Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος (κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης, Γρατινή Ροδόπης, 1881 – Αθήνα, 28 Σεπτεμβρίου 1949) ήταν Έλληνας θεολόγος και ακαδημαϊκός (1940) και μία από τις μεγάλες μορφές της Ορθοδόξου Εκκλησίας των νεοτέρων χρόνων, Μητροπολίτης Τραπεζούντας (1913-1938) και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1938-1940).
Πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε το 1881 στη Γρατινή της Κομοτηνής (Θράκη) όπου και έλαβε τα πρώτα εγκύκλια γράμματα. Το 1897 εισήχθηκε στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης από την οποία και αποφοίτησε μετά εξαετία. Το 1903 χειροτονήθηκε διάκονος και τον ίδιο χρόνο ακολούθησε στη Τραπεζούντα τον μητροπολίτη Κωνσταντίνο Καρατζόπουλο όπου και άρχισε εκεί την υπηρεσία του ως ιεροκήρυκας και καθηγητής στο «Φροντιστήριο» (Γυμνάσιο) της πόλης, όπου δίδαξε θρησκευτικά μαθήματα αναπληρώνοντας και τον συνοδικό μητροπολίτη (που είχε μεταβεί στη Κωνσταντινούπολη) ως πρόεδρος των σχολικών επιτροπών. Μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη ο Χρύσανθος διατήρησε τη θέση του και επί του διαδόχου μητροπολίτη του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου Στ΄ μέχρι του 1907 οπότε και απήλθε προς ευρύτερες σπουδές στην Ευρώπη με την οικονομική βοήθεια των προυχόντων της Τραπεζούντας. Μετά από τετραετή φοίτηση σε πανεπιστημιακές σχολές στην Λειψία της Γερμανίας και στην Λωζάνη της Ελβετίας επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη όπου και ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ του ανέθεσε τη διεύθυνση και αρχισυνταξία του επίσημου πατριαρχικού οργάνου «Εκκλησιαστική Αλήθεια». Κατά το στάδιο αυτό της παραμονής του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ο Χρύσανθος μυήθηκε στη σεβάσμια εκκλησιαστική τάξη και παράδοση καθώς και επί των προβλημάτων της Εκκλησίας και του Έθνους. Την ίδια εποχή γνωρίστηκε με τον Ίωνα Δραγούμη και με τον στενό συνεργάτη εκείνου τον Αθανάσιο Σουλιώτη - Νικολαΐδη με τους οποίους και ανέπτυξε μια μεγάλη φιλία δια της οποίας και αναδείχθηκε η περί του υψηλού Ιδεαλισμού κλίση του. Επίσης οι ελληνοκεντρικές ιδέες του Περικλή Γιαννόπουλου την ίδια εποχή δεν έπαυσαν να τον συγκινούν.
Την εποχή εκείνη η Οθωμανική Αυτοκρατορία ταράζονταν από δύο αμφίρροπα ρεύματα. Εις μεν το εσωτερικό από την αποκληθείσα τότε «κίνηση των εθνικοτήτων» χριστιανών και μουσουλμάνων που βεβαίως την πνευματική, οικονομική αλλά και αριθμητική υπεροχή των μουσουλμάνων ωθούσε ο νεοτουρκικός σωβινισμός. Εις δε το εξωτερικό διαγραφόταν πράγματι μια απειλή κυοφορούμενης «σταυροφορίας» των χριστιανικών Χωρών πρώτιστα της Βαλκανικής κατά της Αυτοκρατορίας. Πράγματι στον αγώνα δρόμου των παραπάνω κινήσεων η δεύτερη πρόλαβε τη κατίσχυση της κίνησης των κινήματος των εθνικοτήτων στην οποία πολλοί εκλεκτοί Έλληνες μεταξύ των οποίων και ο Χρύσανθος αλλά βεβαίως και αλλοεθνείς συνδέθηκαν με το συναρπαστικώτερο ίσως όραμα μιας βαθμιαίας αναμόρφωσης της φθίνουσας Αυτοκρατορίας σε μια φιλελεύθερη ισονομούμενη κυρίαρχη πολιτεία σε νεοβυζαντινά ίχνη. Για το όραμα αυτό πολύ λίγα έγιναν γνωστά στον ελληνικό τύπο που όμως το εγνώριζαν πολύ καλύτερα ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ των Ελλήνων καθώς και ο τότε διάδοχος του Σουλτάνου. Δυστυχώς όμως το είχαν πληροφορηθεί και οι Άγγλοι.
Αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου με την Βουλγαρία ο Χρύσανθος βρίσκεται ν΄ αγωνίζεται απεγνωσμένα στην ιδιαίτερη πατρίδα του προκειμένου να καταφέρει να ενώσει Έλληνες και Τούρκους στο αίτημα της αυτονόμησης της Δυτικής Θράκης προκειμένου να προλάβει την ενσφήνωση της Βουλγαρίας στη περιοχή μεταξύ της Ελλάδος και Τουρκίας. Την ίδια όμως εποχή τον Μάρτιο του 1913 ο μητροπολίτης Τραπεζούντας μετατέθηκε στη Κύζικο και οι Τραπεζούντιοι αξίωσαν τον Χρύσανθο ως νέο μητροπολίτη τους. Έτσι το ίδιο έτος 1913, ο Χρύσανθος εξελέγη μητροπολίτης στην Τραπεζούντα του Πόντου.
Περίοδος 1913-1922
Όμως η δεκαετία που ακολούθησε αλλοίωσε σε μεγάλο βαθμό την όλη κατάσταση των πραγμάτων στη Μέση Ανατολή. Οι ιστορικοί εκείνοι πόλεμοι που ομολογουμένως διπλασίασαν την έκταση της Ελλάδας μείωσαν αντίστοιχα τη βαρύτητα του Ελληνισμού στην Ανατολή. Οι νεότουρκοι, αποδεδειγμένα ιστορικά, παροτρυνόμενοι και επικουρούμενοι κυρίως από τους Γερμανούς άρχισαν να παρασκευάζουν τους απάνθρωπους διωγμούς κατά του γηγενή από χιλιετηρίδων ελληνικού στοιχείου. Το 1914 άρχισαν οι ομαδικές εκτοπίσεις από τη Θράκη και από τις άλλοτε Ιωνικές και Αιολικές ακτές της Μικράς Ασίας που άρχισαν όμως γρήγορα να επεκτείνονται και προς την Ανατολή. Ως «μέγας άθλος» καταλογίστηκε τότε για τον Χρύσανθο που με όπλα του τα πνευματικά του χαρίσματα, τη πειθώ του λόγου του και την προσωπική του παρουσία συγκράτησε στα σύνορα της μητροπολιτικής του επαρχίας τη πορεία του κύματος των διωγμών αγωνιζόμενος κατά τις παλινδρομικές φάσεις ανακαταλήψεων στο τετραετή πόλεμο Ρώσων και Τούρκων με χωρίς σχεδόν ελληνικές απώλειες. Τον Απρίλιο του 1916 ανέλαβε τη διοίκηση της Τραπεζούντας από τον τούρκο βαλή Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή μπέη. Από τη θέση αυτή κατάφερε να επεκτείνει αποτελεσματικά τη προστασία του και προς τους Έλληνες των γειτονικών περιοχών Ροδόπολης και Χαλδείας. Μάλιστα κατάφερε να συνενώσει τους Τούρκους με τους Έλληνες αλλά και με τα κατάλοιπα της φρικτής σφαγής των Αρμενίων κατά της ρωσικής λαίλαπας από τα σταθμεύοντα στη περιοχή ρωσικά στρατεύματα, κατά την ρωσική επανάσταση του Μαρτίου του 1917 που σε πλήρη διάλυση της πειθαρχίας είχαν αρχίσει τις καταστροφές(¹). Ήταν και αυτό μια εκδήλωση του μυστικού οράματος της ιδέας διακυβέρνησης και συμβίωσης των σύνοικων λαών. Η δίχρονη προεδρία του Χρύσανθου υπήρξε ένα αληθινό διάλειμμα δημοκρατίας και αρμονικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων. Έτσι στη περίοδο της ανακωχής, κατά τη Συνθήκη του Μούδρου, η μορφή του Χρύσανθου δεσπόζει στη περιοχή του Πόντου και αποτελεί την εγκυρότερη και δημοφιλέστερη προσωπικότητα μεταξύ ομογενών και αλλογενών που του αναγνωρίζουν και οι «Μεγάλες Δυνάμεις» της Αντάντ.
Έτσι κάτω από αυτές τις συνθήκες αναγνώρισής του, το 1919 ο Χρύσανθος κλήθηκε από τον τότε τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου Δωροθέου (Μητροπολίτη Προύσας) και από τον Αλέξανδρο Παπά να εκπροσωπήσει τον αλύτρωτο Ελληνισμό του Πόντου στο Παρίσι κατά τις εκεί διασκέψεις. Από τις επιστολές, του τότε υπουργού εξωτερικών Ν. Πολίτη, έγραφα και πρακτικά του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και από δημοσιεύματα του Τύπου (ελληνικού και ξένου) της εποχής διαφαίνονται οι ενθουσιαστικές απηχήσεις επί των επιδέξιων χειρισμών των εμπιστευμένων στο Χρύσανθο θεμάτων ενώπιον των «Μεγάλων». Τότε ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον εξουσιοδότησε να προχωρήσει σε διακρίβωση δυνατοτήτων για απ΄ ευθείας συνεννοήσεις με τους Τούρκους. Ακολούθησαν πολλές και ενθαρρυντικές επαφές, πλην όμως ο Βενιζέλος προτίμησε να μη δώσει συνέχεια όταν διαγνώσθηκε ότι «...οι διεκδικήσεις επί της Θράκης και της Δυτικής Μακεδονίας εύρισκαν διπλωματική κατευόδωση».
Το 1920 ο Χρύσανθος ταξίδεψε στη Γεωργία που μετά την ρωσική επανάσταση είχε ημιαυτονομηθεί προκειμένου να τακτοποιήσει εκκλησιαστικά ζητήματα ορθοδοξίας που είχαν ενσκύψει. Στη πραγματικότητα, ο κύριος σκοπός του Χρύσανθου στο ταξίδι του εκείνο ήταν η χάραξη ορίων μεταξύ του νεοπαγούς κράτους της Γεωργίας και της σχεδιαζομένης αυτονόμησης της ελληνικής πολιτείας του Πόντου. Και πράγματι αυτό συντελέσθηκε με την υπογραφή της διμερούς μυστικής συμφωνίας Χρύσανθου - Χατισιάν (Αρμένιου πρωθυπουργού Γεωργίας), λεγόμενη και Συμφωνία Εριβάν από το όνομα της πόλης που συνομολογήθηκε. Το 1921 ο Δημήτριος Γούναρης κάλεσε τον Χρύσανθο να μετάσχει της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο. Κατά τον χρόνο της παραμονής του Χρύσανθου στο Λονδίνο στη Τουρκία ειδικό «Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας» καταδικάζει ερήμην τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας εις θάνατο. Αυτό είχε ως συνέπεια την εσπευσμένη επιστροφή του Χρύσανθου στην έδρα του και στη συνέχεια προκειμένου ν΄ αποφύγει τη σύλληψή του από τις κεμαλικές δυνάμεις που είχαν ήδη εγκατασταθεί στη μητροπολιτική περιφέρειά του κατέφυγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Μετά όμως και από το άδοξο τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας, το 1922, ο Χρύσανθος κατέφυγε τελικά στην Αθήνα.
Περίοδος 1922-1938
Από το 1922 ο «από Τραπεζούντος» (μητροπολίτης) Χρύσανθος βρίσκεται στην Αθήνα και παραμένει μακριά από τα τεκταινόμενα, ως απλός θεατής των γεγονότων χωρίς να λαμβάνει καμία θέση σ΄ αυτά. Το 1926 διορίζεται από την τότε κυβέρνηση ως "αποκρισάριος" του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Αθήνα, θέση που θα διατηρήσει μέχρι το 1938. Από τη θέση αυτή ο Χρύσανθος στην αρχή διαχειρίσθηκε όλα τα των εξωτερικών θεμάτων και σχέσεων της Μεγάλης Εκκλησίας. Το 1927 ανέλαβε και έφερε σε πέρας τη πρώτη εκκλησιαστική συμφωνία με τα Τίρανα τακτοποιώντας τα πρώτα θέματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία. Όταν όμως λίγο αργότερα η κυβέρνηση των Τιράνων αθέτησε τα συμφωνημένα, το 1929, αμέσως ο Χρύσανθος επιχείρησε ένα μακρύ ταξίδι στο Βουκουρέστι, στο Βελιγράδι και στη Βαρσοβία προκειμένου να ενημερώσει και να κατατοπίσει τις Εκκλησίες των Χωρών αυτών περί της αθέτησης της Αλβανίας και να συστήσει επιφύλαξη και αποχή σε αντικανονικές επαφές. Συνέπεια εκείνου του ταξιδίου ήταν η μετέπειτα εκδήλωση συμμόρφωσης της Αλβανίας στα συμφωνηθέντα θρησκευτικά θέματα. Το 1930 ο Χρύσανθος προήδρευσε στο Άγιο Όρος ως εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του τότε Πανορθόδοξου Συνεδρίου το οποίο και καθόρισε τα της ημερήσιας διάταξης θεμάτων της Πανορθόδοξης Συνόδου που όμως δεν συγκλήθηκε ποτέ. Τον ίδιο χρόνο ο Χρύσανθος συνεπικουρούμενος και από αντιπροσωπείες των Πατριαρχείων Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας κατάφερε σε ταξίδι του στη Δαμασκό ν΄ αποκαταστήσει την ειρήνη στο Πατριαρχείο Αντιοχείας (Εκκλησία Αντιοχείας) με την αναγνώριση του Πατριάρχη Αντιοχείας Αλέξανδρου. Τον επόμενο χρόνο ο Χρύσανθος έσπευσε για τον αυτό σκοπό στη Ρόδο για την αποκατάσταση της θρησκευτικής ειρήνης της Δωδεκανησιακής Εκκλησίας και αμέσως μετά βρέθηκε στη Κύπρο όταν εκδηλώθηκε το αγγλικό πραξικόπημα του 1931.
Για τον Χρύσανθο θεωρείται πως καμία περιοχή εκκλησιαστική, τόσο εξω-ελλαδική όσο και εσω-ελλαδική, δεν έμεινε έξω από το θρησκευτικό του ενδιαφέρον, προσφέροντας κάθε φορά την μέριμνα και τη στοργή του. Όταν τέλος ανέλαβε Πρόεδρος του Συμβουλίου του Ταμείου Ανταλλαξίμων Κοινοτικών και Κοινωφελών Περιουσιών (Τ.Α.Κ.Κ.Π.) από της σύστασής του, πέτυχε με υποδειγματική διαχείριση των προσόδων αυτού να θεραπεύσει τις στοιχειώδεις πνευματικές ανάγκες των νεοπαγών προσφυγικών κοινοτήτων με επικουρική χρηματοδότηση των ανεγειρομένων σχολείων και ναών και του εφοδιασμού τους με βιβλία, ιερά σκεύη, εικόνες άμφια κ.λπ. αντίστοιχα. Ειδικά γι΄ αυτή τη μεγάλη προσφορά του Χρύσανθου ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος είχε πει χαρακτηριστικά:
Δεν γνωρίζω παράδειγμα αποστολής εκ των πολλών αίτινες τω ανετέθησαν, την οποίαν να μην έφερε εις πέρας μετ΄ επιτυχίας.
Το 1937 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, (22 Οκτωβρίου 1938) ο «από Τραπεζούντος» Χρύσανθος εκλέχθηκε να διεκδικεί στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος τη θέση του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας έχοντας ως αντίπαλο τον Μητροπολίτη Κορινθίας και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ιεράρχη με έντονη επίσης κοινωνική δραστηριότητα. Έτσι στις 5 Νοεμβρίου του 1938 εκλέχθηκε μετά από τρίτη ψηφοφορία ο Κορινθίας Δαμασκηνός με οριακή εκλογή λαμβάνοντας 31 ψήφους έναντι των 30 του Χρύσανθου. Με την εκλογή όμως αυτή ο τότε μητροπολίτης Φθιώτιδας Αμβρόσιος εξεγέρθηκε αμφισβητώντας το αποτέλεσμα θεωρώντας το ως άκυρο. Τον Αμβρόσιο ακολούθησε τότε σχεδόν η μισή ιεραρχία της Ελλάδος με συνέπεια τη δημιουργία τεράστιου εκκλησιαστικού ζητήματος. Οι λόγοι ακυρότητας για τους οποίους αντέδρασε τότε η μισή Ιερά Σύνοδος καθοδηγούμενη από τον Αμβρόσιο ήταν κυρίως δύο:
α) Στην εκλογή εκείνη σύμφωνα με την υφιστάμενη τότε νομοθεσία ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος είχε τη δυνατότητα να θέσει υποψηφιότητα αλλά όχι να παραστεί και να ψηφίσει ο ίδιος, επειδή ανήκε σε άλλο «κλίμα», ήταν δηλαδή όπως έλεγαν τότε «εξωελλαδικός». Όπως και συνέβη και δεν ψήφισε, σε αντίθεση με τον αντίπαλό του Δαμασκηνό που παρέστη και ψήφισε. β) Την τελευταία στιγμή προ της εκλογής, από λάθος (όπως υποστηρίχθηκε) του Υπουργείου Θρησκευμάτων, στο κατάλογο των ψηφοφόρων περιλαμβάνονταν και ο (πρώην) μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Ιωάννης που είχε ήδη εν τω μεταξύ εκπέσει της διοίκησης της επαρχίας του και είχε παυτεί από μητροπολίτης, κατηγορούμενος για σιμωνία, ο οποίος τελικά και είχε ψηφίσει ως μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως.
Οι παραπάνω αυτοί λόγοι οδήγησαν την υπόθεση, κατόπιν αίτησης των μητροπολιτών Αμβροσίου (Φθιώτιδας), Ιακώβου (Μυτιλήνης) και Ειρηναίου (Σάμου), στο Συμβούλιο της Επικρατείας που ήταν και το αρμόδιο για την επίλυσή της, το οποίο και τελικά ακύρωσε την εκλογή του Δαμασκηνού.
Η Κυβέρνηση τότε (του Ιωάννη Μεταξά) προκειμένου να δώσει τέρμα στην όλη υπόθεση, αφενός μεν για το λάθος που είχε συμβεί έπαψε τον υπουργό θρησκευμάτων Κ. Γεωργακόπουλο και αφετέρου με πρόταση των τότε υπουργών Θ. Νικολούδη και του Μανιαδάκη, εκδίδει στις 3 Δεκεμβρίου του 1938 αναγκαστικό Νόμο (Α.Ν. 1493/3-12-1938) με τον οποίο και κατάργησε τον υφιστάμενο νόμο της Επανάστασης του 1922 που θέσπιζε τα περί εκλογής αρχιεπισκόπου και επανέφερε τον προηγούμενο σχετικό νόμο που ίσχυε σε όλον τον πρώτο αιώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας. Έτσι σύμφωνα με εκείνον στις 12 Δεκεμβρίου του 1938 ακολούθησε νέα εκλογή υπό «Αριστίνδην Σύνοδο» (Σύνοδο, της οποίας τα μέλη έχουν επιλεγεί αυθαίρετα από την Κυβέρνηση) όπου και αναδείχθηκαν τελικά τρεις υποψήφιοι: ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος με 11 ψήφους και οι μητροπολίτες Λήμνου και Δράμας από 4 έκαστος. Σύμφωνα λοιπόν με τα οριζόμενα του παλαιού νόμου ο Βασιλεύς Γεώργιος Β΄ εξέλεξε τον Χρύσανθο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.
1938-1941
Το 1939 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.Με την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ανέπτυξε έντονη εθνική δράση, εμψυχώνοντας τον λαό και τον Στρατό της χώρας. Όταν η Ελλάδα έπεσε στα χέρια του Άξονα το 1941, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίσει την δωσίλογη κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς.» Η τοποθέτηση του Χρύσανθου έναντι της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης ήταν σαφής: αρνείτο να προχωρήσει στην πολιτική νομιμοποίησή της, παραμένοντας πιστός στον βασιλιά και την κυβέρνησή του που συνέχιζαν την πολεμική προσπάθεια στην Κρήτη, όσο και στις συμμαχικές δεσμεύσεις της χώρας με τη Βρετανία. Ο Χρύσανθος είχε προκαλέσει την οργή των Γερμανών για το διάγγελμα που είχε εκφωνήσει με αφορμή την κήρυξη του πολέμου της Γερμανίας εναντίον της Ελλάδας. Ο γερμανός καθηγητής του πανεπιστήμιου του Μονάχου Franz Dölger, εξοργισμένος, ζήτησε εξηγήσεις για το διάγγελμα του Χρύσανθου από τον Πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών Γεώργιου Σωτηρίου. Για την στάση του αυτή, στις 2 Ιουνίου του 1941, με Συντακτική Πράξη της κατοχικής κυβέρνησης, καθαιρέθηκε από το αξίωμά του. H μεθόδευση της απομάκρυνσής του ενισχυόταν και από τον Δαμασκηνό ο οποίος ήταν πρόθυμος να παράσχει την συναίνεσή του στο σχηματισμό της κατοχικής κυβέρνησης κρίνοντάς το ως μέτρο ανάγκης Επίσης η τότε κυβέρνηση τονίζοντας τον απολυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, ήθελε να ταυτίσει τον Χρύσανθο με τη μεταξική διακυβέρνηση. Ο Χρύσανθος θα αντιδράσει χαρακτηρίζοντας την Κυβέρνηση Τσολάκογλου εξίσου δικτατορική με την προκάτοχό της. Ο κατοχικός υπουργός της Εθνικής Οικονομίας Πλάτων Χατζημιχάλης, συνδεόταν φιλικά με τον Χρύσανθο και τον θεωρούσε νόμιμο Αρχιεπίσκοπο, ενώ πίστευε ότι η κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε είχε υπηρεσιακό χαρακτήρα, επομένως ήταν αναρμόδια για την επίλυση του αρχιεπισκοπικού ζητήματος. Στις 17 Ιουνίου του 1941, η Κυβέρνηση Τσολάκογλου δημοσίευσε Νομοθετικό Διάταγμα για τη σύγκληση Μέιζωνος Συνόδου που θα αποφάσιζε για το κύρος της αρχιεπισκοπικής εκλογής του Χρύσανθου και «ουσιαστικά μεθοδευόταν [...] η επαναφορά του Δαμασκηνού στην ηγεσία της Εκκλησίας». Η Σύνοδος θεωρούσε, με απόφασή της ως μη γενόμενη την εκλογή του Χρύσανθου και ανύπαρκτη την αρχιεπισκοπική του θητεία, ένώ χαρακτηριζόταν ΄΄επιβάτης΄΄ του θρόνου, δηλαδή παράνομα εβρισκόμενος στην ηγεσία της Ελλάδικής Εκκλησίας.
1941-1944
Ο Χρύσανθος σε όλη τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής τήρησε την ίδια εχθρική στάση απέναντι σε όλες τις δοσιλογικές κυβερνήσεις, ακόμα και όταν του δόθηκε από την Κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη η δυνατότητα να επανέλθει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, κάτι που απέρριψε.Κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, τάχθηκε υπέρ της «δυναμικής αντιμετώπισης» των κομμουνιστών, όπως άλλωστε και οι διάδοχοί του στην ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος . Στη διάρκεια της κατοχής δε φαίνεται να ανέπτυξε ιδιαίτερη κινητικότητα. Μαρτυρείται ότι υπήρξε πρόεδρος της λεγόμενης «Εθνικής Αντίστασης» ή «Εθνικής Επιτροπής» , η οποία πρέπει να ήταν επιτροπή προσωπικοτήτων του βασιλόφρονος χώρου με μάλλον μικρή παρουσία στην πολιτική και ιδεολογική καθοδήγηση δεξιών αντιστασιακών οργανώσεων.