Μονή Παντάνασσας
[…] Η μεγαλοπρέπεια της πόλης οφειλόταν κυρίως στις εκκλησίες της. Η κοσμική αρχιτεκτονική του Μυστρά είναι σχεδόν περισσότερο δυτική παρά βυζαντινή. Τα μεγαλύτερα σπίτια, και το ίδιο το παλάτι, βρίσκονται κοντύτερα ως προς τη σύλληψη στα μικρότερα παλιά παλάτια της Ιταλίας παρά στις αίθουσες του Μεγάλου Ανακτόρου της Κωνσταντινούπολης, αλλά η θρησκευτική αρχιτεκτονική παρέμεινε πιστή στη βυζαντινή παράδοση. Το µόνο σημάδι δυτικής επίδρασης υπάρχει στην προσθήκη των καµπαναριών, όπως αυτά που στολίζουν την Αγ. Σοφία ή την Παντάνασσα.
Λίγες από τις εκκλησίες του Μυστρά διασώζονται μέχρι σήμερα, αλλά οι περισσότερες από αυτές που έχουν καταστραφεί ήταν μικρά παρεκκλήσια που, όπως η εκκλησία του Αγ. Χριστοφόρου, εξυπηρετούσαν την οικογένεια και τους ανθρώπους κάποιου πλουσίου. Η προσεκτικά αναστηλωμένη εκκλησία του Αγ. Γεωργίου στη νοτιο-ανατολική άκρη της Κάτω πόλης, είναι πιθανώς ένα χαρακτηριστικό δείγμα. Είναι ένα ορθογώνιο κτίριο µε ημικυλινδρικό θόλο και μια κόγχη προσαρμοσμένη στο ανατολικό άκρο. Καθώς ο λόφος υψώνεται απότοµα στα δυτικά, ο νάρθηκας είναι προσαρτηµένος στη νότια πλευρά. Το μικρό παρεκκλήσι που είναι χτισμένο δίπλα στο δροµάκι που οδηγεί από το Ανάκτορο στην Αγ. Σοφία είναι σχεδόν πανοµοιότυπου σχεδίου, αν και οι εξαιρετικές τοιχογραφίες του, που τώρα μόλις και μετά βίας διακρίνονται, δείχνουν ότι ήταν διακοσμημένο από κάποιον από τους ζωγράφους του Δεσπότη. Οι μεγαλύτερες εκκλησίες ήσαν χτισμένες σε επίπεδες επιφάνειες που ανοίχτηκαν γι’ αυτό το σκοπό, αλλά ακόµη και έτσι είχαν περιορισμένο χώρο.
Η Αγία Σοφία
Τοιχογραφίες της Αγίας Σοφίας
Αρχιτεκτονικά οι εκκλησίες του Μυστρά δεν είναι όλες του ίδιου τύπου, αλλά ακολουθούν διάφορες υστερο-βυζαντινές τεχνοτροπίες. Η μικρή εκκλησία των Αγ. Θεοδώρων είναι του ελληνικού σταυροειδούς τύπου, μια μικρή παραλλαγή της εκκλησίας που υπάρχει στο Δαφνί της Αττικής[1]. Ἡ Οδηγήτρια του ηγουμένου Παχωμίου και η Μητρόπολη του μητροπολίτη Νικηφόρου είναι βασιλικές µετά τρούλλου, µικρές απομιμήσεις της εκκλησίας της Άγ. Ειρήνης στην Κωνσταντινούπολή[2]. Η Αγ. Σοφία του Δεσπότη Μανουήλ και η εκκλησία της Ευαγγελιστρίας στην Κάτω πόλη, για την ιστορία της οποίας δεν γνωρίζουμε τίποτα, είναι του τύπου που συνήθως ονομάζεται δίστυλος σταυροειδής, κάτι µεταξύ του ελληνικού σταυροειδούς ρυθµού και της βασιλικής µετά τρούλλου, ένας τύπος στον οποίον ανήκουν πολλές βυζαντινές εκκλησίες της εποχής των Παλαιολόγων. Από τις δύο µεταγενέστερες σηµαντικές εκκλησίες, αυτή της Περιβλέπτου, στο νοτιοανατολικό µέρος της Κάτω πόλης, που χτίστηκε από µια αρχοντική οικογένεια που δεν γνωρίζουμε το όνομά της, ακολουθεί τον ίδιο ρυθμό, αλλά προσαρµοσµένων, ώστε να ταιριάζει στη βραχώδη διαμόρφωση του τόπου. Ενώ η Παντάνασσα που κτίστηκε το έτος 1426 από την οικογένεια των Φραγκόπουλων, της οποίας ο αρχηγός, ο Μανουήλ, ήταν τότε ο πρώτος μεταξύ των υπουργών του νεαρού Δεσπότη Θεοδώρου Β΄, είναι βασιλική. Έχει κανείς την εντύπωση ότι η αρχιτεκτονική δεν ενδιέφερε πολύ τους καλλιεργηµένους κύκλους του Μυστρά· αυτό που τούς γοήτευε ήταν η διακόσμηση. Στην εξωτερική επιφάνεια, η επένδυση από πλίνθους παρουσιάζει µια µεγάλη ποικιλία σχεδίων που τα ζωντανεύουν οδοντωτές ταινίες, γιρλάντες, κόγχες και τυφλά αψιδώµατα. Οι εσωτερικές επιφάνειες ήσαν καλυμμένες µε τοιχογραφίες.
Στην εξασθενημένη οικονομικά και μελαγχολική πόλη της Κωνσταντινούπολης ελάχιστα νέα κτίρια ανεγέρθηκαν µετά το µέσον του δέκατου τέταρτου αιώνα. Η επισκευή του ιερού της Αγίας Σοφίας µετά από έναν σεισμό το 1346 ήταν το τελευταίο µεγάλο καλλιτεχνικό έργο στην πρωτεύουσα. Έχουμε ακούσει για τις τοιχογραφίες που προστέθηκαν στο Καθολικό της Μονής της Θεοτόκου της Βεβαίας Ελπίδας, στο δεύτερο ήμισυ του αιώνα και για µιαν άλλη εργασία που έγινε στην εκκλησία της Μονής της Χώρας. Αλλά όταν µια από τις ιερώτερες εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης, η Παναγία των Βλαχερνών, έπαθε ζημιές από πυρκαγιά το 1434, δεν υπήρχαν ούτε χρήματα ούτε ίσως και θέληση να την επιδιορθώσουν. Οι ζωγράφοι του Βυζαντίου είχαν πάει µακριά, αναζητώντας αλλού προστάτες. Εργασία υψηλής ποιότητας γινόταν ακόμη στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας μέχρι και το μεγαλύτερο μέρος του δέκατου πέμπτου αιώνα. Άλλοι ζωγράφοι πήγαν από την Κωνσταντινούπολη στο Μυστρά.
Άποψη καταλοίπων τοιχογραφιών της εκκλησίας
Οι πιο παλιές τοιχογραφίες του Μυστρά που διασώζονται, αυτές στην εκκλησία των Αγ. Θεοδώρων, είναι χαλασμένες σε μεγάλο βαθμό ώστε να μπορέσουµε να τίς κρίνουμε. Αλλά είναι φανερό ότι και ο μητροπολίτης Νικηφόρος και ο ηγούμενος Παχώμιος χρησιμοποίησαν, ο καθένας, καλλιτέχνες υψηλής στάθμης για τη Μητρόπολη και την εκκλησία της Οδηγήτριας αντίστοιχα. Στη Μητρόπολη πολλές από τις πάνω τοιχογραφίες καταστράφηκαν όταν ένας μεταγενέστερος μητροπολίτης, ο Ματθαίος, αποφάσισε να επιδιορθώσει και να μετατρέψει την οροφή, και πολλές άλλες από τις αρχικές παραστάσεις καλύφθηκαν από μεταγενέστερα έργα ή από σοβάδες. Αλλά τώρα έχουν αποκαλυφθεί αρκετά ώστε να φανεί ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να είχαν έρθει από την Κωνσταντινούπολη και να ανήκαν στην ίδια σχολή που δημιούργησε εκείνο το περίφημο αριστούργημα της βυζαντινής ζωγραφικής, την Εις Άδου Κάθοδον, στο παρεκκλήσι της εκκλησίας του Σωτήρος της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν, σχεδόν σίγουρα, η ίδια οµάδα καλλιτεχνών που διακόσμησε τη σύγχρονη εκκλησία του Αφεντικού, την Οδηγήτρια και εδώ οι τοιχογραφίες είναι σε καλύτερη κατάσταση. Η ποιότητα της εργασίας είναι εξαιρετική. Το σχέδιο είναι καλό. Υπάρχει μια ιδέα ανθρωπιάς, ανθρώπινου δράµατος και ανθρώπινου πάθους στις ανθρώπινες μορφές, αν και η επιβλητικότητά τους διατηρείται ακέραιη. Υπάρχει κάτι από την περιφρόνηση προς τον ρεαλισμό που εγκαινιάσθηκε µε τους ζωγράφους της Τραπεζούντας. Οι εικόνες ίσως δεν έχουν το κλασσικό συγκρατημένο ύφος που χαρακτήριζε τον Δάσκαλο της Χώρας. Αλλά οι καλλιτέχνες μπορούν να θεωρηθούν ισάξιοί του.
Ιερά Μονή Περιβλέπτου
Ιερά Μονή Περιβλέπτου
Οι τοιχογραφίες στην εκκλησία της Περιβλέπτου φαίνεται ότι έγιναν περίπου µισόν αιώνα αργότερα. Θα ήταν ενδιαφέρον να ξέραμε, αν οι καλλιτέχνες που εργάσθηκαν εκεί ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη ειδικά γι’ αυτό το σκοπό ή αν ανήκαν σε κάποια τοπική σχολή που είχε ιδρυθεί από τους καλλιτέχνες που είχαν εργασθεί για το μητροπολίτη Νικηφόρο και τον ηγούμενο Παχώμιο. Ατυχώς δεν υπάρχουν τοιχογραφίες της περιόδου αυτής, που να διασώζονται στην Κωνσταντινούπολη και να μπορούν να µας καθοδηγήσουν. Και αυτές στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας του Δεσπότη Μανουήλ, για τις οποίες θα πρέπει να είχε χρησιμοποιήσει τους καλύτερους διαθέσιμους καλλιτέχνες, έχουν τόσο πολύ καταστραφεί από εικόνες που ζωγραφίστηκαν πάνω τους και στη συνέχεια, από επιστρώσεις ασβέστη, όταν η εκκλησία έγινε τζαμί, που δεν μπορούν να μάς δώσουν καμία χρήσιμη μαρτυρία.
Καθώς δεν έχουμε άλλες ενδείξεις, είναι δελεαστικό να θεωρήσουμε τις τοιχογραφίες της Περιβλέπτου ως έργο µιας τοπικής σχολής, καθώς έχουν ένα δικό τους ύφος. Ανήκουν στην παράδοση των τοιχογραφιών της Χώρας. Το σχέδιο είναι και εδώ εξαιρετικό, αν και οι καλλιτέχνες αρέσκονται τώρα να απαλύνουν τα περιγράμματα µε πιο ανεπαίσθητες χρωματικές διαβαθμίσεις. Υπάρχει ακόµη µια αυστηρή μεγαλοπρέπεια σε πολλές από τις ανθρώπινες µορφές, αλλά εδώ και εκεί υπεισέρχεται µια κάποια μελαγχολία. Υπάρχει µια ελαφριά απώλεια της ζωηρότητας. Οι άνθρωποι φαίνονται όχι τόσο πολύ να κινούνται, όσο να πλανώνται στον αέρα. Παρ’ όλα αυτά, η διακόσμηση της Περιβλέπτου είναι η πιο ενδιαφέρουσα και επιτυχής από όλες αυτές στο Μυστρά. Μερικές από τις ξεχωριστές σκηνές, τέτοιες όπως αυτή της Θείας Λειτουργίας στη βόρεια αψίδα, που είναι ατυχώς η σκοτεινότερη γωνιά τής εκκλησίας, ή η Γέννηση στη νότια πτέρυγα, είναι ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά έργα τέχνης.
Τοιχογραφίες Παντάνασσας
Η εκκλησία της Παντάνασσας, που κτίστηκε το 1428, δείχνει µε τη διακόσμησή της πως η αίσθηση του ωραίου είχε αλλάξει στο διάστηµα του μισού αιώνα που μεσολάβησε. Οι καλλιτέχνες ήσαν ακόµη πολύ υψηλού επιπέδου και χρησιμοποιούσαν χρώματα σχεδόν χωρίς κανένα περιορισμό ως προς την ποικιλία τους και την περιφρόνηση της πραγματικότητας. Αλλά η ζωγραφική εµποδίζεται από την επιθυμία να συνταιριάξει πάρα πολλές µορφές στο χώρο. Κατά κάποιο τρόπο, η θρησκευτική ένταση της παλαιότερης βυζαντινής δουλειάς έχει χαθεί. Είναι σχεδόν σαν να κυττάζαμε τις εικονογραφήσεις σε ένα βιβλίο µε παραμύθια. Αισθάνεται κανείς ότι οι καλλιτέχνες προσπαθούσαν να μεταφέρουν µια τεχνοτροπία εικονογράφησης βιβλίου σε μεγαλύτερους χώρους, για τους οποίους ήταν ακατάλληλη. Υπάρχει µεγάλη γοητεία σε όλα αυτά. Αλλά είναι η τέχνη ενός πολιτισμού που έχει επιζήσει περισσότερο από την πολιτική του βάση, µια τέχνη µελαγχολικής νοσταλγίας, για την οποία δεν υπήρχε μέλλον. Τα έργα ζωγραφικής στην Παντάνασσα του Μυστρά αποτέλεσαν το τελευταίο σημαντικό μνημείο του μεσαιωνικού ελεύθερου ελληνικού κόσμου.
*Απόσπασμα από το βιβλίο Στήβεν Ράνσιμαν, Μυστράς, Μετάφραση: Πέι Κορρέ – Τζίνα Καπατσώρη, Ινστιτούτο του βιβλίου Μ. Καρδαμίτσας, Αθήνα, 1986, σσ. 120-124.
[1] Σ.τ.μ. Η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, όπως και ο ναός του Δαφνίου είναι οκταγωνικός ναός.
[2] Σ.τ.μ. Οι εκκλησίες του Μυστρά χαρακτηρίζονται από άλλους συγγραφείς πεντάτρουλλοι ναοί, πρόσφατα δε αναφέρθηκαν και ως ναοί «τύπου Μυστρά».