Οἱ ταπεινοὶ αὐτοὶ Χριστιανοί, οὔτε συλλόγους εἴχανε σκαρώσει, οὔτε λόγους βγάζανε, οὔτε συχνάζανε στὰ γραφεῖα τῶν ἐφημερίδων, ἀπαιτώντας προσωπικὴ προβολὴ καὶ παινέματα τῶν δημοσιογράφων, οὔτε καλούσανε κανέναν ἰσχυρὸ νὰ ‘ρθῆ, νὰ τοὺς καμάρωση καὶ νὰ τοὺς ἐνίσχυση.
Δὲν κάνανε κοινωνικὸ Χριστιανισμό, οὔτε εἶχε ψηλώσει ὁ voῦς τους, ὥστε νὰ θέλουνε νὰ βολέψουνε τὰ στραβά τοῦ κόσμου, σὰν κείνους τοὺς πιὸ θεόστραβους ἀπ’ ὅλους, ποὺ παρασταίνουνε τὸν ἐκλεχτό τοῦ Θεοῦ, τὸν προωρισμένο ν’ ἀποκαταστήση τὴν δικαιοσύνη του, στὸν ξεστρατισμένο κόσμο.
Εἴτανε ἄνθρωποι ἁπλοί, ταπεινοὶ Χριστιανοί, ποὺ πιστεύανε στὸν θεάνθρωπο Χριστό, στὴν Παναγία Θεοτόκο καὶ στοὺς ἁγίους Του. Καὶ πιστοὶ στὸ Λόγο Του, δὲν νοιαζότανε γιὰ τὰ κρίματα τῶν ἀλλονῶν, ἀλλὰ γιὰ τὰ δικά τους. Κι΄ αὐτὲς τὶς δικές τους πληγὲς πασχίζανε νὰ ἐπουλώσουνε μὲ νηστεῖες, μὲ προσευχή, μὲ καθημερινὴ παρουσία στὸν Οἶκο Του, μ΄ ἀδιάκοπο διάβασμα τοῦ Λόγου Του, τοῦ Εὐαγγελικοῦ καὶ τῶν βίων τῶν ἁγίων, ποὺ βρίσκανε μέσα στὰ συναξάρια.
Οὔτε ὁ παπα-Νικόλας ὁ Πλανᾶς, οὔτε ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, οὔτε ὁ Μωραϊτίδης, οὔτε κανένας ἀπὸ κείνους, ποὺ ἀγρυπνούσανε στὸν Ἅγιο Ἐλισαῖο, δὲν σπαταλούσανε τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, βγάζοντας λόγους, τάχα γιὰ νὰ σώσουνε τοὺς ἄλλους, ἐνῶ στὴν οὐσία ἂν τὸ κάνανε δὲν θὰ σώζανε κανέναν μὲ τὰ λόγια, ἄλλα μονάχα θὰ προβάλλανε τὸν ἑαυτό τους.
Σὰν γνήσιοι ὀρθόδοξοι εἴχανε ἀφήσει στοὺς φραγκίζοντες καὶ προτεσταντίζοντες τὶς εὐσεβεῖς φλυαρίες καὶ κεῖνοι ζούσανε τὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι μυστήριο καὶ κλείνει μέσα της ὅσα κανένα κήρυγμα δὲν μπορεῖ νὰ κλείση.
Γιατί ὅλα τὰ λέει ἡ Λειτουργία, τὸ Λυχνικό, τὸ Ψαλτήρι κι’ ἡ ὀρθόδοξη ὑμνογραφία. Ὅλα, πέρα γιὰ πέρα. Καὶ τόσο πολύ, ποὺ καὶ μία προσταφαίρεσι δὲν εἶναι δυνατὴ καὶ νοητή.
Ὁ παπα-Νικόλας ὁ Πλάνας στάθηκε ἡ πιὸ ὁλοκληρωμένη λειτουργικὴ ἔκφρασι μέσα στὴν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ περασμένου αἰώνα καὶ τῶν πρώτων εἰκοσιπέντε χρόνων τοῦ τωρινοῦ. Λειτουργικὴ στάθηκε ὁλάκερη ἡ ζωή του. Ξημερώματα ἄρχιζε καὶ μεσημέρι τελείωνε.
Γιατί τάλεγε ὅλα, γιατί μνημόνευε ἑκατοντάδες νεκροὺς καὶ ζωντανούς. Καὶ τὸ ἐκκλησίασμα οὔτε ἀβάσταχτες εὕρισκε αὐτὲς τὶς ἀκολουθίες, οὔτε καταπονετικές, οὔτε ἐμπόδιο στὶς δουλειές του.
Φτωχοὶ καὶ πολλοὶ μεροκαματιάρηδες ἤτανε αὐτοὶ ποὺ ἐκκλησιαζόντανε στὸν Ἅγιο Ἐλισαῖο, ἢ στὸν Ἅγιο Γιάννη τὸν Κυνηγό, τῆς ὁδοῦ Βουλιαγμένης, ὅπου χρόνια λειτουργοῦσεν ὁ παπα-Νικόλας ὁ Πλάνας. Ἄνθρωποι τῆς ἀνάγκης, θεόφτωχοι, κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι.
Κι’ ὅμως δὲν κουραζόντανε γιὰ ἕνα καὶ μόνο λόγο: Δὲν ἤτανε ξένοι πρὸς τὰ μυστήρια καὶ τὶς ἀκολουθίες.
Τὶς διαβάζανε, ξέρανε ὅλα ἀπ’ ἔξω καὶ γευότανε τὴ Λειτουργία ἢ τὶς ἀκολουθίες τῶν ἀγρυπνιῶν, ὅταν τὶς τελοῦσε ἕνας ἱερέας ταπεινὸς καὶ καθαρὸς τὴν καρδίαν. Αὐτὸς ὁ κόσμος γευότανε ὅσα ἔλεγε ὁ λειτουργὸς ὅσα ψέλνανε οἱ ψαλτάδες.
Τὰ σιγόλεγε καὶ τὰ σιγόψελνε καὶ τὸ ἐκκλησίασμα καὶ κάθε λέξη καὶ κάθε φράση καὶ κάθε μουσικὸς φθόγγος ἤτανε βίωμα. Δὲν ἀκούγανε λόγια ἀδιάφορα γι’ αὐτοὺς ἢ μουσικὴ κοσμικὴ ἢ εἰκόνες φράγκικες, θεατρικὲς καὶ γλυκανάλατες.
Ὅ,τι ἀκούγανε σκορποῦσε γαλήνη στὴν ψυχὴ καὶ στὸ πνεῦμα τους καὶ τὰ μάτια τους δεχότανε σὰν ἴαμα τ’ ἅγια εἰκονίσματα τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας.
Ὄξω καὶ μακρυὰ ἀπ’ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν βρίσκανε οὔτε λύτρωση, οὔτε ἀνάπαυση.
Ὁ πόθος τους γιὰ χριστιανικὴ δικαιοσύνη, ὅπως τὸ βλέπουμε τόσες φορὲς στὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Μωραϊτίδη, δὲν ἔκρυψε ποτὲ τὴν ὀργὴ τῆς ἐκδίκησης.
Ἡ ἀγάπη ποὺ τοὺς θέρμαινε δὲν ἤτανε ἡ ἀνήσυχη κι’ ἐναγώνια ἀγάπη τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἡ ἀτάραχη καὶ εἰρηνικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτοὶ οἱ ἐπιζῶντες, ὅπως καὶ μερικοὶ ἄλλοι, καθὼς καὶ κεῖνοι ποὺ κοιμηθήκανε ἐν Κυρίω ἀπὸ τοὺς ἀγρυπνητὲς τοῦ προφήτη Ἐλισαίου, ξέρουνε πὼς ἡ λογική τοῦ κόσμου δὲν ἔχει θέση στὸ χριστιανικὸ περίβολο, ὅπως δὲν ἔχει θέση κι’ ἡ μεθοδολογία τοῦ κόσμου.
Γιατί αὐτὰ κρίνοντάς τα μὲ τὰ μέτρα τους καὶ βλέποντάς τα μὲ τὰ κοντόθωρα μάτια τους δὲν μποροῦνε νὰ καταλάβουνε πὼς ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη περιπέτεια, ἡ πιὸ μεγάλη ὑπερβολὴ καὶ τὸ πιὸ ἀπίστευτο ἀπ’ ὅλα τὰ πιὸ ἀπίστευτα τοῦ κόσμου.
Γιὰ τοῦτο κι’ ἡ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ὀρθοδοξία ἀνόθευτη ἀπ’ ὅλες τὶς κοσμικόφρονες ἐπιδράσεις τοῦ δυτικοῦ κόσμου.
Πηγή: Ἐφημερίδα «Ἡ Βραδυνῆ», 8 Ἰουνίου 1960.