284. Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελούς. Ἠμεῖς, ἂν δὲν εἴμεθα τρελλοί, δὲν ἐκάναμε τὴν ἐπανάσταση, διατὶ ἠθέλαμε συλλογισθεῖ πρῶτον διὰ πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθῆκες μας, τὰ μαγαζιά μας, ἠθέλαμε λογαριάσει τὴ δύναμη τὴν ἐδική μας, τὴν τούρκικη δύναμη. Τώρα ὅπου ἐνικήσαμε, ὅπου ἐτελειώσαμε μὲ καλὸ τὸν πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, ἐπαινόμεθα. Ἂν δὲν εὐτυχούσαμε, ἠθέλαμε τρώγει κατάρες, ἀναθέματα. Ὁμοιάζομεν σὰν νὰ εἶναι εἰς ἕνα λιμένα πενήντα - ἑξήντα καράβια φορτωμένα, ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εἰς τὴν δουλειά του μὲ μεγάλη φορτούνα, μὲ μεγάλο ἄνεμο, πηγαίνει, πουλεῖ, κερδίζει, γυρίζει ὀπίσω σῶον. Τότε ἀκοῦς ὅλα τὰ ἐπίλοιπα καράβια καὶ λέγουν: «Ἰδοὺ ἄνθρωπος, ἰδοὺ παλληκάρια, ἰδοὺ φρόνιμος, καὶ ὄχι σὰν ἐμεῖς ὁπού καθόμεθα δειλοί, χαϊμένοι», καὶ κατηγοροῦνται οἱ καπεταναῖοι ὡς ἀνάξιοι. Ἂν δὲν εὐδοκιμοῦσε τὸ καράβι, ἤθελε εἰποῦν: «Μὰ τί τρελλὸς νὰ σηκωθεῖ μὲ τέτοια φορτούνα, μὲ τέτοιο ἄνεμο, νὰ χαθεῖ ὁ παλιάνθρωπος, ἐπῆρε τὸν κόσμο εἰς τὸν λαιμό του».
285. Ἡ ἀρχηγία ἑνὸς στρατεύματος ἑλληνικοῦ ἦτον μία τυραννία, διατὶ ἔκαμνε καὶ τὸν ἀρχηγό, καὶ τὸν κριτή, καὶ τὸν φροντιστή, καὶ νὰ τοῦ φεύγουν κάθε μέρα καὶ πάλι νὰ ἔρχονται. Νὰ βαστάει ἕνα στρατόπεδο μὲ ψέμματα, μὲ κολακεῖες, μὲ παραμύθια. Νὰ τοῦ λείπουν καὶ ζωοτροφίες καὶ πολεμοφόδια, καὶ νὰ μὴν ἀκοῦν καὶ νὰ φωνάζει ὁ ἀρχηγός. Ἐνῶ εἰς τὴν Εὐρώπη ὁ ἀρχιστράτηγος διατάττει τοὺς στρατηγούς, οἱ στρατηγοὶ τοὺς συνταγματάρχας, οἱ συνταγματάρχαι τοὺς ταγματάρχας καὶ οὕτω καθεξῆς. Ἔκανε τὸ σχέδιό του καὶ ἐξεμπέρδευε. Νὰ μοῦ δώσει ὁ Βελιγκτῶν σαράντα χιλιάδες στράτευμα τὸ ἐδιοιηκοῦσα, ἀλλ' αὐτουνοῦ νὰ τοῦ δώσουν πεντακόσιους Ἕλληνας δὲν ἠμποροῦσε οὔτε μία ὥρα νὰ τοὺς διοικήσει. Κάθε Ἕλληνας εἶχε τὰ καπρίτσια του, τὸ θεό του, καὶ ἔπρεπε νὰ κάμει δουλειὰ κανεὶς μὲ αὐτούς, ἄλλον νὰ φοβερίζει, ἄλλον νὰ κολακεύει, κατὰ τοὺς ἀνθρώπους.