"Στις 15 Αυγούστου 1974 οι Τούρκοι εισβολείς μπήκαν στο Παλαίκυθρο. Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού δεν μπόρεσαν να φύγουν γιατί δεν ειδοποιήθηκαν έγκαιρα για την προέλαση των Τούρκων. Την άλλη μέρα, μια ομάδα στρατιωτών άρχισε να πυροβολεί εν ψυχρώ τον άμαχο πληθυσμό με αποτέλεσμα να σκοτωθούν ή να τραυματισθούν αρκετοί.
Στις 17 Αυγούστου ήρθαν στο χωριό μας Τουρκοκύπριοι από τις γύρω περιοχές, οι οποίοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι λεηλατώντας και πυροβολώντας. "Εγώ και η μεγάλη μου αδελφή Ανδρονίκη μαζί με ένα στρατιώτη, τον Κλεάνθη Χαραλάμπους, είχαμε ανεβεί στο πατάρι του σπιτιού μας, ενώ η μητέρα μου πήρε τις δυο μικρότερές μου αδελφές και κρύφτηκαν σε ένα γειτονικό σπίτι. Ο πατέρας μου μαζί με το Χριστάκη και δυο βοσκούς, που ήρθαν λίγες μέρες πιο πριν από τα γειτονικά χωριά για ασφάλεια, βρίσκονταν λίγο έξω από το χωριό, σε μια μάνδρα όπου είχαν τα κοπάδια τους. Είχαν πάει για να ταΐσουν και να αρμέξουν τα πρόβατα.
Στο μεταξύ, οι Τούρκοι άρχισαν να πυροβολούν αδιάκριτα. Οι δυο βοσκοί, ο πατέρας μου και ο Χριστάκης παράτησαν το άρμεγμα των ζώων και ξεκίνησαν για το χωριό. Μόλις μπήκαν στο σπίτι, τους ακολούθησαν δυο Τούρκοι στρατιώτες, οι οποίοι τους πυροβόλησαν. Ο Χριστάκης που ήταν τότε πέντε χρονών πήγε και κρύφτηκε πίσω από ένα τραπέζι, φεύγοντας ο ένας στρατιώτης έστρεψε το όπλο εναντίον του μωρού μας και το πυροβόλησε στα πόδια. Δεν το λυπήθηκε. Ο Χριστάκης μας έπεσε κάτω κι άρχισε να κλαίει.
Η μητέρα μου μόλις άκουσε τους πυροβολισμούς, έτρεξε από το διπλανό σπίτι όπου κρυβόταν μαζί με τις δυο αδελφές μου και ήρθε κλαίγοντας. Πήρε το Χριστάκη, τον τύλιξε σε ένα σεντόνι και ένα μεγάλο προσόψιο και βγήκε έξω από το σπίτι αλαφιασμένη. Τον πήγε στο σχολείο του χωριού όπου οι Τούρκοι είχαν μαζεμένους όλους τους ξένους, που είχαν καταφύγει στο Παλαίκυθρο για να σωθούν. Εκεί έδειξε τον αιμόφυρτο Χριστάκη σε έναν Τούρκο αξιωματικό κι αυτός διέταξε να την μεταφέρουν αμέσως με λαντρόβερ στο Νοσοκομείο. Αντί όμως σε νοσοκομείο, την μετέφεραν στο χωριό Δίκωμο, όπου υπήρχε ένα πρόχειρα στημένο ιατρείο. Ο Τούρκος γιατρός παρέλαβε το παιδί από τα χέρια της, του έβαλε αμέσως έναν ορό στο τραυματισμένο του πόδι (το δεξί), ενώ έραψε το ελαφρό τραύμα του αριστερού ποδιού.
Το μεγάλο τραύμα, όπως της είπε ο γιατρός, έπρεπε να χειρουργηθεί, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει στο πρόχειρο αυτό ιατρείο. Στο μεταξύ, το παιδί άρχισε να κλαίει: "Πονώ μαμά, πονώ", έλεγε ο Χριστάκης, ενώ η αιμορραγία συνεχιζόταν.
Η Μυροφόρα Γεωργίου βλέποντας το μικρό αγγελούδι της να κλαίει σπαρακτικά χωρίς να μπορεί να του προσφέρει βοήθεια, λύγισε. Λιποθύμησε και σωριάστηκε κάτω. Όταν συνήλθε, είδε το γιατρό να κρατά το παιδί της στα χέρια του και να το τυλίγει με επιδέσμους. Μια νοσοκόμα την πήρε από το χέρι και την απομάκρυνε. Την έβαλε να πλαγιάσει στην άλλη άκρη του ιατρείου, δίπλα στη συγχωριανή της Γιαννούλα Λιασή. Από την ώρα εκείνη η Μυροφόρα δεν θα ξανάβλεπε το παιδί της.
Την επόμενη μέρα, στις 18.8.1974, όταν συνήλθε, πήγε στο κρεβάτι όπου είχαν βάλει το παιδί της. Όμως δεν βρισκόταν εκεί. Άρχισε να κλαίει και να φωνάζει: "Πού είναι το παιδί μου, πού είναι ο Χριστάκης μου;". Ένας Τουρκοκύπριος "αστυνομικός" την καθησύχασε ότι το παιδί της ζει και την πληροφόρησε συνάμα ότι ο μικρός Χριστάκης μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο του τουρκικού τομέα της Λευκωσίας για να του μεταγγισθεί αίμα. Η Μυροφόρα ζήτησε να τη μεταφέρουν στο Νοσοκομείο, κοντά στο παιδί της. Της είπαν ότι απαγορεύεται και ότι δεν έπρεπε να ανησυχεί γιατί την επόμενη μέρα θα τη μετέφεραν από το Δίκωμο πίσω στο χωριό της στο Παλαίκυθρο, όπου βρίσκονταν οι τέσσερις κόρες της και ο σύζυγός της. Στις 21 Αυγούστου η Καλλισθένη, η Ανδρονίκη και ο πατέρας τους εγκατέλειψαν τον κρυψώνα τους κι άφησαν μόνο του εκεί τον Κλεάνθη. Πήγαν μαζί με τη Μυροφόρα και τις άλλες δυο κόρες της στο Δημοτικό σχολείο του χωριού όπου κλιμάκιο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού τους κατέγραψε ως εγκλωβισμένους - αιχμαλώτους των Τούρκων.
Λίγο μετά την αναχώρηση του Ερυθρού Σταυρού, οι Τούρκοι στρατιώτες χώρισαν τις γυναίκες από τους άνδρες και στη συνέχεια πήραν εφτά από αυτούς για να τους μεταφέρουν σε άλλο μέρος, όπως είπαν. Μεταξύ των εφτά ήταν και ο πατέρας της Καλλισθένης, Γεώργιος Λοΐζου, 45 χρόνων τότε, που αγνοείται η τύχη του μέχρι σήμερα.
Σε μερικές μέρες όλοι οι εγκλωβισμένοι του Παλαίκυθρου μεταφέρθηκαν στο γειτονικό χωριό Βόνη. Η Μυροφόρα δεν έπαψε να ζητά ούτε στιγμή το παιδί της και το σύζυγό της. Οι απαντήσεις που έπαιρνε ήταν ότι είναι και οι δυο καλά και πως "σε λίγες μέρες θα τους φέρουν πίσω στο χωριό". Μετά από δυόμισι περίπου μηνών εγκλωβισμό, η Μυροφόρα με τις τέσσερις κόρες της έφθανε στις ελεύθερες περιοχές. Επανασυνδέθηκε με το μεγάλο της γιο, το Λοΐζο, που είχε φύγει από τις μέρες της εισβολής μαζί με μια θεία του, αλλά ο Χριστάκης και ο σύζυγος της εξακολουθούσαν να παραμένουν στα χέρια των Τούρκων.
Πηγή: Styx.gr