Η ίδρυση του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή και η δραστηριότητά του.
Ελλάδα και Τουρκία, είναι η μειονότητα της Θράκης. Αν και στη Συνθήκη της Λωζάνης (1923) ,αναφέρεται ξεκάθαρα ότι πρόκειται για θρησκευτική μειονότητα, η Τουρκία επιμένει ότι η μειονότητα είναι τουρκική.
Η επίσημη ελληνική θέση στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, είναι ότι στην Ελλάδα υπάρχει μία μειονότητα, η μουσουλμανική της Θράκης. O Baskin Oran το 1988, εξέφρασε την τουρκική άποψη για το μειονοτικό ζήτημα στη Θράκη: «Η Συνθήκη της Λωζάνης που συμπληρώνεται με τις ελληνοτουρκικές συμφωνίες της Αθήνας (1926) και της Άγκυρας (1930 και 1933), πρέπει να θεωρηθεί συμπληρωματικό διεθνές κείμενο της Συνθήκης των Σεβρών, που προέβλεπε την προστασία των μειονοτήτων σε όλη την εδαφική έκταση της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων και των εδαφών που ενδέχετο να προσαρτηθούν στο μέλλον.
Αιχμή του δόρατος (ή καλύτερα Δούρειος Ίππος), για την ευόδωση των προσπαθειών της Τουρκίας να προσεταιριστεί τη μειονότητα της Θράκης, είναι αναμφίβολα το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής.
Με αυτό θα ασχοληθούμε στο πρώτο μέρος του σημερινού μας άρθρου. Στο δεύτερο μέρος, θα αναφερθούμε στους μουφτήδες της Θράκης, τους οποίους η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, φρόντισε εν μέσω της εθνικής τραγωδίας από την φονική πυρκαγιά στην Ανατολική Αττική, να συνταξιοδοτήσει, κάνοντας το χατίρι του Ερντογάν και ανοίγοντας τον δρόμο για την εκλογή τους (σχετικό ρεπορτάζ στο protothema.gr 02/8/2018).
Διπλωματικές και προξενικές σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας – Το γενικό τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής
Η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν διπλωματικές και προξενικές σχέσεις, που εκφράζονται με τις εξής αντιπροσωπείες.
i) Πρεσβεία στην Άγκυρα (αντίστοιχη πρεσβεία της Τουρκίας στην Αθήνα), όπου υπάρχει και προξενικό γραφείο.
ii) Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη και αντίστοιχο Γενικό Προξενείο της Τουρκίας στη Θεσσαλονίκη.
iii) Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στη Σμύρνη, με αντίστοιχο το Γενικό Προξενείο της Τουρκίας στην Κομοτηνή.
iv) Προξενείο Αδριανούπολης με αντίστοιχο το Προξενείο της Τουρκίας στη Ρόδο.
Το Γενικό Προξενείο της Τουρκίας στην Κομοτηνή δημιουργήθηκε το 1923, αρχικά ως προξενικό γραφείο, από το 1930, με κυβέρνηση Ελευθέριου Βενιζέλου ως προξενείο και από το 1950 ως Γενικό Προξενείο, σε αντιστοιχία της δημιουργίας του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη. (Η διπλωματική αντιστοιχία είναι με το Γενικό Προξενείο της Σμύρνης όπως αναφέραμε). Τότε στη χώρα μας δόθηκε η δυνατότητα να ιδρύσει προξενείο, αντί όμως να επιλέξει την Ίμβρο (όπως άλλωστε είχαν ζητήσει οι κάτοικοι του νησιού), επέλεξε την Αδριανούπολη.
Πρόκειται για μία ακόμη ακατανόητη (για εμάς τουλάχιστον), απόφαση της χώρας μας.
(Τα στοιχεία της παραγράφου αυτής προέρχονται από το βιβλίο του Θεοφάνη Μαλκίδη «Διπλωματικές και Πολιτικές Συνιστώσες της Δραστηριότητας του Γενικού Προξενείου της Τουρκίας στην Κομοτηνή», εκδόσεις ΓΟΡΔΙΟΣ).
Οι υποχρεώσεις των Προξένων
Στο ίδιο βιβλίο του Θεοφάνη Μαλκίδη διαβάζουμε αναλυτικά για τις υποχρεώσεις των προξένων.
Οι Πρόξενοι είναι ειδικοί διπλωματικοί υπάλληλοι οι οποίοι ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να ασχολούνται με πολιτικά θέματα και μπορούν να έρχονται σε επαφή με τις τοπικές αρχές για ζητήματα οικονομικής ή διοικητικής φύσης και για να εξυπηρετούν τους πολίτες του κράτους που εκπροσωπούν.
ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ η ανάμειξη των Προξένων προς όφελος του κράτους από τους οποίους προέρχονται και των πολιτών του, στις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους διαμονής. Η αρμοδιότητα των Προξένων περιορίζεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ στην προξενική τους περιφέρεια.
Οι κανόνες που ισχύουν για, τους άλλους διπλωμάτες ισχύουν και για τους Πρόξενους, οι οποίοι υποχρεώνονται να σέβονται τους νόμους του κράτους υποδοχής και να μην αναμειγνύονται στις εσωτερικές υποθέσεις.
Η δραστηριότητα του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή.
Η δράση του τουρκικού Γενικού Προξενείου της Κομοτηνής, ξεκινά ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, καθώς είχε διαμαρτυρηθεί για τη δράση των «παλαιομουσουλμάνων» στη Θράκη.
Οι «παλαιομουσουλμάνοι» ήταν αντίθετοι στους κεμαλικούς και ήδη από το 1926-27, η Τουρκία είχε ζητήσει την απέλασή τους. Μάλιστα αρκετοί από αυτούς είχαν πολεμήσει με τον ελληνικό στρατό εναντίον των Τούρκων στη Μικρά Ασία.
Τελικά η τότε ελληνική κυβέρνηση ενέδωσε στις τουρκικές αξιώσεις. Σε τηλεγράφημά του προς τον Υπουργό Εξωτερικών ο δικηγόρος Ξάνθης Ι. Πολιουδάκης, αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Κοινή γνώμη θρακικού λαού ανάστατος επ’ εξορία εξ αντικεμαλικών Τούρκων διαμενόντων εν Θράκη. Αυτοί δια τας υπηρεσίας των προς το ελληνικόν κράτος κατεδικάσθησαν υπό Κεμάλ εις θάνατον… αντί ευγνωμοσύνης ποτίζονται οι άνθρωποι αυτοί χολήν και αντί περιθάλψεως δέχονται λακτίσματα από το Έθνος υπέρ ου ηγωνίσθησαν κατά κοινού εχθρού, εξοριζόμενοι.
Είναι ο Πατριάρχης των Τούρκων Μουσταφά Σαμπρί, μετά του υιού του Χαξή Βέης, Συνταγματάρχης Πυροβολικού, όστις κατά Ευρωπαϊκόν πόλεμον προκινδυνεύσας έσωσεν Έλληνας από σφαγήν, Τεφήκ Βέης φιλέλλην Τούρκος λαογράφος και ποιητής, Ιτζέτ Βέης δημοσιογράφος άλλοτε υποδιοικητής Δαρδανελλίων, σώσας από σφαγήν Έλληνας περιφέρειάς του, Δαούτ Βέης, αρχηγός Κιρκασίων, προσενέγκων Ελληνικώ Στρατώ Μ. Ασίας τρόφιμα, ξυλείαν 500.000 δραχμ. δωρεάν και δι’ ιδίων δαπανών επιβιβάσας πρόσφυγας Πανόρμου πλοία κατόπιν μάχης προς Τουρκικόν στρατόν.
Λαός διατελεί κατάπληκτος δι’ εξορίαν τούτων. Όλοι διερωτούν: Είμεθα κράτος ελεύθερον ή υποτελείς τω Κεμάλ; Δια τούτο αναγκαζόμεθα να φαινόμεθα τόσον αγνώμονες προς τους ευεργέτες μας; Ετοιμάζονται διαμαρτυρίαι λαού προς Βουλήν και Κυβέρνησιν».
Το 1926, ο Γενικός Διοικητής της Θράκης Γ. Μπούμπουλης σε έγγραφό του προς το Υπουργείον Εξωτερικών , επισήμαινε:
«…η μόνη οργάνωσις κατά της ασφαλείας του Κράτους γίνεται παρά του Τούρκου Προξένου, αλλ’ ευτυχώς λόγω της αμερολήπτου και πατρικής διοικήσεώς μας του τουρκικού στοιχείου, ούτος κατέστη ανίκανος να εύρει κατάλληλο έδαφος».
Στις 25 Μαρτίου 1926, κατά τη διάρκεια λαμπαδηφορίας (έτσι αναγράφεται σε αναφορά του Υποστράτηγου Π. Βαρδίκα προς τη Γενική Διοίκηση), Έλληνες στρατιωτικοί, ενώ περνούσαν κάτω από το τουρκικό προξενείο φώναζαν, σύμφωνα με τον Τούρκο Πρόξενο: «Κάτω η Τουρκία, «Κάτω ο Κεμάλ». Ο πρόξενος διαμαρτυρήθηκε στις ελληνικές Αρχές. Από την έρευνα που διατάχθηκε, δεν προέκυψε κάποια «παρεκτροπή» των Ελλήνων. Ωστόσο, όπως γράφει ο Π. Βαρδίκας, αφού ο πρόξενος ήταν κατηγορηματικός, αναγκάστηκε να τιμωρήσει 7 Αξιωματικούς με ποινή φυλάκισης 30 ημερών! Επρόκειτο για τον Λοχαγό Χρ. Κατσιμίγα, τους Υπολοχαγούς Γ. Ρουφόπουλο και Κ. Σαρηγιάννη και τους Ανθυπολοχαγούς Β. Καταλυματία, Ρήγα Παπαϊωάννου, Χ. Γιάννο και Ν. Αποστολίδη…
Η εφημερίδα «Μακεδονία» σε άρθρο της στις 26/12/1928 γράφει: «Από έτους και πλέον εγνώσθη και διεπιστώθη ότι η κεμαλική προπαγάνδα οργιάζει εις την Δυτικήν Θράκην. Το Τουρκικόν προξενείον Κομοτηνής αποτελεί το Κέντρον των κινήσεων και των κατευθύνσεων. Το Προξενείον τούτο υποστηρίζει ηθικώς και υλικώς τους διαφόρους πράκτορας, οι οποίοι περιέρχονται τα τουρκικά χωρία και εκβιάζουν τους κατοίκους ενεργούντες εράνους υπέρ της τουρκικής αεροπορικής αμύνης. Εξηκριβώθη ότι συνελέγησαν σεβαστά ποσά και απεστάλησαν εις Άγκυραν…».
Η «Εφημερίς των Βαλκανίων» που εκδιδόταν στη Θεσσαλονίκη, γράφει στις 28/12/1928:
«Ωσάν όμως μη ήρκουν, ιδρύθη εσχάτως εν Ξάνθη λέσχη υπό την επωνυμίαν «Σωματείον της Νεολαίας».
Το σωματείον τούτο είναι παράρτημα του εν Τουρκία κυβερνητικού λαϊκού κόμματος, του οποίου, ως γνωστόν, πρόεδρος είναι ο Μουσταφά Κεμάλ. Σκοπός του σωματείου τούτου είναι η διάδοσις του κεμαλισμού και η δια παντός μέσου διάσπασις των κρατικών θεμελίων».
Το 1930 Βενιζέλος – Κεμάλ, υπέγραψαν μια σειρά από συμφωνίες στα πλαίσια της «ελληνοτουρκικής φιλίας», ενώ ο εθνάρχης πρότεινε τον Ατατούρκ για το Νόμπελ Ειρήνης.
Ανάμεσα στις συμφωνίες που υπογράφτηκαν αλλά δεν έγιναν γνωστές, ήταν και η απέλαση άλλων 15- «παλαιομουσουλμάνων». Επρόκειτο για την ομάδα των «Εκατόν πενήντα» («yuz ellilikler»). Ίσως μάλιστα τα άτομα που απελάθηκαν να ήταν πολύ περισσότερα.
Ο Βενιζέλος παρά τις διαφωνίες της κοινής γνώμης, δέχθηκε τις τουρκικές αξιώσεις θέλοντας να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης εκδιώχθηκε ενώ και σε Ίμβρο – Τένεδο, το 1923 οι Έλληνες αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων και σήμερα είναι ελάχιστοι (Έχουμε γράψει σχετικά άρθρα για τα Σεπτεμβριανά της Κωνσταντινούπολης και τις παραβιάσεις της Συνθήκης της Λωζάνης σε Ίμβρο – Τένεδο, στο protothema.gr). Αντίθετα, το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής, δρα ανεξέλεγκτα μέχρι σήμερα στη Θράκη. Η δράση του θα μας απασχολήσει και σε μελλοντικό άρθρο. Ας δούμε προς το παρόν πιο αναλυτικά το θέμα των μουφτήδων της Θράκης που ήρθε πρόσφατα στην επικαιρότητα με την απόφαση της κυβέρνησης για συνταξιοδότησή τους.
Οι μουφτήδες της Θράκης
Σύμφωνα με το «Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας» της Ακαδημίας Αθηνών, έκδοση 2014, ο μουφτής είναι « θεολόγος και ερμηνευτής του μουσουλμανικού δικαίου με θρησκευτικές, δικαστικές και αστικές αρμοδιότητες» Η λέξη υπάρχει ήδη τον Μεσαίωνα και προέρχεται από την τουρκική λέξη mufti.
Η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης διοικείται από τους τρεις μουσουλμάνους μουφτήδες: της Ξάνθης, της Κομοτηνής και του Διδυμότειχου, οι οποίοι διορίζονται από το ελληνικό κράτος.
Επειδή σε κάποιους ίσως φανεί παράξενο ότι υπάρχει μουφτής και στο Διδυμότειχο, ας δούμε μερικά ιστορικά στοιχεία.
Για την πορεία των ρομά από την Ινδία ως την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη, έχουμε αναφερθεί διεξοδικά σε άρθρα μας στο protothema.gr. Όπως γράφει ο Α. Πασπάτης, «οι Αθίγγανοι της Θράκης αποτέλεσαν την πρώτη βασική εγκατάσταση Αθιγγάνων στο Βυζάντιο». Πότε ακριβώς έγινε αυτή η εγκατάσταση είναι άγνωστο. Από τη Θράκη διασκορπίστηκαν στη Νότια Ελλάδα, τη Βοημία, την Κεντρική Ευρώπη και αλλού (14ος αιώνας). Από τα οθωμανικά αρχεία του 15ου-16ου αιώνα, προκύπτει ότι οι Αθίγγανοι της Θράκης είχαν ασπαστεί τη χριστιανική θρησκεία. Ωστόσο, οι πιέσεις για εξισλαμισμό από τους Οθωμανούς, ήταν αφόρητες.
Φιρμάνι του σουλτάνου Μεχμέτ Δ’ (1684), προς τους ιεροδίκες Θεσσαλονίκης, Βέροιας και Γιαννιτσών, δείχνει ότι η οθωμανική εξουσία έπαιρνε πολύ σκληρά μέτρα εναντίον των χριστιανών αθίγγανων σε αντίθεση με τους εξισλαμισμένους ομοεθνείς τους.
Έτσι στο Διδυμότειχο κατά την οθωμανική απογραφή του 16ου αιώνα, βλέπουμε ότι υπήρχαν 75 οικογένειες μουσουλμάνων αθίγγανων και 6 χριστιανών.
Σύμφωνα με τον Ευστράτιο Χ. Ζεγκίνη, το 1994 στο νομό Έβρου υπήρχαν 10.000 μουσουλμάνοι, 6.000 από αυτούς ήταν ρομά, 2.000 Πομάκοι και 2.000 «τουρκογενείς». Επειδή οι περισσότεροι από τους ρομά μουσουλμάνους κατοικούν στο Διδυμότειχο και τα γύρω χωριά αλλά και για ιστορικούς λόγους, η έδρα του μουφτή (του νομού Έβρου), είναι το Διδυμότειχο.
Επανερχόμαστε όμως στα της εκλογής των μουφτήδων.
Σύμφωνα με το νόμο 2345/1920, μετά από προκήρυξη εκλογής από τον αρμόδιο γενικό διοικητή ή νομάρχη, οι μουφτήδες εκλέγονται από τα μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας, όσα είναι εγγεγραμμένα στους εκλογικούς καταλόγους, διαθέτουν την ελληνική ιθαγένεια και έχουν εκλογικό βιβλιάριο (μην ξεχνάμε ότι αναφερόμαστε στο νόμο του 1920). Μετά την εκλογή ακολουθεί διορισμός του από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, στο οποίο υπάγεται και από το οποίο μισθοδοτείται (Φωτεινή Ασημακοπούλου, «Η
Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης»). Ο νόμος αυτός περιέπεσε σε αχρηστία, αφού οι μουφτήδες διορίζονταν από το ελληνικό κράτος με βάση τη δήλωση του Ε.Βενιζέλου στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης που τους ήθελε «designes par le communautes» («(δι)ορισμένους από τις κοινότητες») και όχι «elus»(«εκλεγμένους»).
Με προεδρικό διάταγμα της 24/12/1990, προβλέπεται ρητά ο διορισμός του μουφτή σε αντίθεση με το νόμο του 1920. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο νομιμοποιείται η υφιστάμενη πρακτική η οποία όπως αναφέρουν οι Σταμάτης Χ. Γεωργούλης στο βιβλίο του «Ο Θεσμός του Μουφτή στην ελληνική και αλλοδαπή έννομη τάξη. Κείμενα συνθηκών, νομοθεσίας» (Αθήνα, 1993) και Συμεών Σολταρίδης στο «Η Ιστορία των Μουφτειών της Δυτικής Θράκης», (Αθήνα, 1997) εφαρμόζεται και σε άλλες ισλαμικές και βαλκανικές χώρες.
Η εξουσία των μουφτήδων εκτείνεται σε όλα τα ζητήματα που συνδέονται με τη θρησκεία, τον γάμο και το διαζύγιο. Στην άσκηση των εξουσιών τους συμμετέχει και το συμβούλιο της κοινότητας, τα μέλη του οποίου εκλέγονται από τη μειονότητα. Οι αρμοδιότητες του μουφτή είναι διοικητικού χαρακτήρα, δικαστικού περιεχομένου και διαχείρισης των μουσουλμανικών περιουσιών, ιδίως των βακουφιών.
Ήδη από τη δεκαετία του ’80, κυρίως όμως από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, ακραίοι κύκλοι της μειονότητας ζητούσαν οι μουφτήδες να εκλέγονται από τη μειονότητα. Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, παρά και τις τουρκικές πιέσεις, δεν το δέχτηκαν και είναι προς τιμήν τους.
Με την απόφασή της, εν μέσω εθνικού πένθους, για τη συνταξιοδότηση των μουφτήδων, η τωρινή κυβέρνηση ανοίγει τον δρόμο για την ικανοποίηση του αιτήματος αυτού και για τη δημιουργία νέων προβλημάτων στην ευαίσθητη περιοχή της ακριτικής μας Θράκης.
Πηγές: ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΜΑΛΚΙΔΗΣ, ‘’ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΡΟΞΕΝΙΟΥ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΜΟΤΗΝΗ’’, εκδόσεις ΓΟΡΔΙΟΣ 2012
ΦΩΤΕΙΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ – ΣΕΒΑΣΤΗ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ ΛΙΟΝΑΡΑΚΗ, ‘’Η ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ’’,
Εκδοτικός Οίκος Α.Α Λιβάνη 2002
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ Χ. ΖΕΓΚΙΝΗΣ, ‘’ΟΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ ΑΘΙΓΓΑΝΟΙ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ’’, ‘’ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ’’,