλου Παλαιολόγου. Σύμφωνα με τον Μάριο Φιλιππίδη, ο Μελισσηνός το 1570 κατά την επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη πρέπει να άκουσε προφορικές διηγήσεις για την Άλωση, στις οποίες αναφερόταν το όνομα του Θεοφίλου σ’ αυτό τον τομέα των τειχών11.
Ανεξάρτητα όμως ποια από τις παραπάνω εκδοχές περί του τομέα που ανατέθηκε στον Θεόφιλο ευσταθεί, είναι αναντίρρητο ότι τόσο η θέση της Καλιγαρίας Πύλης, όσο και της Σηλυβρίας Πύλης ήταν της ίδιας καίριας στρατηγικής σημασίας και αποτελούσαν την πρώτη γραμμή της μάχης. Αυτά αποτελούν σαφή απόδειξη ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, τοποθετώντας τον εξάδελφό του σ’ ένα από τα πιο σημαντικά σημεία για την άμυνα της Πόλεως, εκτιμούσε τις διοικητικές ικανότητες του Θεοφίλου και ήταν βέβαιος για τον πατριωτισμό και τη γενναιότητά του. Ο Θεόφιλος ήταν βεβαίως ένας Παλαιολόγος κι ένας διακεκριμένος άνθρωπος των γραμμάτων. Όμως ο συνετός αυτοκράτοράς μας τον τοποθέτησε εκεί όχι για όλα αυτά, αλλά γιατί γνώριζε και τις εξαιρετικές στρατιωτικές του ικανότητες. Αν ο Θεόφιλος υστερούσε σε πολεμική κατάρτιση, δεν θα του ανέθετε μία θέση όπου επρόκειτο να δεχθεί τόσο μεγάλη πίεση από τους επιτιθέμενους. Πιθανόν θα τον τοποθετούσε στη φύλαξη των θαλασσίων τειχών, που δεν ήταν στο επίκεντρο των τουρκικών επιθέσεων ή σε κάποιο εφεδρικό τμήμα. Αναμφίβολα οι προσωπικές σχέσεις του Κωνσταντίνου και του Θεοφίλου ήταν φιλικές και αρμονικές. Συνεπώς ο πρώτος δεν θα άφηνε τον εξάδελφό του να ντροπιαστεί ούτε πολύ περισσότερο θα ριψοκινδύνευε να του αναθέσει καθήκοντα, στα οποία δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί, με αποτέλεσμα να διαρραγεί η αμυντική γραμμή στον τομέα ευθύνης του.
Εδώ παρενθετικά να τονίσουμε ότι η παρουσία αληθινής και χριστιανικής μορφώσεως και η υγιής παιδεία όχι μόνο δεν αποκλείουν τον πατριωτισμό και τον ηρωισμό, αλλά τους καλλιεργούν και δεν μετατρέπουν τον άνθρωπο σε ένα παθητικό ον, που αδιαφορεί για οτιδήποτε άλλο πέραν της μελέτης βιβλίων και των θεωρητικών γνώσεων. Επί αυτού πολύ ορθά ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος χρησιμοποιεί τον χαρακτηρισμό «ο λόγιος αλλά γενναίος Θεόφιλος Παλαιολόγος…»12, θέλοντας να τονίσει τη συνύπαρξη των δύο ιδιοτήτων στο πρόσωπο του Θεοφίλου.
Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Γουσταύο Σλουμβερζέ, ο οποίος αντλεί από τον Ιταλό Χριστόφορο Ρικκέριο: «Διεκρίθησαν δ’ ειπέρ τις και άλλος προ του θανάτου ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και Ιωάννης ο Δαλμάτης»13. Ο Θεόφιλος δικαίωσε την επιλογή του Κωνσταντίνου να τον τοποθετήσει σε τόσο νευραλγική θέση, αφού διακρίθηκε σε γενναιότητα περισσότερο απ’ όλους σχεδόν.
Από την 5η Απριλίου έως την 28η Μαΐου οι Οθωμανικοί βομβαρδισμοί γίνονταν ολοένα και πυκνότεροι σφυροκοπώντας τα τείχη, προκειμένου να τα κατεδαφίσουν. Οι επιθέσεις για κατάληψη των τειχών επαναλαμβάνονταν κατά κύματα ολοένα και συχνότερα και με αυξανόμενη αγριότητα. Ο Θεόφιλος με την καθημερινή συμμετοχή του στη φύλαξη των τειχών και στην απόκρουση των Οθωμανικών επιδρομών έδινε το καλό παράδειγμα, γινόμενος κι εκείνος μιμητής του αγαθού και ταπεινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Όλοι είχαν το ηθικό χρέος να συμμετέχουν στον εθνικό αυτό αγώνα χωρίς δικαιολογίες. Δεν έπρεπε να λείψουν ούτε τα μέλη των ιστορικών βυζαντινών οικογενειών, ούτε οι λόγιοι, ούτε κανείς άλλος. Όλοι όφειλαν να αγωνισθούν για να δοθεί μια παράταση ελεύθερης ζωής στη Βασιλεύουσα. Ακόμα κι αν ερχόταν η ήττα, έπρεπε να διασωθεί η τιμή και η αξιοπρέπεια του Ελληνικού Έθνους.
Στις 1:30 τη νύχτα της 28ης προς 29η Μαΐου ξεκίνησε ορμητικά η νέα γενική επίθεση των Οθωμανών από ξηρά και θάλασσα. Η πίεση, που αναμενόταν να δεχθούν από τα Οθωμανικά στρατεύματα τα ήδη μισογκρεμισμένα τείχη στην περιοχή της Πύλης του Αγίου Ρωμανού, ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να τοποθετήσει εκεί μεγάλο μέρος από τις εφεδρείες του, προκειμένου να τα ενισχύσει, όπως μαρτυρεί ο Σφραντζής. Επίσης είχε διατάξει έμπειροι αξιωματικοί, όπως ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, να αφήσουν τους τομείς ευθύνης, που τους είχαν ανατεθεί, σε άλλους υπαρχηγούς κι εκείνοι να σπεύσουν να μετακινηθούν εκεί. Οι καταπονημένοι υπερασπιστές της Πόλεως, αμυνόμενοι με ηρωισμό, κατάφεραν να εξουδετερώσουν και το πρώτο και το δεύτερο κύμα των επιθέσεων και ήδη φαινόταν ότι και το τρίτο κύμα θα οπισθοχωρήσει σύντομα. Τότε δυστυχώς ο εκτελών χρέη πρωτοστράτορος, Γενουάτης Ιωάννης Ιουστινιάνης, αποχώρησε τραυματισμένος και μαζί του υποχώρησαν και οι μισθοφόροι του. Την ίδια ώρα παραβιάζοντας μια μικρή Πύλη, την Κερκόπορτα, οι Τούρκοι βρέθηκαν πίσω από τις γραμμές των Ελλήνων και ξένων στρατιωτών, που υπερασπίζονταν ακόμα τα τείχη στην περιοχή της Πύλης του Αγίου Ρωμανού. Η άμυνα άρχισε να χαλαρώνει σχεδόν παντού και η σύγχυση επιτάθηκε από την τρομακτική κραυγή «Η Πόλις εάλω».
Ο γενναίος Κωνσταντίνος ο ΙΑ΄, μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία των Τούρκων στα μετόπισθεν, έσπευσε προς την τοποθεσία της Κερκόπορτας, αλλά η εισβολή στο σημείο αυτό ήταν πλέον μη αναστρέψιμη. Τότε σπιρούνισε το άλογό του και επέστρεψε στην αρχική του θέση στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Εκεί από τα σχεδόν διαλυμένα από τον σφοδρό κανονιοβολισμό τείχη εισορμούσαν τα ισλαμικά στίφη. Μαζί του ήταν ο εξάδελφός του Θεόφιλος Παλαιολόγος, ο Ιωάννης Δαλμάτης και ο Ισπανός Δον Φρανσίσκο. Προσπάθησε να εμψυχώσει τους Έλληνες, τουλάχιστον αυτοί να κρατήσουν τις θέσεις τους, αφού οι Γενοβέζοι πρώτοι έδωσαν το σύνθημα της φυγής. Όλα όμως ήταν πλέον μάταια. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, ο Θεόφιλος και οι άλλοι δύο για αρκετά λεπτά πολέμησαν ως πραγματικοί λέοντες, εμποδίζοντας τους Γενιτσάρους να φθάσουν στην Πύλη του εσώτερου τείχους, που οδηγούσε μέσα στην Πόλη. Τότε ο Θεόφιλος γεμάτος θλίψη αναφώνησε μία φράση, η οποία έμελλε να περάσει για πάντα στην ιστορία ως έκφραση του αγνού πατριωτισμού και της ανιδιοτελούς αυτοθυσίας: «Προτιμώ να πεθάνω παρά να ζήσω». Ο Γεώργιος Σφραντζής κατέγραψε το γεγονός στο Χρονικό του ως εξής: « Ομοίως και ο Θεόφιλος ο Παλαιολόγος, ως είδε τον βασιλέα μαχόμενον και την πόλιν κινδυνεύουσαν, μεγαλοφώνως μετά κλαυθμού κράξας είπε “Θέλω θανείν μάλλον ή ζην”, και συρρήξας εαυτόν εν μέσω μετά κραυγής τους όσους εύρε πάντας διασκέδασε και διεσκόρπισε και εθανάτωσεν»14. Για τον Θεόφιλο ο τιμημένος θάνατος ήταν προτιμότερος από τη ζωή ως υπόδουλος. Έτσι ο Θεόφιλος όρμησε με το σπαθί στο χέρι με τόση δύναμη, που κυριολεκτικά στο πέρασμά του σκορπίσθηκαν από τρόμο οι Γενίτσαροι και όσοι τόλμησαν να κοντοσταθούν βρήκαν αμέσως τον θάνατο. Έδωσε και πήρε σπαθιές μέχρι που θανάσιμα πληγωμένος έπεσε και χάθηκε μεταξύ των πτωμάτων που κείτονταν κάτω. Από πάνω τους διάβηκαν οι Οθωμανοί που κατά χιλιάδες έτρεχαν μανιασμένοι, όπως τα κύματα μιας αγριεμένης θάλασσας.
Ο ιστορικός και πολυμαθής Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (1430-1490) αναφέρει: «και επιόντες και διώκοντες έτρωσαν βασιλέα Κωνσταντίνον ες τον ώμον, και ετελεύτησεν… Θεόφιλος του Παλαιολόγων γένους ταύτῃ ετελεύτησεν, και των Παλαιολόγων οι Μετοχιταίοι, ο τε πατὴρ και οι παίδες αυτού, μαχόμενοι απώλοντο. και συχνοί των αμφί βασιλέα Ελλήνων ευ γεγονότες απέθανον, μη ανεχόμενοι επιδείν σφίσιν την πατρίδα δεδουλωμένην»15.
Λίγο μετά, όπως μαρτυρεί ο Λεονάρδος, και ο Κωνσταντίνος έπεσε μαχόμενος στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, αφού «κατερρίφθη χαμαί υπό γενίτσαρου, ανηγέρθη και έπειτα επλήγη εκ νέου θανασίμως πλέον»16.
Στο σημείο αυτό θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε το πώς αποδίδει το σχετικό ιστορικό περιστατικό ο γνωστός αγιογράφος και ένας από τους σπουδαιότερους νεοέλληνες συγγραφείς, ο Φώτιος Κόντογλου: « Οι Τούρκοι μπαίνανε σαν ποτάμι αφρισμένο από τα κάστρα κι᾿ από την πόρτα. Οι Χριστιανοὶ απελπισμένοι πέφτανε με σφαλιχτὰ μάτια απάνω τους, κ᾿ εγίνε τέτοιος σκοτωμός, που το αίμα έτρεχε να κολυμπήσῃ δαμάλι. Ο βασιλέας, παραμιλώντας απ᾿ την απελπισιά του, χύμηξε στην πόρτα με τα παλληκάρια του κ᾿ έπεσε μέσα στο πιο πηχτὸ τουρκομάνι, βαρώντας με το σπαθί του. Ο Δον Φραγκίσκος ο Τολεδάνος, πώλαχε νάνε στο δεξί του χέρι, έχασε το σπαθί του και χύθηκε και ξέσκιζε τους Τούρκους με τα νύχια και με τα δόντια. Ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, βλέποντας ματωμένο το βασιλέα, έβαλε μια φωνὴ κ᾿ έκραξε κλαίγοντας: “Θέλω ν᾿ αποθάνω κι᾿ όχι να ζήσω!” Ο Γιάννης ο Δαλμάτης κι᾿ άλλοι πολλοί εκεί βουλιάξανε και χαθήκανε. Ο βασιλιάς βλέποντας πως απόμεινε μονάχος ζωντανός, φώναξε: “Δεν υπάρχει Χριστιανός να κόψῃ το κεφάλι μου!” Την ίδια την στιγμή τον βαρέσανε δυὸ Τούρκοι, ο ένας στο πρόσωπο κι᾿ ο άλλος στον ώμο. Το κορμί του κύλησε κι᾿ ανακατεύτηκε μέσα στο σωρό πώφραξε την πόρτα».
Το μέγεθος της αυτοθυσίας, του ηρωισμού και του ανιδιοτελούς πατριωτισμού του Θεοφίλου Παλαιολόγου γίνονται ακόμα πιο αντιληπτά, αν λάβουμε υπόψη μας και τα παρακάτω. Για τον Θεόφιλο η παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη δεν ήταν αναγκαστική, αλλά εκούσια επιλογή. Αν το επιθυμούσε, θα μπορούσε πριν αρχίσει η πολιορκία να είχε επιβιβασθεί σ’ ένα πλοίο και να ταξιδέψει μακριά, διασφαλίζοντας έτσι τη ζωή του. Μια πιθανή επιλογή του θα ήταν να καταφύγει στο Δεσποτάτο του Μυστρά και να ζήσει άνετα κοντά στους ηγεμόνες της Πελοποννήσου, τον Θωμά και τον Δημήτριο Παλαιολόγο, οι οποίοι ήταν κι εκείνοι εξαδέλφια του. Θα μπορούσε να διδάξει μαθηματικά ή να προσφέρει εκεί τις στρατιωτικές του υπηρεσίες με συγκριτικά λιγότερο κίνδυνο από το να παραμείνει στη Βασιλεύουσα, όπου η Τουρκική λαίλαπα ήταν ήδη προ των Πυλών της.
Ακόμα καλύτερη και ασφαλέστερη επιλογή ανοιγόταν μπροστά του, δηλαδή να ταξιδέψει στη Δύση, με πιθανότερο προορισμό την Ιταλία. Εκεί θα μπορούσε να ζήσει αξιοπρεπώς ως μέλος της αυλής ενός Ιταλού ηγεμόνα. Αυτό θα το εξασφάλιζε εύκολα, αφενός γιατί ήταν μέλος της ελληνικής αυτοκρατορικής οικογένειας, αλλά και αφετέρου ως Έλληνας λόγιος θα ήταν περιζήτητο πρόσωπο. Είχε επίσης την επιλογή να ζητήσει τη βοήθεια του Πάπα, όπως δυστυχώς έκανε αργότερα ο Θωμάς Παλαιολόγος. Ο Πάπας, για να εξυπηρετήσει τις θρησκευτικές και πολιτικές επιδιώξεις του, ολοπρόθυμα θα του παρείχε υποστήριξη, έτσι ώστε να θέσει κάτω από τον έλεγχό του έναν Παλαιολόγο και να τον χρησιμοποιήσει όπως θα έκρινε σκόπιμο. Αλλά και αν δεν καταδεχόταν να πέσει τόσο χαμηλά, πάντα είχε κι άλλη επιλογή. Ο Θεόφιλος χρόνια τώρα έβλεπε τους εκλεκτότερους λογίους να εγκαταλείπουν την παραπαίουσα Κωνσταντινούπολη και γενικότερα τον ελλαδικό χώρο με προορισμό τη Δύση. Εκεί διδάσκοντας Ελληνικά, αλλά και άλλες επιστήμες όχι μόνο εξασφάλιζαν μια άνετη και ασφαλή ζωή, αλλά αρκετοί από αυτούς διακρίθηκαν στον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών. Ο Θεόφιλος, όπως προαναφέραμε, ήταν λόγιος και διακεκριμένος μαθηματικός. Δεν θα του ήταν λοιπόν δύσκολο να τους είχε μιμηθεί, έφθανε μόνο να το επιθυμούσε. Ο ίδιος όμως δεν υπέκυψε στο κάλεσμα αυτών των σειρήνων. Αν το ήθελε, στον Ευρωπαϊκό χώρο ανοίγονταν γι’ αυτόν λαμπρές προοπτικές. Η μόρφωσή του και το όνομα Παλαιολόγος εύκολα θα τον καθιέρωναν ως καθηγητή είτε διδάσκοντας ιδιωτικά είτε ακόμη και σε κάποιο Πανεπιστήμιο. Για όσους στερούνται φιλοπατρίας και βαδίζουν στη ζωή τους με “τετράγωνη” λογική, ο Θεόφιλος διέπραξε τρομερή ανοησία προτιμώντας να πολεμήσει και να πέσει ως ανώνυμος στρατιώτης σε μια μάχη που φαινόταν εξ αρχής χαμένη.
Αλλά και την ύστατη στιγμή, αν ο Θεόφιλος δεν είχε το Ελληνικό φιλότιμο, θα μπορούσε να εγκαταλείψει τη θέση του και τον ηρωικό Κωνσταντίνο μόνο του, όταν είδε τις τουρκικές ορδές να εισορμούν μέσα από τα γκρεμισμένα τείχη. Έφιππος καθώς ήταν, θα είχε τον χρόνο να τρέξει με ευκολία προς τα πλοία. Ποιος θα τολμούσε να σταματήσει έναν Παλαιολόγο, τη στιγμή μάλιστα που και απλοί στρατιώτες λιποτακτούσαν χωρίς φόβο ή ντροπή. Έτσι θα είχε επιτύχει να είναι μεταξύ αυτών που εκμεταλλευόμενοι τη γενική σύγχυση κατάφεραν να επιβιβασθούν και να διαφύγουν με πλοία τις πρώτες ώρες της Αλώσεως. Αλλά κι αν δεν το είχε καταφέρει είχε ακόμα μια επιλογή. Να προσπαθήσει να κρυφθεί. Όταν τα πράγματα θα ηρεμούσαν, είχε πολλές πιθανότητες, αν έπεφτε να προσκυνήσει τον Πορθητή, να έσωζε τη ζωή του. Αν μάλιστα ήταν χλιαρός ως προς τη χριστιανική πίστη του, θα μπορούσε να είχε εξωμόσει, όπως δυστυχώς έπραξαν κάποιοι, και να ανέλθει σε υψηλές θέσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία ζώντας το υπόλοιπο της ζωής του μέσα στα πλούτη και τις τιμές. Τίποτε όμως από αυτά τα παραπάνω δεν μπορούσε να ανεχθεί η συνείδηση αυτού του αγνού και δίκαιου ανθρώπου ή να χωρέσει στην ηρωική και χριστιανική ψυχή του.
Το μόνο αμφιλεγόμενο σημείο της ζωής του Θεοφίλου είναι το αν πράγματι υπήρξε φιλενωτικός και υποστηρικτής της Συνόδου της Φερράρας – Φλωρεντίας. Ο Λεονάρδος ο Χίος χαρακτηρίζει τον Θεόφιλο ως Καθολικό, συγκαλύπτοντας εσκεμμένα ότι ήταν Ορθόδοξος φιλενωτικός. Κατά τον Σλουμβερζέ, ο Μανουήλ Παλαιολόγος, ο οποίος ήταν κι εκείνος λόγιος και πήρε μέρος κι αυτός στην υπεράσπιση της Κωνσταντινουπόλεως, υπήρξε «θιασώτης της ενώσεως των Εκκλησιών καθ’ α ο εξάδελφος αυτού Θεόφιλος»17, δηλαδή υποστήριζαν την εφαρμογή των αποφάσεων της ψευδοσυνόδου της Φερράρας – Φλωρεντίας. Δυστυχώς δεν υπάρχουν άλλες πηγές, για να μπορούμε να διασταυρώσουμε την εγκυρότητα ή μη της πληροφορίας.
Πιθανόν ο Θεόφιλος να θεωρούσε ηθικό καθήκον του να υποστηρίξει τις επιλογές του αυτοκράτορα και εξαδέλφου του Κωνσταντίνου. Βλέποντας ο τελευταίος και μαρτυρικός αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος, τα «μαύρα σύννεφα της καταιγίδας», που έφερνε η επέλαση των Τούρκων, να πλησιάζουν διαρκώς και πιο απειλητικά τη Βασιλεύουσα, και αντιλαμβανόμενος την απελπιστικά δυσχερή στρατιωτικά, οικονομικά και διπλωματικά θέση των Ελλήνων, θέλησε να στραφεί προς τους ηγεμόνες της Δύσεως για βοήθεια. Όχι γιατί τους εμπιστευόταν, ή έτρεφε ψευδαισθήσεις για τις πραγματικές τους διαθέσεις, που ήταν εξίσου αρπακτικές με των Τούρκων, αλλά γιατί δεν του απέμενε άλλη διέξοδος για βοήθεια. Αυτό επισημαίνει ο Ρώσος βυζαντινολόγος Georg Ostrogorsky γράφοντας ότι : «Όπως ο αδελφός του έτσι και ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ στήριξε όλες τις ελπίδες του στη βοήθεια από τη Δύση. Οι ελπίδες αυτές ήταν ισχνές, δεν μπορούσε όμως από πουθενά αλλού να ελπίζει»18.
Επέλεξε λοιπόν να τους προσεγγίσει μέσω του Πάπα, υποκύπτοντας και στις πιέσεις της μερίδας των Ελλήνων λατινόφιλων – ενωτικών, δηλαδή αυτών που ζητούσαν ένωση – υποταγή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στους Ρωμαιοκαθολικούς, όχι γιατί και οι ίδιοι πίστευαν πραγματικά ότι οι Δυτικοί έχουν δογματικά δίκαιο, αλλά προκειμένου να έλθει βοήθεια από τη Δύση. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, αν και οι πραγματικές του πεποιθήσεις ήταν ανθενωτικές και αγαπούσε την Ορθοδοξία19, αναγκάστηκε να υποκριθεί ότι συμφωνεί με την ένωση, όπως γράφει στη χρονογραφία του ο ιστορικός της Αλώσεως Δούκας (1400 – 1470): «ακόμη και ο βασιλιάς, ακόμη κι αυτός, υποκρινόταν πως συναινούσε»20. Όλοι οι Δυτικοί υποψιάζονταν ότι ο Κωνσταντίνος επιθυμούσε να κερδίσει χρόνο, έτσι ώστε κάτω από ευνοϊκότερες συνθήκες να μην είναι αναγκασμένος να δεχθεί τους Βατικάνειους εκβιασμούς και να αποδεσμευθεί από τη συμφωνία. Προφανώς ο Θεόφιλος ακολουθούσε κατά πόδας κι εδώ τους σχεδιασμούς και τις ενέργειες του Κωνσταντίνου, έτσι ώστε να μην δίνει αφορμές και επιχειρήματα στους Δυτικούς εναντίον του.
Ο καθηγητής Βασίλειος Τατάκης είχε επισημάνει για τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό ότι «ως πραγματικός μαθητής του Βρυεννίου υποστήριζε ότι η απελευθέρωση που οι Δυτικοί υπόσχονταν στο έθνος θα ήταν ο χαμός του, γιατί σε αντάλλαγμα θα ζητούσαν από το έθνος ν’ απαρνηθεί την πίστη του»21. Αν λοιπόν ο Θεόφιλος υπήρξε και αυτός μαθητής του Βρυεννίου, όπως ήδη προαναφέραμε, αποκλείεται να μην είχε επηρεασθεί και σ’ αυτό το ζήτημα από την λαμπρή και τεκμηριωμένη σκέψη του διδασκάλου του. Συνεπώς έχουμε ακόμα μία ένδειξη ότι ο Θεόφιλος μόνο φαινομενικά υπήρξε φιλενωτικός, για λόγους σκοπιμότητας, παρασυρμένος από τη δελεαστική πρόταση των Ρωμαιοκαθολικών, που συναρτούσαν κάθε βοήθεια προς τους Έλληνες με την εφαρμογή της Ενώσεως κάτω από την εξουσία του Πάπα. Οι περισσότεροι φιλενωτικοί πίστευαν ότι τους επιτρέπεται προσωρινά να κρύψουν μέσα στην ψυχή τους την αγάπη τους για την Ορθοδοξία και να ανεχθούν την υποταγή στον Πάπα για χάρη της σωτηρίας της πατρίδας. Ένα σκεπτικό που αποδείχθηκε λανθασμένο, γιατί υπολόγιζε περισσότερο τη βοήθεια των ανθρώπων από τη βοήθεια του Θεού. Την πικρή αυτή εμπειρία της διαψεύσεως τη βίωσαν όλοι οι φιλενωτικοί, ιδίως από την αποφράδα ημέρα της 29ης Μαΐου 1453 και μετά. Η Ένωση, αν και έγινε έστω και τυπικά, η πολυπόθητη βοήθεια της Ευρώπης δεν ήλθε ποτέ και η πατρίδα δεν απέφυγε την υποδούλωση.
Η λαίλαπα της καταστροφής, που ακολούθησε την Άλωση, ήταν ανείπωτη, η συμφορά ήταν τόσο μεγάλη, ο πόνος και η θλίψη ασήκωτη. Πολλοί αυτόπτες μάρτυρες σίγησαν για πάντα, γιατί θυσιάσθηκαν πολεμώντας ηρωικά ή βρήκαν τον θάνατο εκείνες τις ημέρες από τις σφαγές ή από τις κακουχίες και τις ασθένειες, πριν προλάβουν να καταθέσουν είτε γραπτά είτε προφορικά αυτά που έζησαν. Αλλά και πολλά κείμενα, που θα μπορούσαν να μας δώσουν κάποιες ακόμα πληροφορίες για τη ζωή του Θεοφίλου, καταστράφηκαν και χάθηκαν από τις τουρκικές λεηλασίες. Αυτά λοιπόν τα λίγα που μπορέσαμε να παραθέσουμε εδώ, τα αφιερώνουμε ως ταπεινό φόρο τιμής στον Θεόφιλο Παλαιολόγο, τον λόγιο και ηρωικό εξάδελφο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ του Παλαιολόγου.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Όταν ήταν αυτοκράτορας ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος (1391-1425) το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως αναδιοργανώθηκε για πολλοστή φορά και γνωστό ως «Καθολικὸν Μουσείον» στεγάσθηκε στη Μονή του Αγίου Ιωάννου της Πέτρας, όπου συνέχισε τη λειτουργία του μέχρι την Άλωση.
2. Θεοδόσιου Στράτου και Δανέζη Μάνου, Στα χρόνια του Βυζαντίου, οι θετικοί επιστήμονες ιατροί, χρονολόγοι και αστρονόμοι, Αθήνα 2010.
3. Τωμαδάκη Νικολάου, Βρυέννιος Ιωσήφ, άρθρο στην Θ.Η.Ε., Αθήναι 1963, τ.3, στ.1049 -1050.
4. Φραντζή Γεωργίου, του πρωτοβεστιαρίου, Χρονικόν, Βόννη 1838, σελ. 235 και Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914, σελ. 124, υποσ.4.
5. Βοξάκη Βασιλείου, Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και ο Λεονάρδος ο Χίος, άρθρο αναρτημένο στο ιστολόγιο ΑΚΤΙΝΕΣ στις 29 Μαΐου 2020 (1ο μέρος) και στις 2 Ιουνίου 2020 (2ο μέρος).
6. Το Μεγάλο Χρονικό του Μητροπολίτου Μονεμβασίας Μακαρίου του Μελισσηνού συντάχθηκε κατά το διάστημα 1573-1578 και εξιστορεί τα γεγονότα της Βυζαντινής ιστορίας των ετών 1258-1477. Για την τελευταία περίοδο (1401-1477) βασίζεται στο Χρονικό του Σφραντζή.
7. Ζώρα Γεωργίου, Χρονικόν των Τούρκων σουλτάνων (κατά τον βαρβερινόν ελληνικόν κώδικα 111), Αθήναι 1958, σελ.79-94.
8. Τατάκη Βασιλείου, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, Αθήνα 1977, σελ.227.
9. Κρουμβάχερ Καρλ, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, Αθήναι 1900, τ. Β΄, τεύχος 1ον, σελ.453.
10. Τατάκη Βασιλείου, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, Αθήνα 1977, σελ.236.
11. Philippides Marios, The Fall of Constantinople: Bishop Leonard and the Greek Accounts, Greek, Roman and Byzantine Studies, Massachusetts 1981, p. 294.
12. Παπαρρηγοπούλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήναι 1932, τ. Ε΄.
13. Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914,σελ.357.
14. Φραντζή Γεωργίου, του πρωτοβεστιαρίου, Χρονικόν, Βόννη 1838, III, 7.
15. P.G. 159, 161, Λαονίκου (Χαλκοκονδύλη) Απόδειξις Ιστοριών, Η΄, 2 .
16. Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914, σελ. 358.
17. Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914, σελ.124.
18. Ostrogorsky Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Αθήνα 1997, τ.3ος, σελ.271.
19. Όσο βρισκόταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κάτω από τη θετική επίδραση του Γεωργίου – Γενναδίου Σχολαρίου, εξέφραζε τα πραγματικά του αισθήματα, που ήταν ανθενωτικά. Βλέπε περισσότερα στην εκλεκτή μονογραφία του Ομότιμου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, π. Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 152 και 168.
20. Δούκα Μιχαήλ, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, XXXVI, 2, (Μτφρ. Βρασίδας Καραλής), Αθήνα 1977. σελ.482 – 483.
21. Τατάκη Βασιλείου, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, Αθήνα 1977, σελ.275.