Απόσπασμα από το κείμενο του Σεφέρη «Ένας Έλληνας ο Μακρυγιάννης», που βρίσκεται στον πρώτο τόμο τις «Δοκιμές», εκδ. Ίκαρος, Αθήναι 1974, τρίτη έκδοση, σελ. 228 – 263. Πρόκειται για το κείμενο ομιλίας που έκανε στις 16 του Μάη 1943 στην Αλεξάνδρεια στους Έλληνες στρατιώτες, ομιλία που επανέλαβε στο Κάιρο, στις 19 του ίδιου μήνα, με λιγότερο κόσμο. Ο Σεφέρης υποστήριξε ότι εξ αιτίας αυτής της ομιλίας ο Γεώργιος Παπανδρέου μόλις ανέλαβε την εξουσία τον απομάκρυνε από το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών, γιατί αυτά που ανέφερε στην ομιλία δεν άρεσαν σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα που βρίσκονταν μεταξύ των ακροατών. [ https://sparmatseto.gr/2020/09/20/seferis-makrigiannis-meris1/]
Στὸ Ἄργος, ὁ Μακρυγιάννης, «γιὰ νὰ μὴν τρέχει στοὺς καφενέδες», παρακαλοῦσε τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλο φίλο νὰ τοῦ μάθουν κάτι περισσότερο ἀπὸ τὰ γράμματα ποὺ ἤξερε, καὶ ποὺ δὲν ἦταν οὔτε κὰν τὰ κολλυβογράμματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Αἰσθάνεται συχνὰ πολὺ ταπεινὸς γιὰ τὴν ἀμάθειά του: «Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος, νὰ βαρύνω τοὺς τίμιους ἀναγνῶστες καὶ μεγάλους ἄντρες καὶ σοφούς της κοινωνίας…» σημειώνει ἀρχίζοντας νὰ γράφει τὴ ζωή του. «Εἶμαι ἕνας ἀγράμματος καὶ δὲν μπορῶ νὰ βαστήσω σειρὰ ταχτικὴ στὰ γραφόμενα…» ἐπιμένει πάλι. Ζητᾷ συγγνώμη γιατὶ «ἔλαβε ὡς ἄνθρωπος αὐτήνη τὴν ἀδυναμία». Τέτοια πράγματα πρέπει νὰ τὰ γράφουνε «προκομμένοι κι ὄχι ἁπλοὶ ἀγράμματοι».
Καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ σπουδασμένοι, τὸν κοιτάζουν φυσικὰ ἀπὸ τὰ ὕψη. «Οὐδ᾿ ἐγὼ γνωρίζω νὰ στρέφω τὴν σπάθην, οὐδ᾿ αὐτὸς τὴν γλῶσσαν» θὰ τονίσει πάλι ὁ χαρακτηριστικὸς Σοῦτσος, «καλὸν λοιπὸν ἕκαστος ἡμῶν νὰ δίδεται εἰς ὅ,τι ἐπιτυγχάνει»…. Φανερὰ λοιπὸν ὁ Μακρυγιάννης θὰ ἤθελε νὰ εἶχε τοὺς τρόπους νὰ μάθει γράμματα. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸν μειώνει, δὲν τοῦ δημιουργεῖ κανένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, ὅπως θὰ λέγαμε. Αἰσθάνεται, καὶ μᾶς κάνει νὰ τὸ αἰσθανόμαστε μαζί του, πὼς εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε τὴ λαλιά, αὐτὸ τὸ δῶρο ποὺ κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τοῦ τὸ ἀφαιρέσει. Ὅπου βρεθεῖ, στὸ παλάτι ἢ στὴν καλύβα, μιλάει σταράτα, μιλάει μὲ ἀσφάλεια. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει ἔμφυτη μέσα του αὐτὴ τὴν ἀσφάλεια τῆς ἔκφρασης, μπορεῖ καὶ διατυπώνεται μὲ χρῶμα καὶ μὲ ἀποχρώσεις, μὲ τόνο καὶ μὲ ρυθμό. …
Ὁ Μακρυγιάννης σέβεται τὴ μόρφωση -«ὡς λιοντάρι πολεμοῦσε καὶ ὡς φιλόσοφος ὁδηγοῦσε» θὰ πεῖ γιὰ τὸν πρῶτο του ἀρχηγό, τὸ Γῶγο. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἐμποδίζει καθόλου νὰ ἐκφράσει τὴν ἀντίδρασή του γιὰ ἕνα λογιότατο καὶ γιὰ τὴν προγονοκαπηλεία:
«Ἐβάλετε καὶ νέον ἀρχηγὸ στὸ φρούριο τῆς Κόρθος» γράφει μιλώντας στοὺς πολιτικοὺς τῆς ἐποχῆς. «Ἀχιλλέα τὸν ἔλεγαν, λογιότατο. Κι ἀκούγοντας τ᾿ ὄνομα Ἀχιλλέα, παντυχαίνετε ὅτ᾿ εἶναι ἐκεῖνος ὁ περίφημος Ἀχιλλέας. Καὶ πολέμαγε τ᾿ ὄνομα τοὺς Τούρκους. Δὲν πολεμάγει τ᾿ ὄνομα ποτέ, πολεμάγει ἡ ἀντρεία, ὁ πατριωτισμὸς ἡ ἀρετή. Κι ὁ Ἀχιλλέας ὁ δικός σας, ὁ φρούραρχος τῆς Κόρθος, λεβέντης ἦταν, «Ἀχιλλέγα» τὸν ἔλεγαν. Εἶχε καὶ τὸ κάστρο ἐφοδιασμένο ἀπὸ τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, εἶχε καὶ τόσο στράτεμα. Ὅταν εἶδε τοὺς Τούρκους τοῦ Δράμαλη ἀπὸ μακριὰ -καὶ ἦταν καὶ καταπολεμισμένος ἀπὸ Ρούμελη, ἀπὸ Ντερβένια- βλέποντάς τον ὁ Ἀχιλλέας ἄφησε τὸ Κάστρο κι ἔφυγε, ἀπολέμιστο. Νὰ ἦταν ὁ Νικήτας, ἔφευγε; ὁ Χατζηχρῆστος καὶ οἱ ἄλλοι; Ὄχι βέβαια. Ὅτι τὸν καρτέρεσαν αὐτοὶ τὸ Δράμαλη στὸν κάμπο καὶ τὸν ἀφάνισαν· ὄχι σ᾿ ἐφοδιασμένο κάστρο, καὶ σὰν τὸ κάστρο τῆς Κόρθος» (Β´ 59).
Τὰ γράμματα εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ εὐγενικὲς ἀσκήσεις κι ἀπὸ τοὺς πιὸ ὑψηλοὺς πόθους τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ παιδεία εἶναι ὁ κυβερνήτης τοῦ βίου. Κι ἐπειδὴ οἱ ἀρχὲς αὐτὲς εἶναι ἀληθινές, πρέπει νὰ μὴν ξεχνοῦμε πὼς ὑπάρχει μία καλῇ παιδεία -ἐκείνη ποὺ ἐλευθερώνει καὶ βοηθᾷ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὁλοκληρωθεῖ σύμφωνα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μία κακὴ παιδεία -ἐκείνη ποὺ διαστρέφει καὶ ἀποστεγνώνει καὶ εἶναι μία βιομηχανία ποὺ παράγει τοὺς ψευτομορφωμένους καὶ τοὺς νεόπλουτούς της μάθησης, ποὺ ἔχονν τὴν ἴδια κίβδηλη εὐγένεια μὲ τοὺς νεόπλουτούς του χρήματος.
Ἂν ὁ Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πολὺ φοβοῦμαι πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, γιατὶ τὴν παιδεία τὴν κρατοῦσαν στὰ χέρια τοὺς οἱ «τροπαιοῦχοι του ἄδειου λόγου», καθὼς εἶπε ὁ ποιητής, ποὺ δὲν ἔλειψαν ἀκόμη. Δὲν ἐπαινῶ τὸν Μακρυγιάννη γιατὶ δὲν ἔμαθε γράμματα, ἀλλὰ δοξάζω τὸν πανάγαθο Θεὸ ποὺ δὲν τοῦ ἔδωσε τὰ μέσα νὰ τὰ μάθει.
Γιατὶ ἂν εἶχε πάει σὲ δάσκαλο, θὰ εἴχαμε ἴσως πολλὲς φορὲς τὸν ὄγκο τῶν Ἀπομνημονευμάτων σὲ μία γλῶσσα, ὅλο κουδουνίσματα καὶ κορδακισμούς· θὰ εἴχαμε ἴσως περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὰ ἱστορικὰ τῶν χρόνων ἐκείνων, θὰ εἴχαμε ἴσως ἕνα Σοῦτσο τῆς πεζογραφίας, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν ἀστέρευτη πηγὴ ζωῆς, ποὺ εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ Μακρυγιάννη, δὲ θὰ τὴν εἴχαμε. Καὶ θὰ ἦταν μεγάλο κρῖμα.
Γιατὶ ἔτσι ὅπως μᾶς φανερώνεται ὁ Μακρυγιάννης, βλέπουμε ὁλοκάθαρα πὼς ἂν καὶ ἀγράμματος, δὲν ἦταν διόλου ἕνας ὀρεσίβιος ἀκαλλιέργητος βάρβαρος. Ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἐναντίον: ἦταν μία ἀπὸ τὶς πιὸ μορφωμένες ψυχὲς τοῦ ἑλληνισμοῦ. Καὶ ἡ μόρφωση, ἡ παιδεία ποὺ δηλώνει ὁ Μακρυγιάννης, δὲν εἶναι κάτι ξέχωρο ἢ ἀποσπασματικὰ δικό του· εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα, ἡ ψυχικὴ περιουσία μίας φυλῆς, παραδομένη γιὰ αἰῶνες καὶ χιλιετίες, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ἀπὸ εὐαισθησία σὲ εὐαισθησία· κατατρεγμένη καὶ πάντα ζωντανή, ἀγνοημένη καὶ πάντα παροῦσα -εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα τῆς μεγάλης λαϊκῆς παράδοσης τοῦ Γένους. Εἶναι ἡ ὑπόσταση, ἀκριβῶς, αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ, αὐτῆς τῆς διαμορφωμένης ἐνέργειας, ποὺ ἔπλασε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ λαὸ ποὺ ἀποφάσισε νὰ ζήσει ἐλεύθερος ἢ νὰ πεθάνει στὰ ῾21.
Γι᾿ αὐτὸ ἡ λαϊκή μας παράδοση εἶναι τόσο σπουδαία.
Μία φορὰ κι ἕναν καιρό, ἦταν ἕνας φτωχὸς φουστανελᾶς ποὺ εἶχε τὴ μανία νὰ ζωγραφίζει. Τὸν ἔλεγαν Θεόφιλο. Τὰ πινέλα του τὰ κουβαλοῦσε στὸ σελάχι του, ἐκεῖ ποὺ οἱ πρόγονοί του βάζαν τὶς πιστόλες καὶ τὰ μαχαίρια τους. Τριγύριζε στὰ χωριὰ τῆς Μυτιλήνης, τριγύριζε στὰ χωριὰ τοῦ Πηλίου καὶ ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ὅ,τι τοῦ παράγγελναν, γιὰ νὰ βγάλει τὸ ψωμί του. Ὑπάρχουν στὸν Ἄνω Βόλο κάμαρες ὁλόκληρες ζωγραφισμένες ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεόφιλου, καφενέδες στὴ Λέσβο, μπακάλικα καὶ μαγαζιὰ σὲ διάφορα μέρη ποὺ δείχνουν τὸ πέρασμά του -ἂν σώζουνται ἀκόμη. Ὁ κόσμος τὸν περιγελοῦσε. Τοῦ ἔκαναν μάλιστα καὶ ἀστεῖα τόσο χοντρά, ποὺ κάποτε τὸν ἔριξαν κάτω ἀπὸ μίαν ἀνεμόσκαλα καὶ τοῦ ῾σπασαν ἕνα δυὸ κόκαλα. Ὁ Θεόφιλος, ὡστόσο, δὲν ἔπαυε νὰ ζωγραφίζει σὲ ὅ,τι ἔβρισκε. Εἶδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σὲ κάμποτο, πάνω σὲ πρόστυχο χαρτόνι. Τοὺς θαύμαζαν κάτι νέοι ποὺ τοὺς ἔλεγαν ἀνισόρροπους oι ἀκαδημαϊκοί. Ἔτσι κυλοῦσε ἡ ζωή του καὶ πέθανε ὁ Θεόφιλος, δὲν εἶναι πολλὰ χρόνια, καὶ μία μέρα ἦρθε ἕνας ταξιδιώτης ἀπὸ τὰ Παρίσια. Εἶδε αὐτὴ τὴ ζωγραφική, μάζεψε καμιὰ πενηνταριὰ κομμάτια, τὰ τύλιξε καὶ πῆγε νὰ τὰ δείξει στοὺς φωτισμένους κριτικοὺς ποὺ κάθονται κοντὰ στὸ Σηκουάνα. Καὶ οἱ φωτισμένοι κριτικοὶ βγῆκαν κι ἔγραψαν πὼς ὁ Θεόφιλος ἦταν σπουδαῖος ζωγράφος. Καὶ μείναμε μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα στὴν Ἀθήνα. Τὸ ἐπιμύθιο αὐτῆς τῆς ἱστορίας εἶναι ὅτι λαϊκὴ παιδεία δὲ σημαίνει μόνο νὰ διδάξουμε τὸ λαὸ ἀλλὰ καὶ νὰ διδαχτοῦμε ἀπὸ τὸ λαό.
Θυμοῦμαι πάντα τὸ Θεόφιλο ὅταν συλλογίζομαι τὸν Μακρυγιάννη. Σᾶς ἔλεγα πὼς ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ μορφωμένες ψυχὲς τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ, τὸ ἴδιο πιστεύω καὶ γιὰ τὸ Θεόφιλο, ἂν ἡ λέξη μόρφωση σημαίνει πνευματικὴ μορφή. Κι αὐτὴ ἡ μόρφωσή τους εἶναι ἐξαιρετικὰ ἔντονη καὶ δραστήρια.
Εἶναι καταπλητικὴ ἡ ἔμφυτη ἀνάγκη ποὺ ἔχουν νὰ ἐκφραστοῦν. Ἐκμηδενίζει ὅλες τὶς δυσκολίες. Θυμᾶται κανεὶς κάτι πεισματάρικα φυτά, ποὺ ὅταν πιάσει ἡ ρίζα τους, προχωροῦν γκρεμίζοντας φράχτες, σπάζοντας ταφόπετρες. Ὁ Μακρυγιάννης δημιουργεῖ ἔκφραση σὲ κάθε του ὥρα. Καὶ μὲ πετραδάκια τῆς θάλασσας (Β´ 351) ἀκόμη κάθεται καὶ γράφει τὴν ἰδέα του στὸ χῶμα τοῦ περιβολιοῦ του, καὶ συμπληρώνει τὴ σκέψη τῆς μέρας μὲ τὰ ὄνειρα ποὺ βλέπει στὸν ὕπνο του.
Κάποτε κάνει ἕνα ταξίδι στὴν Ἀκαρνανία. Ξαναβλέπει καὶ «σημαδεύει» τὶς θέσεις ὅπου ἔγιναν μάχες τῆς ἐπανάστασης. Γυρίζοντας στὴν Ἀθήνα ἀποφασίζει νὰ φτιάξει τὶς ζωγραφιὲς τῶν πολέμων τοῦ ἀγῶνα.
«Πῆρα ἕνα ζωγράφο Φράγκο» σημειώνει «καὶ τὸν εἶχα νὰ μοῦ φκιάσει σὲ εἰκονογραφίες αὐτοὺς τοὺς πολέμους. Δὲ γνώριζα τὴ γλῶσσα του. Ἔφκιασε δυὸ τρεῖς, δὲν ἦταν καλές· τὸν πλέρωσα κι ἔφυγε. Ἀφοῦ ἔδιωξα αὐτὸν τὸν ζωγράφο, ἔστειλα κι ἔφεραν ἀπὸ τὴ Σπάρτη ἕναν ἀγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφο τὸν ἔλεγαν […] ἤφερε καὶ δυό του παιδιά· καὶ τοὺς εἶχα στὸ σπίτι μου ὅταν ἐργάζονταν. Κι αὐτὸ ἄρχισε ἀπὸ τὰ 1836 καὶ τελείωσε τὰ 1839. Ἔπαιρνα τὸ ζωγράφο καὶ βγαίναμε στοὺς λόφους καὶ τὄλεγα: ῾Ἔτσι εἶναι ἐκείνη ἡ θέση, ἔτσι ἐκείνη· αὐτὸς ὁ πόλεμος ἔτσι ἔγινε· ἀρχηγὸς ἦταν τῶν Ἑλλήνων ἐκεῖνος, τῶν Τούρκων ἐκεῖνος…᾿» (Β´ 349).
Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο τελείωσαν οἱ εἴκοσι πέντε πίνακες, ποὺ θὰ εἴχανε χαθεῖ τελειωτικά, ἂν δὲν τοὺς ξανάβρισκε κατὰ σύμπτωση ὁ Ἰωάννης Γεννάδιος. Οἱ εἰκόνες αὐτές, ποὺ ἔγιναν μὲ τὸ χέρι τοῦ Παναγιώτη Ζωγράφου, καὶ μὲ τὸ «στοχασμὸ» τοῦ Μακρυγιάννη, εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ πολύτιμα κι ἀπὸ τὰ πιὸ ζωντανὰ μνημεῖα ποὺ ἔχομε τῆς λαϊκῆς μας ζωγραφικῆς -θέλω νὰ πῶ ἀπὸ τὰ μνημεῖα ἐκεῖνα ποὺ ξεσκεπάζουν ξαφνικὰ ἐκθαμβωτικὲς περιοχὲς τῆς ψυχῆς τοῦ λαοῦ μας.
Οἱ ζωγραφιὲς αὐτὲς ποὺ παρασταίνουν μ᾿ ἐξαιρετικὴ ἀκρίβεια τὶς μάχες ποὺ θέλουν ν᾿ ἀποδώσουν -πολλὲς φορὲς σὰν ἕνα στρατιωτικὸ ντοκουμέντο- εἶναι συνάμα μία χαρὰ τῶν ματιῶν. Εἶδα ἄνθρωπο νὰ δακρύζει τὴν πρώτη φορὰ ποὺ τὶς ἀντίκρυσε. Κάποτε σοῦ θυμίζουν λαϊκὰ κεντήματα, ὅπως λ.χ. ἡ ἔξοχη πολιορκία τοῦ κάστρου τῆς Ἀθήνας· κάποτε σὲ ξαναφέρνουν σὲ περιβόλια ποὺ ἔμειναν χλωρὰ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὰ πρωτοεῖδε ὁ τεχνίτης· κάποτε σὲ κάνουν ν᾿ ἀνασαίνεις τὴν ἀτμόσφαιρα μαγείας καὶ φόβου τοῦ παραμυθιοῦ τῶν παιδικῶν χρόνων· εἶναι μία πρωτάκουστη καὶ συνάμα μία πολὺ παλιὰ ραψῳδία.
Μίαν ἄλλη φορὰ ὁ Κωλέττης, πρεσβευτὴς στὸ Παρίσι, τοῦ στέλνει μὲ συστατικὸ ἕναν Γάλλο περιηγητή, τὸν Μαρκήσιο Raoul de Malherbe. «Ἤθελε κι ἑλληνικὰ τραγούδια» σημειώνει ὁ Μακρυγιάννης «τοῦ ἔφκιασα πέντ᾿ ἕξι» (Β´ 367). Ἔτσι καὶ στὸ περίφημο ἐπεισόδιο, ὅπου ἀνιστορεῖ τὸ τελευταῖο του τραπέζι μὲ τὸν Γκούρα, πάνω στὴν πολιορκημένη Ἀκρόπολη. Εἶναι σὰν τοὺς ἄγνωστους ποιητὲς τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν: τὸ τραγούδι τὸ «φκιάνει», καὶ εἶναι ἀποκαλυπτικὸ ὅταν μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ ἰδοῦμε ἀπὸ κοντὰ πὼς ἡ καταφρονεμένη δημοτικὴ εὐαισθησία νιώθει καὶ ἀγαπᾷ τὰ ἔργα τῆς ἀρχαίας τέχνης.
«Εἶχα δυὸ ἀγάλματα» σημειώνει ἀκόμα «περίφημα, μία γυναῖκα κι ἕνα βασιλόπουλο, ἀτόφια -φαίνονταν οἱ φλέβες, τόση ἐντέλειαν εἶχαν. Ὅταν χάλασαν τὸν Πόρο, τὰ ῾χαν πάρει κάτι στρατιῶτες, καὶ στ᾿ Ἄργος θὰ τὰ πουλοῦσαν κάτι Εὐρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν […]. Πῆρα τοὺς στρατιῶτες, τοὺς μίλησα: ῾Αὐτά, καὶ δέκα χιλιάδες τάλαρα νὰ σᾶς δώσουνε, νὰ μὴν τὸ καταδεχτεῖτε νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν πατρίδα μας. Γι᾿ αὐτὰ πολεμήσαμε᾿» (Β´ 303). Καταλαβαίνετε. Δὲ μιλᾷ ὁ Λόρδος Βύρων, μήτε ὁ λογιότατος, μήτε ὁ ἀρχαιολόγος· μιλᾷ ἕνας γιὸς τσοπάνηδων τῆς Ρούμελης μὲ τὸ σῶμα γεμάτο πληγές. «Γι᾿ αὐτὰ πολεμήσαμε». Δεκαπέντε χρυσοπίκοιλτες ἀκαδημίες δὲν ἀξίζουν τὴν κουβέντα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ μόνο σὲ τέτοια αἰσθήματα πραγματικὰ καὶ ὄχι σὲ ἀφηρημένες ἔννοιες περὶ τοῦ κάλλους τῶν ἀρχαίων ἡμῶν προγόνων ἢ σὲ καρδιὲς ἀποστεγνωμένες ποὺ ἔχουν πάθει ἀκαταληψία ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ χύδην ὄχλου.
«Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη» τραγουδοῦσε ὁ Σολωμός. Ἡ ἰδέα του ἦταν ἀληθινή. Ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάσταση ἦταν βγαλμένη ἀπὸ τὸ μεδούλι τῶν κοκάλων τῶν ζωντανῶν Ἑλλήνων. Καὶ γι᾿ αὐτὸ πέτυχε, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲ σταμάτησε καὶ πραγματοποιεῖται σ᾿ ὅλο τὸ ΙΘ´ αἰῶνα, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν τελείωσε ἀκόμη ἡ πραγματοποίησή της. Ὁ σημερινὸς πόλεμος τῆς πατρίδας μας -δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ τὸ ποῦμε- εἶναι μία συνέχεια τῆς ἐπανάστασης τοῦ ῾21. Γιατὶ δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνοῦμε: κάθε φορὰ ποὺ ἡ φυλή μας γυρίζει πρὸς τὸ λαό, ζητᾷ νὰ φωτιστεῖ ἀπὸ τὸ λαό, ἀναμορφώνεται ἀπὸ τὸ λαό, συνεχίζει τὴν παράδοση ποὺ μπῆκε θριαμβευτικὰ στὴ συνείδηση τοῦ ἔθνους μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση. Ὁ ἀγῶνας ἐκεῖνος ἦταν ἕνα κοινωνικό, πολεμικὸ καὶ πολιτικὸ γεγονός. Ἦταν συνάμα καὶ ἕνα πνευματικὸ γεγονός. Ἀπὸ τὴν τελευταία τούτη ἄποψη, τὴν πιὸ ἀγνοημένη, εἶναι σημαντικὸ νὰ ἔχουμε τεκμήρια σὰν αὐτὰ ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ Μακρυγιάννης. Τὰ ἱστορικὰ γεγονότα δὲ σταματοῦν στὰ χρονολογικὰ ὁρόσημα ποὺ βλέπουμε στὶς φυλλάδες τῆς ἱστορίας.