Ο ¨Αγιος Νεκτάριος, κατά κόσμο, Αναστάσιος Κεφαλάς γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 1846, στην Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης. Γιος του Δημοσθένη και της Μαρίας Κεφαλά, ήταν το 5ο από τα 6 παιδιά, φτωχής οικογένειας. Σύντομα ήρθε αντιμέτωπος με την δύσκολη πραγματικότητα της εποχής, καθώς η οικογένειά του αδυνατούσε να συντηρήσει όλα τα μέλη της, ενώ η γενέτειρά του δεν είχε σχολείο μέσης εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να πάρει το δρόμο για μια καλύτερη ζωή στην Κωνσταντινούπολη, σε ηλικία 13 ετών.
Στην Κωνσταντινούπολη
Η ζωή στη Κωνσταντινούπολη για τον Αναστάσιο ήταν σκληρή και δύσκολη τα πρώτα χρόνια της παραμονής του. Αρχικά εργάζεται σε συσκευαστήριο καπνού, οπού ο ιδιοκτήτης του φερόταν βάναυσα. Εργάζεται πολλές ώρες ημερησίως, δεν αμείβεται και πολλές φορές ξυλοκοπείται. Ο Αναστάσιος τα υπέμενε όλα αυτά, καθότι δεν ήθελε να μάθει το δράμα το οποίο περνούσε η οικογένεια του, ώστε να μην λυπούνται. Από την άλλη, θλίψη τον καταλάμβανε γιατί αδυνατούσε να ενισχύσει οικονομικά την οικογένειά του, ενώ παράλληλα δεν μπορούσε να παρακολουθήσει μαθήματα στο σχολείο. Την κλίση, όμως, προς την Θεό και στο Ευαγγέλιο, την έδειχνε από μικρός. Έτσι στο συσκευαστήριο μαζί με τον καπνό που πουλούσε, κάθε φορά έδινε και ένα μικρό χαρτάκι, το οποίο έγραφε κάποια ευαγγελική ρήση.
Η κατάσταση άλλαξε όταν ένας έμπορος που είχε μαγαζί παράπλευρα από το συσκευαστήριο τον λυπήθηκε, όταν κάποια μέρα είδε ένα ξυλοδαρμό από το αφεντικό του και έτσι τον πήρε στην δούλεψή του. H κατάσταση μεταστράφηκε. Άρχισε να εργάζεται στο επιπλοποιείο του, με αποτέλεσμα οι ώρες εργασίας να μειωθούν, να έχει χρόνο για εκκλησιασμό, να πηγαίνει σχολείο, ενώ σύντομα η οικογένεια του τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη. Στην Πόλη κάθισε συνολικά 7 έτη και σε ηλικία 20 ετών την εγκατέλειψε, παρότι δεν ολοκλήρωσε την μόρφωση του, για να πάει στο Λιθί της Χίου να εργαστεί ως δάσκαλος.
Στη Χίο
Ήταν 20 ετών όταν έφτασε στη Χίο. Έχοντας πλέον γραμματική και θεολογική γνώση έλαβε τη θέση του δασκάλου. Στη Χίο έμεινε για άλλα 10 χρόνια, μέχρι το 1877. Εκεί αρχικά θα γνωρίσει τον μεγάλο ευεργέτη του Ιωάννη Χωρέμη, ένα εύπορο τοπικό άρχοντα, ο οποίος εξαιτίας ενός περιστατικού που είχε συμβεί κατά την μεταφορά του Αγίου από την Σηλυβρία προς την Κωνσταντινούπολη (ένας ανιψιός του Χωρέμη τον βοήθησε να επιβιβαστεί στο πλοίο γιατί δεν είχε χρήματα), τον έθεσε υπό την προστασία του. Ο Άγιος Νεκτάριος όμως είχε αποφασίσει πλέον να εξέλθει της κοσμικής ζωής. Το 1876 έγινε μοναχός με το όνομα Λάζαρος ενώ ένα χρόνο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος με το όνομα που έγινε γνωστός, Νεκτάριος. Ο Άγιος Νεκτάριος είχε κλίση προς το μοναχισμό, που επιθυμούσε πάνω από όλα και όχι τόσο στον κοσμικό βίο έστω και ως κληρικός. Οι πιέσεις όμως που του ασκήθηκαν λόγω των χαρισμάτων τού λόγου και της μορφώσεώς του, τελικά τον έστρεψαν προς τον κοσμικό κλήρο, αν και ποτέ δε λησμόνησε μέχρι τέλους της ζωής του τον μοναχισμό.
[Επεξεργασία] Ανώτερες θεολογικές σπουδές
Το 1877 ο Νεκτάριος μετά από παρότρυνση του Ιωάννη Χωρέμη πήγε στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές και ενώ τις ολοκλήρωσε, εστάλη, μέσω γνωριμίας που είχε με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, στην Αλεξάνδρεια. Ο Σωφρόνιος, τριετής ήδη στον πατριαρχικό θρόνο εντυπωσιάστηκε από τον Νεκτάριο και με βάση τις πολύ καλές συστάσεις που είχε, τον έστειλε στην Αθήνα ξανά, να φοιτήσει στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Νεκτάριος εκεί διέπρεψε, και μάλιστα, πρώτευσε στο διαγωνισμό σχολικής κοσμητείας στο «Παπαδάκειο κληροδότημα», με αποτέλεσμα να κερδίσει υποτροφία σπουδών στη θεολογική σχολή, κάτι που τον ανακούφισε πολύ, καθότι ο ευεργέτης του Ιωάννης Χωρέμης είχε φύγει από τη ζωή, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Αφού έλαβε το πτυχίο του (1885), πάλι ανεχώρησε προς την Αλεξάνδρεια.
Στην Αλεξάνδρεια
Στην Αλεξάνδρεια όλα έβαιναν καλώς για τον Νεκτάριο. Άμεσα, με την επιστροφή του, χειροτονείται Ιερέας και 5 μήνες αργότερα τοποθετείται γραμματέας του Πατριάρχη παίρνοντας το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη. Εν συνεχεία μέσα σε δύο μήνες, πείθοντας για την ρητορική του ικανότητα, ανελίχθηκε σε ιεροκήρυκα ενώ έλαβε και θέση Πατριαρχικού επιτρόπου. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ο Νεκτάριος ανήλθε στην ιεραρχία του πατριαρχείου όντας ένας πολύ έμπιστος άνθρωπος στο πλευρό του Πατριάρχη. Στις 15 Ιανουαρίου του 1889 θα ανακηρυχτεί επίσκοπος Πενταπόλεως Λιβύης μετά από την κοίμηση του επισκόπου της περιοχής Νείλου. Το πρακτικό της χειροτονίας του διασώζεται μέχρι και σήμερα (Πρακτικό εκλογής κωδ. 66, σελ. 394).
Αυτή η ραγδαία άνοδος του Νεκταρίου, δεν πέρασε απαρατήρητη από τους υπολοίπους επισκόπους. Ο Σωφρόνιος πλησίαζε τα 90 χρόνια ζωής πλέον και η κούρσα της διαδοχής είχε ξεκινήσει. Ο λαός ο οποίος είχε ευεργετηθεί από το πολυποίκιλο έργο του Νεκταρίου (κυρίως φιλανθρωπικό αλλά και ποιμαντικό και αντιαιρετικό) επιθυμούσε την άνοδο του στον πατριαρχικό θρόνο και σε συνδυασμό με την εύνοια του Σωφρονίου καθίστατο η πρώτη επιλογή. Οι αντίπαλοί του γνωρίζοντας όλα αυτά, αποφάσισαν να τον παραμερίσουν, κατηγορώντας τον, πως ήθελε να ανατρέψει το Σωφρόνιο από τον θρόνο, αλλά και με αόριστες κατηγορίες ηθικής φύσεως. Επίσης είχαν μαζί τους και μερίδα κληρικών, οι οποίοι πίστευαν ότι η τακτική που ακολουθούσε ο Νεκτάριος ως επίσκοπος, δηλαδή λιτότητας και πενίας της εκκλησίας, θα επηρέαζε την οικονομική κατάσταση του Πατριαρχείου, το οποίο χωρίς οικονομική δύναμη θα γινόταν έρμαιο των διαφόρων πολιτικών ή εθνικών πιέσεων.
Η δίωξη και η επιστροφή στην Αθήνα
Ο Σωφρόνιος που πληροφορήθηκε τις κατηγορίες, που ισχυρίζονταν ότι έπραξε το αγαπημένο του παιδί, πείστηκε για την αλήθεια των ισχυρισμών. Αποτέλεσμα ήταν η άμεση εντολή, για παύση της ιδιότητάς του. Κάτι που ήταν εκκλησιαστικά παράνομο, καθότι σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο έπρεπε να παρουσιαστεί ο Νεκτάριος ενώπιον συνόδου η οποία θα εξέταζε, μετά ακροάσεως του κατηγορουμένου, τις κατηγορίες. Ο Νεκτάριος δεν θέλησε να τραβήξει το σχοινί στα άκρα και ανεχώρησε από την Αλεξάνδρεια, εν αντιθέσει με τους αντιπάλους του, οι οποίοι θέλησαν την οικονομική και ηθική εξόντωση του. Πέραν δηλαδή του ότι φρόντισαν να σπιλώσουν το όνομα του στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να εργαστεί οπουδήποτε, παρακρατούσαν και τους μισθούς του.
Ο Νεκτάριος βρέθηκε ενώπιον ακόμα μιας πολύ δύσκολης κατάστασης, όπως από μικρή ηλικία πολλές φορές είχε βρεθεί. Ο ίδιος ενοικίασε ένα μικρό δωμάτιο στα περίχωρα των Αθηνών, αλλά αδυνατούσε να πληρώσει το ενοίκιο, ενώ δεν είχε χρήματα να τραφεί. Η παράλληλη διαπόμπευσή του, ακόμα και σε κυβερνητικά κλιμάκια δυσχέραιναν την δυνατότητα εύρεσης εργασίας. Προσπαθούσε μέσω του Αρχιεπισκόπου Γερμανού να βρει μια θέση ιεροκήρυκα. Ο ίδιος παρά την συμπάθεια που έτρεφε προς το πρόσωπό του, αδυνατούσε λόγω πιέσεων από την σύνοδο να τον βοηθήσει. Έφτασε μέχρι τον υπουργό παιδείας και εκκλησιαστικών, που όμως του διεμήνυσε, ότι λόγω του νόμου (ο Νεκτάριος δεν είχε ελληνική υπηκοότητα) αδυνατούσε.
Μετά από λίγο καιρό, τελικά ο Άγιος Νεκτάριος διορίστηκε ιεροκήρυκας χάρη στη βοήθεια ενός ανθρώπου ονόματι Μελά ο οποίος ήταν μέλος της κυβέρνησης και τον είχε γνωρίσει στην Αλεξάνδρεια. Μεσολαβώντας στο γραφείο του υπουργού διορίστηκε εν τέλει ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα. Η φήμη όμως που τον ακολουθούσε ακόμα παρέμενε. Πέρασε δύσκολες στιγμές καθότι υπήρχε μεγάλη καχυποψία σε βάρος του, από τις κατηγορίες που τον ακολουθούσαν. Αποτέλεσμα αυτού ήταν, άνθρωποι από την Αθήνα αλλά και ντόπιοι να τον αποδοκιμάζουν στις ομιλίες του, στιγματίζοντας τον.
Η αποκατάσταση της αλήθειας
Το 1891, δύο έτη μετά από τις κατηγορίες που του εξαγγέλθηκαν και την απομάκρυνσή του από την Αλεξάνδρεια, στην κυβέρνηση ακόμα γίνονταν προσπάθειες για την αποπομπή του από τη θέση που κατείχε. Τότε αποκαλύφθηκε πλήρως το σχέδιο κι η πλεκτάνη που είχε στηθεί σε βάρος του. Όλα ξεκίνησαν από την αποκάλυψη ότι δεν έπαιρνε τα χρήματα που του οφείλονταν και εργαζόταν αμισθί επί της εποχής της επισκοπείας του. Επίσης παρότι παρέμενε δικαιωματικά επίσκοπος Πενταπόλεως, αφού είχε παράνομα εκδιωχθεί δεν ελάμβανε χρήματα. Εν συνεχεία καθαρίστηκε το όνομά του από κάθε είδους ανάμιξη σε σκάνδαλο ηθικού χαρακτήρος και από παντός είδους ραδιούργες προσπάθειες σε βάρος του πατριάρχη. Αυτό, ειδικά μετά την σκληρή συμπεριφορά του ποιμνίου, τον έκανε συμπαθή ενώπιον του λαού στη Χαλκίδα. Άρχισε τότε με περισσή άνεση να κηρύττει. Γρήγορα η φήμη του εξαπλώθηκε μακρύτερα από την Χαλκίδα, ενώ ο λαός έδειξε μεγάλη συμπάθεια στο πρόσωπό του, όταν χήρεψε η θέση του τοπικού επισκόπου, σχεδόν απαιτώντας την άνοδό του στο θρόνο.
Η Ριζάρειος σχολή
Το 1892 και 1893 διορίστηκε ιεροκήρυκας στο νομό Λακωνίας και Φθιωτοβοιωτίας αντίστοιχα. Ο Νεκτάριος πραγματοποιούσε διαρκώς περιοδείες σε χωριά και πόλεις κηρύττοντας, την ώρα που φίλοι του προσπαθούσαν να τον μεταθέσουν στη Ριζάρειο σχολή Αθηνών. Όταν έγινε αντιληπτό άρχισαν πάλι κάποιοι ψίθυροι, οι οποίοι τελικά δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τον Νεκτάριο από το να γίνει διευθυντής της Αθηναϊκής θεολογικής σχολής της εποχής, που επί των ημερών του γνώρισε μεγάλη αίγλη.
Την Άνοιξη του 1894 διορίστηκε ως διευθυντής της σχολής. Οι αμφιβολίες που υπήρχαν πλέον περί του Νεκταρίου δεν ήταν τόσο για τις κατηγορίες του παρελθόντος, χωρίς όμως και να εκλείψουν, αλλά κατά πόσον αυτός ο λεγόμενος και «δεσποτοκαλόγερος», θα ήταν δυνατόν με τις παλαιές και θρησκευτικές αντιλήψεις του, να μπορέσει να πετύχει στο έργο που του ανατέθηκε, καθώς η Ριζάρειος σχολή ήταν μεν θεολογική σχολή, ήταν δε σχολή που φοιτούσαν και πολλά παιδιά ευκατάστατων Αθηναίων και άλλων αρχόντων και πολιτικών της εποχής, που δεν θα γίνονταν απαραίτητα ιερείς ή θεολόγοι, αλλά επιστήμονες. Σύντομα όμως κάμφθηκαν όλες οι αντιρρήσεις από το ρηξικέλευθο τρόπο διαπαιδαγώγησης του Νεκταρίου.
Το έργο του στη Ριζάρειο
Το έργο του στη Ριζάρειο ήταν οργανωτικό, εκπαιδευτικό, συγγραφικό και παιδαγωγικό. Σύντομα οργάνωσε την σχολή με πρότυπα τα οποία αφορούσαν τον εκκλησιαστικό ορθόδοξο τρόπο σκέψης. Όμως αυτό στο οποίο ήταν αξεπέραστος ήταν η παιδαγωγική του σκέψη. Κάποτε όταν μαθητές της Ριζαρείου ήρθαν στα χέρια, ο ίδιος αντί να τους τιμωρήσει, αυτοτιμωρήθηκε, θεωρώντας εαυτόν υπαίτιο, με ασιτία 3 ημερών. Σύντομα το παράδειγμα του έγινε ανάμεσα στους τροφίμους δείκτης και η σχολή επί των ημερών του απέκτησε μεγάλη αίγλη. Άλλοτε βρέθηκε ξυπόλητος ενώπιον των μαθητών να αγορεύει, διότι εισερχόμενος στην αίθουσα είδε ένα φτωχό ο οποίος τον παρακάλεσε, αν μπορούσε να τον βοηθήσει ώστε να αποκτήσει παπούτσια, καθότι δεν είχε. Ο Νεκτάριος αμέσως έβγαλε τα δικά του και τα παρέδωσε προς κατάπληξη των πάντων. Άλλοτε σε μια διαμάχη μεταξύ των επιστατών για το ποιος ήταν υπεύθυνος καθαριότητας των αποχωρητηρίων, ο ίδιος έλυσε τη διαφορά τους, καθαρίζοντάς τες. Τέτοια και άλλα πλείστα παραδείγματα τον ανέδειξαν και σύντομα τον έκαναν στην τότε μικρή Αθήνα ακουστό και κοσμαγάπητο.
Την ίδια εποχή επιδόθηκε σε μεγάλο συγγραφικό έργο. Πολλά έργα τα διέθεσε στο λαό και τους θεολόγους δωρεάν, επειδή αδυνατούσαν να τα αγοράσουν, λόγω της φτώχειας. Χωρίς κανένα κέρδος, με γνώμονα μόνο την ψυχική ωφέλεια, πένητας από μικρός, ασκητής και ολιγαρκής, ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για την αυτοπροβολή και το κέρδος. Όταν τον κατηγορούσαν ουδέποτε αντιδικούσε, παρέμενε πράος και έλεγε πάντα πως ο Θεός θα δικαιώσει το δίκαιο και την αλήθεια. Ταπεινός, μοναχικός και παρόλα αυτά προσηνής, ο ήδη σεβάσμιος γέροντας Νεκτάριος έγινε παράδειγμα ανιδιοτελούς προσφοράς και αγάπης στους πονεμένους συνανθρώπους του στις δύσκολες εποχές που διένυαν. Η ταπεινοφροσύνη και το αίσθημα ευθύνης που τον διακατείχε για το έργο που επιτελούσε, καταδείχθηκε την εποχή που πέθανε ο Πατριάρχης Σωφρόνιος, όταν του ζητήθηκε να τον διαδεχθεί και ο ίδιος αρνήθηκε.
Η φτώχεια την εποχή που διετέλεσε ο Νεκτάριος διευθυντής της Ριζαρείου ήταν κανόνας και ταυτόχρονα το ηθικό των Ελλήνων, ειδικά μετά την αποτυχία, το 1897 με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, βρισκόταν στο ναδίρ. Ο ίδιος όμως με την ελεημοσύνη ως όπλο και το λόγο του ευαγγελίου τόνωνε την τότε αθηναϊκή κοινωνία, η οποία προσέτρεχε συχνά στα κηρύγματά του για να πάρει την συμβουλή του. Ο ίδιος διετέλεσε διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής 14 συναπτά έτη ως και το 1908, οπότε και για λόγους υγείας εγκατέλειψε τη θέση του.
Στην Αίγινα
Στην Αίγινα ο Άγιος Νεκτάριος εγκαταστάθηκε το 1908, η ιστορία όμως της εγκατάστασης του πηγαίνει αρκετά νωρίτερα στο χρόνο. Ο Νεκτάριος ποτέ στη ζωή του, δεν απέβαλε την έντονη επιθυμία του για το μοναχικό βίο. Αυτή η επιθυμία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο κατά την επίσκεψη του στο Άγιο Όρος και την σύνδεσή του με το γέροντα Δανιήλ το 1898. Έκτοτε έψαχνε ένα τόπο να στεγάσει ένα μοναστήρι για το τέλος της ζωής του, ένα «Εκκλησιαστικό Παρθενώνα», όπως έλεγε. Πιο έντονη και ίσως επιτακτική έγινε αυτή η ανάγκη, όταν 4 γυναίκες που ήσαν μόνες και συνδέονταν μαζί του, με σχέση πνευματικής καθοδήγησης, θέλησαν να μονάσουν υπό την εποπτεία του. Έτσι τελικά βρήκε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στην Αίγινα στη θέση Ξάντος στο οποίο και αποφάσισε να στεγάσει τις 4 μοναχές και άλλες 3 που ήδη μόναζαν στο νησί. Το μοναστήρι άρχισε να επαναλειτουργεί το 1904 υπό την καθοδήγησή του, παρότι αυτός ακόμα βρισκόταν στην Ριζάρειο σχολή.
Η εμφάνισή του στην Αίγινα όμως συνδυάστηκε από δύο γεγονότα, με αποτέλεσμα να γίνει άμεσα λαοφιλής. Ο Νεκτάριος αρχικά θεράπευσε έναν δαιμονισμένο νέο κάτι που γρήγορα μαθεύτηκε. Οι χωρικοί τότε τον επισκέφτηκαν ζητώντας του να λειτουργήσει και να δεηθεί στον Θεό να βρέξει, διότι είχε 3 χρόνια να βρέξει στο νησί με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί εκτεταμένη ανομβρία και οικονομική ζημία. Ο ίδιος με σύσσωμη παρουσία των νησιωτών, λειτούργησε και την ίδια μέρα άρχισε να βρέχει. Αυτά, εκλήφθηκαν ως θεϊκά σημάδια από τους Αιγινίτες, με αποτέλεσμα να θεωρούν Άγιο τον Νεκτάριο, ακόμα και εν ζωή.
Το 1908 παραιτήθηκε από σχολή για λόγους υγείας αλλά και γήρατος και αφοσιώθηκε στο μοναστήρι. Η χάρη του και η φήμη διαρκώς μεγάλωνε με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος δωρεών να κατευθύνεται στο μοναστήρι και μέσα σε 4 χρόνια επιτεύχθηκε να μεγαλώσει τόσο, ώστε να χωράει 15 μοναχές. Τα χρήματα κατευθύνονταν κυρίως στους φτωχούς του νησιού. Μεγάλο μέρος λαού και πιστών κατευθυνόταν προς το μοναστήρι, από διάφορα μέρη της Ελλάδας, για να δει ή να πάρει την ευχή του ήδη ξακουστού Νεκταρίου, κάτι που βοηθούσε και τους νησιώτες να ανασάνουν οικονομικά.
Το έργο του στην Αίγινα
Παρότι ήταν μεγάλος σε ηλικία όταν αποσύρθηκε στην Αίγινα, δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται είτε πνευματικά, υπέρ της εκκλησίας, είτε και χειρωνακτικά για την διεύρυνση του μοναστηριού. Το έργο πλέον είχε χαρακτήρα ποιμαντικό, λειτουργικό, λατρευτικό, εξομολογητικό, παρηγορητικό. Στάθηκε στους ανθρώπους του νησιού σαν αδελφός, βοηθός, συμπαραστάτης, οδηγός και συνοδοιπόρος της ζωής. Τα χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του, έμελλε να είναι πολύ ταραγμένα. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους που έφεραν ηθική ανάταση και κάποια ευφορία οικονομική και πνευματική, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήρθε να σκιάσει την Ελλάδα. Φτώχεια, ανέχεια και όλα τα συνεπακόλουθα ενός βασανισμένου τόπου και λαού μαζί με τα σύνδρομα του φόβου και των στερήσεων εμφανίζονταν απειλητικά σε αυτά τα ταραγμένα πολιτικά χρόνια για την Ελλάδα. Ο ίδιος όμως πάντα βοηθός, παρηγορητής, γνωρίζοντας από μικρός τις δυσκολίες του κόσμου κήρυττε την ελπίδα και το Θεό για ένα καλύτερο μέλλον, που πάντα όπως έλεγε στεκόταν κραταιός δίπλα στον πιστό λαό. Γι' αυτό και ο Άγιος Νεκτάριος για τους Αιγινίτες υπήρξε κάτι παραπάνω από ένας μοναχός που εγκαταστάθηκε στο νησί τους.
Η ποιμαντική αγωγή του ποιμνίου, μακρύτερα από τα στενά όρια του νησιού, ήταν πάντα μέλημά του, έτσι συνέχισε το συγγραφικό του έργο, που πλέον αναγνωριζόταν τόσο από τον τύπο της εποχής για την επιστημονική εγκυρότητά του, όσο και από μεγάλα πνευματικά ιδρύματα της εποχής. Επίσης διέθετε περισσότερο χρόνο για προσευχή κάτι που αγαπούσε, ιδιαίτερα προς την Παναγία, που θεωρούσε μητέρα του, όπως έλεγε. Ποτέ παρά τον κλονισμό της υγείας του δεν έπαψε όμως να προσφέρει ακόμα και χειρωνακτικά. Μάλιστα συνεισέφερε στην ανέγερση νέων κοιτώνων της μονής, στη διάνοιξη δρόμων προς το μοναστήρι, ασχολείτο με την κηπουρική και άλλες χειρωνακτικές εργασίες που πάντα τις θεωρούσε τιμή. Πάντα ανέφερε πως καμία εργασία δεν είναι ντροπή, αντιθέτως είναι ευλογία Θεού.
Οι δυσκολίες και οι πίκρες ποτέ δεν έλειψαν. Παρότι είχαν περάσει πάνω από 10 χρόνια από την επαναλειτουργία της μονής, ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος αρνείτο να αναγνωρίσει την μονή, παρά την αρχική συγκατάθεσή του. Το πρόβλημα αυτό μεγάλωνε, διότι η μονή δεν αποκτούσε νομική προσωπικότητα με αποτέλεσμα να αδυνατεί να κρατήσει τις κληρονομιές και όποια άλλα οικονομικά ωφελήματα είχε από πιστούς με αποτέλεσμα να δυσχεραίνει το φιλανθρωπικό έργο. Κάποιοι δηλαδή, άφηναν κληρονομιές υπέρ του μοναστηριού, που το μοναστήρι αδυνατούσε να αποδεχτεί λόγω της νομικής ανυπαρξίας του. Ο Μητροπολίτης δε, είχε δυσαρεστηθεί από την τροπή που έλαβε η εξέλιξη του μοναστηριού, με αποτέλεσμα να είναι ανένδοτος. Ο Νεκτάριος προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τον μεταπείσει, όμως μέχρι τέλους της ζωής του, δεν είδε το αίτημά του να πραγματοποιείται.
Τα τελευταία χρόνια
Ο Νεκτάριος αρχικά αφού τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και ο Θεόκλητος αποπέμφθηκε λόγω του αναθέματος στον Βενιζέλο μαζί με τους υπολοίπους επισκόπους, πίστεψε πως τα πράγματα ίσως εξομαλυνθούν. Η αρχική αισιοδοξία όμως διεκόπη όταν 1918 κατηγορήθηκε από μητέρα μοναχής για ανηθικότητα. Γρήγορα όμως εξετάσεις και έρευνες του εισαγγελέα Αθηνών κατέδειξαν το ψεύδος της μητέρας της κόρης, η οποία οικειοθελώς είχε προσχωρήσει στο μοναστήρι. Εξ αιτίας αυτού του λόγου, αλλά και κληρικών οι οποίοι στο νησί τον φθονούσαν, πιστεύοντας ότι τους παίρνει όλη την «πελατεία» και τον κατηγορούσαν πισώπλατα, ουσιαστικά δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του, την αναγνώριση του Μοναστηριού. Πάντα όμως πιστός στο Ευαγγέλιο, το παράδειγμα του Χριστού, τα γραφέντα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, πίστευε απόλυτα στη δικαιοσύνη του Θεού. Ήταν πράος, ήρεμος, υπομονετικός σε όλες αυτές τις κατηγορίες και εξευτελισμούς που κατά καιρούς τον υπέβαλαν.
Το τέλος της ζωής του ήταν επίπονο. Η χρόνια ασθένεια του προστάτη, μαζί με τα περασμένα χρόνια της ηλικίας του και κακοπάθειες της ζωής τον ταλαιπωρούσαν. Ακόμα και τότε είχε σχέδια. Ήθελε να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτήριο. Τελικά δεν πρόλαβε. Το 1920 εισήχθη στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών όπου διεγνώσθη καρκίνος του προστάτη. Στις 8 Νοεμβρίου του ιδίου έτους ο Άγιος Νεκτάριος εκοιμήθη. Το δωμάτιο στο οποίο εκοιμήθη, έχει σήμερα μετατραπεί σε μικρό ναό στο δεύτερο όροφο του Αρεταιείου νοσοκομείου, που κοσμείται από εικόνες του Αγίου και τάματα πιστών για ανάρρωση των συγγενών τους που νοσηλεύονται στην κλινική.
Θαύματα μετά θάνατον;
Ο Άγιος Νεκτάριος θεωρείτο από τους κατοίκους του νησιού της Αίγινας εν ζωή Άγιος. Τα γεγονότα όμως που περιγράφουν οι μοναχές, ο Κωστής Σακκόπουλος, φίλοι, ιερείς, νησιώτες είναι πραγματικά αξιοπερίεργα και εξηγούν τη σημερινή λαοφιλία. Όπως λέγεται στο διπλανό κρεβάτι που νοσηλευόταν ο Άγιος νοσηλευόταν και ένας παραπληγικός, ο οποίος αδυνατούσε να περπατήσει. Τότε ακουμπώντας την φανέλα του κεκοιμημένου Αγίου πάνω του, θεραπεύτηκε. Κατά τη μεταφορά του λέγεται ότι δεν είχε βάρος, ενώ το μέτωπό του ανάβλυζε μύρο. Το μεγαλύτερο όμως μυστήριο είναι ότι το λείψανο του Αγίου παρά τις 3 ταφές και εκταφές παρέμεινε αναλλοίωτο για περισσότερο από 30 χρόνια. Η φήμη αυτή μάλιστα έδωσε ελπίδα στο λαό, ειδικά σε μια περίοδο όπου το Ελληνικό όνειρο της Πόλης έγινε συντρίμμια με τη πυρπόληση της Σμύρνης. Το λείψανό του πρώτη φορά εξετάφη 3 έτη μετά την κοίμησή του και αυτό που συνέβη κλόνισε από άκρη σε άκρη την Ελλάδα.
Το συγγραφικό του έργο
Ο Άγιος Νεκτάριος ήταν πολυγραφότατος και λόγιος της εποχής εξ ου και παρέδωσε πολυποίκιλο έργο, πραγματεύοντας πάσης φύσεως θέματα. Θρησκευτικά, κοινωνικά, παιδαγωγικά, ηθικά κλπ. Το έργο είχε αναγνωριστεί για τη σπουδαιότητά του, το ύφος του και πνευματικότητά του όσο ακόμα βρισκόταν εν ζωή από τον τύπο της εποχής αλλά και από την Πανεπιστημιακή κοινότητα.
Α. Από το 1885-1890. Περίοδος Αιγύπτου
Δέκα λόγοι δια την Μεγάλην Τεσσαρακοστή. Αλεξάνδρεια 1885
Λόγος Εκκλησιαστικός εκφωνηθείς εν τω Ναώ του Αγίου Νικολάου εν Καΐρω την πρώτη Κυριακή του Τεσσαρακονθημέρου. Αλεξάνδρεια 1886
Δύο λόγοι Εκκλησιαστικοί ("Εις την Κυριακήν της Ορθοδοξίας, ήτοι περί πίστεως" και "Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού, ήτοι περί θαυμάτων") Κάιρον 1887
Λόγοι περί εξομολογήσεως. Κάιρο 1887
Περί των Ιερών Συνόδων και ιδίως περί της σπουδαιότητος των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων. Αλεξάνδρεια 1888
Περί των καθηκόντων ημών προς το Άγιον Θυσιαστήριον. Κάιρο 1888
Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού. Αλεξάνδρεια 1889
Λόγος εκφωνειθείς εν τω Αχιλλοπουλείω Παρθεναγωγείο κατά την εορτήν των Τριών Ιεραρχών. Αλεξάνδρεια 1889
Λόγος περί της προς το Άγιον Θυσιαστήριον προσελεύσεως. Αλεξάνδρεια
Με πρωτοβουλία και με επιμέλειά του Αγίου εξεδόθηκε το βιβλίο του Ευγενίου Βουλγάρεως "Σχεδίασμα περί ανεξιθρησκείας". 1890
Β. Από το 1892-1894. Περίοδος που ο Άγιος ήταν ιεροκήρυκας
Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας. 1892, Β' Έκδοση συμπληρωμένη.
Τα παρ' ημίν τελούμενα ιερά μνημόσυνα. 1892
Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού. 1892, Β' Έκδοση συμπληρωμένη.
Υποτύπωσις περί ανθρώπου. 1893
Περί επιμελείας ψυχής (Ένδεκα ομιλίες). 1894
Μελέτη περί των αποτελεσμάτων της αληθούς και ψευδούς μορφώσεως. 1894
Επιμέλεια της έκδοσης του βιβλίου του Νεόφυτου Βάμβα "Φυσική Θεολογία και Χριστιανική Ηθική", Αλεξάνδρεια 1893
Γ. Από το 1894-1908. Περίοδος που ο Άγιος ήταν Διευθυντής στη Ριζάρειο
Ομιλίαι περί του Θείου χαρακτήρος και του έργου του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. 1895
Ιερόν και Φιλοσοφικών λογίων θησαύρισμα. Τόμος Α' 1895, Τόμος Β' 1896
Επικαί και Ελεγειακαί γνώμαι των μικρών Ελλήνων ποιητών. 1896
Μάθημα Χριστιανικής Ηθικής. 1897
Μάθημα Ποιμαντικής. 1898
Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις. 1899
Χριστολογία. 1901, εσώφυλλο 1990
Μελέτη περί αθανασίας της ψυχής και περί των ιερών μνημοσύνων. 1901
Ευαγγελική Ιστορία δι' αρμονίας των ποιμένων των ιερών Ευαγγελιστών Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά και Ιωάννου. 1903
Προσευχητάριον Κατανυκτικόν. 1904
Το γνώθι σαυτόν. 1904
Μελέτη περί της Μητρός του Κυρίου της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. 1904
Μελέτη περί των Αγίων του Θεού. 1904
Μελέτη περί μετανοίας και εξομολογήσεως. 1904
Μελέτη περί του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. 1904
Ιστορική μελέτη περί των διατεταγμένων νηστειών. 1905
Θεοτοκάριον, ήτοι προσευχητάριον μικρόν. 1905
Ιερατικόν Εγκόλπιον. 1907
Θεοτοκάριον. 1907, Β' έκδοση επαυξημένη.
Ψαλτήριον του προφητάνακτος Δαυίδ. 1908
Επιμέλεια της έκδοσης του έργου του Αντιόχου μοναχού της Λαύρας του Αγίου Σάββα "Πανδέκτης των Θεοπνεύστων Αγίων Γραφών", 1906
Δημοσίευσε, επίσης, περιοδικά τις παρακάτω μελέτες
Μελετίου Πηγά, "Δύο επιστολαί", Βυζαντινά Χρονικά, Πετρουπόλεως, Ι/1894
Ποιμαντικαί Ομιλίαι. Α' Περί της πολιτείας του ιερού κλήρου κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας. Ιερός Σύνδεσμος, 1895-96
Η αγωγή των παίδων και αι μητέρες. Ιερός Σύνδεσμος, 1895
Περί μεσαίωνος και Βυζαντιακού Ελληνισμού. Ιερός Σύνδεσμος
Τίνες οι λόγοι της μήνιδος των Δυτικών κατά του Φωτίου. Θρακική Επετηρίς, 1897
Περί του τις η αληθής ερμηνεία περί της ρήσεως του Αποστόλου Παύλου "η δε γυνή να φοβήται τον άνδραν". Ανάπλασις, 1902
Μελέτη περί των αγίων εικόνων. Αναμόρφωσις, 1902
Θρησκευτικαί μελέται. Αναμόρφωσις, 1903-4
Περί όρκου. Ιερός Σύνδεσμος, 1906
Επίσης έγραψε 136 επιστολές στις μοναχές που εξεδόθησαν με τον τίτλο "Κατηχητικαί Επιστολαί προς τας μοναχάς Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης", 1984
Δ. Από το 1908-1920. Περίοδος που ο Άγιος ήταν στο μοναστήρι στην Αίγινα
Τριαδικόν. 1908
Κεκραγάριον του Θείου και Ιερού Αυγουστίνου. τ.Α'-Β',1910
Μελέτη ιστορική περί των αιτιών του σχίσματος. Περί των λόγων της διαιωνίσεως αυτού και περί του δυνατού ή αδυνάτου της ενώσεως των δύο Εκκλησιών, της Ανατολικής και Δυτικής (τ. Α' 1911, τ. Β' 1912)
Μελέται δύο. Α' Περί Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Β' Περί της Ιεράς Παραδόσεως (1913)
Προσευχητάριον Κατανυκτικόν (β' έκδοση, 1913)
Μελέτη περί των Θείων Μυστηρίων (1915)
Μελέτη ιστορική περί του Τιμίου Σταυρού (1914)
Χριστιανική Ηθική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας (β' έκδοση επαυξημένη, 1920)
Περί Εκκλησίας ("Εβδομηκονταπενταετηρίς της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής 1844-1919", 1920)
Ε. Εκδόσεις μετά την εκδημία του Αγίου
Θεία Λειτουργία του Αγίου και ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου (1955)
Θρησκευτικαί Μελέται (1986)
ΣΤ. Ανέκδοτα έργα του Αγίου
Μελέτη περί των αγίων λειψάνων
Περί της αφιερώσεως τω Θεώ οσίων παρθένων και περί Μονών και μοναχικού βίου
Εορτολογία της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας (Περί των Κυριακών του όλου ενιαυτού- Περί των ακινήτων και κινητών εορτών)
Ιερά Λειτουργική
Κεφάλαια πέντε περί των λειτουργικών βιβλίων
Περί της εν πνεύματι και αληθεία λατρείας
Ερμηνεία των Πράξεων των Αποστόλων
Περί Ελληνισμού
Εγκυκλοπαιδεία της φιλοσοφίας
Ιστορίας εκκλησιαστικής μυστική θεωρία
Χρηστομάθεια
Νέον Πασχάλιον αιώνιον
Υμνολογία - Υμνογραφία
Το πολυδιάστατο του χαρακτήρα του Αγίου Νεκταρίου αποκαλύπτεται και από το υμνολογικό και υμνογραφικό έργο του. Ο Άγιος Νεκτάριος αγαπούσε ιδιαίτερα την Υπεραγία Θεοτόκο και γι' αυτό ειδικά συνέγραψε το θεοτοκάριον. Επίσης επεσήμανε χαρακτηριστικά τη διαφορά μεταξύ τύπου προσευχής και λατρείας.
Α. Υμνολογία
Κεκραγάριον είναι τα τέσσερα βιβλία των Εξομολογήσεων του ιερού Αυγουστίνου, κατά μετάφραση Ευγενίου του Βουλγάρεως, τα οποία ο Άγιος ανήγαγεν "από του πεζού λόγου εις τον έμμετρον"
Ψαλτήριον είναι πάντες οι Ψαλμοί του Δαβίδ, τους οποίους ο Άγιος, "ενέτεινεν εις μέτρα ποικίλα, Θεού ευδοκούντος και εμπνέοντος, κατά τονικήν βάσιν".
Β. Υμνογραφία
Θεοτοκάριον και Τριαδικόν είναι τα θεοτοκία και τριαδικά αντιστοίχως τροπάρια της Παρακλητικής, του Τριωδίου ή και λοιπών λειτουργικών βιβλίων, εντεταμένα σε ενιαία ή πολυποίκιλα μέτρα.
Αγιογραφία
Η μορφή του Αγίου Νεκταρίου στην αγιογραφία εμφανίζεται σε δύο φάσεις. Όρθιος και καθήμενος σε επισκοπικό θρόνο. Στην πρώτη περίσταση φέρει λιτή αμφίεση κρατώντας το ευαγγέλιο στο αριστερό χέρι και με το δεξί ευλογεί. Στην δεύτερη περίσταση φέρει αναστάσιμα άμφια και έχει στο δεξί χέρι το ευαγγέλιο ανοιχτό σε κάποιο ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο Άγιος Νεκτάριος είναι σύγχρονος Άγιος με αποτέλεσμα να υπάρχουν φωτογραφίες με την μορφή του.
Εορτή ιεράς μνήμης
Κοίμηση - 9 Νοεμβρίου
Ανακομιδή λειψάνων - 3 Σεπτεμβρίου
Αναγνώριση Αγιότητος - 20 Απριλίου
Ύστερα από την με αριθμ. 22/30 Σεπτεμβρίου 1999 εγκύκλιο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, η μνήμη του Αγίου Νεκταρίου συμπεριελήφθηκε να τιμάται επιπρόσθετα και στις 12 Οκτωβρίου όπου και ορίσθηκε να τιμάται η Σύναξη των εν Αθήναις Αγίων.
Στην Κωνσταντινούπολη
Η ζωή στη Κωνσταντινούπολη για τον Αναστάσιο ήταν σκληρή και δύσκολη τα πρώτα χρόνια της παραμονής του. Αρχικά εργάζεται σε συσκευαστήριο καπνού, οπού ο ιδιοκτήτης του φερόταν βάναυσα. Εργάζεται πολλές ώρες ημερησίως, δεν αμείβεται και πολλές φορές ξυλοκοπείται. Ο Αναστάσιος τα υπέμενε όλα αυτά, καθότι δεν ήθελε να μάθει το δράμα το οποίο περνούσε η οικογένεια του, ώστε να μην λυπούνται. Από την άλλη, θλίψη τον καταλάμβανε γιατί αδυνατούσε να ενισχύσει οικονομικά την οικογένειά του, ενώ παράλληλα δεν μπορούσε να παρακολουθήσει μαθήματα στο σχολείο. Την κλίση, όμως, προς την Θεό και στο Ευαγγέλιο, την έδειχνε από μικρός. Έτσι στο συσκευαστήριο μαζί με τον καπνό που πουλούσε, κάθε φορά έδινε και ένα μικρό χαρτάκι, το οποίο έγραφε κάποια ευαγγελική ρήση.
Η κατάσταση άλλαξε όταν ένας έμπορος που είχε μαγαζί παράπλευρα από το συσκευαστήριο τον λυπήθηκε, όταν κάποια μέρα είδε ένα ξυλοδαρμό από το αφεντικό του και έτσι τον πήρε στην δούλεψή του. H κατάσταση μεταστράφηκε. Άρχισε να εργάζεται στο επιπλοποιείο του, με αποτέλεσμα οι ώρες εργασίας να μειωθούν, να έχει χρόνο για εκκλησιασμό, να πηγαίνει σχολείο, ενώ σύντομα η οικογένεια του τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη. Στην Πόλη κάθισε συνολικά 7 έτη και σε ηλικία 20 ετών την εγκατέλειψε, παρότι δεν ολοκλήρωσε την μόρφωση του, για να πάει στο Λιθί της Χίου να εργαστεί ως δάσκαλος.
Στη Χίο
Ήταν 20 ετών όταν έφτασε στη Χίο. Έχοντας πλέον γραμματική και θεολογική γνώση έλαβε τη θέση του δασκάλου. Στη Χίο έμεινε για άλλα 10 χρόνια, μέχρι το 1877. Εκεί αρχικά θα γνωρίσει τον μεγάλο ευεργέτη του Ιωάννη Χωρέμη, ένα εύπορο τοπικό άρχοντα, ο οποίος εξαιτίας ενός περιστατικού που είχε συμβεί κατά την μεταφορά του Αγίου από την Σηλυβρία προς την Κωνσταντινούπολη (ένας ανιψιός του Χωρέμη τον βοήθησε να επιβιβαστεί στο πλοίο γιατί δεν είχε χρήματα), τον έθεσε υπό την προστασία του. Ο Άγιος Νεκτάριος όμως είχε αποφασίσει πλέον να εξέλθει της κοσμικής ζωής. Το 1876 έγινε μοναχός με το όνομα Λάζαρος ενώ ένα χρόνο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος με το όνομα που έγινε γνωστός, Νεκτάριος. Ο Άγιος Νεκτάριος είχε κλίση προς το μοναχισμό, που επιθυμούσε πάνω από όλα και όχι τόσο στον κοσμικό βίο έστω και ως κληρικός. Οι πιέσεις όμως που του ασκήθηκαν λόγω των χαρισμάτων τού λόγου και της μορφώσεώς του, τελικά τον έστρεψαν προς τον κοσμικό κλήρο, αν και ποτέ δε λησμόνησε μέχρι τέλους της ζωής του τον μοναχισμό.
[Επεξεργασία] Ανώτερες θεολογικές σπουδές
Το 1877 ο Νεκτάριος μετά από παρότρυνση του Ιωάννη Χωρέμη πήγε στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές και ενώ τις ολοκλήρωσε, εστάλη, μέσω γνωριμίας που είχε με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, στην Αλεξάνδρεια. Ο Σωφρόνιος, τριετής ήδη στον πατριαρχικό θρόνο εντυπωσιάστηκε από τον Νεκτάριο και με βάση τις πολύ καλές συστάσεις που είχε, τον έστειλε στην Αθήνα ξανά, να φοιτήσει στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Νεκτάριος εκεί διέπρεψε, και μάλιστα, πρώτευσε στο διαγωνισμό σχολικής κοσμητείας στο «Παπαδάκειο κληροδότημα», με αποτέλεσμα να κερδίσει υποτροφία σπουδών στη θεολογική σχολή, κάτι που τον ανακούφισε πολύ, καθότι ο ευεργέτης του Ιωάννης Χωρέμης είχε φύγει από τη ζωή, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Αφού έλαβε το πτυχίο του (1885), πάλι ανεχώρησε προς την Αλεξάνδρεια.
Στην Αλεξάνδρεια
Στην Αλεξάνδρεια όλα έβαιναν καλώς για τον Νεκτάριο. Άμεσα, με την επιστροφή του, χειροτονείται Ιερέας και 5 μήνες αργότερα τοποθετείται γραμματέας του Πατριάρχη παίρνοντας το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη. Εν συνεχεία μέσα σε δύο μήνες, πείθοντας για την ρητορική του ικανότητα, ανελίχθηκε σε ιεροκήρυκα ενώ έλαβε και θέση Πατριαρχικού επιτρόπου. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ο Νεκτάριος ανήλθε στην ιεραρχία του πατριαρχείου όντας ένας πολύ έμπιστος άνθρωπος στο πλευρό του Πατριάρχη. Στις 15 Ιανουαρίου του 1889 θα ανακηρυχτεί επίσκοπος Πενταπόλεως Λιβύης μετά από την κοίμηση του επισκόπου της περιοχής Νείλου. Το πρακτικό της χειροτονίας του διασώζεται μέχρι και σήμερα (Πρακτικό εκλογής κωδ. 66, σελ. 394).
Αυτή η ραγδαία άνοδος του Νεκταρίου, δεν πέρασε απαρατήρητη από τους υπολοίπους επισκόπους. Ο Σωφρόνιος πλησίαζε τα 90 χρόνια ζωής πλέον και η κούρσα της διαδοχής είχε ξεκινήσει. Ο λαός ο οποίος είχε ευεργετηθεί από το πολυποίκιλο έργο του Νεκταρίου (κυρίως φιλανθρωπικό αλλά και ποιμαντικό και αντιαιρετικό) επιθυμούσε την άνοδο του στον πατριαρχικό θρόνο και σε συνδυασμό με την εύνοια του Σωφρονίου καθίστατο η πρώτη επιλογή. Οι αντίπαλοί του γνωρίζοντας όλα αυτά, αποφάσισαν να τον παραμερίσουν, κατηγορώντας τον, πως ήθελε να ανατρέψει το Σωφρόνιο από τον θρόνο, αλλά και με αόριστες κατηγορίες ηθικής φύσεως. Επίσης είχαν μαζί τους και μερίδα κληρικών, οι οποίοι πίστευαν ότι η τακτική που ακολουθούσε ο Νεκτάριος ως επίσκοπος, δηλαδή λιτότητας και πενίας της εκκλησίας, θα επηρέαζε την οικονομική κατάσταση του Πατριαρχείου, το οποίο χωρίς οικονομική δύναμη θα γινόταν έρμαιο των διαφόρων πολιτικών ή εθνικών πιέσεων.
Η δίωξη και η επιστροφή στην Αθήνα
Ο Σωφρόνιος που πληροφορήθηκε τις κατηγορίες, που ισχυρίζονταν ότι έπραξε το αγαπημένο του παιδί, πείστηκε για την αλήθεια των ισχυρισμών. Αποτέλεσμα ήταν η άμεση εντολή, για παύση της ιδιότητάς του. Κάτι που ήταν εκκλησιαστικά παράνομο, καθότι σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο έπρεπε να παρουσιαστεί ο Νεκτάριος ενώπιον συνόδου η οποία θα εξέταζε, μετά ακροάσεως του κατηγορουμένου, τις κατηγορίες. Ο Νεκτάριος δεν θέλησε να τραβήξει το σχοινί στα άκρα και ανεχώρησε από την Αλεξάνδρεια, εν αντιθέσει με τους αντιπάλους του, οι οποίοι θέλησαν την οικονομική και ηθική εξόντωση του. Πέραν δηλαδή του ότι φρόντισαν να σπιλώσουν το όνομα του στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να εργαστεί οπουδήποτε, παρακρατούσαν και τους μισθούς του.
Ο Νεκτάριος βρέθηκε ενώπιον ακόμα μιας πολύ δύσκολης κατάστασης, όπως από μικρή ηλικία πολλές φορές είχε βρεθεί. Ο ίδιος ενοικίασε ένα μικρό δωμάτιο στα περίχωρα των Αθηνών, αλλά αδυνατούσε να πληρώσει το ενοίκιο, ενώ δεν είχε χρήματα να τραφεί. Η παράλληλη διαπόμπευσή του, ακόμα και σε κυβερνητικά κλιμάκια δυσχέραιναν την δυνατότητα εύρεσης εργασίας. Προσπαθούσε μέσω του Αρχιεπισκόπου Γερμανού να βρει μια θέση ιεροκήρυκα. Ο ίδιος παρά την συμπάθεια που έτρεφε προς το πρόσωπό του, αδυνατούσε λόγω πιέσεων από την σύνοδο να τον βοηθήσει. Έφτασε μέχρι τον υπουργό παιδείας και εκκλησιαστικών, που όμως του διεμήνυσε, ότι λόγω του νόμου (ο Νεκτάριος δεν είχε ελληνική υπηκοότητα) αδυνατούσε.
Μετά από λίγο καιρό, τελικά ο Άγιος Νεκτάριος διορίστηκε ιεροκήρυκας χάρη στη βοήθεια ενός ανθρώπου ονόματι Μελά ο οποίος ήταν μέλος της κυβέρνησης και τον είχε γνωρίσει στην Αλεξάνδρεια. Μεσολαβώντας στο γραφείο του υπουργού διορίστηκε εν τέλει ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα. Η φήμη όμως που τον ακολουθούσε ακόμα παρέμενε. Πέρασε δύσκολες στιγμές καθότι υπήρχε μεγάλη καχυποψία σε βάρος του, από τις κατηγορίες που τον ακολουθούσαν. Αποτέλεσμα αυτού ήταν, άνθρωποι από την Αθήνα αλλά και ντόπιοι να τον αποδοκιμάζουν στις ομιλίες του, στιγματίζοντας τον.
Η αποκατάσταση της αλήθειας
Το 1891, δύο έτη μετά από τις κατηγορίες που του εξαγγέλθηκαν και την απομάκρυνσή του από την Αλεξάνδρεια, στην κυβέρνηση ακόμα γίνονταν προσπάθειες για την αποπομπή του από τη θέση που κατείχε. Τότε αποκαλύφθηκε πλήρως το σχέδιο κι η πλεκτάνη που είχε στηθεί σε βάρος του. Όλα ξεκίνησαν από την αποκάλυψη ότι δεν έπαιρνε τα χρήματα που του οφείλονταν και εργαζόταν αμισθί επί της εποχής της επισκοπείας του. Επίσης παρότι παρέμενε δικαιωματικά επίσκοπος Πενταπόλεως, αφού είχε παράνομα εκδιωχθεί δεν ελάμβανε χρήματα. Εν συνεχεία καθαρίστηκε το όνομά του από κάθε είδους ανάμιξη σε σκάνδαλο ηθικού χαρακτήρος και από παντός είδους ραδιούργες προσπάθειες σε βάρος του πατριάρχη. Αυτό, ειδικά μετά την σκληρή συμπεριφορά του ποιμνίου, τον έκανε συμπαθή ενώπιον του λαού στη Χαλκίδα. Άρχισε τότε με περισσή άνεση να κηρύττει. Γρήγορα η φήμη του εξαπλώθηκε μακρύτερα από την Χαλκίδα, ενώ ο λαός έδειξε μεγάλη συμπάθεια στο πρόσωπό του, όταν χήρεψε η θέση του τοπικού επισκόπου, σχεδόν απαιτώντας την άνοδό του στο θρόνο.
Η Ριζάρειος σχολή
Το 1892 και 1893 διορίστηκε ιεροκήρυκας στο νομό Λακωνίας και Φθιωτοβοιωτίας αντίστοιχα. Ο Νεκτάριος πραγματοποιούσε διαρκώς περιοδείες σε χωριά και πόλεις κηρύττοντας, την ώρα που φίλοι του προσπαθούσαν να τον μεταθέσουν στη Ριζάρειο σχολή Αθηνών. Όταν έγινε αντιληπτό άρχισαν πάλι κάποιοι ψίθυροι, οι οποίοι τελικά δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τον Νεκτάριο από το να γίνει διευθυντής της Αθηναϊκής θεολογικής σχολής της εποχής, που επί των ημερών του γνώρισε μεγάλη αίγλη.
Την Άνοιξη του 1894 διορίστηκε ως διευθυντής της σχολής. Οι αμφιβολίες που υπήρχαν πλέον περί του Νεκταρίου δεν ήταν τόσο για τις κατηγορίες του παρελθόντος, χωρίς όμως και να εκλείψουν, αλλά κατά πόσον αυτός ο λεγόμενος και «δεσποτοκαλόγερος», θα ήταν δυνατόν με τις παλαιές και θρησκευτικές αντιλήψεις του, να μπορέσει να πετύχει στο έργο που του ανατέθηκε, καθώς η Ριζάρειος σχολή ήταν μεν θεολογική σχολή, ήταν δε σχολή που φοιτούσαν και πολλά παιδιά ευκατάστατων Αθηναίων και άλλων αρχόντων και πολιτικών της εποχής, που δεν θα γίνονταν απαραίτητα ιερείς ή θεολόγοι, αλλά επιστήμονες. Σύντομα όμως κάμφθηκαν όλες οι αντιρρήσεις από το ρηξικέλευθο τρόπο διαπαιδαγώγησης του Νεκταρίου.
Το έργο του στη Ριζάρειο
Το έργο του στη Ριζάρειο ήταν οργανωτικό, εκπαιδευτικό, συγγραφικό και παιδαγωγικό. Σύντομα οργάνωσε την σχολή με πρότυπα τα οποία αφορούσαν τον εκκλησιαστικό ορθόδοξο τρόπο σκέψης. Όμως αυτό στο οποίο ήταν αξεπέραστος ήταν η παιδαγωγική του σκέψη. Κάποτε όταν μαθητές της Ριζαρείου ήρθαν στα χέρια, ο ίδιος αντί να τους τιμωρήσει, αυτοτιμωρήθηκε, θεωρώντας εαυτόν υπαίτιο, με ασιτία 3 ημερών. Σύντομα το παράδειγμα του έγινε ανάμεσα στους τροφίμους δείκτης και η σχολή επί των ημερών του απέκτησε μεγάλη αίγλη. Άλλοτε βρέθηκε ξυπόλητος ενώπιον των μαθητών να αγορεύει, διότι εισερχόμενος στην αίθουσα είδε ένα φτωχό ο οποίος τον παρακάλεσε, αν μπορούσε να τον βοηθήσει ώστε να αποκτήσει παπούτσια, καθότι δεν είχε. Ο Νεκτάριος αμέσως έβγαλε τα δικά του και τα παρέδωσε προς κατάπληξη των πάντων. Άλλοτε σε μια διαμάχη μεταξύ των επιστατών για το ποιος ήταν υπεύθυνος καθαριότητας των αποχωρητηρίων, ο ίδιος έλυσε τη διαφορά τους, καθαρίζοντάς τες. Τέτοια και άλλα πλείστα παραδείγματα τον ανέδειξαν και σύντομα τον έκαναν στην τότε μικρή Αθήνα ακουστό και κοσμαγάπητο.
Την ίδια εποχή επιδόθηκε σε μεγάλο συγγραφικό έργο. Πολλά έργα τα διέθεσε στο λαό και τους θεολόγους δωρεάν, επειδή αδυνατούσαν να τα αγοράσουν, λόγω της φτώχειας. Χωρίς κανένα κέρδος, με γνώμονα μόνο την ψυχική ωφέλεια, πένητας από μικρός, ασκητής και ολιγαρκής, ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για την αυτοπροβολή και το κέρδος. Όταν τον κατηγορούσαν ουδέποτε αντιδικούσε, παρέμενε πράος και έλεγε πάντα πως ο Θεός θα δικαιώσει το δίκαιο και την αλήθεια. Ταπεινός, μοναχικός και παρόλα αυτά προσηνής, ο ήδη σεβάσμιος γέροντας Νεκτάριος έγινε παράδειγμα ανιδιοτελούς προσφοράς και αγάπης στους πονεμένους συνανθρώπους του στις δύσκολες εποχές που διένυαν. Η ταπεινοφροσύνη και το αίσθημα ευθύνης που τον διακατείχε για το έργο που επιτελούσε, καταδείχθηκε την εποχή που πέθανε ο Πατριάρχης Σωφρόνιος, όταν του ζητήθηκε να τον διαδεχθεί και ο ίδιος αρνήθηκε.
Η φτώχεια την εποχή που διετέλεσε ο Νεκτάριος διευθυντής της Ριζαρείου ήταν κανόνας και ταυτόχρονα το ηθικό των Ελλήνων, ειδικά μετά την αποτυχία, το 1897 με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, βρισκόταν στο ναδίρ. Ο ίδιος όμως με την ελεημοσύνη ως όπλο και το λόγο του ευαγγελίου τόνωνε την τότε αθηναϊκή κοινωνία, η οποία προσέτρεχε συχνά στα κηρύγματά του για να πάρει την συμβουλή του. Ο ίδιος διετέλεσε διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής 14 συναπτά έτη ως και το 1908, οπότε και για λόγους υγείας εγκατέλειψε τη θέση του.
Στην Αίγινα
Στην Αίγινα ο Άγιος Νεκτάριος εγκαταστάθηκε το 1908, η ιστορία όμως της εγκατάστασης του πηγαίνει αρκετά νωρίτερα στο χρόνο. Ο Νεκτάριος ποτέ στη ζωή του, δεν απέβαλε την έντονη επιθυμία του για το μοναχικό βίο. Αυτή η επιθυμία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο κατά την επίσκεψη του στο Άγιο Όρος και την σύνδεσή του με το γέροντα Δανιήλ το 1898. Έκτοτε έψαχνε ένα τόπο να στεγάσει ένα μοναστήρι για το τέλος της ζωής του, ένα «Εκκλησιαστικό Παρθενώνα», όπως έλεγε. Πιο έντονη και ίσως επιτακτική έγινε αυτή η ανάγκη, όταν 4 γυναίκες που ήσαν μόνες και συνδέονταν μαζί του, με σχέση πνευματικής καθοδήγησης, θέλησαν να μονάσουν υπό την εποπτεία του. Έτσι τελικά βρήκε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στην Αίγινα στη θέση Ξάντος στο οποίο και αποφάσισε να στεγάσει τις 4 μοναχές και άλλες 3 που ήδη μόναζαν στο νησί. Το μοναστήρι άρχισε να επαναλειτουργεί το 1904 υπό την καθοδήγησή του, παρότι αυτός ακόμα βρισκόταν στην Ριζάρειο σχολή.
Η εμφάνισή του στην Αίγινα όμως συνδυάστηκε από δύο γεγονότα, με αποτέλεσμα να γίνει άμεσα λαοφιλής. Ο Νεκτάριος αρχικά θεράπευσε έναν δαιμονισμένο νέο κάτι που γρήγορα μαθεύτηκε. Οι χωρικοί τότε τον επισκέφτηκαν ζητώντας του να λειτουργήσει και να δεηθεί στον Θεό να βρέξει, διότι είχε 3 χρόνια να βρέξει στο νησί με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί εκτεταμένη ανομβρία και οικονομική ζημία. Ο ίδιος με σύσσωμη παρουσία των νησιωτών, λειτούργησε και την ίδια μέρα άρχισε να βρέχει. Αυτά, εκλήφθηκαν ως θεϊκά σημάδια από τους Αιγινίτες, με αποτέλεσμα να θεωρούν Άγιο τον Νεκτάριο, ακόμα και εν ζωή.
Το 1908 παραιτήθηκε από σχολή για λόγους υγείας αλλά και γήρατος και αφοσιώθηκε στο μοναστήρι. Η χάρη του και η φήμη διαρκώς μεγάλωνε με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος δωρεών να κατευθύνεται στο μοναστήρι και μέσα σε 4 χρόνια επιτεύχθηκε να μεγαλώσει τόσο, ώστε να χωράει 15 μοναχές. Τα χρήματα κατευθύνονταν κυρίως στους φτωχούς του νησιού. Μεγάλο μέρος λαού και πιστών κατευθυνόταν προς το μοναστήρι, από διάφορα μέρη της Ελλάδας, για να δει ή να πάρει την ευχή του ήδη ξακουστού Νεκταρίου, κάτι που βοηθούσε και τους νησιώτες να ανασάνουν οικονομικά.
Το έργο του στην Αίγινα
Παρότι ήταν μεγάλος σε ηλικία όταν αποσύρθηκε στην Αίγινα, δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται είτε πνευματικά, υπέρ της εκκλησίας, είτε και χειρωνακτικά για την διεύρυνση του μοναστηριού. Το έργο πλέον είχε χαρακτήρα ποιμαντικό, λειτουργικό, λατρευτικό, εξομολογητικό, παρηγορητικό. Στάθηκε στους ανθρώπους του νησιού σαν αδελφός, βοηθός, συμπαραστάτης, οδηγός και συνοδοιπόρος της ζωής. Τα χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του, έμελλε να είναι πολύ ταραγμένα. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους που έφεραν ηθική ανάταση και κάποια ευφορία οικονομική και πνευματική, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήρθε να σκιάσει την Ελλάδα. Φτώχεια, ανέχεια και όλα τα συνεπακόλουθα ενός βασανισμένου τόπου και λαού μαζί με τα σύνδρομα του φόβου και των στερήσεων εμφανίζονταν απειλητικά σε αυτά τα ταραγμένα πολιτικά χρόνια για την Ελλάδα. Ο ίδιος όμως πάντα βοηθός, παρηγορητής, γνωρίζοντας από μικρός τις δυσκολίες του κόσμου κήρυττε την ελπίδα και το Θεό για ένα καλύτερο μέλλον, που πάντα όπως έλεγε στεκόταν κραταιός δίπλα στον πιστό λαό. Γι' αυτό και ο Άγιος Νεκτάριος για τους Αιγινίτες υπήρξε κάτι παραπάνω από ένας μοναχός που εγκαταστάθηκε στο νησί τους.
Η ποιμαντική αγωγή του ποιμνίου, μακρύτερα από τα στενά όρια του νησιού, ήταν πάντα μέλημά του, έτσι συνέχισε το συγγραφικό του έργο, που πλέον αναγνωριζόταν τόσο από τον τύπο της εποχής για την επιστημονική εγκυρότητά του, όσο και από μεγάλα πνευματικά ιδρύματα της εποχής. Επίσης διέθετε περισσότερο χρόνο για προσευχή κάτι που αγαπούσε, ιδιαίτερα προς την Παναγία, που θεωρούσε μητέρα του, όπως έλεγε. Ποτέ παρά τον κλονισμό της υγείας του δεν έπαψε όμως να προσφέρει ακόμα και χειρωνακτικά. Μάλιστα συνεισέφερε στην ανέγερση νέων κοιτώνων της μονής, στη διάνοιξη δρόμων προς το μοναστήρι, ασχολείτο με την κηπουρική και άλλες χειρωνακτικές εργασίες που πάντα τις θεωρούσε τιμή. Πάντα ανέφερε πως καμία εργασία δεν είναι ντροπή, αντιθέτως είναι ευλογία Θεού.
Οι δυσκολίες και οι πίκρες ποτέ δεν έλειψαν. Παρότι είχαν περάσει πάνω από 10 χρόνια από την επαναλειτουργία της μονής, ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος αρνείτο να αναγνωρίσει την μονή, παρά την αρχική συγκατάθεσή του. Το πρόβλημα αυτό μεγάλωνε, διότι η μονή δεν αποκτούσε νομική προσωπικότητα με αποτέλεσμα να αδυνατεί να κρατήσει τις κληρονομιές και όποια άλλα οικονομικά ωφελήματα είχε από πιστούς με αποτέλεσμα να δυσχεραίνει το φιλανθρωπικό έργο. Κάποιοι δηλαδή, άφηναν κληρονομιές υπέρ του μοναστηριού, που το μοναστήρι αδυνατούσε να αποδεχτεί λόγω της νομικής ανυπαρξίας του. Ο Μητροπολίτης δε, είχε δυσαρεστηθεί από την τροπή που έλαβε η εξέλιξη του μοναστηριού, με αποτέλεσμα να είναι ανένδοτος. Ο Νεκτάριος προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τον μεταπείσει, όμως μέχρι τέλους της ζωής του, δεν είδε το αίτημά του να πραγματοποιείται.
Τα τελευταία χρόνια
Ο Νεκτάριος αρχικά αφού τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και ο Θεόκλητος αποπέμφθηκε λόγω του αναθέματος στον Βενιζέλο μαζί με τους υπολοίπους επισκόπους, πίστεψε πως τα πράγματα ίσως εξομαλυνθούν. Η αρχική αισιοδοξία όμως διεκόπη όταν 1918 κατηγορήθηκε από μητέρα μοναχής για ανηθικότητα. Γρήγορα όμως εξετάσεις και έρευνες του εισαγγελέα Αθηνών κατέδειξαν το ψεύδος της μητέρας της κόρης, η οποία οικειοθελώς είχε προσχωρήσει στο μοναστήρι. Εξ αιτίας αυτού του λόγου, αλλά και κληρικών οι οποίοι στο νησί τον φθονούσαν, πιστεύοντας ότι τους παίρνει όλη την «πελατεία» και τον κατηγορούσαν πισώπλατα, ουσιαστικά δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του, την αναγνώριση του Μοναστηριού. Πάντα όμως πιστός στο Ευαγγέλιο, το παράδειγμα του Χριστού, τα γραφέντα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, πίστευε απόλυτα στη δικαιοσύνη του Θεού. Ήταν πράος, ήρεμος, υπομονετικός σε όλες αυτές τις κατηγορίες και εξευτελισμούς που κατά καιρούς τον υπέβαλαν.
Το τέλος της ζωής του ήταν επίπονο. Η χρόνια ασθένεια του προστάτη, μαζί με τα περασμένα χρόνια της ηλικίας του και κακοπάθειες της ζωής τον ταλαιπωρούσαν. Ακόμα και τότε είχε σχέδια. Ήθελε να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτήριο. Τελικά δεν πρόλαβε. Το 1920 εισήχθη στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών όπου διεγνώσθη καρκίνος του προστάτη. Στις 8 Νοεμβρίου του ιδίου έτους ο Άγιος Νεκτάριος εκοιμήθη. Το δωμάτιο στο οποίο εκοιμήθη, έχει σήμερα μετατραπεί σε μικρό ναό στο δεύτερο όροφο του Αρεταιείου νοσοκομείου, που κοσμείται από εικόνες του Αγίου και τάματα πιστών για ανάρρωση των συγγενών τους που νοσηλεύονται στην κλινική.
Θαύματα μετά θάνατον;
Ο Άγιος Νεκτάριος θεωρείτο από τους κατοίκους του νησιού της Αίγινας εν ζωή Άγιος. Τα γεγονότα όμως που περιγράφουν οι μοναχές, ο Κωστής Σακκόπουλος, φίλοι, ιερείς, νησιώτες είναι πραγματικά αξιοπερίεργα και εξηγούν τη σημερινή λαοφιλία. Όπως λέγεται στο διπλανό κρεβάτι που νοσηλευόταν ο Άγιος νοσηλευόταν και ένας παραπληγικός, ο οποίος αδυνατούσε να περπατήσει. Τότε ακουμπώντας την φανέλα του κεκοιμημένου Αγίου πάνω του, θεραπεύτηκε. Κατά τη μεταφορά του λέγεται ότι δεν είχε βάρος, ενώ το μέτωπό του ανάβλυζε μύρο. Το μεγαλύτερο όμως μυστήριο είναι ότι το λείψανο του Αγίου παρά τις 3 ταφές και εκταφές παρέμεινε αναλλοίωτο για περισσότερο από 30 χρόνια. Η φήμη αυτή μάλιστα έδωσε ελπίδα στο λαό, ειδικά σε μια περίοδο όπου το Ελληνικό όνειρο της Πόλης έγινε συντρίμμια με τη πυρπόληση της Σμύρνης. Το λείψανό του πρώτη φορά εξετάφη 3 έτη μετά την κοίμησή του και αυτό που συνέβη κλόνισε από άκρη σε άκρη την Ελλάδα.
Το συγγραφικό του έργο
Ο Άγιος Νεκτάριος ήταν πολυγραφότατος και λόγιος της εποχής εξ ου και παρέδωσε πολυποίκιλο έργο, πραγματεύοντας πάσης φύσεως θέματα. Θρησκευτικά, κοινωνικά, παιδαγωγικά, ηθικά κλπ. Το έργο είχε αναγνωριστεί για τη σπουδαιότητά του, το ύφος του και πνευματικότητά του όσο ακόμα βρισκόταν εν ζωή από τον τύπο της εποχής αλλά και από την Πανεπιστημιακή κοινότητα.
Α. Από το 1885-1890. Περίοδος Αιγύπτου
Δέκα λόγοι δια την Μεγάλην Τεσσαρακοστή. Αλεξάνδρεια 1885
Λόγος Εκκλησιαστικός εκφωνηθείς εν τω Ναώ του Αγίου Νικολάου εν Καΐρω την πρώτη Κυριακή του Τεσσαρακονθημέρου. Αλεξάνδρεια 1886
Δύο λόγοι Εκκλησιαστικοί ("Εις την Κυριακήν της Ορθοδοξίας, ήτοι περί πίστεως" και "Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού, ήτοι περί θαυμάτων") Κάιρον 1887
Λόγοι περί εξομολογήσεως. Κάιρο 1887
Περί των Ιερών Συνόδων και ιδίως περί της σπουδαιότητος των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων. Αλεξάνδρεια 1888
Περί των καθηκόντων ημών προς το Άγιον Θυσιαστήριον. Κάιρο 1888
Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού. Αλεξάνδρεια 1889
Λόγος εκφωνειθείς εν τω Αχιλλοπουλείω Παρθεναγωγείο κατά την εορτήν των Τριών Ιεραρχών. Αλεξάνδρεια 1889
Λόγος περί της προς το Άγιον Θυσιαστήριον προσελεύσεως. Αλεξάνδρεια
Με πρωτοβουλία και με επιμέλειά του Αγίου εξεδόθηκε το βιβλίο του Ευγενίου Βουλγάρεως "Σχεδίασμα περί ανεξιθρησκείας". 1890
Β. Από το 1892-1894. Περίοδος που ο Άγιος ήταν ιεροκήρυκας
Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας. 1892, Β' Έκδοση συμπληρωμένη.
Τα παρ' ημίν τελούμενα ιερά μνημόσυνα. 1892
Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού. 1892, Β' Έκδοση συμπληρωμένη.
Υποτύπωσις περί ανθρώπου. 1893
Περί επιμελείας ψυχής (Ένδεκα ομιλίες). 1894
Μελέτη περί των αποτελεσμάτων της αληθούς και ψευδούς μορφώσεως. 1894
Επιμέλεια της έκδοσης του βιβλίου του Νεόφυτου Βάμβα "Φυσική Θεολογία και Χριστιανική Ηθική", Αλεξάνδρεια 1893
Γ. Από το 1894-1908. Περίοδος που ο Άγιος ήταν Διευθυντής στη Ριζάρειο
Ομιλίαι περί του Θείου χαρακτήρος και του έργου του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. 1895
Ιερόν και Φιλοσοφικών λογίων θησαύρισμα. Τόμος Α' 1895, Τόμος Β' 1896
Επικαί και Ελεγειακαί γνώμαι των μικρών Ελλήνων ποιητών. 1896
Μάθημα Χριστιανικής Ηθικής. 1897
Μάθημα Ποιμαντικής. 1898
Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις. 1899
Χριστολογία. 1901, εσώφυλλο 1990
Μελέτη περί αθανασίας της ψυχής και περί των ιερών μνημοσύνων. 1901
Ευαγγελική Ιστορία δι' αρμονίας των ποιμένων των ιερών Ευαγγελιστών Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά και Ιωάννου. 1903
Προσευχητάριον Κατανυκτικόν. 1904
Το γνώθι σαυτόν. 1904
Μελέτη περί της Μητρός του Κυρίου της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. 1904
Μελέτη περί των Αγίων του Θεού. 1904
Μελέτη περί μετανοίας και εξομολογήσεως. 1904
Μελέτη περί του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. 1904
Ιστορική μελέτη περί των διατεταγμένων νηστειών. 1905
Θεοτοκάριον, ήτοι προσευχητάριον μικρόν. 1905
Ιερατικόν Εγκόλπιον. 1907
Θεοτοκάριον. 1907, Β' έκδοση επαυξημένη.
Ψαλτήριον του προφητάνακτος Δαυίδ. 1908
Επιμέλεια της έκδοσης του έργου του Αντιόχου μοναχού της Λαύρας του Αγίου Σάββα "Πανδέκτης των Θεοπνεύστων Αγίων Γραφών", 1906
Δημοσίευσε, επίσης, περιοδικά τις παρακάτω μελέτες
Μελετίου Πηγά, "Δύο επιστολαί", Βυζαντινά Χρονικά, Πετρουπόλεως, Ι/1894
Ποιμαντικαί Ομιλίαι. Α' Περί της πολιτείας του ιερού κλήρου κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας. Ιερός Σύνδεσμος, 1895-96
Η αγωγή των παίδων και αι μητέρες. Ιερός Σύνδεσμος, 1895
Περί μεσαίωνος και Βυζαντιακού Ελληνισμού. Ιερός Σύνδεσμος
Τίνες οι λόγοι της μήνιδος των Δυτικών κατά του Φωτίου. Θρακική Επετηρίς, 1897
Περί του τις η αληθής ερμηνεία περί της ρήσεως του Αποστόλου Παύλου "η δε γυνή να φοβήται τον άνδραν". Ανάπλασις, 1902
Μελέτη περί των αγίων εικόνων. Αναμόρφωσις, 1902
Θρησκευτικαί μελέται. Αναμόρφωσις, 1903-4
Περί όρκου. Ιερός Σύνδεσμος, 1906
Επίσης έγραψε 136 επιστολές στις μοναχές που εξεδόθησαν με τον τίτλο "Κατηχητικαί Επιστολαί προς τας μοναχάς Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης", 1984
Δ. Από το 1908-1920. Περίοδος που ο Άγιος ήταν στο μοναστήρι στην Αίγινα
Τριαδικόν. 1908
Κεκραγάριον του Θείου και Ιερού Αυγουστίνου. τ.Α'-Β',1910
Μελέτη ιστορική περί των αιτιών του σχίσματος. Περί των λόγων της διαιωνίσεως αυτού και περί του δυνατού ή αδυνάτου της ενώσεως των δύο Εκκλησιών, της Ανατολικής και Δυτικής (τ. Α' 1911, τ. Β' 1912)
Μελέται δύο. Α' Περί Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Β' Περί της Ιεράς Παραδόσεως (1913)
Προσευχητάριον Κατανυκτικόν (β' έκδοση, 1913)
Μελέτη περί των Θείων Μυστηρίων (1915)
Μελέτη ιστορική περί του Τιμίου Σταυρού (1914)
Χριστιανική Ηθική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας (β' έκδοση επαυξημένη, 1920)
Περί Εκκλησίας ("Εβδομηκονταπενταετηρίς της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής 1844-1919", 1920)
Ε. Εκδόσεις μετά την εκδημία του Αγίου
Θεία Λειτουργία του Αγίου και ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου (1955)
Θρησκευτικαί Μελέται (1986)
ΣΤ. Ανέκδοτα έργα του Αγίου
Μελέτη περί των αγίων λειψάνων
Περί της αφιερώσεως τω Θεώ οσίων παρθένων και περί Μονών και μοναχικού βίου
Εορτολογία της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας (Περί των Κυριακών του όλου ενιαυτού- Περί των ακινήτων και κινητών εορτών)
Ιερά Λειτουργική
Κεφάλαια πέντε περί των λειτουργικών βιβλίων
Περί της εν πνεύματι και αληθεία λατρείας
Ερμηνεία των Πράξεων των Αποστόλων
Περί Ελληνισμού
Εγκυκλοπαιδεία της φιλοσοφίας
Ιστορίας εκκλησιαστικής μυστική θεωρία
Χρηστομάθεια
Νέον Πασχάλιον αιώνιον
Υμνολογία - Υμνογραφία
Το πολυδιάστατο του χαρακτήρα του Αγίου Νεκταρίου αποκαλύπτεται και από το υμνολογικό και υμνογραφικό έργο του. Ο Άγιος Νεκτάριος αγαπούσε ιδιαίτερα την Υπεραγία Θεοτόκο και γι' αυτό ειδικά συνέγραψε το θεοτοκάριον. Επίσης επεσήμανε χαρακτηριστικά τη διαφορά μεταξύ τύπου προσευχής και λατρείας.
Α. Υμνολογία
Κεκραγάριον είναι τα τέσσερα βιβλία των Εξομολογήσεων του ιερού Αυγουστίνου, κατά μετάφραση Ευγενίου του Βουλγάρεως, τα οποία ο Άγιος ανήγαγεν "από του πεζού λόγου εις τον έμμετρον"
Ψαλτήριον είναι πάντες οι Ψαλμοί του Δαβίδ, τους οποίους ο Άγιος, "ενέτεινεν εις μέτρα ποικίλα, Θεού ευδοκούντος και εμπνέοντος, κατά τονικήν βάσιν".
Β. Υμνογραφία
Θεοτοκάριον και Τριαδικόν είναι τα θεοτοκία και τριαδικά αντιστοίχως τροπάρια της Παρακλητικής, του Τριωδίου ή και λοιπών λειτουργικών βιβλίων, εντεταμένα σε ενιαία ή πολυποίκιλα μέτρα.
Αγιογραφία
Η μορφή του Αγίου Νεκταρίου στην αγιογραφία εμφανίζεται σε δύο φάσεις. Όρθιος και καθήμενος σε επισκοπικό θρόνο. Στην πρώτη περίσταση φέρει λιτή αμφίεση κρατώντας το ευαγγέλιο στο αριστερό χέρι και με το δεξί ευλογεί. Στην δεύτερη περίσταση φέρει αναστάσιμα άμφια και έχει στο δεξί χέρι το ευαγγέλιο ανοιχτό σε κάποιο ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο Άγιος Νεκτάριος είναι σύγχρονος Άγιος με αποτέλεσμα να υπάρχουν φωτογραφίες με την μορφή του.
Εορτή ιεράς μνήμης
Κοίμηση - 9 Νοεμβρίου
Ανακομιδή λειψάνων - 3 Σεπτεμβρίου
Αναγνώριση Αγιότητος - 20 Απριλίου
Ύστερα από την με αριθμ. 22/30 Σεπτεμβρίου 1999 εγκύκλιο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, η μνήμη του Αγίου Νεκταρίου συμπεριελήφθηκε να τιμάται επιπρόσθετα και στις 12 Οκτωβρίου όπου και ορίσθηκε να τιμάται η Σύναξη των εν Αθήναις Αγίων.
Αρσένιος ο Καππαδόκης
Από OrthodoxWiki
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης
Γέννηση
1840, Φάρασα Καππαδοκίας
Κοίμηση
10 Νοεμβρίου 1924, Κέρκυρα
Εορτασμός
10 Νοεμβρίου
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης αποτελεί μια από τις πλέον σύγχρονες φωτισμένες μορφές της εκκλησίας. Ο βίος του δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός, μέχρι τη δημοσίευσή του από μια άλλη σύγχρονη χαρισματική μορφή, τον Γέροντα Παΐσιο. Ο Άγιος Αρσένιος έζησε στα δύσκολα χρόνια μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους στην Καππαδοκία. Είχε ιδιαίτερη μόρφωση για την εποχή, με αποτέλεσμα να τη χρησιμοποιήσει για να διδάξει τα ελληνικά και εκκλησιαστικά γράμματα, σε μια εποχή που η Τουρκική αυλή εξεδίωκε απηνώς το ελληνικό στοιχείο. Χαρακτηριστική ήταν η συμβολή του στην μικρασιατική καταστροφή, οπού ως πνευματικός οδηγός οδήγησε τους ξεριζωμένους Έλληνες κατά την ανταλλαγή πληθυσμών, στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Ο βίος του
Ο Όσιος Αρσένιος Χατζεφεντής, γεννήθηκε γύρω στα 1840 στο χωριό Φάρασα ή Βαρασιό της Καππαδοκίας, στην περιοχή της Νοτιοανατολικής σημερινής Τουρκίας. Το χωριό αυτό, με μοναδικό λαϊκό πολιτισμό έως την ανταλλαγή πληθυσμών, ήταν το Κεφαλοχώρι μιας ομάδας έξι χωριών της επαρχίας Φαράσων και είχε τετρακόσιες οικογένειες Ορθοδόξων. Ήταν μεταλλουργική κωμόπολη, στην άγρια περιοχή των βουνών του Αντίταυρου. Οι γονείς του ήταν φτωχοί ευσεβείς χωρικοί, κατά τον μακαριστό Αγιορείτη π. Παΐσιο, που ήταν πνευματικό του παιδί. Ο δάσκαλος πατέρας του, ονομαζόταν Ελευθέριος και μετά το προσκύνημα στους άγιους Τόπους, Χατζηλευτέρης. Το επώνυμό του ήταν Αννητσαλήχος και το παρατσούκλι του, Αρτζίδης. Η μητέρα του λεγόταν Βαρβάρα, το γένος Φράγκου ή Φραγκόπουλου, με το παρατσούκλι Τσαπάρη. Είχαν αποκτήσει δυο παιδιά, τον Βλάσιο και τον Θεόδωρο (π. Αρσένιο), που σε μικρή ηλικία έμειναν ορφανά, πρώτα απ’ τον πατέρα τους και λίγο αργότερα κι απ’ την μητέρα τους, με αποτέλεσμα να αναλάβει την ανατροφή τους και την προστασία τους η αδελφή της μητέρας τους.
Ο Θεόδωρος από μικρή ηλικία είχε κλίση προς τον μοναχισμό και είχε πάρει την απόφαση να γίνει μοναχός, ύστερα από τη σημαδιακή σωτηρία του από βέβαιο πνιγμό στον χείμαρρο Εβκάση. Τον Θεόδωρο έστειλε η θεία του στην πόλη Νίγδη για να μορφωθεί. Εκεί τον προστάτευε η αδελφή του πατέρα του, που εργαζόταν ως δασκάλα. Όταν τέλειωσε, η δασκάλα-θεία του φρόντισε με συγγενείς τους στη Σμύρνη, να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του. Κάθε φορά που πήγαινε στα Φάρασα, μάζευε τα μικρά παιδιά να τα μάθει κάποια γράμματα, αφού δάσκαλος σπάνια βρισκόταν να διδάξει τα παιδιά της περιοχής. Τελικά μετέβη στη Σμύρνη, όπου έμαθε καλά και τα Ελληνικά γράμματα και τα εκκλησιαστικά, αλλά και τα Αρμενικά και Τουρκικά, καθώς και λίγα Γαλλικά. Το 1866, έζησε στο κοινόβιο, της Ιεράς Μονής Φλαβιανών (Ζιντζί-Ντερέ) του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί σύντομα εκάρη μοναχός, με το όνομα Αρσένιος. Την ίδια εποχή όμως ενεφανίσθη έλλειψη δασκάλων στην περιοχή και ο Μητροπολίτης Παΐσιος ο Β΄ τον χειροτόνησε διάκονο και τον έστειλε στα Φάρασα, για να διδάξει. Τα έξι ελληνικά μικρά χωριά οι Τούρκοι επεδίωκαν να τα αφήσουν χωρίς δάσκαλο, ώστε να μη μετέχουν και εκκλησιαστικών γραμμάτων, γι' αυτό ο π. Αρσένιος, επειδή δεν βρισκόταν άλλος δάσκαλος δέχτηκε.
Στο σχολείο που εστάλη, δεν είχε θρανία, αλλά δέρματα από κατσίκες κι έτσι οι Τούρκοι νόμιζαν ότι μάθαινε τα παιδιά να προσεύχονται, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα πήγαινε στο ξωκλήσι της Παναγιάς στη θέση Κάντσι, μέσα σε μια σπηλιά. Όταν έγινε τριάντα χρονών, το 1870, χειροτονήθηκε στην Καισαρεία πρεσβύτερος, με τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη. Εν συνεχεία μετέβη στα Ιεροσόλυμα για προσκύνημα και έκτοτε οι Φαρασιώτες τον αποκαλούσαν Χατζεφεντή.
Ζούσε ταπεινά και ήταν ολιγαρκής. Κοιμόταν καταγής και ελάχιστες ώρες την ημέρα. Δύο φορές την βδομάδα ήταν έγκλειστος στο κελί του για εσωτερική νήψη, μελέτη βιβλικών και πατερικών κειμένων, βίους αγίων και προσευχή ιδιαίτερη. Οι δύο αυτές ημέρες αγίαζαν και καρποφορούσαν τις άλλες πέντε ημέρες της εβδομάδας, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Το κατάλυμά του, όπου δεχόταν τους πνευματικούς και φυσικούς ασθενείς του, ήταν φτωχικό και δίπλα είχε ένα μικρό ατομικό κελί χωμάτινο πάτωμα. Στο ανατολικό μέρος είχε ένα ράφι και πάνω εικονοστάσι αρκετές εικόνες, όπου έκαιγε ακοίμητο κανδήλι και κάτω απ’ αυτό ήταν πάντα ένα χαλάκι, όπου γονατιστός προσευχόταν. Το τυπικό του ήταν να μένει έγκλειστος Τετάρτη και Παρασκευή με απόλυτη άσκηση. Αν κάποιος άρρωστος τύχαινε να τον επισκεφτεί, τον δεχόταν, αλλά με απόλυτη σιωπή. Γι' αυτό, αυτές τις δυο μέρες δεν τραβούσε πάνω του τις Ουράνιες δυνάμεις και χαρίσματα, αλλά τραβούσαν αυτόν πάνω στους ουρανούς οι αγγελικές δυνάμεις, όπως γράφει ο π. Παΐσιος.
Ύστερα από την Μικρασιατική καταστροφή (1922) ο π. Αρσένιος παρέμενε στα Φάρασα ως τις 14 Αυγούστου του 1924. Τότε τον ανάγκασαν οι Τούρκοι να ακολουθήσει το ποίμνιό του κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία έφτασε με καράβι στον Άγιο Γεώργιο Πειραιά και γιόρτασε μαζί με τους υπολοίπους συμπατριώτες του την μεγάλη μέρα του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου 1924), με το παλαιό ημερολόγιο που είχαν στον τόπο τους. Από τον Πειραιά μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα, όπου διέμεινε για δύο βδομάδες στο Κάστρο της Κέρκυρας και λειτούργησε δύο φορές, στον Ι. Ναό του Αγίου Γεωργίου και μία εβδομάδα στο Νοσοκομείο. Λόγω όμως της ηλικίας και των κακουχιών, που υπέστη ο γέροντας, όπως είχε προβλέψει και προειδοποιήσει το ποίμνιό του, εκοιμήθη στις 10 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Ο γέροντας εκοιμήθη πένητας, με μόνη περιουσία, μερικά βιβλία. Όταν μαθεύτηκε το γεγονός αυτό, πικρία και λύπη επικράτησε ανάμεσα στους φαρασιώτες, παρ’ ότι τους είχε προετοιμάσει.Η ταφή του πραγματοποιήθηκε στο κοιμητήρι της Κέρκυρας
Η εκταφή του και η αγιότητά του
Το 1945 βρέθηκε ο τάφος του Αγίου από τα αδέλφια του Γέροντα Παϊσίου. Έτσι τον Οκτώβριο του 1958 πήγε στην Κέρκυρα αποφασισμένος να κάνει ανακομιδή των λειψάνων του. Τελικά προέβη σε ανακομιδή και το 1970 τα μετέφερε και τα τοποθέτησε κάτω απ’ την Αγία Τράπεζα του καθολικού, στο Ι. Ησυχαστήριο του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σε συνεννόηση με τον φίλο του, κτήτορα και γέροντα του Ησυχαστηρίου, π. Πολύκαρπο. Ο π. Αρσένιος παρουσιάστηκε σε ενοράσεις και ενύπνια σε πολλές μοναχές και ο π. Πολύκαρπος ενημέρωσε τον π. Παΐσιο, που ήταν πια Αγιορείτης.
Το 1979 εξέδωσε, το Γυναικείο Ι. Ησυχαστήριο της Σουρωτής, το βίο του Αγίου Αρσενίου, με στοιχεία, που είχαν περισυλλεγεί και συγγραφεί από τον π. Παΐσιο. Οι προσπάθειές του στο εξής ήταν δώσει όλα τα στοιχεία στο σεπτό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για την αναγνώριση της αγιότητας του π. Αρσενίου. Να σημειωθεί πως στον π. Παΐσιο ο ανάδοχός του είχε παρουσιασθεί στις 21-2-1971, Ψυχοσάββατο.
Το 1986 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε και επίσημα την αγιότητα του Π. Αρσενίου του Θαυματουργού και όρισε να εορτάζεται η μνήμη του στις 10 Νοεμβρίου, ημέρα της κοίμησής του.
Απολυτίκιον (ήχος γ΄)
«Βίον ένθεον,
καλώς ανύσας,
σκεύος τίμιον
του Παρακλήτου,
ανεδείχθης θεοφόρε Αρσένιε,
και των θαυμάτων την χάριν δεξάμενος,
πάσι παρέχεις ταχείαν βοήθειαν,
πάτερ Όσιε,
Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,
δωρήσασθαι, ημίν το μέγα έλεος».
Γεγονότα
Κάποτε εμφάνισαν ενώπιόν του Τουρκάλα δαιμονισμένη, δεμένη με αλυσίδες, για να την διαβάσει. Ο Όσιος τους δέχτηκε, παρ’ ότι εκείνη την ημέρα ήταν έγκλειστος. Έκανε νόημα να την λύσουν και όταν λύθηκε, όρμησε στον γέροντα, του άρπαξε το ένα πόδι και το δάγκωσε. Ενώ κρατούσε το Ευαγγέλιο, δεν το άνοιξε, παρά την κτύπησε απαλά στο κεφάλι της τρεις φορές και το δαιμόνιο έφυγε αμέσως. Η γυναίκα άρχισε να κλαίει και να φιλάει το δαγκωμένο πόδι. Ο πατέρας της έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να δεχτεί όλο το κασέ του (το πουγκί με τα χρήματά του). Πάρτα όλα, είναι δικά σου, γιατί έσωσες το παιδί μου. Και ο Ορθόδοξος ιερέας του είπε: «κράτησε τα λεφτά σου. Η πίστη μας δεν πουλιέται».
Μια φορά του πήγε ένας Τούρκος δύο ζώα μπαχτσίς (δώρο), γιατί απέκτησε η στείρα γυναίκα του δύο παιδιά με το ευλογημένο φυλακτό που της έστειλε ο Χατζεφεντής. Τότε ο γέροντας του έκανε αυστηρή παρατήρηση με τα εξής λόγια: «στο χωριό σου φτωχούς δεν είχες; Τι μου τα κουβάλησες εδώ; Για να σου πω το αφερίμ (μπράβο); Εγώ μπαχτσίσια δεν μαζεύω».
Στην Εκκλησία ήταν μια καμάρα, στην οποία άφηναν μερικοί προαιρετικά χρήματα για τους φτωχούς. Οι φτωχοί πήγαιναν μόνοι τους και έπαιρναν όσα είχαν ανάγκη. Περισσότερα φοβόντουσαν να πάρουν, για να μην τους τιμωρήσει ο Θεός. Ο γέροντας τα χρήματα δεν τα έπιανε ποτέ στα ίδια του τα χέρια, όχι μόνο για να μην αρχίσει το πάθος της φιλαργυρίας να τον κυβερνάει - φαινόμενο σύνηθες σε μερίδα κληρικών - αλλά κυρίως για να μη περνάει ούτε από το μυαλό των Χριστιανών ούτε των Τούρκων, ότι έχει την ιεροσύνη για επάγγελμα.
Τα πρόσφορα της Εκκλησίας, όχι μόνο δεν τα έπαιρνε στο σπίτι ή τα έδινε στους πιο κοντινούς του φίλους, αλλά τα έστελνε κρυφά την νύχτα σε δυστυχισμένες οικογένειες με τον ψάλτη (Πρόδρομο).
Εκκλησιολογικά
Τον π. Αρσένιο, ο Πατριάρχης του Οικουμενικού Θρόνου τον είχε σε ευλάβεια. Πολλές φορές του ζητούσε να προσευχηθεί γι' αυτόν. Τότε ο Χατζεφεντής έπαιρνε τον Πρόδρομο και έκαναν, όπως για κάθε περίσταση, ολονυκτίες στην Παναγία ή τον Άγιο Χρυσόστομο.
Μια φορά στην μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους, έλεγε ο Πρόδρομος, πήγαμε στην Παναγιά (στο Κάντσι) να κάνουμε ολονυκτία. Όταν φτάσαμε στους Αίνους, βγήκε και ο Χατζεφεντής από το Ιερό, να ψάλλουμε μαζί. Ενώ ψάλαμε στο ίδιο αναλόγιο, βλέπω ξαφνικά έναν ασπρομάλλη Γέρο στο απέναντι αναλόγιο, ο οποίος ήταν σκυφτός και ακουμπούσε με την πατερίτσα του, κι άρχισα να τρέμω από ευλάβεια. Ο Χατζεφεντής όταν με είδε, με ρώτησε «μήπως κρυώνεις;» Εγώ του είπα όχι και του έδειξα τον γέρο. Ο Χατζεφεντής δεν ταράχτηκε καθόλου και του μίλησε Τουρκικά «Ελάτε να ψάλλουμε μαζί». Ο Γέρος έκανε νόημα να συνεχίσουμε μόνοι μας και όταν έφυγε, χάθηκε στη μικρή λίμνη του Αγιασμού. Ο Χατζεφεντής είπε πως ήταν ο Άγιος Χαράλαμπος.
Οι Φαρασιώτες δύσκολα καταλάβαιναν γιατί ο π. Αρσένιος στις ονοματοδοσίες, δεν άκουγε κανέναν και έδινε ότι όνομα ήθελε αυτός. Έδινε ή καλογερικό ή Εβραϊκό! Δεν άφηνε τον ανάδοχο να δώσει όνομα μεγάλου Αγίου, που γιόρταζε ιδιαίτερα. Ο π. Παΐσιος, που ήταν παθών, το εξηγεί λέγοντας «Ο Πατήρ το έκανε αυτό με σκοπό να κόψει τα πολλά γλέντια, που γίνονταν στις ονομασίες, και στα επεισόδια. Γι' αυτό προτιμούσε ονόματα που δεν γιορτάζουν, όπως Αβραάμ, Ισαάκ, Αβέρκιο, Ιορδάνη. Μ’ αυτόν τον τρόπο κόπηκαν τα γλέντια στις ονομασίες, που είχαν αποτέλεσμα την μέθη με επεισόδια σοβαρά, λόγω του ότι οπλοφορούσαν όλοι. Έτσι αναγκάζονταν να συγκεντρώνονται στο σπίτι τους μετά την Θεία Λειτουργία. Ξεκουράζονταν λίγο, και οι μεγαλύτεροι πήγαιναν στο σπίτι του π. Αρσενίου που διηγιόταν τον βίο του αγίου της ημέρας»
Ο Άγιος Αρσένιος όταν βάπτιζε τον π. Παΐσιο, μικρό στα Φάρασα, απαίτησε από τους γονείς του να δοθεί το δικό του όνομα Αρσένιος και όχι το όνομα Χρήστος του παππού του. Είπε χαρακτηριστικά, με προφητικό νόημα «Εσείς καλά θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του παππού, εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγηρο στο πόδι μου;»
Από OrthodoxWiki
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης
Γέννηση
1840, Φάρασα Καππαδοκίας
Κοίμηση
10 Νοεμβρίου 1924, Κέρκυρα
Εορτασμός
10 Νοεμβρίου
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης αποτελεί μια από τις πλέον σύγχρονες φωτισμένες μορφές της εκκλησίας. Ο βίος του δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός, μέχρι τη δημοσίευσή του από μια άλλη σύγχρονη χαρισματική μορφή, τον Γέροντα Παΐσιο. Ο Άγιος Αρσένιος έζησε στα δύσκολα χρόνια μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους στην Καππαδοκία. Είχε ιδιαίτερη μόρφωση για την εποχή, με αποτέλεσμα να τη χρησιμοποιήσει για να διδάξει τα ελληνικά και εκκλησιαστικά γράμματα, σε μια εποχή που η Τουρκική αυλή εξεδίωκε απηνώς το ελληνικό στοιχείο. Χαρακτηριστική ήταν η συμβολή του στην μικρασιατική καταστροφή, οπού ως πνευματικός οδηγός οδήγησε τους ξεριζωμένους Έλληνες κατά την ανταλλαγή πληθυσμών, στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Ο βίος του
Ο Όσιος Αρσένιος Χατζεφεντής, γεννήθηκε γύρω στα 1840 στο χωριό Φάρασα ή Βαρασιό της Καππαδοκίας, στην περιοχή της Νοτιοανατολικής σημερινής Τουρκίας. Το χωριό αυτό, με μοναδικό λαϊκό πολιτισμό έως την ανταλλαγή πληθυσμών, ήταν το Κεφαλοχώρι μιας ομάδας έξι χωριών της επαρχίας Φαράσων και είχε τετρακόσιες οικογένειες Ορθοδόξων. Ήταν μεταλλουργική κωμόπολη, στην άγρια περιοχή των βουνών του Αντίταυρου. Οι γονείς του ήταν φτωχοί ευσεβείς χωρικοί, κατά τον μακαριστό Αγιορείτη π. Παΐσιο, που ήταν πνευματικό του παιδί. Ο δάσκαλος πατέρας του, ονομαζόταν Ελευθέριος και μετά το προσκύνημα στους άγιους Τόπους, Χατζηλευτέρης. Το επώνυμό του ήταν Αννητσαλήχος και το παρατσούκλι του, Αρτζίδης. Η μητέρα του λεγόταν Βαρβάρα, το γένος Φράγκου ή Φραγκόπουλου, με το παρατσούκλι Τσαπάρη. Είχαν αποκτήσει δυο παιδιά, τον Βλάσιο και τον Θεόδωρο (π. Αρσένιο), που σε μικρή ηλικία έμειναν ορφανά, πρώτα απ’ τον πατέρα τους και λίγο αργότερα κι απ’ την μητέρα τους, με αποτέλεσμα να αναλάβει την ανατροφή τους και την προστασία τους η αδελφή της μητέρας τους.
Ο Θεόδωρος από μικρή ηλικία είχε κλίση προς τον μοναχισμό και είχε πάρει την απόφαση να γίνει μοναχός, ύστερα από τη σημαδιακή σωτηρία του από βέβαιο πνιγμό στον χείμαρρο Εβκάση. Τον Θεόδωρο έστειλε η θεία του στην πόλη Νίγδη για να μορφωθεί. Εκεί τον προστάτευε η αδελφή του πατέρα του, που εργαζόταν ως δασκάλα. Όταν τέλειωσε, η δασκάλα-θεία του φρόντισε με συγγενείς τους στη Σμύρνη, να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του. Κάθε φορά που πήγαινε στα Φάρασα, μάζευε τα μικρά παιδιά να τα μάθει κάποια γράμματα, αφού δάσκαλος σπάνια βρισκόταν να διδάξει τα παιδιά της περιοχής. Τελικά μετέβη στη Σμύρνη, όπου έμαθε καλά και τα Ελληνικά γράμματα και τα εκκλησιαστικά, αλλά και τα Αρμενικά και Τουρκικά, καθώς και λίγα Γαλλικά. Το 1866, έζησε στο κοινόβιο, της Ιεράς Μονής Φλαβιανών (Ζιντζί-Ντερέ) του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί σύντομα εκάρη μοναχός, με το όνομα Αρσένιος. Την ίδια εποχή όμως ενεφανίσθη έλλειψη δασκάλων στην περιοχή και ο Μητροπολίτης Παΐσιος ο Β΄ τον χειροτόνησε διάκονο και τον έστειλε στα Φάρασα, για να διδάξει. Τα έξι ελληνικά μικρά χωριά οι Τούρκοι επεδίωκαν να τα αφήσουν χωρίς δάσκαλο, ώστε να μη μετέχουν και εκκλησιαστικών γραμμάτων, γι' αυτό ο π. Αρσένιος, επειδή δεν βρισκόταν άλλος δάσκαλος δέχτηκε.
Στο σχολείο που εστάλη, δεν είχε θρανία, αλλά δέρματα από κατσίκες κι έτσι οι Τούρκοι νόμιζαν ότι μάθαινε τα παιδιά να προσεύχονται, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα πήγαινε στο ξωκλήσι της Παναγιάς στη θέση Κάντσι, μέσα σε μια σπηλιά. Όταν έγινε τριάντα χρονών, το 1870, χειροτονήθηκε στην Καισαρεία πρεσβύτερος, με τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη. Εν συνεχεία μετέβη στα Ιεροσόλυμα για προσκύνημα και έκτοτε οι Φαρασιώτες τον αποκαλούσαν Χατζεφεντή.
Ζούσε ταπεινά και ήταν ολιγαρκής. Κοιμόταν καταγής και ελάχιστες ώρες την ημέρα. Δύο φορές την βδομάδα ήταν έγκλειστος στο κελί του για εσωτερική νήψη, μελέτη βιβλικών και πατερικών κειμένων, βίους αγίων και προσευχή ιδιαίτερη. Οι δύο αυτές ημέρες αγίαζαν και καρποφορούσαν τις άλλες πέντε ημέρες της εβδομάδας, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Το κατάλυμά του, όπου δεχόταν τους πνευματικούς και φυσικούς ασθενείς του, ήταν φτωχικό και δίπλα είχε ένα μικρό ατομικό κελί χωμάτινο πάτωμα. Στο ανατολικό μέρος είχε ένα ράφι και πάνω εικονοστάσι αρκετές εικόνες, όπου έκαιγε ακοίμητο κανδήλι και κάτω απ’ αυτό ήταν πάντα ένα χαλάκι, όπου γονατιστός προσευχόταν. Το τυπικό του ήταν να μένει έγκλειστος Τετάρτη και Παρασκευή με απόλυτη άσκηση. Αν κάποιος άρρωστος τύχαινε να τον επισκεφτεί, τον δεχόταν, αλλά με απόλυτη σιωπή. Γι' αυτό, αυτές τις δυο μέρες δεν τραβούσε πάνω του τις Ουράνιες δυνάμεις και χαρίσματα, αλλά τραβούσαν αυτόν πάνω στους ουρανούς οι αγγελικές δυνάμεις, όπως γράφει ο π. Παΐσιος.
Ύστερα από την Μικρασιατική καταστροφή (1922) ο π. Αρσένιος παρέμενε στα Φάρασα ως τις 14 Αυγούστου του 1924. Τότε τον ανάγκασαν οι Τούρκοι να ακολουθήσει το ποίμνιό του κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία έφτασε με καράβι στον Άγιο Γεώργιο Πειραιά και γιόρτασε μαζί με τους υπολοίπους συμπατριώτες του την μεγάλη μέρα του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου 1924), με το παλαιό ημερολόγιο που είχαν στον τόπο τους. Από τον Πειραιά μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα, όπου διέμεινε για δύο βδομάδες στο Κάστρο της Κέρκυρας και λειτούργησε δύο φορές, στον Ι. Ναό του Αγίου Γεωργίου και μία εβδομάδα στο Νοσοκομείο. Λόγω όμως της ηλικίας και των κακουχιών, που υπέστη ο γέροντας, όπως είχε προβλέψει και προειδοποιήσει το ποίμνιό του, εκοιμήθη στις 10 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Ο γέροντας εκοιμήθη πένητας, με μόνη περιουσία, μερικά βιβλία. Όταν μαθεύτηκε το γεγονός αυτό, πικρία και λύπη επικράτησε ανάμεσα στους φαρασιώτες, παρ’ ότι τους είχε προετοιμάσει.Η ταφή του πραγματοποιήθηκε στο κοιμητήρι της Κέρκυρας
Η εκταφή του και η αγιότητά του
Το 1945 βρέθηκε ο τάφος του Αγίου από τα αδέλφια του Γέροντα Παϊσίου. Έτσι τον Οκτώβριο του 1958 πήγε στην Κέρκυρα αποφασισμένος να κάνει ανακομιδή των λειψάνων του. Τελικά προέβη σε ανακομιδή και το 1970 τα μετέφερε και τα τοποθέτησε κάτω απ’ την Αγία Τράπεζα του καθολικού, στο Ι. Ησυχαστήριο του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σε συνεννόηση με τον φίλο του, κτήτορα και γέροντα του Ησυχαστηρίου, π. Πολύκαρπο. Ο π. Αρσένιος παρουσιάστηκε σε ενοράσεις και ενύπνια σε πολλές μοναχές και ο π. Πολύκαρπος ενημέρωσε τον π. Παΐσιο, που ήταν πια Αγιορείτης.
Το 1979 εξέδωσε, το Γυναικείο Ι. Ησυχαστήριο της Σουρωτής, το βίο του Αγίου Αρσενίου, με στοιχεία, που είχαν περισυλλεγεί και συγγραφεί από τον π. Παΐσιο. Οι προσπάθειές του στο εξής ήταν δώσει όλα τα στοιχεία στο σεπτό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για την αναγνώριση της αγιότητας του π. Αρσενίου. Να σημειωθεί πως στον π. Παΐσιο ο ανάδοχός του είχε παρουσιασθεί στις 21-2-1971, Ψυχοσάββατο.
Το 1986 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε και επίσημα την αγιότητα του Π. Αρσενίου του Θαυματουργού και όρισε να εορτάζεται η μνήμη του στις 10 Νοεμβρίου, ημέρα της κοίμησής του.
Απολυτίκιον (ήχος γ΄)
«Βίον ένθεον,
καλώς ανύσας,
σκεύος τίμιον
του Παρακλήτου,
ανεδείχθης θεοφόρε Αρσένιε,
και των θαυμάτων την χάριν δεξάμενος,
πάσι παρέχεις ταχείαν βοήθειαν,
πάτερ Όσιε,
Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,
δωρήσασθαι, ημίν το μέγα έλεος».
Γεγονότα
Κάποτε εμφάνισαν ενώπιόν του Τουρκάλα δαιμονισμένη, δεμένη με αλυσίδες, για να την διαβάσει. Ο Όσιος τους δέχτηκε, παρ’ ότι εκείνη την ημέρα ήταν έγκλειστος. Έκανε νόημα να την λύσουν και όταν λύθηκε, όρμησε στον γέροντα, του άρπαξε το ένα πόδι και το δάγκωσε. Ενώ κρατούσε το Ευαγγέλιο, δεν το άνοιξε, παρά την κτύπησε απαλά στο κεφάλι της τρεις φορές και το δαιμόνιο έφυγε αμέσως. Η γυναίκα άρχισε να κλαίει και να φιλάει το δαγκωμένο πόδι. Ο πατέρας της έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να δεχτεί όλο το κασέ του (το πουγκί με τα χρήματά του). Πάρτα όλα, είναι δικά σου, γιατί έσωσες το παιδί μου. Και ο Ορθόδοξος ιερέας του είπε: «κράτησε τα λεφτά σου. Η πίστη μας δεν πουλιέται».
Μια φορά του πήγε ένας Τούρκος δύο ζώα μπαχτσίς (δώρο), γιατί απέκτησε η στείρα γυναίκα του δύο παιδιά με το ευλογημένο φυλακτό που της έστειλε ο Χατζεφεντής. Τότε ο γέροντας του έκανε αυστηρή παρατήρηση με τα εξής λόγια: «στο χωριό σου φτωχούς δεν είχες; Τι μου τα κουβάλησες εδώ; Για να σου πω το αφερίμ (μπράβο); Εγώ μπαχτσίσια δεν μαζεύω».
Στην Εκκλησία ήταν μια καμάρα, στην οποία άφηναν μερικοί προαιρετικά χρήματα για τους φτωχούς. Οι φτωχοί πήγαιναν μόνοι τους και έπαιρναν όσα είχαν ανάγκη. Περισσότερα φοβόντουσαν να πάρουν, για να μην τους τιμωρήσει ο Θεός. Ο γέροντας τα χρήματα δεν τα έπιανε ποτέ στα ίδια του τα χέρια, όχι μόνο για να μην αρχίσει το πάθος της φιλαργυρίας να τον κυβερνάει - φαινόμενο σύνηθες σε μερίδα κληρικών - αλλά κυρίως για να μη περνάει ούτε από το μυαλό των Χριστιανών ούτε των Τούρκων, ότι έχει την ιεροσύνη για επάγγελμα.
Τα πρόσφορα της Εκκλησίας, όχι μόνο δεν τα έπαιρνε στο σπίτι ή τα έδινε στους πιο κοντινούς του φίλους, αλλά τα έστελνε κρυφά την νύχτα σε δυστυχισμένες οικογένειες με τον ψάλτη (Πρόδρομο).
Εκκλησιολογικά
Τον π. Αρσένιο, ο Πατριάρχης του Οικουμενικού Θρόνου τον είχε σε ευλάβεια. Πολλές φορές του ζητούσε να προσευχηθεί γι' αυτόν. Τότε ο Χατζεφεντής έπαιρνε τον Πρόδρομο και έκαναν, όπως για κάθε περίσταση, ολονυκτίες στην Παναγία ή τον Άγιο Χρυσόστομο.
Μια φορά στην μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους, έλεγε ο Πρόδρομος, πήγαμε στην Παναγιά (στο Κάντσι) να κάνουμε ολονυκτία. Όταν φτάσαμε στους Αίνους, βγήκε και ο Χατζεφεντής από το Ιερό, να ψάλλουμε μαζί. Ενώ ψάλαμε στο ίδιο αναλόγιο, βλέπω ξαφνικά έναν ασπρομάλλη Γέρο στο απέναντι αναλόγιο, ο οποίος ήταν σκυφτός και ακουμπούσε με την πατερίτσα του, κι άρχισα να τρέμω από ευλάβεια. Ο Χατζεφεντής όταν με είδε, με ρώτησε «μήπως κρυώνεις;» Εγώ του είπα όχι και του έδειξα τον γέρο. Ο Χατζεφεντής δεν ταράχτηκε καθόλου και του μίλησε Τουρκικά «Ελάτε να ψάλλουμε μαζί». Ο Γέρος έκανε νόημα να συνεχίσουμε μόνοι μας και όταν έφυγε, χάθηκε στη μικρή λίμνη του Αγιασμού. Ο Χατζεφεντής είπε πως ήταν ο Άγιος Χαράλαμπος.
Οι Φαρασιώτες δύσκολα καταλάβαιναν γιατί ο π. Αρσένιος στις ονοματοδοσίες, δεν άκουγε κανέναν και έδινε ότι όνομα ήθελε αυτός. Έδινε ή καλογερικό ή Εβραϊκό! Δεν άφηνε τον ανάδοχο να δώσει όνομα μεγάλου Αγίου, που γιόρταζε ιδιαίτερα. Ο π. Παΐσιος, που ήταν παθών, το εξηγεί λέγοντας «Ο Πατήρ το έκανε αυτό με σκοπό να κόψει τα πολλά γλέντια, που γίνονταν στις ονομασίες, και στα επεισόδια. Γι' αυτό προτιμούσε ονόματα που δεν γιορτάζουν, όπως Αβραάμ, Ισαάκ, Αβέρκιο, Ιορδάνη. Μ’ αυτόν τον τρόπο κόπηκαν τα γλέντια στις ονομασίες, που είχαν αποτέλεσμα την μέθη με επεισόδια σοβαρά, λόγω του ότι οπλοφορούσαν όλοι. Έτσι αναγκάζονταν να συγκεντρώνονται στο σπίτι τους μετά την Θεία Λειτουργία. Ξεκουράζονταν λίγο, και οι μεγαλύτεροι πήγαιναν στο σπίτι του π. Αρσενίου που διηγιόταν τον βίο του αγίου της ημέρας»
Ο Άγιος Αρσένιος όταν βάπτιζε τον π. Παΐσιο, μικρό στα Φάρασα, απαίτησε από τους γονείς του να δοθεί το δικό του όνομα Αρσένιος και όχι το όνομα Χρήστος του παππού του. Είπε χαρακτηριστικά, με προφητικό νόημα «Εσείς καλά θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του παππού, εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγηρο στο πόδι μου;»