Γιὰ νὰ ἐξαπλωθεῖ καὶ νὰ ἐπικρατήσει τὸ πολυπόθητο ἀγαθό, προϋπόθεση εἶναι ἡ ὕπαρξη «καλῆς θελήσεως». Ἡ προθυμία, δηλαδή, γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ ὡς Λυτρωτῆ καὶ Σωτήρα
Ἀναγγέλλοντας τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ οἱ Ἄγγελοι, τὴ συνδέουν μὲ τὴν εἰρήνη, ποὺ εἶναι ὁ μόνιμος πόθος τοῦ ἀνθρώπου: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ Γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2, 14). «Εὐδοκία» εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ εὐλογία Του.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ ἀρχαία λατινικὴ ἀπόδοση τῆς τελευταίας φράσης εἶναι «Hominibus bonae voluntatis», δηλαδὴ «στοὺς ἀνθρώπους καλῆς θελήσεως». Αὐτὸ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ ἐξάπλωση καὶ ἡ ἐπικράτηση τῆς πολυπόθητης εἰρήνης προϋποθέτουν τὴν ὕπαρξη «καλῆς θελήσεως» στοὺς ἀνθρώπους. Προθυμία, δηλαδή, γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ ὡς Λυτρωτῆ καὶ Σωτήρα, καὶ...
ἐνσάρκωση τῆς θεϊκῆς εἰρήνης, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Αὐτὸς (ὁ Χριστὸς) ἐστὶν ἡ εἰρήνη ἠμῶν» (Ἐφεσ. 2, 14).
Οἱ πολιτικοὶ ἡγέτες, καὶ μάλιστα οἱ ἰσχυροί, ποὺ ἐπαγγέλλονται τὴν εἰρήνη, ἐξαπλώνουν τὸν πόλεμο στὴ Γῆ μας διότι συνδέεται μὲ τὸ οἰκονομικὸ κέρδος καὶ τὴν ἐπέκταση τῆς «ἐξουσίας» τους. Ἔρχεται στὴ μνήμη μου μία παλαιὰ πολιτικὴ γελοιογραφία τοῦ κορυφαίου τοῦ εἴδους Κ. Μητροπούλου: Ἕνας καλοθρεμμένος «κύριος», μᾶλλον πολιτικός, ὅπως προδίδει ἡ ἐνδυμασία του, κρατᾶ στὸ ὑψωμένο ἀριστερό του χέρι τὸ περιστέρι τῆς εἰρήνης, ἐνῶ μὲ τὸ δεξί του κρύβει πίσω ἀπὸ τὸ σῶμα του ἕναν πύραυλο. Περιστέρι καὶ πύραυλος: τὰ σύμβολα δύο ἀντιθέτων μεταξύ τους καὶ σαφῶς ἀλληλοαναιρουμένων καταστάσεων, τῆς εἰρήνης καὶ τοῦ πολέμου. Εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ καπηλευτῆ τῆς εἰρήνης, πού, ἐνῶ φαίνεται εἰρηνόφιλος καὶ εἰρηνευτής, στὰ κρυφὰ ὄχι μόνο «ἑτοιμάζει πόλεμο», ἀλλὰ προωθεῖ μὲ κάθε ἀθέμιτο μέσο τὰ ὄπλα τοῦ ὀλέθρου. Δὲν θὰ μποροῦσε ἁπλούστερα, σαφέστερα καὶ εὐγλωττότερα νὰ παρασταθεῖ ἡ περιπέτεια τῆς εἰρήνης, ἀλλὰ μαζί της καὶ τῆς κοινωνίας μας.
Οἱ φιλειρηνικὲς προσπάθειες εἶναι ἀντιπολεμικὲς καὶ ὄχι εἰρηνοποιητικές. Ξεκινοῦν ἀπὸ τὴ δεδομένη πραγματικότητα τοῦ πολέμου, χωρὶς νὰ δείχνουν ὅτι πιστεύουν στὴν εἰρήνη ὡς «φυσικὴ» κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου. Μὲ τὴν ὕπαρξη δὲ τῶν κινημάτων τῆς εἰρήνης διάφορων κομματικῶν ἀποχρώσεων, ὅπως συμβαίνει καὶ στὴ χώρα μας, καταφάσκονται στὴν πράξη ἡ διαίρεση καὶ ἡ σύγκρουση, τὸ ἀντίθετο δηλαδὴ τοῦ ἐπιδιωκομένου. Εἶναι ἐξάλλου γνωστὸ ὅτι ὅλες οἱ εἰρηνιστικὲς προσπάθειες μένουν στὴν ἐπιφάνεια, θεωρώντας τὴν εἰρήνη ὑπόθεση ἁπλῶς τῆς ἠθικῆς δεοντολογίας, μὴ ἔχοντας τὴ δυνατότητα νὰ δοῦν τὴν εἰρήνη στὰ ὅρια τῆς ἀνακαινισμένης καὶ μεταμορφωμένης μέσα στὴ Θεία Χάρη -καὶ γι’ αὐτὸ εἰρηνικῆς- ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Καὶ εἶναι στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ διαφοροποιεῖται ὁ κοσμικὸς λόγος περὶ εἰρήνης ἀπὸ τὴν εἰρήνη ποὺ ζητεῖ καὶ πραγματοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία, στὴν αὐθεντική της ἔκφραση, φυσικά, ὡς κοινωνία ἁγίων. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος τοῦ ὁ Χριστὸς μᾶς διέστειλε σαφέστατα τὴ δική του εἰρήνη ἀπὸ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου. «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμίν. Εἰρήνη τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμίν…» (Ἰωάν. 14, 27). Δὲν διαστέλλεται δηλαδὴ μόνον ὀντολογικὰ ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος πραγματώσεώς της.
Ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι κάτι ἀφηρημένο, μία ἀνυπόστατη ἰδέα. Ἡ χριστιανικὴ εἰρήνη εἶναι ἐνυπόστατη, προσωπικὴ ἰδέα. Ταυτίζεται μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ - Λόγου. Εἶναι ἡ ἔνσαρκη Ἀλήθεια, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅπως ὅλες οἱ ἀρετές, ἔτσι καὶ ἡ εἰρήνη στὸν χριστιανισμὸ δὲν εἶναι ἁπλὸ ἠθικὸ αἴτημα, ἀλλὰ ἔνσαρκη πραγματικότητα στὸ Πρόσωπο τοῦ μοναδικοῦ ἀληθινοῦ Ἀνθρώπου, τοῦ «κατ’ ἀλήθειαν» Θεοῦ καὶ Ἀνθρώπου, τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας προεῖδε τὸν Μεσσία Χριστὸ ὡς «ἄρχοντα εἰρήνης» (Ἤσ. 9,6), δημιουργικὴ δηλαδὴ αἰτία καὶ πηγὴ τῆς εἰρήνης, τὸ ὀντολογικὸ θεμέλιό της. Ἡ εἰρήνη συνεπῶς τῶν χριστιανῶν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ αὐτὸ ὁμολογεῖ ἐν Ἁγίω Πνεύματι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Ὁ ἄνθρωπος -ὀρθόδοξα- δὲν μπορεῖ νὰ γίνει εἰρηνικὸς καὶ εἰρηνοποιός, ἂν δὲν προηγηθεῖ ἡ καταλλαγή του μὲ τὸν Θεό. Καμιὰ εἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὴν ὀρθόδοξη παράδοση χωρὶς νὰ ἔχει προηγηθεῖ ἡ συμφιλίωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ διακηρύσσει στοὺς αἰῶνες ὁ ὕμνος τῶν Ἀγγέλων τὴ νύχτα τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου. Ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἐκφραζόμενη ὡς καθολικὴ αὐτοπροσφορὰ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στὸν Θεό, εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης πάνω στὴ Γῆ μας. Σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ τραγικὴ αὐταπάτη τῶν εἰρηνιστικῶν κινήσεων τῶν καιρῶν μας. Ζητοῦν εἰρήνη χωρὶς νὰ ἔχουν διάθεση νὰ γνωρίσουν πῶς ἀναιρεῖται ἡ αἰτία τοῦ πολέμου.
Σὲ αὐτὴ ὅμως τὴ συνάφεια κατανοοῦνται ἡ τραγικότητα καὶ ἡ οὐτοπία τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος. Ὁ χωρὶς Χριστὸ (ἢ καὶ ὁ χωρὶς τὸν ἀληθινὸ Χριστὸ ἄνθρωπος τῶν αἱρέσεων) εἶναι μία ἰδιαίτερα τραγικὴ ὕπαρξη. Θέλει εἰρήνη χωρὶς σταύρωση, χωρὶς ἐξουθένωση τοῦ θηρίου, ποὺ κυβερνᾶ καὶ κατευθύνει τὴν καρδιά, δηλαδὴ τῶν παθῶν. Ζητᾶ εἰρήνη, ἐνῶ κυριαρχεῖται ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἀπληστία, τὸ συμφέρον, τὴ φιλαυτία. Ζητᾶ καρπὸ τοῦ Πνεύματος χωρὶς Πνεῦμα. Σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση δὲν ἀρκοῦν ἡ «καλὴ θέληση» ἢ ἡ ἀνθρώπινη σοφία. Γιατί καὶ τὰ δύο ἐκμηδενίζονται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐνεργούμενο τῶν παθῶν του. Ὁ Διάβολος δὲν φοβᾶται τὴ σοφία μας, ἀλλὰ τὸν σταυρὸ - τὸν πνευματικό μας ἀγώνα. Καρπὸς τῆς ἀνθρώπινης σοφίας εἶναι ὅλα τὰ ὡραῖα κείμενα τῶν πολιτικῶν διακηρύξεων γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ οἱ εἰρηνολόγοι βερμπαλισμοὶ τῶν θρησκευομένων ἀλλὰ μὴ ἀσκουμένων. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχουν ἀποτελεσματικότητα, διότι τὸ μόνο ποὺ κάνουν εἶναι ἡ μετάθεση τῆς εὐθύνης. Ἀναζητοῦν τὴν αἰτία τοῦ κακοῦ σὲ ἐσφαλμένη θέση. Ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι μέσα στὸν ἄνθρωπο.
«Οἱ τοῦ Χριστοῦ» ὅμως (Γαλ. 5, 24), δηλαδὴ οἱ Ἅγιοι, δὲν ἐξαντλοῦνται σὲ διακηρύξεις ἢ σὲ «κραυγὲς» γιὰ τὴν εἰρήνη. Ἀγωνίζονται νὰ γίνουν οἱ ἴδιοι εἰρηνικοί, νὰ γεμίσουν ἀπὸ εἰρήνη, γιὰ νὰ καρποφοροῦν καὶ καρπογονοῦν ἐν Ἁγίω Πνεύματι εἰρήνη. Μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος γεμίζει ἀπὸ τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ δώσει καὶ στοὺς ἄλλους εἰρήνη. Αὐτὸ διατυπώνει θεόπνευστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Δὲν θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ δώσει αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος δὲν ἔχει. Θέλει, λοιπὸν (ὁ Θεός), πρῶτα νὰ εἶσαι ἐσὺ γεμάτος ἀπὸ τὰ καλά της εἰρήνης καὶ μετὰ νὰ δίνεις καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν τὴν ἔχουν» (PG 44, 1284 A).
πατὴρ Γεώργιος Μεταλληνός