Είναι κάποιοι Έλληνες, που ενώ δεν ζούσαν και, επομένως, δεν συμμετέσχον στην Επανάσταση του 1821, εν τούτοις θεωρούνται μεταξύ των πρωτεργατών Της. Μεταξύ αυτών εξέχουσα θέση κατέχει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779). Ένας που αγνοεί το έργο που επιτέλεσε μπορεί να διερωτηθεί, πώς ένας ιερωμένος – και δεν είναι ο μόνος κληρικός, αλλά είναι εκ των ολίγων που έδρασαν ιεραποστολικά σε όλη σχεδόν τη σημερινή Ελλάδα τον 18ο αιώνα – βοήθησε την Επανάσταση.
Η απάντηση είναι πως σε πολύ δύσκολα χρόνια πριν από την Επανάσταση, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός απέτρεψε εξισλαμισμούς και κράτησε ζωντανή την ιδιοπροσωπία των Ελλήνων και άσβεστη την εθνική υπερηφάνεια τους. Αυτά ήσαν τα στοιχεία που το 1821 οδήγησαν στην εξέγερση των σκλάβων κατά του οθωμανού τυράννου τους. Δικαίως λοιπόν στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό δίδεται η ονομασία του «φωτιστού των σκλάβων».
Η κατάσταση, την οποία αντιμετώπισε με επιτυχία ο Άγιος Κοσμάς, ήταν η έλλειψη μορφώσεως κλήρου και λαού, ο εκβαρβαρισμός τους και ο εξισλαμισμός πολλών Ελλήνων. Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος γράφει σχετικά: «Ο κλήρος ήταν, κατά το πλείστον αγράμματος και σπάνιο πράγμα ήταν η ύπαρξη ιερέως… Αγραμματοσύνη βασίλευε παντού, μάλιστα ο Κων. Κούμας, που αναδίφησε τα αρχεία της Μητροπόλεως Λαρίσης, γράφει ότι ο Κώδικας ήταν γεμάτος από βαρβαρική σύνταξη με ανορθογραφίες και σε αυτές ακόμη τις υπογραφές των Μητροπολιτών. Αποτέλεσμα αυτής της καταπτώσεως ήταν το θλιβερό φαινόμενο των εξισλαμισμών….Ο πατρο-Κοσμάς διέβλεψε τον μεγάλο κίνδυνο που απειλούσε το Γένος μας. Αν ο λαός συνέχιζε να βρίσκεται στο σκοτάδι της αμάθειας, αν δεν γνώριζε εγκαίρως το χρέος απέναντι στην Ιστορία των πατέρων του, το πιθανότερο ήταν ότι χάνοντας την πίστη του θα έχανε πρώτα την ψυχή του και ύστερα τον εθνισμό του». (+Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο φλογερός διδάσκαλος», Εκδ. «Χρυσοπηγή», Αθήνα, 2011).
Για την υπηρεσία, που προσέφερε ο Άγιος Κοσμάς στο Έθνος ο εξαίρετος ιστορικός Κωνσταντίνος Σάθας έγραψε: «Πτωχός δημοκράτης δεν απέβλεψε, ως οι πολλοί, εις εφημέρου φιλοδοξίας όνειρα, αλλά τον Σταυρόν επόθει λαμβάνων επί των ώμων να εισχωρήση εις χώρας κατοικουμένας υπό αδελφών και εις τας οποίας ουδέποτε σπινθήρ του φωτός της παιδείας είχεν εισδύσει, η δε αμάθεια τους είχεν εξαγριώσει και αποβαρβαρώσει ». (Κων. Σάθα Σύγγραμμα «Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων από της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής Εθνεγερσίας», Εκδ. Τέκνων Ανδρ. Κορομηλά, Εν Αθήναις, 1868, σ. 488).
Ο Χρ. Γιανναράς γράφει για τον Άγιο Κοσμά, ότι ήταν «φαινόμενο μοναδικό και ανεπανάληπτο». Και εξηγεί: «Είναι η εκπληκτικότερη ενσάρκωση της εκκλησιαστικής γνησιότητας μέσα σε ολόκληρη την περίοδο της Τουρκοκρατίας…Ήταν αποφασιστική η συμβολή του στη διάσωση της ελληνικής γλώσσας και συνείδησης σε κρίσιμες περιοχές, στην αποτροπή του εξισλαμισμού. Τόνωσε την ελπίδα των Ελλήνων σε μια μελλοντική απελευθέρωση – ανάσταση του Γένους». (Χρ. Γιανναρά «Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα», Εκδ. Δόμος, Αθήναι, 2006, σ. 174-175).
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749 – 1809) είχε ιδία αντίληψη της ζωής και του έργου του Αγίου Κοσμά. Υπήρξε μαθητής στη Νάξο του κατά σάρκα αδελφού του, Αρχιμανδρίτου Χρυσάνθου του Αιτωλού και ήταν 30 ετών όταν μαρτύρησε. Εξέδωσε το «Νέο Μαρτυρολόγιο, ήτοι Μαρτυρία των Νεοφανών Μαρτύρων» στα 1797. Σε αυτό αναφέρει τους Νεομάρτυρες από το 1453, έως τις ημέρες της συγγραφής του πονήματός του και περιλαμβάνει ως νεομάρτυρα τον Άγιο Κοσμά. Σημειώνεται ότι η εκκλησιαστική ανακήρυξη της αγιότητάς του έγινε το 1961, από το Οικ. Πατριαρχείο, επί πατριάρχου Αθηναγόρου.
Ο Άγιος Κοσμάς γεννήθηκε στο Μέγα Δένδρο της Αιτωλίας από γονείς ευσεβείς. Το βαφτιστικό του όνομα ήταν Κώνστας. Από μικρός είχε έφεση στα γράμματα και αγαπούσε πολύ την Εκκλησία και το Γένος. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε από τον ιεροδιάκονο Ανανία, τον καλούμενο Δερβισάνο. Μετά φοίτησε στην Αθωνιάδα και μεταξύ των διδασκάλων του ήσαν οι Ευγένιος Βούλγαρης, Παναγιώτης Παλαμάς και Νικόλαος Ζερτζούλης. Το 1758 εγκαταβίωσε στην Αγιορείτικη Μονή Φιλοθέου, όπου εκάρη μοναχός, έλαβε το όνομα Κοσμάς, και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Θέλοντας να σπουδάσει περαιτέρω την ιερά και τις οθνείες επιστήμες πήγε στην Πατριαρχική της Κωνσταντινούπολης Σχολή, όπου καθηγητής ήταν ο κατά σάρκα αδελφός του Χρύσανθος.
Η σπουδή του αύξησε την επιθυμία του της ιεραποστολής. Αφού ζήτησε την ευλογία του Οικ. Πατριάρχου Σεραφείμ, άρχισε τις περιοδείες του ανά τον Ελληνισμό. Κατά την πρώτη του περιοδεία ( 1759 – 1762) ξεκινά από τα χωριά της Κωνσταντινούπολης διδάσκει τους Έλληνες της Θράκης, της Μακεδονίας, και της Θεσσαλίας και φτάνει έως το Γαλαξίδι. Στη δεύτερη (1763 – 1773) ξεκινά πάλι από την Κωνσταντινούπολη επισκέπτεται ιεραποστολικά την Καβάλα, το Άγιον Όρος, το Πήλιο, τη Θεσσαλία, τη Δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο για να καταλήξει στην Κεφαλληνία, όπου έγινε θερμότατα δεκτός. Στην τρίτη (1775 – 1779) ξεκινά από την Κωνσταντινούπολη και σπέρνει τον σπόρο του Ευαγγελίου εις Δωδεκάνησο, Κρήτη, Κυκλάδες, Δυτική Στερεά, Ήπειρο, Κεφαλληνία, Ζάκυνθο και Κέρκυρα. Στην τέταρτη και τελευταία περιοδεία του (1777-1779) ξεκινά από Κέρκυρα εργάζεται ιεραποστολικά εις Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κορυτσά, Αγίους Σαράντα, Τεπελένι, Δυρράχιο, Κολικόντασι, και Μπεράτι, όπου υφίσταται από τους Τούρκους μαρτυρικό θάνατο.
Τι έπραξε με το ιεραποστολικό έργο του περιγράφει ο ίδιος ο Άγιος Κοσμάς σε διασωθείσα επιστολή του προς τον κατά σάρκα αδελφό του Χρύσανθο, το 1779, λίγο πριν από το μαρτύριό του: «Τα κατ’ εμέ φαίνονται απίστευτα εις τους πολλούς και μήτε εγώ δύναμαι να τα καταλάβω…Έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία Ελληνικά (Σημ. Που δίδασκαν τα αρχαία ελληνικά) εποίησα, διακόσια δια κοινά γράμματα, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον μου βεβαιούντος διά τινων επακολουθησάντων σημείων…».
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο «Νέον Μαρτυρολόγιον» μας πληροφορεί ότι ο Άγιος Κοσμάς «εκατάπεισε τους πλουσίους και ηγόρασαν υπέρ τας τέσσαρας χιλιάδας κολυμβήθρας μεγάλας χαλκωματένιας προς δώδεκα γρόσια την κάθε μίαν και τας αφιέρωσαν εις τας Εκκλησίας…δια να βαπτίζωνται καθώς πρέπει τα παιδία των Χριστιανών. Ομοίως κατέπεισε τους έχοντας τον τρόπον και αγόραζαν βιβλία πατερικά και Χριστιανικαίς διδασκαλίαις, τα οποία εδίδοντο δωρεάν εις εκείνους, που ήξευραν γράμματα, ή εις εκείνους οπού υπέσχοντο να μάθουν. Επίσης εμοίρασε κομπολόγια και σταυρούδια μικρά (υπέρ τας πεντακοσίας χιλιάδας) εις τον κοινόν λαόν…» (Εκδ. «Αστήρ» 3η εκδ. σελ. 203). Τα όσα έπραξε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός κάνουν τον καθηγητή Δώρο Πολίτη το 1949 να γράψει πως «κατά προέκτασιν του Αιτωλού βγαίνει το 21». («Οι κοινωνικές ιδέες του Κοσμά Αιτωλού», Εκδ. Χριστιανο-Σοσιαλιστικής Βιβλιοθήκης, Αθ. 1949, σσ. 1-17).-
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου