Ἡ
ἐποποιία τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ μας ἀγώνα ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς ὡραιότερες
καί ἐνδοξότερες σελίδες τῆς τρισχιλιετοῦς ἱστορίας, τοῦ μαρτυρικοῦ ἀλλά
ἀδάμαστου στίς συμφορές λαοῦ μας. Τό θαυμαστό αὐτό ἔπος γράφτηκε ἀπό τήν
ἁγνή καί ἄδολη νεότητα, πού γαλουχήθηκε μέ τά νάματα τῶν ἀθάνατων
ἰδανικῶν τῆς
πατρίδας καί τῆς θρησκείας.
Ὁ χαρακτήρας καί ἡ προσωπικότητα τῶν νέων
διαμορφώνονται μέ τή σωστή ἀγωγή καί τήν εὐεργετική περιρρέουσα
κοινωνική ἀτμόσφαιρα, μέ τήν δημιουργία «καλῶν καί ἀγαθῶν νέων» πρόθυμων
νά... ἀγωνιστοῦν γιά τήν εὐδαιμονία τοῦ
συνόλου, ἐμπνεόμενοι ἀπό ὑψηλά ἰδανικά προσφορᾶς καί θυσίας. Καί τό
ἀγαστό τοῦτο γεγονός εὐδόκησε ἡ Θεία Πρόνοια νά ἐπιτευχθεῖ καί νά
καρποφορήσει στήν Κύπρο μας τήν ἱστορική δεκαετία τοῦ 1950.
Οἰκογένεια,
Παιδεία καί Ἐκκλησία ἐργάστηκαν ἁρμονικά γιά τή δημιουργία τοῦ
θαύματος. Ἡ ἰδέα τῆς ἐλευθερίας δονοῦσε τίς ψυχές τῶν νέων τῆς μικρῆς μας πατρίδας καί τό νόημά της καλλιεργήθηκε καί ἐμπεδώθηκε ἀπό τήν
ἑλληνική παιδεία καί τήν Ἐθναρχοῦσα Ἐκκλησία. «Σάν τή σπίθα κρυμμένη
στή στάχτη», ἡ ἐλευθερία ἀναπήδησε καί ἀνέθαλε καί φλόγισε τίς ψυχές καί
μετέβαλε σέ ἐπαναστατική πράξη τούς πόθους καί τά ὁράματα αἰώνων.
Τήν
1η Ἀπριλίου 1955, ὅταν ἀντήχησε θριαμβευτικά ὁ παιάνας: «ἴτε παῖδες
Ἑλλήνων, ἐλευθεροῦται πατρίδα» ἡ Ἑλληνική νεολαία τῆς Κύπρου ἦταν ἕτοιμη
ἀπό καιρό, μέ τήν ἐθνική ἀγωγή καί τή χριστιανική ἠθική καλλιέργεια,
πού πῆρε ἀπό τήν οἰκογένεια, τό σχολεῖο καί τήν Ἐκκλησία νά ἀνταποκριθεῖ χωρίς δισταγμό στό κάλεσμα τῆς Ἱστορίας.
Νέοι ἀπό 17 μέχρι 30 ἐτῶν, ἀμούστακα παλικάρια, μαθητές, ἀπόφοιτοι δημοτικῶν καί γυμνασίων, ἀγωνίστηκαν καί θυσιάστηκαν στόν βωμό τῆς ἐλευθερίας γιά τή γλυκόπικρη πατρίδα, ἀφοῦ ἔγιναν «πολλῶ κάρρονες» πατέρων καί προπατέρων, πού ἔζησαν καί πέθαναν μέ τό ὄνειρο ἀπραγματοποίητό της ἰμερτῆς Λευτεριᾶς.
Νέοι ἀπό 17 μέχρι 30 ἐτῶν, ἀμούστακα παλικάρια, μαθητές, ἀπόφοιτοι δημοτικῶν καί γυμνασίων, ἀγωνίστηκαν καί θυσιάστηκαν στόν βωμό τῆς ἐλευθερίας γιά τή γλυκόπικρη πατρίδα, ἀφοῦ ἔγιναν «πολλῶ κάρρονες» πατέρων καί προπατέρων, πού ἔζησαν καί πέθαναν μέ τό ὄνειρο ἀπραγματοποίητό της ἰμερτῆς Λευτεριᾶς.
Περιφρονώντας
τόν θάνατο, ἀψηφώντας τήν ὑλική ὑπεροχή καί τήν ὠμή βία τοῦ κατακτητῆ
ἐπέδειξαν ὅτι ἡ ψυχή καί τά πνεῦμα εἶναι ἀνώτερα τοῦ ξίφους καί τῆς ὕλης.
Μέ τόν ὅρκο στήν Ἁγία Τριάδα ἐνίσχυσαν καί ἐδέσμευσαν τήν ἀθάνατη ψυχή τους.
Στίς πόλεις καί στά χωριά, στίς πεδιάδες καί στά βουνά γράφτηκαν σελίδες δόξας ἀπό ἕνα μικρό λαό, πού τίμησε τόν πανάρχαιο καί κλασικό ἑλληνικό πολιτισμό του καί δόξασε τήν ἀνθρώπινη τιμή καί ἐθνική ἀξιοπρέπεια.
Στίς πόλεις καί στά χωριά, στίς πεδιάδες καί στά βουνά γράφτηκαν σελίδες δόξας ἀπό ἕνα μικρό λαό, πού τίμησε τόν πανάρχαιο καί κλασικό ἑλληνικό πολιτισμό του καί δόξασε τήν ἀνθρώπινη τιμή καί ἐθνική ἀξιοπρέπεια.
Θαυμαστός ὁ ἀριθμός τῶν ἱερομαρτύρων τοῦ ἐπικοῦ μας ἀγώνα. Μικρός ἀριθμητικά ὁ λαός μας. Μέγιστος ὅμως σέ ἠρωϊκό μεγαλεῖο.
Ποιῶν
ἀθάνατων νέων μας μποροῦμε νά περιγράψουμε ἐπάξια τή θυσία καί τήν
ἀρετή! «Ἐπλείψει γάρ μέ διηγούμενον ὁ χρόνος» περί Γρηγόρη Αὐξεντίου,
Κυριάκου Μάτση, περί τῶν ἡρώων καί μαρτύρων τῆς φριχτῆς ἀγχόνης καί
ἄλλων πολλῶν, πού λίπαναν τό ἔδαφος τῆς κυπριακῆς γῆς! Ὅλοι ἀνεξαιρέτως
τίμησαν καί δόξασαν τήν πατρίδα, ὄντας συνεχιστές μίας ἔνδοξης ἑλληνικῆς
καί θρησκευτικῆς πορείας μέσα στήν Ἱστορία ἐπιτελώντας «ἔργα μεγάλα καί
θαυμαστά».
Τιμώντας
ὅλους τούς ἥρωές μας ἀντιπροσωπευτικά ἀναφέρουμε τή θυσία τῶν τραγικῶν
μαρτύρων τῆς ἀγχόνης, γιατί αὐτοί κατέλιπαν κειμήλια ἱερά, γραπτά
μνημεῖα, πού μ' αὐτά ἐκφράζονται τά ἀκατάλυτα ἰδανικά τῆς Πίστης καί τῆς
Πατρίδας, πού δονοῦσαν τίς ψυχές καί ἔπαλλαν τίς καρδιές τῶν ἁγνῶν νέων
τῆς ἡρωικῆς ἐκείνης ἐποχῆς. Ἡ ἀτρόμητη στάση ἀπέναντι στόν θάνατο, ἡ
πίστη στόν Θεό καί ἡ ἀγάπη γιά τήν ἐλευθερία, ἡ δύναμη τοῦ πνεύματος
ἀπέναντι στήν ὕλη καταξίωσαν τή ζωή τους καί τούς ἀνέδειξαν σύμβολα
ἀρετῆς γιά τούς μεταγενέστερους.
Πρῶτος
τόν χορό τῆς λεβεντιᾶς καί τοῦ μαρτυρίου φέρνει ὁ Μιχαλάκης Καραολής.
Τίς τελευταῖες σκέψεις καί τά συναισθήματά του, πού ἐκφράζουν τό ἐθνικό
φρόνημα καί τό χριστιανικό ἦθος του, διατυπώνει, ὅπως καί οἱ ἄλλοι
ἐθνομάρτυρές μας, σέ συγκινητικά γράμματα πού στέλλει στούς οἰκείους
του: «ἀφοῦ ὁ Θεός μοῦ ἐπεφύλαξε τό πικρόν τοῦτον ποτήριον "οὐ μή πίω
αὐτό"; Γενηθήτω τό θέλημα τοῦ Παντοδυνάμου».
Ἀπαγχονίστηκε, «σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σάν θαρραλέος», τήν Πέμπτη, 10 Μαΐου 1956, σέ ἡλικία 22 ἐτῶν.
Τήν
ἴδια μέρα μαρτύρησε καί ὁ αὐτάδελφός του, ἥρωας Ἀνδρέας Δημητρίου, στά
22 του χρόνια. Ἁπλός ἀπόφοιτος Δημοτικοῦ κατάκτησε τήν ἀληθινή σοφία καί
βίωσε τή βαθιά πίστη, γιατί πίστεψε καί ὑλοποίησε στήν πράξη τά ὑψηλά
ἰδανικά τῆς ἐλευθερίας. Στούς ἄδικους κριτές τοῦ ἀποικιοκρατικοῦ
δικαστηρίου περήφανα εἶπε: «Λυποῦμαι πού δέν θά δῶ τήν Κύπρο μας
ἐλεύθερη. 'Ὅμως δέν μέ φοβίζει ὁ θάνατος, γιατί ἡ ζωή εἶναι περιττή μέσα
στή σκλαβιά. Ζήτω ἡ λευτεριά! Γειά σας».
Ὁ
Ἀνδρέας Ζάκος παρηγορεῖ καί ἐνισχύει ἀπό τή φυλακή συγγενεῖς καί φίλους
μέ γράμματα πού ἐκφράζουν τήν πίστη στόν Θεό, τήν ἀγάπη γιά τήν πατρίδα
(εἶχε παθολογική ἀγάπη πρός τήν Ἑλλάδα) καί τήν ἀφοβία ἀπέναντι στόν
θάνατο. Στόν πατέρα του μέ σταθερή ἀπόφαση γράφει: «Εἴμαστε χριστιανοί,
πιστεύουμε στήν Οὐράνια Βασιλεία καί δέν μᾶς φοβίζει ὁ θάνατος».
Ὁδηγήθηκε στήν ἀγχόνη στίς 9 Αὐγούστου 1956.
Τήν
ἴδια μέρα μαρτύρησε μαζί του καί ὁ φίλος του στή ζωή καί στόν θάνατο
Χαρίλαος Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος στούς γονεῖς του γράφει: «Τίς ἀτέλειωτες ὧρες
μου τίς περνῶ διαβάζοντας θρησκευτικά βιβλία καί τραγουδώντας ἐθνικά
τραγούδια». Παρηγορεῖ τό φίλο του μέ τίς ἀκόλουθες βαθυστόχαστες
σκέψεις: «Θά ἐγκαταλείψω τό σαρκίο καί θά ἀφήσω τήν ψυχή μου στά χέρια
τοῦ Θεοῦ, γιά νά φτερουγίζει γύρω ἀπό τόν ἔνδοξο θρόνο του καί νά ψάλει:
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Σαβαώθ».
Στίς
21 Σεπτεμβρίου 1956 θά βαδίσουν πρός τήν φρικτή ἀγχόνη ἀκόμη τρεῖς
ἄσπιλοι νέοι μάρτυρες, εὐαγεῖς, ὡς «οἱ τρεῖς ἐν τῆ καμίνω παῖδες»
ἄδοντες καί ψάλλοντες. Ὁ Ἀνδρέας Παναγίδης, ὁ Μιχαήλ Κουτσόφτας καί ὁ
Στέλιος μαυρομάτης γράφουν τό δικό τους ἀθάνατο ἔπος.
Ὁ
Ἀνδρέας Παναγίδης γράφει τρυφερά καί παιδαγωγικά στήν οἰκογένειά του:
«Εὔχομαι, ἀγαπημένα μου παιδιά, νά γίνετε καλοί χριστιανοί καί καλοί
Ἕλληνες Κύπριοι. Ἀκολουθῆστε πάντα τόν δρόμο τῆς ἀρετῆς». Ἰδού ἀληθινές
πατρικές νουθεσίες! Στούς συγγενεῖς του γράφει: «Ὁ Χριστός μᾶς γεμίζει
τήν καρδιά μέ ἀληθινή χαρά. Παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς σώσει ὄχι τό σῶμα
ἀλλά τήν ψυχή».
Ὁ
Μιχαήλ Κουτσόφτας μέ ἀκράδαντη πίστη στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τή Μητέρα
ὅλων τῶν Ἑλλήνων, ἀναφωνεῖ «Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ θά ὁδηγήσει τά βήματα τοῦ
κυπριακοῦ λαοῦ πρός τόν δρόμο τῆς ἐλευθερίας».
Ὁ
Στέλιος Μαυρομάτης μέ γαλήνη ψυχῆς καί ἐμπιστοσύνη στόν Δίκαιο Θεό
παρηγορεῖ τούς γονεῖς καί συγγενεῖς γράφοντας: «...στό σκοτεινό κελί τῆς
φυλακῆς περιμένω μέ ὑπομονή τόν δήμιο... Αἰσθάνομαι τόν ἑαυτό μου
ἰσχυρόν καί γαλήνιον, γιατί ἔχω τόν Χριστό μέσα μου... Θέλω νά εἶστε
περήφανοι γιά τήν κοινήν ἐλευθερίαν». Μαρτύρησε στίς 21 Σεπτεμβρίου 1956
σέ ἡλικία 22 ἐτῶν.
Ὁ
Ἰάκωβος Πατάτσος διακρινόταν ἀπό μικρή ἡλικία γιά τό χριστιανικό του
ἦθος, τό ἐθνικό φρόνημα, τή σεμνότητα τοῦ χαρακτήρα ὄντας παιδί τοῦ
Κατηχητικοῦ καί μύστης παιδιόθεν τῶν ἑλληνοχριστιανικῶν ἰδεωδῶν, ὥστε νά
χαρακτηριστεῖ «Ἅγιος τοῦ Κυπριακοῦ Ἀγώνα». Γράφει στή μητέρα του ἀπό τό
κελί τῆς σκοτεινῆς φυλακῆς: «Τήν περασμένην Κυριακήν ἐξομολογήθηκα καί
ἐκεοινώνησα τῶν Ἄχραντων Μυστηρίων. Τό ἴδιο ἔκαμε ὁ Ζάκος καί ὁ
Χαρίλαος... Τραγουδοῦμεν, ψάλλομεν, μελετοῦμεν τήν Ἁγίαν Γραφήν καί
διάφορα χριστιανικά βιβλία... Ὁ Πανάγαθος Θεός, πού γνωρίζει τά βάθη τῆς
καρδιᾶς μας, μᾶς εὐλογεῖ καί δίδει χάριν...». Βάδισε πρός τήν ἀγχόνη
στίς 8 Αὐγούστου 1956 σέ ἡλικία 22 ἐτῶν.
Τελευταῖος
τραγικός ἀλλά δοξασμένος ἠρωομάρτυρας τῆς Ἀγχόνης ἦταν ὁ 17χρονος
μαθητής, ἀγωνιστής Εὐαγόρας Παλληκαρίδης, ὁ χαρισματικός ποιητής, ὁ
ἐκφραστής καί ἐνσαρκωτής τῶν εὐγενικῶν ἰδεωδῶν τοῦ Κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Στό δικαστήριο τοῦ αἱμοσταγοῦς καί ἀλαζόνα κυβερνήτη Τζῶν Χάρντινγκ
ἀγέρωχα ἀπαντᾶ: «Ὅ,τι ἔκαμα, τό ἔκαμα σάν Ἕλληνας Κύπριος πού ζητᾶ τή
λευτεριά του. Εὔχομαι νά εἶμαι ὁ τελευταῖος Κύπριος, πού θ' ἀντικρύσει
τήν ἀγχόνην. Ζήτω ἡ Ἕνωσις τῆς Κύπρου μέ τή μητέρα Ἑλλάδα». Στό σεπτό
πρόσωπό του καθώς καί τῶν ἄλλων μινυνθάδιων παιδιῶν τῆς μαρτυρικῆς
Κύπρου μας δικαιώνεται ὁ λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Τελειωθεῖς ἐν ὀλίγω
ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς. Ἀρεστή γάρ ἤν Κυρίω ἡ ζωή αὐτοῦ». Αἰωνία αὐτῶν
ἡ Μνήμη.
Αὐτό
ἦταν τό φρόνημα καί τό ἦθος τῶν ἡρώων καί μαρτύρων τότε τοῦ ἐπικοῦ
ἀγώνα μας τοῦ πάγκαλου στεφάνου τῆς δόξας τῆς Κύπρου μας, πού μαζί μέ
τόν Αὐξεντίου, τόν Μάτση, τούς τέσσερις γενναίους τοῦ Ἀχυρώνα καί τούς
ἀμέτρητους ἄλλους ἐπώνυμους καί ἀνώνυμους ἥρωές μας στολίζουν τήν κόμη
τοῦ πανάρχαιου καί ἱστορικοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ μας.
Πίστεψαν ὅτι ἡ πραγματική εὐδαιμονία ἀποκτιέται μέ τήν ἐλευθερία, πού κι αὐτή κατακτιέται μέ τήν εὐψυχία.
Ἡ
ἀγάπη γιά τήν πατρίδα, ἄς εἶναι κίνητρο γιά ἔργα προσφορᾶς καί θυσίας. Ἡ
πίστη στόν Παντοδύναμο καί Δίκαιο Θεό, ἄς μᾶς ἐνδυναμώνει τή θέληση καί
ἄς ἐνισχύει τή βεβαιότητα γιά τό καλύτερο αὔριον, ὅπως πίστεψαν καί
θυσιάστηκαν οἱ νέοι τῆς δοξασμένης ἐκείνης γενιᾶς.
Ἄς
προσβλέπουμε πρός τά Φυλακισμένα Μνήματα, ὡς φάρο καί πυξίδα τῆς
ἐθνικῆς μας πορείας, ὅπου νόμισε ὁ ὑβριστής νέος Ξέρξης, ὅτι φυλάκισε
τήν Ψυχή (ἄν φυλακίζεται ἡ ψυχή), τήν Ἐλευθερία, τή Δόξα καί τήν Ἀρετή
καί ἄς ἐνωτισθοῦμε τήν Οὐράνια μελωδία, πού ἐκπέμπεται ἄπ΄αὐτά:
«Ἀπ' τά κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά,
καί σάν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὤ χαῖρε, Ἐλευθεριά»!