Η 13η Μαΐου 1916 είναι μια ημερομηνία που θα έπρεπε να θυμόμαστε, αν θέλαμε να κατανοήσουμε τον λεγόμενο «εθνικό διχασμό» αλλά και τη διαφορά πατριωτισμού και πατριδοκαπηλίας. Την ημέρα εκείνη γράφτηκε μια από τις μελανότερες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας μας. Παραδόθηκε αμαχητί στο όνομα της «ουδετερότητας» (με διαταγή της αντιβενιζελικής κυβέρνησης των Αθηνών) σε μια γερμανική διμοιρία (και την ακολουθούσα βουλγαρική μεραρχία) το οχυρό Ρούπελ και άνοιξε ο δρόμος για την παράδοση ολόκληρης της Ανατολικής Μακεδονίας στους Βουλγάρους.
Δεν έχουν λείψει από τότε οι ανιστόρητοι και οι κουτοπόνηροι του αμετανόητου αντιβενιζελισμού που συνδέουν αυτό το στίγμα με την παρουσία της στρατιάς της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη. Μόνο που η τελευταία (που δεν είχε προθέσεις οριστικής κατάκτησης, όπως οι Βούλγαροι) είχε έρθει με άδεια της προηγούμενης, νόμιμης ελληνικής κυβερνήσεως του Ελευθερίου Βενιζέλου, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας η οποία προέβλεπε δύναμη 150.000 ανδρών στα ελληνοσερβικά σύνορα. Τη δύναμη αυτή, που αδυνατούσε να παράσχει η μαχόμενη κατά της Αυστρίας Σερβία, ανέλαβαν να προσφέρουν οι σύμμαχοι, ώστε να εισέλθει η Ελλάδα στον πόλεμο.
Και έπρεπε να εισέλθει διότι στην Ανατολή εξελισσόταν ήδη η γενοκτονία του μικρασιατικού ελληνισμού, ενώ από τον Μάιο του 1916 θα άρχιζε και η εθνοκάθαρση στην Ανατολική Μακεδονία από τους Βουλγάρους. Αυτό το όνειδος ήρθε να ξεπλύνει το κίνημα της Εθνικής Αμύνης, χωρίς το οποίο η Μακεδονία θα είχε χαθεί διά παντός. Γι’ αυτό και το Κίνημα τούτο, είναι έως σήμερα καρφί στους οφθαλμούς των πολιτικών απογόνων όσων παρέδωσαν τη Μακεδονία πριν ολοκληρώσουν το εθνικόφρον έργο τους διαχειριζόμενοι οικτρά και τη μικρασιατική εκστρατεία.
Κι ύστερα; Ύστερα τα κρύψαμε όλα κάτω από το βολικό σχήμα του «εθνικού διχασμού», μιλώντας ευκαίρως- ακαίρως για προδοσίες, ξεχνώντας ωστόσο εκείνη, την πραγματική προδοσία της 13ης Μαΐου 1916.
του Κώστα Χατζηαντωνίου