Ἦταν Δεκέμβριος τοῦ 1914. Ὁ Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ἔκλεινε τέσσερις μῆνες περίπου δράσεως καὶ αὐτὸ ποὺ ἀπὸ τὰ ἐπιτελεῖα τῶν ἐμπλεκόμενων δυνάμεων φάνταζε σὰν μιὰ σύντομη πολεμικὴ ἔνταση ἔδειχνε νὰ ὁδηγεῖτε σὲ ἕνα αἱματηρὸ ἀδιέξοδο μὲ ἀβέβαιη τελικὴ ἔκβαση. Ἡ ζωὴ τῶν στρατιωτῶν στὰ χαρακώματα ἦταν ἀρκετὰ ζοφερότερη σὲ σχέση μὲ αὐτὴ ὅπως παρουσιαζόταν στὰ φυλλάδια στρατολόγησης «μέσα σ’ αὐτοὺς τοὺς τάφους ποὺ τοὺς ὀνόμαζαν χαρακώματα, μὲ τὰ συστήματα τῶν ὑπογείων διαβάσεων καὶ τῶν διόδων, μᾶς ἔλειπαν σχεδὸν τὰ πάντα. Ἔμαθα γρήγορα… νὰ κρεμάω τὸ ψωμὶ σ’ ἕνα σύρμα τοποθετημένο στὴ μέση τοῦ ὀρύγματος γιὰ νὰ μὴν τὸ φτάνουν τὰ ποντίκια, νὰ κοιμᾶμαι μὲ βρεγμένες ἀρβύλες, γιατὶ τὸ νὰ προσπαθήσεις νὰ τὶς ξαναβάλεις, ἀφοῦ τὶς εἶχες βγάλει, θὰ ἦταν μάταιο, νὰ κοιμᾶμαι τυλιγμένος σὲ μιὰ μουσκεμένη χλαίνη, νὰ κοιμᾶμαι τέσσερις ὧρες ἀνάμεσα σὲ θορύβους, σὲ φωνές ἀνθρώπων, σὲ βρωμερὲς ἀναθυμιάσεις. (Φλορὰν Φλὲς, Ἰδού)».
Ἀνάμεσα σὲ αὐτὴ τὴν ἀπάνθρωπη κατάσταση, στὴν ἀρχὴ τοῦ Χειμώνα, ἄνθισε ἡ ἀνθρωπιά. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐβδομάδος πρὶν ὰπὸ τὰ Χριστούγεννα, Γερμανοὶ καὶ Βρετανοὶ στρατιῶτες ἄρχισαν νὰ ἀνταλλάσσουν γιορτινὲς εὐχὲς καὶ τραγούδια ἀνάμεσα στὰ χαρακώματά τους.


