Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Ο αγροτικός χώρος από το Βυζάντιο μέχρι σήμερα



Προσαρμογή και συγκρότηση της αγροτικής κοινωνίας στο Ελλαδικό κράτος

Από το Βυζάντιο μέχρι σήμερα

Του Φάνη Μαλκίδη



Το αγροτικό ζήτημα στον Ελλαδικό αλλά και στο χώρο της Χερσονήσου του Αίμου, δεν αποτέλεσε μόνο ένα επί μέρους θέμα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής που απασχόλησε τους λαούς και τα κράτη της περιοχής, αλλά λειτούργησε ως μία συμπύκνωση του συνολικού κοινωνικού ζητήματος. Γι' αυτό η μελέτη, η έρευνα, η ενασχόληση και η διερεύνηση του αγροτικού ζητήματος, η δομή και η εξέλιξη της αγροτικής κοινωνίας, είναι εφικτή μόνο στα όρια του συνολικού πλαισίου του οικονομικού και κοινωνικού σχηματισμού. Στη περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας το δημογραφικό βάρος του αγροτικού κόσμου ήταν τεράστιο αφού οι γεωργοί, αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία της αυτοκρατορίας. Η ύπαιθρος, η περιφέρεια και οι κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται έχουν καθοριστική σπουδαιότητα για το κράτος. Όλες οι πόλεις μεταβλήθηκαν σε μικρά οχυρωμένα κέντρα και η στρατιωτική οργάνωση της αυτοκρατορίας κατάληξε να βασίζεται σε μια σειρά από τοπικούς στρατούς και φύλακες των συνόρων, τους ακρίτες για τους οποίους υπήρχαν ειδικά προνόμια, οι πρόνοιες. Οι πρόνοιες ήταν γαίες που δινόταν από το κράτος σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών που προσέφεραν. Η πρόνοια που καθιερώθηκε από τους Κομνηνούς, ήταν εκχώρηση εσόδων και γαιών που ανήκαν στο κράτος σε κάποια πρόσωπα, αφού η κρατική μηχανή δεν διέθετε χρήματα για να πληρώσει τους μισθούς. Αργότερα η πρόνοια γενικεύεται και ανάλογες παραχωρήσεις γίνονται επίσης και σε πολιτικά πρόσωπα και εκκλησιαστικά ιδρύματα, με την ονομασία πρόνοια- οικονομία. Το κράτος παραχωρούσε δικαίωμα νομής και όχι ιδιοκτησίας και η πρόνοια ήταν προσωπική, συνήθως για τη διάρκεια ζωής του δικαιούχου και δεν μεταβιβαζόταν στους κληρονόμους του, με την υποχρέωση παροχής στρατιωτικής ή άλλης υπηρεσίας. Ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος μετατρέπει την πρόνοια σε κληρονομική και αργότερα η πρόνοια- οικονομία μετατρέπεται σε πλήρη ιδιοκτησία1. Οι αγροτικές περιοχές αυτής της περιόδου, είναι κατεστραμμένες με έντονα τα σημάδια ερήμωσης και εξαθλίωσης που μπορούν να εξηγηθούν από τις μεγάλες επιδρομές από το βορρά και την ανατολή, με λιγοστούς κατοίκους λόγω της δημογραφικής ύφεσης και της μεγάλης θνησιμότητας, χαμηλή παραγωγικότητα και άφθονη χέρσα γη. Οι Ίσαυροι προσπαθούν να περάσουν την πρώτη αγροτική μεταρρύθμιση υπέρ των μικροκαλλιεργητών, η οποία όμως δεν ολοκληρώνεται λόγω των σφοδρών αντιδράσεων από τους μεγαλοϊδιοκτήτες και το εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Η βυζαντινή αυτοκρατορία θεμελιώθηκε πάνω σε μια διπλή κοινωνική δομή, οι μικροί αγρότες που οργανώθηκαν στην περιφέρεια και στο κέντρο, μια καλά οργανωμένη γραφειοκρατική διοίκηση, η οποία ζούσε εις βάρος της περιφέρειας. Οι δύο αυτές εκ διαμέτρου τις περισσότερες φορές κοινωνίες της αυτοκρατορίας συνδέονται με τη φορολογία. Η ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων στο Βυζάντιο έχει ως αποτέλεσμα να εισπράττονται οι φόροι σε μετρητά, σε αντίθεση με άλλες κοινωνίες της εποχής, όπου η εμπράγματη οικονομία ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό. Εντός των βυζαντινών κοινωνικών συνθηκών η φορολογία δεν ήταν απλώς ένα μέσο των τυπικών δημοσίων εσόδων, αλλά η μορφή με την οποία μπορούσε να γίνει η κοινωνική μεταβίβαση του αγροτικού πλεονάσματος2 Είναι εξακριβωμένο ότι οι φεουδάρχες αναπτύχθηκαν στη βυζαντινή κοινωνία αφού είχαν εξασφαλίσει στενές σχέσεις με τη Δύση. Η προσωπική αγγαρεία η οποία αποτέλεσε κυρίαρχο σημείο αναφοράς της φεουδαρχίας στη Δύση, στο Βυζάντιο παρέμεινε άγνωστη ή δεκτική εξαγοράς, ενώ η εκμετάλλευση των μικρών αγροτών περνούσε μέσα από το φόρο που μεταβίβαζε στο φεουδάρχη το υπερπροιόν. Η αντίσταση της κοινωνίας των αγροτών είχε ως αποτέλεσμα την αλλοίωση του φεουδαρχικού δικαίου των κατακτητών Φράγκων, που κατόρθωσαν να χειροτερεύσουν μόνο ποσοτικά την κατάσταση της αγροτικής κοινότητας. Η πρόσκαιρη όμως παλινόρθωση του Βυζαντίου για 200 χρόνια (1260 -1453 Κωνσταντινούπολη, 1204-1461 Τραπεζούντα), δεν κατόρθωσε να ανατρέψει την ήδη προδιαγεγραμμένη αποσύνθεση λόγω της χειροτέρευσης της κατάστασης της αγροτικής κοινωνίας, που οδήγησε τελικώς στην πτώση. Στην οθωμανική περίοδο το οσμανικό πολιτικό- στρατιωτικό μόρφωμα, είχε σχεδιαστεί και λειτουργήσει με βάση μια παραδοσιακή κοινωνία, της οποίας η οικονομία είναι αγροτική. Οι αγρότες, οι ραγιάδες αποτελούσαν το μεγαλύτερο κομμάτι του εργαζόμενου πληθυσμού. H εργασία τους εξαρτιόταν από το καθεστώς σύνδεσής τους με τη γη, την οποία καλλιεργούσαν. Με την ευρύτερη έννοια του όρου, ραγιάδες ήταν ο παραγωγικός και φορολογούμενος πληθυσμός της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σε αντιπαραβολή με την τάξη των στρατιωτικών. Με μία πιο στενή έννοια, ραγιάδες ήταν οι αγρότες, σε αντίθεση με τους κατοίκους των πόλεων και τους νομαδικούς πληθυσμούς, που διέπονταν υπό διαφορετικό καθεστώς3. Το τιμάριο (timar) κτήμα, με ετήσια έσοδα περίπου 20.000 άσπρων (αργυρά νομίσματα των Οσμανών), που δινόταν από το κράτος σε αντάλλαγμα στρατιωτική περιουσία, περιλάμβανε τόσο τη γη όσο και τους καλλιεργητές της. Τον δέκατο πέμπτο αιώνα οι ραγιάδες ήταν το ζωτικό στοιχείο κάθε αγροτικής έκτασης, αφού η γη που καλλιεργούνταν ήταν περισσότερη από τα διαθέσιμη εργατικά χέρια. Τόσο αραιός ήταν ο αγροτικός πληθυσμός και τόσο άφθονη η ανεκμετάλλευτη γη των τιμαρίων, ώστε ανάμεσα στους τιμαριούχους να διεξάγεται συνεχής αγώνας για ην προσέλκυση ξένων ραγιάδων. Η Μουταφτσίεβα υποστηρίζει ότι οι ραγιάδες αποτελούσαν την κύρια μάζα του υποτελούς πληθυσμού της αυτοκρατορίας και ο οποίος παρέπεμπε στον αγροτικό πληθυσμό της κατακτημένων περιοχών4. Με την οθωμανική κατάκτηση, ο ελλαδικός χώρος χωρίστηκε σε 267 ζιαμέτια (zeamet- κτήμα με ετήσια έσοδα από 20.000 έως 99.000 άσπρα, το οποίο που δινόταν από το κράτος σε στρατιωτικούς και αξιωματούχους) και 1496 τιμάρια. Η γη των χωρών που είχαν κατακτηθεί διαιρούνταν αναλόγως των φορολογικών τους εσόδων, προσφερόμενα σε στρατιωτικούς (σπαχήδες) οι οποίοι είχαν την υποχρέωση να συντηρούν καθορισμένο με βάση την προϋπολογισθείσα γαιοπρόσοδο των κτημάτων αριθμό στρατιωτών με πλήρη πολεμική εξάρτηση5. Οι διάφορες ομάδες του οθωμανικού φεουδαλισμού καρπωνόταν το 60% μέχρι και το 90% της αγροτικής παραγωγής, από την οποία ο σουλτάνος και τα υψηλότερα κρατικά κλιμάκια έπαιρναν τη μερίδα του λέοντος6. Το οθωμανικό δίκαιο, το οποίο ήταν επηρεαζόταν από το κοράνι, όριζε σχετικά με την ακίνητη ιδιοκτησία: 1.Τα μούλκ (mulk- κτήματα –γαίες περιουσία του κράτους), τα οποία ύστερα από την κατάκτηση ενός μέρους έγιναν ιδιοκτησία μουσουλμανική και πλήρωναν τη δεκάτη. 2.Η ερζί χαράτζ (erzi harac-γαίες που τις εξουσίαζαν μη μουσουλμάνοι και πλήρωναν διπλό φόρο, το χαράτσι και τη δεκάτη) και 3. Οι γαίες ερζιμιρί (erzimiri) δηλαδή κρατικές που τις εκμεταλλευόταν οι σπαχήδες7. Οι σπαχήδες είχαν μόνο τη νομή στα κτήματα, ωστόσο είχαν το δικαίωμα να τα παραχωρήσουν ή να τα ενοικιάσουν σε τρίτους, χριστιανούς και εισέπρατταν όχι μόνο από αυτούς όλους τους φόρους αλλά και έκτατους για λογαριασμό τους (σαλαρά –φόρος σε είδος πάνω στα ζευγάρια βοδιών) και τη σπέντζα (ispence-κεφαλικός φόρος).Η δεκάτη και ο στρεμματικός φόρος ήταν οι φόροι που πλήρωναν οι ραγιάδες, ενώ ο κεφαλικός φόρος ( χαράτς –harac εισοδήματα ή προϊόντα από γαίες και εργασία δούλων) καθώς και οι αγγαρείες ήταν η συνηθισμένη κατάσταση, στην καθημερινή ζωή. Συμπληρωματικά οι ραγιάδες έδιναν δοσίματα, φόρους, όπως η λεγόμενη salariye προς τους γαιοκτήμονες, για να μπορούν να έχουν στην κατοχή τους μικρά ζώα, να ασχολούνται με την κτηνοτροφία, να θερίζουν, να αλέθουν, να φτιάχνουν κρασιά, να παράγουν μέλι. Παράλληλα υπήρχαν και έκτακτες εισφορές (π.χ για το γάμο) καθώς και πρόστιμα. Με την ανάδειξη και την ενίσχυση των σχέσεων του οθωμανικού κράτους με τη Δύση, ο αγροτικός χώρος της αυτοκρατορίας που βρισκόταν ήδη στην φάση της παρακμής με την υπογραφή των πρώτων συμφωνιών (διομολογήσεις ) με τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, μετατράπηκε σε εξάρτημα και τροφοδότη των οικονομιών της δυτικής Ευρώπης. Την περίοδο αυτή αρχίζει να κυριαρχεί ο κάτοχος μεγάλης έκτασης γαιών, ο τσιφλικάς, που ήταν φορέας της επιβολής του συστήματος της μονοκαλλιέργειας στην αγροτική παραγωγή. Ο νεώτερου τύπου τσιφλικάς προσανατολιζόταν τώρα, προς το εξωτερικό εμπόριο και γι' αυτό ήταν πιο απαιτητικός και σκληρός απ ' ότι ο προκάτοχός του. Όπως υποστηρίζεται το τσιφλίκι αποτέλεσε ένα φαινόμενο που στηρίχθηκε στη ριζική κατάργηση κάθε παραδοσιακής σχέσης και της επιβολής της αρχής της απόλυτης ατομικής ιδιοκτησίας8. Η αγροτική κοινωνία στην πρώτη περίοδο του ελλαδικού κράτους είναι ένα κράμα από βυζαντινά (κοινοτικό πνεύμα) και οθωμανικά στοιχεία (τσιφλίκια) που κυριαρχούν στη διαμόρφωση και την υλοποίηση της σχετικής αγροτικής πολιτικής. Η αγροτική κοινωνία εντάχθηκε στους γενικότερους μηχανισμούς και προτεραιότητες της κεντρικής διοίκησης, στις επιλογές του αστικού τομέα, καταλαμβάνοντας τον ιδιαίτερο ρόλο για τον οποίον προοριζόταν. Η αγροτική κοινωνία ως οντότητα στην περιφέρεια του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης και δομής της ελλαδικής οικονομίας, επηρεάστηκε σημαντικά τόσο στα ζητήματα της εξέλιξης όσο και της ιδεολογίας από τη Δύση. Η αγροτική κοινωνία ήδη από τα επαναστατικά χρόνια παρ’ ότι σήκωσε το βάρος του απελευθερωτικού αγώνα με τη φυσική της ηγεσία περιθωριοποιημένη δέχεται να την εκπροσωπήσουν οι αστοί των ελληνικών παροικιών. Σε συνεργασία με τους πρόκριτους οι Έλληνες του εξωτερικού μέσω του πολιτικού συστήματος αναλαμβάνουν να εκπροσωπήσουν την ελλαδική ύπαιθρο και να προβάλλουν τα αιτήματά της. Έτσι δημιουργούνται δύο τάσεις στην ελλαδική αγροτική κοινωνία: η μία από τους πάροικους που με την παρακμή για διάφορους λόγους των κοινοτήτων του εξωτερικού9 προσανατολίζονται να αναδείξουν μία αγγλικού τύπου βιομηχανική εξέλιξη θέτοντας την γεωργία σ’ αυτό το πλαίσιο και η άλλη που μέσω του γερμανικού μοντέλου διοίκησης και οικονομικής ανάπτυξης προωθούσε μία «ελαφριά» βιομηχανία που θα δημιουργούσε πελατειακές δομές, ενώ παράλληλα θα ισχυροποιούσε τις επιρροές της στην περιφέρεια. Ο αγροτικός χώρος δεν μπόρεσε ποτέ να εκφραστεί ποτέ πολιτικά αυτόνομα αφού οι δυσαρέσκειες εκτονώθηκαν, αντιμετωπίστηκαν με την διόγκωση του κρατικού τομέα, τη διχαστική πολιτική, με τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς10. Σ΄ αυτό συνετέλεσε και η διαφορά πολιτικής, πολιτιστικής και κοινωνικής εμπειρίας και βαρύτητας των αγροτών της «παλιάς Ελλάδας», από αυτούς των «νέων Χωρών» και τους πρόσφυγες. Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1871 παρ’ ότι δεν ολοκληρώθηκε αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες τομές στο εσωτερικό της χώρας, αφού οι μικροί κλήροι που δημιουργήθηκαν διευκόλυναν την εφαρμογή συστημάτων εντατικής καλλιέργειας, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση της κορινθιακής σταφίδας. H συγκυριακή αύξηση των εξαγωγών της σταφίδας συντέλεσε ακόμη περισσότερο στη θετική πορεία της οικονομίας, που διακόπηκε με την σταφιδική κρίση στα τέλη του αιώνα, που σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες (επαχθείς όροι εξωτερικών δανείων ) οδήγησε στην πτώχευση του 1893. Η δυτική οικονομία και οι προτεραιότητές της στον ελλαδικό χώρο, ευνόησαν την περαιτέρω δημιουργία μεγάλων εκτάσεων που συμπύκνωσαν το αγροτικό ζήτημα δημιουργώντας μεγάλες κοινωνικές εντάσεις με αποκορύφωμα τα κινήματα μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Άρτας που κατέληξαν στην εξέγερση των κολίγων το 1907 και του κινήματος των Θεσσαλών αγροτών το 1910. Στη νεοελληνική κοινωνία, το αγροτικό ζήτημα θα λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις, όταν η έλευση των προσφύγων το 1922, θα αποτελέσει το έναυσμα για τη συνέχεια και ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1917. Η μεταρρύθμιση που εξήγγειλε ο Βενιζέλος από τη Θεσσαλονίκη θα ολοκληρωθεί δύο σχεδόν δεκαετίες αργότερα, με τα πολεμικά γεγονότα, τις αντιδράσεις και το προσφυγικό κύμα από τις εξωελλαδικές κοινότητες του Ελληνισμού να αποτελούν τα κυρίαρχα στοιχεία για την υλοποίησή της. Η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΑΤΕ) είναι ένα από σημαντικά θέματα που προβάλλουν σ’ αυτήν την χρονική περίοδο. Μεταπολεμικά η ελλαδική αγροτική κοινωνία αναγκάστηκε να προσαρμόσει πολλά από τα ζητήματα που την απασχολούσαν σε σχέση με τα νέα δεδομένα. Η οικονομία στηρίχθηκε στην ολόπλευρη ανάπτυξη ορισμένων κλάδων (ναυτιλίας, τουρισμός, βιομηχανικοί κλάδοι όπως πετροχημικά κ. ά ), ενώ ο εναρμονισμός με τα οικονομικά πρότυπα και τα κέντρα αποφάσεων της Δύσης, δεν άφησαν περιθώρια για τις κοινωνικές και αναπτυξιακές προτεραιότητες του αγροτικού τομέα και την αυτόνομη εξέλιξή του. Ο ρόλος του ήταν πλέον παθητικός. Αυτή η επιλογή ήταν οδυνηρή για την αγροτική κοινωνία που διαφοροποιούνταν, λόγω του εμφυλίου πολέμου, από τις ανάλογες καταστάσεις που αντιμετώπισαν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες στην προσπάθειά τους για ανασυγκρότηση11. Οι υλικές και ανθρώπινες απώλειες ήταν τεράστιες, η φυγή των πολιτικών προσφύγων από αγροτικές κυρίως περιοχές προς την ανατολική Ευρώπη, η διάρρηξη των κοινωνικών σχέσεων σε πολιτικές αντιπαραθέσεις φορτισμένες με προσωπικές αντεκδικήσεις, η ένταση θεσμών πολιτικού ελέγχου (π. χ επιτηρούμενες περιοχές)12 επιβάρυναν τον αγροτικό χώρο που μέσα από την ένταση των κομματικών εξαρτήσεων και των άλλων εσωτερικών και διεθνών πολιτικών δεδομένων13 βρέθηκε ανοργάνωτος και υπό κατάρρευση. Η μετανάστευση προς το εσωτερικό και το εξωτερικό, η αγροτική έξοδος, η προοπτική διεθνοποίησης της οικονομίας ως προϋπόθεση και προοπτική βιομηχανικής ανάπτυξης, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, έθεσε ποικιλία προβλημάτων που έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Παράλληλα οι προτεραιότητες ανάπτυξης της χώρας που υιοθετήθηκαν, δεν έδωσαν τη διάσταση μιας σύγχρονης αγροτικής παραγωγής που θα αποτελούσε στρατηγικό τομέα παραγωγής της ελληνικής οικονομίας, αλλά στο πλαίσιο μιας εξαρτημένης εκβιομηχάνισης, έμεινε στο περιθώριο εμφανίζοντας μεγάλη καθυστέρηση. Από την άλλη πλευρά, η αντίδραση του αγροτικού κόσμου εκτονώθηκε σε διαδοχικές ρυθμίσεις χρεών, διανομή γης, κοινωνικές παροχές, χωρίς να υπάρξει συγκροτημένη και συνολική πολιτική για τον αγροτικό χώρο.


Σημειώσεις


1. Λαίου- Θωμαδάκη Α. Η αγροτική κοινωνία στην ύστερη βυζαντινή εποχή. Αθήνα 1987 σελ 23-24. 2. Βεργόπουλος Κ. Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, Αθήνα 1975 σελ.51. 3. Inalcik, H. The Ottoman Empire, The Classical Age 1300-1600. London 1973 σελ.194. 4. Moutafcieva, V. Relations in the Ottoman Empire in the 15th and 16th Centuries. New York 1988 σελ.222. 5. Σαρρής Ν. Προεπαναστατική Ελλάδα και Οσμανικό κράτος. Από το χειρόγραφο του Σουλευμάν Πενάχ Εφέντη του Μοραΐτη (1785). Αθήνα 1993 σελ.30. 6. Ψυρούκης Ν. Το νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο, Αθήνα 1983 σελ.42. 7. Κορδάτος Γ. Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα. Αθήνα 1973. 8. Βεργόπουλος Κ. ο.π σελ.329. 9. Βλ. Ψυρούκης N.ο.π . Αθήνα 1983. 10. Bλ. Τσουκαλάς Κ. Εξάρτηση και αναπαραγωγή.Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα Αθήνα 1977. 11. Κόνιαρης Π. Ιδιαιτερότητες στην εξέλιξη της ελληνικής γεωργίας. Λάρισα 1993, σελ.18. 12. Λαμπριανίδης, Λ.«Τοπική ανάπτυξη και περιοριστικές ρυθμίσεις. Η περίπτωση της επιτηρούμενης ζώνης στα χωριά των Πομάκων της Ξάνθης».Επιθεώρηση Αστικών και Περιφερειακών μελετών Τόπος 13 (1995) σελ. 32-45. 13. Βλ. Μαλκίδης Φ. Αγροτική κοινωνιολογία Αλεξανδρούπολη 2001, όπου γίνεται μία ανάλυση των παραγόντων της ελλαδικής ιδεολογικής κομματικής διαπάλης και του ψυχρού πολέμου που επηρέασαν την αγροτική κοινωνία της Θράκης.