Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Το Αλβανικό Εθνικό Ζήτημα





Θεοφάνης Μαλκίδης

Το αλβανικό εθνικό ζήτημα

Εκδόσεις Ιδρύματος Βορειοηπειρωτικών Ερευνών Ιωάννινα 2006

Σήμερα που γίνεται και ολοένα και μεγαλύτερη συζήτηση για το αλβανικό εθνικό ζήτημα είναι επίκαιρο το βιβλίο όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, η πλατφόρμα επίλυσης του αλβανικού εθνικού ζητήματος.

Η ανάδειξη του αλβανικού εθνικού ζητήματος στη χρονική φάση μετά τη δημιουργία ενός ακόμη βαλκανικού κράτους, μπορεί να κατανεμηθεί σε τρεις περιόδους:

Η πρώτη ξεκινά από το 1913, έτος δημιουργίας του αλβανικού κράτους, και φτάνει μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συμπυκνώνοντας αναζητήσεις, διεκδικήσεις, οράματα και εκπλήρωση εθνικών πόθων.

Η δημιουργία του αλβανικού κράτους προέκυψε από την αδυναμία της καταρρέουσας οθωμανικής κρατικής δομής, η οποία βλέποντας την αδυναμία της να διατηρήσει τις βαλκανικές κτήσεις της και προκειμένου να εμποδίσει την διανομή τους μεταξύ των ορθοδόξων βαλκανικών κρατών σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συνθήκης του Αγ. Στεφάνου (Μάρτιος 1878), επιδίωξε την δημιουργία αλβανικού κράτους δίνοντας για πρώτη φορά εθνική υπόσταση στον αλβανικό παράγοντα. Τις παραμονές του Συνεδρίου του Βερολίνου με την ενθάρρυνση και ανοχή των Οθωμανών αλλά και την βοήθεια της Ιταλίας συστάθηκε στο Κοσσυφοπέδιο η «Αλβανική Ένωση για τα Δικαιώματα του Αλβανικού Έθνους» («Λίγκα του Πρίζρεν) με επικεφαλής την οικογένεια Φράσερι και έδρα την Κωνσταντινούπολη, η οποία βαθμιαία επέκτεινε τις δραστηριότητές της μέχρι τα Ιωάννινα και την Πρέβεζα. Μέσα στα πλαίσια της παραπάνω πολιτικής, η Λίγκα ζήτησε από το οθωμανικό κράτος την ένωση όλων των «αλβανικών εδαφών» που μέχρι τότε ήταν διηρημένα στα βιλαέτια Σκόδρας, Κοσσυφοπεδίου, Μοναστηρίου και Ιωαννίνων σ΄ ένα «αυτόνομο» βιλαέτι υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης.

Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1912 από τον βαλκανικό συνασπισμό δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να διανεμηθεί η σημερινή Αλβανία μεταξύ της Ελλάδας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Η αντίδραση της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας καθώς και η υποστήριξή τους στα αλβανικά αιτήματα θα ωθήσει το 1912 στην Αυλώνα την υπό το βουλευτή του οθωμανικού κοινοβουλίου Ισμαήλ Κεμάλ «Εθνική Συνέλευση», να διακηρύξει την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Κατά τις προκαταρκτικές διαβουλεύσεις στην πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, όπου και αναγνωρίστηκε το νέο κράτος (17-30 Μαΐου), οι Αλβανοί αντιπρόσωποι της προσωρινής κυβερνήσεως προέβαλαν απαιτήσεις που περιελάμβαναν ολόκληρο το Κοσσυφοπέδιο και τις περιοχές των Σκοπίων και Μοναστηρίου, την περιοχή Βορειοδυτικά της Καστοριάς, ανατολικά του Μετσόβου μέχρι τον Αμβρακικό δηλαδή την περιοχή του «Βιλαετίου Ιωαννίνων». Τα σύνορα του νέου κράτους καθορίστηκαν με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17 Δεκεμβρίου 1913) και παρότι το αλβανικό κράτος μετρούσε ώρες από τη δημιουργία του, φρόντιζε να ταυτισθεί με τις διακηρύξεις της Λίγκας της πρώτης οργανωμένης προσπάθειας των Αλβανών για τη συγκεκριμενοποίηση των εθνικών αιτημάτων, προτάσσοντας τα ζητήματα των εδαφών και πληθυσμών. Η αναφορά για τους Τσάμηδες στην Κοινωνία των Εθνών, είναι ένα δείγμα όπως, δείγμα είναι και οι κινήσεις του, για ένα εξάμηνο, πρωθυπουργού Φαν Νόλη τόσο στην Αλβανία, όσο και στο εξωτερικό για το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου. Ο κυρίαρχος μέχρι το 1939 Αχμέτ Ζώγου, παρότι αντιμετώπιζε πολλά εσωτερικά προβλήματα με τις μακροχρόνιες φυλετικές διενέξεις, τις οποίες κατόρθωσε να κατευνάσει χρησιμοποιώντας το χρηματισμό και τα προνόμια, προσπάθησε να λάβει με τη σειρά του θέση στο πάνθεον των υπερασπιστών του εθνικού ζητήματος.

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η ιταλική και η γερμανική παρουσία και κατοχή στα Βαλκάνια, γέμισε προσδοκίες και εν μέρει υλοποίησε τα βασικά αιτήματα του αλβανικού εθνικού ζητήματος. Η συμμετοχή των αλβανικών πληθυσμών της περιοχής στα ιταλικά και γερμανικά στρατεύματα ήταν διακριτή και είχε συγκεκριμένους στόχους. Παρά τις ψυχροπολεμικές αναλύσεις του ηγέτη του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας (ΚΕΑ) Ενβέρ Χότζα και ορισμένων Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου, οι οποίοι προέτασσαν την συμμετοχή στον αντιφασιστικό αγώνα, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το αλβανικό αίτημα για εθνική ολοκλήρωση βρήκε συμπαραστάτες στις δυνάμεις του Άξονα, κατέχοντας περιοχές με αλβανικούς ή αλβανόφωνους πληθυσμούς (Κοσσυφοπέδιο, πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας-πΓΔΜ, Σερβία- Μαυροβούνιο, Ήπειρος). Η μεραρχία των SS, η οποία έφερε το όνομα του πρίγκιπα που αντιστάθηκε στους Οθωμανούς Ι. Καστριώτη -Σκεντέρμπεη και αποτελούνταν από 11.000 Αλβανούς είχε ουσιαστική και συμβολική σημασία, αφού εκτός από τη συμμετοχή στις επιχειρήσεις στην πΓΔΜ και το Κοσσυφοπέδιο, συνεισέφερε και στην απελευθέρωση των Αλβανών της Βαλκανικής και στην ανύψωση του ηθικού.


Η νίκη των Συμμάχων και η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου σηματοδοτούσαν και τη δεύτερη περίοδο του αλβανικού εθνικού ζητήματος. Η προσέγγιση Αλβανίας και Γιουγκοσλαβίας, η ρήξη τους και η μετέπειτα επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων, (1971) άνοιξαν τους νέους κύκλους του αλβανικού εθνικού ζητήματος. Όλ’ αυτά επηρεάστηκαν και από τη σχέση της Αλβανίας με την ΕΣΣΔ, (με την Κίνα λιγότερο) και με την πολιτική της διεθνούς απομόνωσης. Σε γενικές γραμμές η Αλβανία για δικούς της εσωτερικούς λόγους προσπάθησε να ενεργοποιήσει το ζήτημα των Αλβανών της πΓΔΜ και του Κοσσυφοπεδίου, χωρίς φτάσει σε ακρότητες, παρά την πίεση που δεχόταν από τις ριζοσπαστικές δυνάμεις αυτών των δημοκρατιών και επαρχιών της Γιουγκοσλαβίας.

Η μετά τον Ψυχρό Πόλεμο περίοδος, ανοίγει την τρίτη χρονική φάση του αλβανικού εθνικού ζητήματος. Η κατάρρευση του καθεστώτος του ΚΕΑ και η άνοδος του Μπερίσα στην προεδρία της χώρας, ανέδειξε το καταπιεσμένο, σύμφωνα με την ρητορεία, αίσθημα των βόρειων Αλβανών και των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου. Ο Μπερίσα, στηριζόμενος στα λόμπυ των Αλβανών μεταναστών του εξωτερικού και σε κάποιες ξένες δυνάμεις (ΗΠΑ, Γερμανία), επανέφερε το εθνικό ζήτημα στο προσκήνιο, είτε με την πολιτική του δράση, είτε με τη στελέχωση του μηχανισμού του με τους βόρειους Αλβανούς και τους συγγενείς τους από το Κοσσυφοπέδιο. Μάλιστα ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της χώρας το Μάρτιο του 1992 οργάνωσε διαδήλωση στα Τίρανα με στόχο τη δημόσια διαμαρτυρία για την κατάσταση των Αλβανών στο Κοσσυφοπέδιο. Στην πρωτεύουσα της «μητέρας πατρίδας», ο Μπερίσα δήλωσε ότι «δε θα πάψει ν’ αγωνίζεται για την πραγματοποίηση του μεγάλου ονείρου της συνένωσης του αλβανικού έθνους». Την ίδια περίοδο το αλβανικό κίνημα στο Κοσσυφοπέδιο και στην πΓΔΜ κατευθύνθηκε προς τη ριζοσπαστικοποίηση της δράσης του με την εμφάνιση στρατιωτικών τμημάτων. Ωστόσο η συμφωνία του Νταίυτον άφησε εκτός «ρύθμισης» τα αλβανικά αιτήματα απογοητεύοντας τις δυνάμεις στην Αλβανία, στην πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Διασπορά. 

Την αποχώρηση του Μπερίσα από την προεδρία μετά την κατάρρευση των παρατραπεζών («πυραμίδες»), ο οποίες είχαν άμεση σχέση με όλο το φάσμα του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο με τη σειρά του είχε σχέση με τη χρηματοδότηση των πολυποίκιλων ένοπλων αλβανικών ομάδων στις γειτονικές χώρες, ακολούθησε μία μικρή παρένθεση ήπιας διαχείρισης των εθνικών οραμάτων. Η συνάντηση Φατός Νάνο - Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς το 1997 στην Κρήτη, ήταν η έκφραση αυτής της πολιτικής, πολιτική η οποία όμως έτυχε δριμείας κριτικής από τους αλβανικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει το επόμενο έτος και να επανέλθουν οι ριζοσπάστες στο προσκήνιο. Η εντεινόμενη δράση των αλβανικών στρατιωτικών σωμάτων στο Κοσσυφοπέδιο συνέπεσε με τη θεωρητική τεκμηρίωση του εθνικού ζητήματος από τη δημοσίευση-πρωτοβουλία της Ακαδημίας Επιστημών των Τιράνων- του κειμένου για το εθνικό ζήτημα. ενός εξαιρετικής σημασίας βιβλίου με τίτλο «Πλατφόρμα για την επίλυση του Αλβανικού Εθνικού ζητήματος» και κατέγραφε την αλβανική οπτική για τη χερσόνησο του Αίμου και τους αλβανικούς πληθυσμούς του χώρου, σκοπεύοντας να το μετατρέψει σε πρόγραμμα δράσης όλων των Αλβανών.

Η Νατοϊκή επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο και οι συγκρούσεις στην πΓΔΜ, έδωσαν τη δυνατότητα στον αλβανικό παράγοντα να εδραιώσει και να υλοποιήσει εν μέρει ξανά, , τις εθνικές του διεκδικήσεις . στο μεν Κοσσυφοπέδιο με την de facto κυριαρχία των Αλβανών, στη δε πΓΔΜ με την αλλαγή της κατάστασης και την ουσιαστική συγκυβέρνηση με το σλαβικό πληθυσμό. Ακολούθησαν τα αιτήματα για παραχώρηση περισσότερων δικαιωμάτων στους Αλβανούς του Μαυροβουνίου και της Ελλάδας, που συμπληρώνουν μαζί με τη νέα αναβαθμισμένη αλβανική θέση στη νότια Σερβία ( Πρέσεβο) τη νέα ολοκληρωμένη προσέγγιση του εθνικού ζητήματος.

Η ενασχόληση με τη χερσόνησο του Αίμου και ιδιαίτερα με τους αλβανικούς πληθυσμούς και το εθνικό τους ζήτημα (θα έπρεπε να) αποτελεί μείζον ερευνητικό πεδίο για την ελληνική επιστημονική κοινότητα και κυρίως για το πολιτικό προσωπικό. Για λόγους που σχετίζονται με τη ψυχροπολεμική αντιπαράθεση, απoκόπηκε από τους Έλληνες η γνώση και η πολιτική, ενώ η έρευνα για τους αλβανικούς πληθυσμούς δεν υπήρξε αντάξια της σημασίας που έχουν για την περιοχή. Η ανάδειξη, συνοπτικώς, ορισμένων πτυχών του αλβανικού εθνικού ζητήματος, θεωρούμε ότι αποτελεί σημαντική συνεισφορά τόσο σε επιστημονικούς κλάδους (διεθνείς σχέσεις, πολιτική και οικονομική επιστήμη, κοινωνιολογία, διπλωματική ιστορία), που σχετίζονται με τη χερσόνησο του Αίμου, όσο και ειδικότερα στην ελληνική κοινωνία και πολιτική. 

Μάλιστα η προσθήκη, στο παράρτημα του βιβλίου, της μετάφρασης -για πρώτη φορά- στην ελληνική γλώσσα του κειμένου της Αλβανικής Ακαδημίας Επιστημών αναφορικά με την «πλατφόρμα για την επίλυση του αλβανικού εθνικού ζητήματος», συμπληρώνει την παρουσίαση του θέματος, δίνοντας ταυτόχρονα την πιο επίσημη άποψη γι΄ αυτό.