Τό 1824, ο πληθυσμός τής Κάσου είχε φθάσει στίς 7.000 καί ο εμπορικός της στόλος αποτελείτω από 100 πλοία, τά οποία οι Κασιώτες είχαν εξοπλίσει μέ κανόνια. Μέ αυτά τά πλοία οι ατρόμητοι ναυτικοί τής Κάσου παρενοχλούσαν τόν οθωμανικό στόλο, ενώ είχαν βοηθήσει σημαντικά καί τήν επανάσταση στήν Κρήτη. Εξέχοντα ρόλο είχαν οι καπετάνιοι Θεόδωρος Κανταριτζής, Μάρκος Μαλλιαράκης (Διακομάρκος) καί Χατζή Μαυρής.
Στίς 14 Μαΐου 1824, αιγυπτιακά πολεμικά πλοία απέπλευσαν από τήν Αλεξάνδρεια καί ενώθηκαν μέ τό στολίσκο τού Γιβραλτάρη, στόν κόλπο τής Σούδας. Κατόπιν έπλευσαν πρός τήν Κάσο, κανονιοβόλησαν τίς οχυρώσεις της καί επέστρεψαν άπρακτα. Οι Κασιώτες, διαβλέποντας τόν άμεσο κίνδυνο, έστειλαν δεκάδες επιστολές στήν ελληνική κυβέρνηση τού Κουντουριώτη, τού Κωλέττη καί τού Μαυροκορδάτου, εκλιπαρώντας γιά βοήθεια.
«Σεβαστή Διοίκησις
Μέ μέγιστην βίαν, γράφομεν όλοι οι ομογενείς κάτοικοι τής νήσου Κάσσου, κλαιόμενοι εις τήν Σεβαστήν Διοίκησιν, ειδοποιούντες τήν υμετέραν κορυφήν, ότι τρείς ημέρας έχει σήμερον ο αιγυπτιακός στόλος όπου έχει πλόκον τήν νήσον ημών, καθ’ όλα τά μέρη, μάλιστα τήν ημέραν τής Αναλήψεως μάς έκαμε καί ένα φοβερόν πόλεμον, πλήν, χάριτι θεία, δέν εβλάφθη ουδείς τών Χριστιανών. Λοιπόν παρακαλούμεν τήν Σεβαστήν ημών Διοίκησιν καί μητέρα νά μάς προφθάση βοήθειαν θαλάσσιον καί λοιπά, δι’ όνομα καί αγάπην Θεού, κάμετε έλεος διά ημάς τούς κατοίκους τής νήσου Κάσσου, επειδή καί η γενναιότης καί μεγαλοψυχία ημών είναι μέν πρόθυμοι, όμως κατά τήν θαλάσσιον δύναμιν πολύ σάς παρακαλούμεν νά μάς προφθάσετε.
Η κατάστασις τής αιγυπτιακής αρμάδας έχει ούτως. Έχει φρεγάτας τέσσαρας, καί μία όπου απέρασεν εις Ρόδον, από ιμβρίκια δέκα, καί από μικρά πλοία, γαλλιώτες, δέκα. Ταύτα ιδεάζοντες τήν Σεβαστήν καί Υπερτάτην ημών Διοίκησιν τήν παρακαλούμεν μετά δακρύων, αμέσως καί χωρίς αναβολήν καιρού νά μάς προφθάσετε εις τήν άνωθεν θαλάσσιον δύναμιν. Έτι παρακαλούμεν εις μπαρούτια καί εις βόλια, από μίαν, ή δύο, έως τριών οκάδων τό βάρος. Ταύτα αύθις παρακαλούντες μένομεν καί υπογραφόμενοι.
Εκ Κάσσου, τώ αωκδ’ (1824) τή 17 Μαΐου
Όλοι οι κάτοικοι τής νήσου Κάσσου.»
«Η Διοίκησις, ως κοινή μήτηρ, δέν θέλει αδιαφορήσει καί εις τάς πολεμικάς χρείας, καί φθάσαντος τού δανείου θέλει σάς οικονομίσει αναλόγως. Τά πολεμικά πλοία εξ Ύδρας καί Σπετσών δέν εκπλέουσιν ακόμη εξ αιτίας όπου τό ταμείον δέν έχει χρήματα νά πληρώσει τούς ναύτας, άμα όμως φθάσουν τά χρήματα καί πληρωθούν οι ναύται θέλουν έβγει ευθύς επειδή είναι έτοιμα.
Απορεί η Διοίκησις παρατηρούσα ότι έχετε έλλειψιν εφοδίων, ενώ ειξεύρει ότι καί πρότερον ήσθε εφωδιασμένοι από αυτά καί τελευταίον λαβόντες τά όσα εκ Κρήτης έφθασαν αυτόθι, εφοδιασθήτε έτι μάλλον τούτο. Αν ο εχθρικός στόλος αποτολμήση νά πλησιάση εις τήν νήσον ταύτην καί νά φροντίση νά κάμη έφοδον, η Διοίκησις γνωρίζουσα τήν γενναιότητά σας καί τήν απόφασίν σας νά θυσιασθήτε πάντες υπέρ πίστεως καί πατρίδος, πληροφορηθείσα ότι καί αρκετά ξένα άρματα ευρίσκονται εις τήν νήσον σας είναι βεβαία ότι θέλετε δώσει τρόμον εις τόν εχθρόν.
Εν Μύλοις Ναυπλίου τή 27 Μαΐου 1824
Ο Πρόεδρος
Γεώργιος Κουντουριώτης»
Οι Κάσσιοι μετά δακρύων αναφέρονται εις τήν Διοίκησιν, ως κοινήν μητέρα, παρακαλούντες αυτήν εν ονόματι τού Θεού νά τοίς πέμψη θαλάσσιον δύναμιν καί βοήθειαν, διότι καί γενναιότητα καί προθυμίαν καί μεγαλοψυχίαν, αλλά καί ανάγκην τής θαλασσίου δυνάμεως έχουν, εξιστορούσι καί τήν θαλάσσιον εχθρικήν δύναμιν διά νά γνωρίζη η Διοίκησις τί πλοία νά πέμψη απέναντι αυτής. Επί τέλους παρακαλούν πάλιν αυτήν θερμώς καί μετά δακρύων, άνευ αναβολής, νά πέμψη τήν θαλάσσιον δύναμιν καί πολεμοφόδια.
Οποία τωόντι ειρωνεία! οι Κάσσιοι αναφέρονται μέ κλαυθμούς καί οδυρμούς διά τόν κίνδυνον, όν τρέχουσιν, επικαλούμενοι εν ονόματι τού Υψίστου νά τούς πέμψη βοήθειαν καί πολεμοφόδια, η δέ Διοίκησις τούς απαντά ότι δέν υπάρχουσι χρήματα καί τούς δίδει καί ελπίδας ότι άμα έλθη τό δάνειον αμέσως θά πέμψη πλοία. Ως ει ο εχθρός ώφειλε νά περιμένη νά λάβωσι πρώτον οι Κάσσιοι τήν περιμενομένην βοήθειαν καί έπειτα νά τούς κτυπήση! Παράδοξος τωόντι Διοίκησις, αφού άλλα αιτούν οι Κάσσιοι καί άλλα διατάττει αυτή.
Αιτούσι πολεμοφόδια οι Κάσσιοι, η δέ Διοίκησις φειδομένη καί αυτών τών εφοδίων καί πειθομένη εις αβασίμους φήμας, έχετε όπλα τής Κρήτης, τούς απαντά. Πέμψατε μας βοήθειαν πλοίων γράφουσιν οι Κάσσιοι. Είμεθα βέβαιοι ότι θέλετε θυσιασθή πάντες υπέρ πίστεως καί πατρίδος τούς αποκρίνεται η Διοίκησις.
Οι “εκλαμπρότατοι” καί η “Σεβαστή Διοίκησις” όμως ήταν απασχολημένοι μέ τόν εμφύλιο πόλεμο καί τήν εξόντωση τών οπλαρχηγών τής Πελοποννήσου. Δέν τούς περίσσευαν χρήματα γιά νά σωθεί η Κάσος. Ο Κουντουριώτης, ο οποίος ήταν υποχείριο τού Κωλέττη καί σκορπούσε τίς λίρες τού αγγλικού δανείου δεξιά καί αριστερά, στήν επιστολή τού πρός τούς άτυχους κατοίκους τής Κάσου απάντησε ότι … δέν υπάρχουν λεφτά γιά τόν ελληνικό στόλο καί απορούσε γιά τόν λόγο γιά τόν οποίο οι Κασιώτες δέν είχαν πολεμοφόδια.
«Έπειτα από λίγες μέρες, στίς 27 τού Μάη, φάνηκε πάλι μπροστά στήν Κάσο η αρμάδα τού Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Τούτη τή φορά πάνω στά φορτηγά πού τήν ακολουθούσαν βρισκόταν ο Χουσεΐν μπέης μ’ ασκέρι πού ξεπέρναγε τίς τρείς χιλιάδες. Οι δικοί μας τούς καρτέραγαν ταμπουρωμένοι κάτω από τήν Αγία Μαρίνα, όπως τό μέρος εκείνο στεκόταν τό πιό πρόσφορο γιά απόβαση. Ο Ισμαήλ δυό μερόνυχτα αδιάκοπα κτυπά μέ χοντρή φωτιά. Λένε πώς τούς έριξε ίσαμε τέσσερεις χιλιάδες μπόμπες. Τ’ απομεσήμερο τής δεύτερης μέρας στέλνει 18 φελούκες γεμάτες ασκέρια νά κάνουνε ντισμπάρκο (απόβαση).
Τότε πιά όλοι, Κασιώτες καί Κρητικοί, τρέχουν κατακεί. Μά μόλις πέσανε τά σκοτάδια μπαρκάρει ο Χουσεΐν σέ 24 άλλες φελούκες ίσαμε δυό χιλιάδες νοματαίους καί, δίχως νά πάρουν είδηση οι δικοί μας, τούς βγάζει στ’ Αντιπέρατο, πού τό φύλαγαν έξι μονάχα Κασιώτες. Οι εχθροί τούς ξέκαναν, οδηγημένοι από έναν προδότη, τόν Κασιώτη Ζαχαριά πού από χρόνια είχε εγκατασταθεί στή Ρόδο, βρέθηκαν, μόλις αχνόφεγγε, στίς πλάτες τών δικών μας στήν Αγία Μαρίνα, πού ίσαμε εκείνη τή στιγμή αντιβγαίνανε σ’ όσους αποβιβάστηκαν σ’ αυτή.
Μά ξάφνου κτυπιούνται από δυό μεριές, κι από τά ψηλώματα κι από τό γιαλό. Μεμιάς αποφάνηκε πώς δέν τούς απέμενε η παραμικρή ελπίδα καί άλλοι σκορπίσανε νά βρούνε τρόπο νά σωθούν κι άλλοι ρίξανε τ’ άρματα καί παραδόθηκαν. Μονάχα σαράντα, μ’ αρχηγό τόν Μάρκο Μαλλιαράκη, τόν Διακομάρκο όπως τόν έλεγαν, ξακολούθησαν τόν πόλεμο μ’ όλο τό πλήθος τού εχθρού ώσπου λιώσανε όλοι εκεί, τιμώντας τήν παλικαριά πού βάζει πάνω από τή σκλάβα ζωή τόν ελεύθερο θάνατο.
Ο Χουσεΐν μπέης έδωσε τό λεύτερο στ’ ασκέρι του νά διαγουμίσει εικοσιτέσσερεις ώρες τό νησί. Μέσα σ’ αυτές οι νικητές ξεδίψασαν μέ αίμα καί χόρτασαν τήν πείνα τους γιά γυναικεία σάρκα. Όταν πήρε τέλος τό πανηγύρι τού ολέθρου, ο ναύαρχος Ισμαήλ Γιβραλτάρ, πού είχε ανάγκη από μαρινάρους (ναύτες), διαλάλησε στό νησί πώς πλερώνει πενήντα γρόσια σ’ όποιον δέχεται νά μπεί στή δούλεψή του, τάζοντας πώς θά τούς βοήθαγε νά εξαγοράσουν τίς φαμέλιες τους πού σκλαβώθηκαν. Ως πεντακόσιοι, μέσα στή μαύρη απελπισία τους, τό δέχτηκαν. Αποδώ κι εμπρός τούτοι οι χτεσινοί αγωνιστές τής λευτεριάς θά πολέμαγαν τ’ αδέλφια τους, πού θά ξακολούθαγαν στίς θάλασσες τό χαροπάλεμά τους. Αφού ο Ισμαήλ Γιβραλτάρ ζώγρησε (αιχμαλώτισε) δεκαπέντε καράβια τής Κάσου, πού στέκονταν η δύναμη καί τό καμάρι της, καί φόρτωσε πάνω σ’ αυτά ως δυό χιλιάδες γυναικόπαιδα νά πουληθούν στά σκλαβοπάζαρα τού Μισιριού, έκανε πανιά κι έφυγε, αφήνοντας τήν ερήμωση νά συντροφεύει τό θάνατο πάνω στό περήφανο ως χτές θαλασσόβραχο.»
Στά τέλη Μαΐου τού 1824, εμφανίστηκαν μπροστά στήν Κάσο 45 πλοία πού μετέφεραν 4000 άνδρες μέ αρχηγό τόν ίδιο τόν Χουσεΐν μπέη, πού είχε πνίξει στό αίμα τήν επανάσταση στήν Κρήτη. Τά οθωμανικά πλοία αγκυροβόλησαν κοντά στό νησάκι τής Μακρίας καί επί δύο ημέρες κανονιοβολούσαν χωρίς αποτέλεσμα τήν Αγία Μαρίνα, όπου ήταν συγκεντρωμένη η μεγαλύτερη δύναμη τών Ελλήνων. Οι έμπειροι Κασιώτες απαντούσαν μέ εύστοχους κανονιοβολισμούς. Περίπου 4000 βόμβες έπεσαν στό νησί από τά δεκάδες κανόνια τών πολεμικών πλοίων τών Οθωμανών.
«Η νήσος Κάσος είχε κατοίκους 5000, εξ ών 500 ναύται· παρήσαν καί 300 οπλοφόροι Κρήτες. Εξ αιτίας δέ τής κρημνώδους φύσεώς της είναι μόνον εύβατος κατά τό πρός τήν Ελλάδα βλέπον μέρος τριών μιλίων μήκους· επί τής γραμμής ταύτης έκειντο 30 κανόνια· ήσαν καί αλλού σκοποί. Αλίμενος είναι η νήσος, καί τά πλοία της προσωρμίζοντο συνήθως εις Κάρπαθον· αλλ’ εκείναις ταίς ημέραις ήσαν συσσωρευμένα εξ αιτίας τού καλοκαιρίου εις Αυλάκι.
Ελθόντα τά οθωμανικά ηγκυροβόλησαν έμπροσθεν τού παρακειμένου νησιδίου τής Μακρυάς καί εκανονοβόλουν δύο ημέρας ανωφελώς τήν Αγίαν Μαρίναν, αντεκανονοβολούντο δέ παρά τών επί τής ξηράς. Τήν δέ νύκτα τής 7ης Ιουνίου 1824, είκοσι τέσσαρες ολκάδες, φέρουσαι στρατεύματα εις απόβασιν, έπλευσαν πέραν τής Αγίας Μαρίνας πρός τήν δύσβατον καί κρημνώδη άκραν τής νήσου τήν βλέπουσαν πρός τήν Κρήτην. Ταυτοχρόνως πλοία τινα τού στόλου καί άλλαι ολκάδες φέρουσαι στρατεύματα εκανονοβόλουν καί ετουφέκιζαν πρός τήν άλλην άκραν τής νήσου εις έλκυσιν τής προσοχής τών εναντίων, καί εις επιτυχίαν διά τού τρόπου τούτου τής επί τής άλλης άκρας μελετωμένης αποβάσεως. Επτά μόνον ήσαν οι φυλάσσοντες τήν θέσιν ταύτην· η απότομος φύσις της εφαίνετο αυτοφύλακτος· αλλά καί οι ολίγοι ούτοι ήσαν αμελέστατοι. Τά δ’ εχθρικά στρατεύματα, ούσης άκρας νηνεμίας, απέβησαν τήν νύκτα αφανή καί κατέλαβαν καί τά τέσσαρα χωρία αμαχητί, διότι οι πολεμισταί τής νήσου, όντες επί τής παραλίας, όπου υπώπτευαν απόβασιν, δέν έλαβαν γνώσιν τού συμβάντος, ειμή αφ’ ού εξημέρωσεν.
Είς τών πλοιάρχων τής Κάσσου, ο Μάρκος, διέπρεπε διά τήν ανδρίαν του καί εδικαίωσε κατά τήν κρίσιμον ταύτην περίστασιν ήν είχεν υπόληψιν. Ούτος εν μέσω τής γενικής απελπισίας διά τό απροσδόκητον τού συμβάντος συνέλεξέ τινας ακούσαντας τήν πατριωτικήν φωνήν του, παρέστη ένοπλος υπερασπιστής τής πατρίδος καί μεγάλως ηνδραγάθησε· λέγεται ότι 30 εχθρούς εσκότωσε μόνος αυτός· ζωγρηθείς δέ καί οπισθαγκωνισθείς απήχθη πρός τόν Χουσεήμπεην· αλλά καί ενώπιον αυτού επεσφράγισεν ενδόξως τάς ανδραγαθίας του· έσπασε τά δεσμά του, ήρπασεν από τής ζώνης ενός τών περιισταμένων τήν μάχαιράν του, εσκότωσε δύο τών φυλάκων καί έπεσε καί αυτός υπό τά τραύματα τών άλλων.
Μετά τήν άλωσιν τών χωρίων κατεστράφη ο αγών· πολλοί εφονεύθησαν, παιδία καί γυναίκες ηχμαλωτίσθησαν, τινές κατέφυγαν εις τά όρη, οι δέ λοιποί επροσκύνησαν. Εκ τών εντοπίων δέ πλοίων μόνον έν επρόφθασε καί ανήχθη, καί διελθόν τόν εχθρικόν στόλον διέσωσέ τινας εξ όσων δεινών υπέφεραν οι λοιποί. Οι Τούρκοι ελεηλάτησαν τά χωρία, επεβίβασαν τά επί τής ξηράς κανόνια καί ύψωσαν επί τής νήσου τήν σημαίαν των. Ο δέ Χουσεήμπεης εγκαταστήσας κατ’ αίτησιν τών ψευδοπροσκυνησάντων διοικητήν τής νήσου Τούρκον, απέπλευσεν εις Αλεξάνδρειαν, όπου έφερε τά συλληφθέντα πλοία καί τούς αιχμαλωτισθέντας· παρέλαβε καί τινας ναύτας εις υπηρεσίαν τού στόλου, προσελθόντας αυθορμήτως επ’ ελπίδι λυτρώσεως τών αιχμαλωτισθέντων συγγενών των· διεδέχθη δέ αυτόν εν Κρήτη ο ανεψιός του Μουσταφάμπεης.»
Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Γ’
Τό ξημέρωμα τής 7ης Ιουνίου 1824 βρήκε τούς Κασιώτες τρομοκρατημένους. Έβλεπαν πίσω τους τά τούρκικα μπαϊράκια καί τά τέσσερα χωριά τους πατημένα από τό πόδι τών Αγαρηνών. Η μάχη είχε πλέον χαθεί καί όλοι οι Κασιώτες διέλυσαν τίς γραμμές γιά νά τρέξουν νά σώσουν τίς οικογένειές τους. Οι μουσουλμάνοι άρχισαν τό σύνηθες έργο τής σφαγής, τής λεηλασίας, τών βιασμών καί τών βασανιστηρίων. Τά κεφάλια πήγαιναν μέ τή σωρό στόν Χουσεΐν μπέη γιά νά στήσει τήν πυραμίδα του καί νά ανταμείψει μέ γρόσια τούς “γενναίους” πολεμιστές τού Αλλάχ.
Μαύρο πουλάκι κάθεται στής Κάσου τ’ αγριοβούνι
βγάλλει φωνίτσα θλιβερή καί μαύρο μοιρολόι,
– “Μάνα κλαμός καί βουγκητός εις τό νησί τής Κάσου!”
Η μάνα κλαίει τό παιδί καί τό παιδί τή μάνα
κι ο αδερφός τήν αδερφή κι άουρος τήν καλή του.
Γίνονται στίβες τά κορμιά, τά αίματα ποτάμια.
Μπάς καί πανούκλα πλάκωσε, μπάς καί σεισμός εγίνη;
Μήτε πανούκλα πλάκωσε μήτε σεισμός εγίνη.
Χουσέν-Πασάς επλάκωσεν από τήν Αλεξάντρα.
Στό Φρύ επήγε κι ήραξεν η φοβερή αρμάδα.
Βγάλλ’αρβανίτες περισσούς, βγάλλει στραβαραπάδες,
γιά νά πατήσου τό Σταυρό, γιά νά πατήσου τ’ Άγια
νά μαγαρίσουν εκκλησιές κι ούλα τά Μοναστήρια.
Σφάζουν τούς γέρους καί τίς γριές κι ούλα τά παληκάρια
τίς κοπελιές καί τά μωρά στή φλόττα τούς μπαρκάρουν,
σκλάβους νά τούς πουλήσουσι στής Μπαρμπαριάς τά μέρη.
Κι μι’απ’τίς σκλάβες έλεγε μέ θλιβερή φωνίτσα:
-“Χίλια κι αν κάμεις Χουσεΐν, χίλια κι αν μάς πουλήσεις
εμείς τού τούρκου τό σπαθί δέ θά τό φοβηθούμε,
ή θά μάς κόψεις όλους μας, ή λευτεριά θά δούμε.”
Ένας από τούς πλοιάρχους τής Κάσου, ο Μάρκος Μαλλιαράκης, πού ξεχώριζε γιά τήν ανδρεία του, δικαίωσε μετά από λίγο τή φήμη του. Μέσα στή γενική απελπισία, μάζεψε μερικούς συντρόφους του καί πολέμησε μέχρι τέλους τούς εισβολείς. Λέγεται ότι σκότωσε μόνος του περισσότερους από τριάντα Τούρκους. Τελικά όμως πιάστηκε αιχμάλωτος καί οδηγήθηκε στόν Χουσεΐν μπέη. Ούτε εκεί λύγισε καί αφού έσπασε τά δεσμά του, άρπαξε τό μαχαίρι από τή ζώνη ενός Οθωμανού, σκότωσε άλλους δύο γιά νά βρεί ηρωϊκό θάνατο κατατρυπημένος από τά κτυπήματα τών μαχαιριών τών υπόλοιπων Τούρκων.
Ο Μάρκος Μαλλιαράκης, γνωστός καί σάν Διακομάρκος, ήταν από τούς πρώτους καραβοκύρηδες πού εξόπλισε τό μπριγαντίνι του “Λεωνίδας”, γιά νά σηκώσει τό λάβαρο τής επανάστασης στήν Κάσο τόν Απρίλιο τού 1821. Τόν Ιούνιο τού 1821, είχε βοηθήσει μέ δικά του εφόδια καί έξοδα τούς Κρητικούς, ενώ στίς 28 Ιουλίου είχε ενωθεί μέ τόν ελληνικό στόλο καί είχε επιτεθεί στόν εχθρό πού έπλεε κοντά στήν Κώ. Τό 1823 διορίστηκε έπαρχος καί οργάνωσε αποτελεσματικά τή διοίκηση καί τήν άμυνα τού νησιού. Αντιπροσώπευσε τήν Κάσο στή Β’ Εθνοσυνέλευση τού Άστρους Κυνουρίας, τό 1823.
Ύστερα από τίς σφαγές, η Κάσος τών 7000 κατοίκων ερήμωσε. Τό νησί γέμισε από τά κουφάρια τών ανθρώπων πού κάποτε τό κατοικούσαν καί τού έδιναν ζωή. Οι όμορφες γυναίκες μέ τά παιδιά τους γλύτωσαν τή ζωή τους, αφού οι Τουρκοαιγύπτιοι τίς μετέφεραν γιά νά τίς πουλήσουν στά σκλαβοπάζαρα τής Αλεξάνδρειας. Ο Γιβραλτάρ, όμως πού ήθελε πληρώματα γιά τά πλοία του, υποσχέθηκε στούς επιζήσαντες άνδρες ότι θά τούς ελευθέρωνε τίς οικογένειες εάν αυτοί επάνδρωναν τά πλοία του. Δυστυχώς, πολλοί ήταν εκείνοι πού τόν πίστεψαν καί μπήκαν στήν υπηρεσία τού Αιγύπτιου ναυάρχου, χωρίς φυσικά νά δούν ποτέ τά αγαπημένα τους πρόσωπα, πού ήδη είχαν πουληθεί καί διασκορπιστεί στίς εσχατιές τών μουσουλμανικών χωρών.
Ο Γιβραλτάρ, όταν μετά από λίγο καιρό συνάντησε τό Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ, τού είπε κομπάζοντας: “Η Κάσος σβήστηκε από τό χάρτη. Δέν αφήσαμε ούτε ρουθούνι ζωντανό…” Ο Γάλλος, προφανώς εκνευρισμένος μέ τήν αλαζονεία τού μουσουλμάνου, τού απάντησε: “Αγαπητέ μου, δέν έκανες τίποτα σπουδαίο. Οι Έλληνες θά επανέλθουν καί θά αναγεννηθούν από τίς στάχτες τους, όπως ο μυθικός Φοίνιξ τής ελληνικής μυθολογίας.”
Ο ελληνικός στόλος κινητοποιήθηκε όταν ήταν πλέον πολύ αργά. Στίς 20 Ιουνίου 1824 η μοίρα τής Ύδρας υπό τόν Γεώργιο Σαχτούρη, ενώθηκε στά ανοιχτά τής Σαντορίνης μέ τήν μοίρα τών Σπετσών πού είχε αρχηγό τόν Κωνσταντίνο Μπουκουβάλα καί ενωμένες οι δύο μοίρες έφθασαν στήν Κάσο τήν επομένη. Ο Σαχτούρης συνάντησε ελάχιστους ανθρώπους καί στό χωριό τής Αγίας Μαρίνας δέν βρήκε ούτε ένα σπίτι όρθιο. Όλα ήταν γκρεμισμένα καί καμμένα. Οι ελάχιστοι διασωθέντες, μόλις είδαν τούς ναύτες, άρχισαν μέ κλάματα καί θρήνους νά τούς εξιστορούν τά συμβάντα. Ο στόλος απέπλευσε από τήν Κάσο, τήν ίδια ώρα πού παιζόταν ένα ακόμα δράμα στά Ψαρά καί δέν θά προλάβαινε ούτε εκεί νά δώσει τήν βοήθειά του.