Οι αλεβίτες Πομάκοι είναι ένα από τα κομμάτια που φτιάχνουν το ψηφιδωτό της Θράκης και στέλνουν το δικό τους μήνυμα στην Αγκυρα.
«Αυτός ο κόσμος δεν ήξερε τουρκικά. Υποχρεώθηκε να μάθει μετά την υπογραφή των συνθηκών». Ο Ζεκί είναι αλεβίτης. Ο φύλακας του Τεκέ της Ρούσσας. Ηταν ο άνθρωπος που μου έδωσε την πιο ξεκάθαρη και θυμωμένη απάντηση όταν ρώτησα αν για τους αλεβίτες υπάρχει «τουρκική ή μουσουλμανική κοινότητα». «Είναι δυνατόν να με ρωτάς κάτι τέτοιο έπειτα από όσα είπαμε; Θες να τσακωθούμε; Είναι δυνατόν να μου μιλάς για τουρκική κοινότητα;». Ο Ζεκί και οι αλεβίτες είναι ένα από τα κομμάτια που φτιάχνουν το ψηφιδωτό της Θράκης και σίγουρα ένα από αυτά που αναγνωρίζουν την ελευθερία που τους δίνει η ελληνική πολιτεία.
Στην ερώτηση τι χρειάζονται από το κράτος, ο Ζεκί μού απαντά «περισσότερα δημόσια ελληνικά σχολεία. Το πρώτο που πρέπει να γίνει είναι για την παιδεία. Εδώ δεν έχουμε ελληνικά δημόσια σχολεία». Ρωτάω αν θα τα προτιμούσαν οι οικογένειες της μειονότητας, αν θα επέλεγαν να στείλουν εκεί τα παιδιά και όχι στα μειονοτικά. «Πώς δεν θα θέλανε. Για να πάνε Γυμνάσιο και Λύκειο πρέπει να πάνε στο δημόσιο και τα παιδιά τραβάνε ζόρια. Δεν ξέρουν καλά ελληνικά. Και όλα αυτά είναι σημαντικά για να μπορέσουν να προχωρήσουν», απαντά ο Ζεκί. «Πολλοί αναγκάστηκαν να φύγουν, να πάνε σε Ορεστιάδα, Αλεξανδρούπολη, Διδυμότειχο», έρχεται να προσθέσει ο Μουμίν, ο δάσκαλος του μειονοτικού σχολείου του Μεγάλου Δερείου.
Ο Ζεκί είχε όνειρο να γίνει συνοριοφύλακας. Τώρα ζει στον Τεκέ με την οικογένειά του. Εχει τρεις κόρες. Δηλώνει Ελληνας, Θρακιώτης, «πάππου προς πάππου». «Εδώ ο κόσμος είναι Θρακιώτες με οικογένειες που έχουν ιστορία στους αιώνες. Εδώ ζούσαν. Είναι οι πιο καθαροί Θρακιώτες. Εμένα και οι δύο παππούδες μου ήταν εθνοφύλακες. Οι παππούδες μας ήταν Ελληνες κι εμείς ξαφνικά γίναμε Τούρκοι;» μου λέει. Στους αλεβίτες η επιρροή της Αγκυρας είναι μάλλον ανύπαρκτη. Η παρουσία του ΥΠΕΞ στον Τεκέ την Παγκόσμια Ημέρα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θεωρήθηκε ως ένα μήνυμα προς όλους, ότι η ελληνική πολιτεία προστατεύει τους αλεβίτες. Ενα δόγμα που στην Τουρκία φτάνει να διώκεται, παρότι ανήκουν σε αυτό περίπου 25 εκατ. πολίτες.
Ζητούν μόνο την αναγνώριση
Φτάσαμε στον Τεκέ της Ρούσσας, ή πιο σωστά στον Τεκέ του Σεγίτ Αλή Σουλτάν, Παρασκευή μεσημέρι. Στα ημιορεινά του Εβρου. Ενας τόπος λατρείας, ένα μνημείο ιερό για τους αλεβίτες, που υποβάλλει στην ενέργειά του όποιον περνάει την πύλη. Ενας τόπος συνάθροισης δερβίσηδων, ο τόπος λατρείας των αλεβιτών. Χρονολογείται περίπου στο 1400 και ζητούν μόνο την αναγνώρισή του από την ελληνική πολιτεία ως επίσημου χώρου λατρείας.
«Η κατάσταση για τη δική μας κοινότητα είναι πολύ καλή. Εχουμε το δικαίωμα να εκφραζόμαστε ελεύθερα. Νομίζω ότι έχει ανοίξει ο δρόμος στο να δημιουργήσουμε ωραία πράγματα» λέει στα «ΝΕΑ» ο Μουμίν, με αφορμή την αναγνώριση του Cem Evi (Τζεμ Εβί) των αλεβιτών στο Μεγάλο Δέρειο, που δημιούργησε προσμονή για περισσότερα. Ηρθε στον Τεκέ για την επίσκεψη του Νίκου Δένδια, αφού η γυναίκα του, η «προεδρίνα», όπως φωνάζουν τη Χαϊριγέ, είναι η επικεφαλής του Πολιτιστικού Συλλόγου του Μεγάλου Δερείου, όπου δραστηριοποιούνται πολλές γυναίκες από το χωριό.
«Εχουμε πάρει τα καλύτερα από την ελληνική πολιτεία, το επόμενο βήμα που θέλουμε είναι να γίνει και εδώ (σ.σ.: ο Τεκές της Ρούσσας) επίσημος χώρος λατρείας. Στο Μεγάλο Δέρειο έχουμε επίσημα Cem Evi (ο χώρος προσευχής των αλεβιτών)». Ρωτάω για τους αλεβίτες στην Τουρκία, «δυστυχώς και αυτοί έχουν τα προβλήματά τους», μου απαντά ο Μουμίν. Για τη σχέση τους με τους υπόλοιπους μουσουλμάνους, και ο δάσκαλος είναι σαφής: «Ζούμε πολύ ειρηνικά με τους σουνίτες, δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα, και πρέπει να το τονίσω αυτό. Στο σχολείο έχουμε 35 παιδιά, αλλά έπεται συνέχεια, έρχονται και άλλα».
Τι πρέπει να κάνει το κράτος για να μείνει ζωντανό το χωριό; ρωτάω. «Το χωριό μπορεί να κρατηθεί για ακόμα περίπου 20 χρόνια. Αλλά η πολιτεία πρέπει να ανοίξει δουλειές και να μείνουν οι οικογένειες. Φεύγουν μετανάστες για Ολλανδία, Γερμανία και αφήνουν τις οικογένειες πίσω. Οι γυναίκες γίνονται και πατέρας και μάνα. Κρατάνε τα σπίτια. Κρατάνε την οικογένεια».
Αλεξάνδρα Φωτάκη -
Πηγή: in.gr