Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2021

Γιάννης Γίγας : Η «θεολογία του προσώπου», το αίτημα της ελευθερίας και το εικονοστάσι του λαού

AFXENTIOY750px

Ἡ ἐλευθερία, ποὺ γι᾿ αὐτὴ θυσιαζόντανε, δὲν ἤτανε κάποια ἀκαθόριστη θεότητα,
ἀλλὰ ἤτανε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός,
ποὺ γι᾿ αὐτὸν εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ὅπου τὸ Πνεῦµα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ εἶναι κ᾿ ἡ ἐλευθερία».
Κι ἀλλοῦ λέγει: «Σταθεῖτε στερεὰ στὴν ἐλευθερία ποὺ σᾶς χάρισε ὁ Χριστός,
σταθεῖτε καὶ µὴν πέσετε πάλι στὸ ζυγὸ τῆς δουλείας.
Γιατὶ γιὰ τὴν ἐλευθερία σας κάλεσε.
Ἀλλὰ τὴν ἐλευθερία µὴν τὴν παίρνετε µονάχα σὰν ἀφορµὴ γιὰ τὴ σάρκα σας».

Φώτης Κόντογλου, «Ἡ ἁγιασµένη ἐπανάσταση», απόσπασµα από το βιβλίο
Ἡ πονεµένη Ρωµιοσύνη
, εκδόσεις Αστήρ

Θεμελιώδης θεολογική αρχή της Ορθοδοξίας είναι η θεώρηση του ανθρώπου ως προσώπου – ή αλλιώς εκείνης της υπόστασης που «καθίσταται κάθε έλλογο ον που υπερβαίνει τις αναγκαιότητες της φύσεως, που κατακτά την ιδιαιτερότητά του αλλά και συγχρόνως κινείται αγαπητικά για να συναντήσει τα υπόλοιπα έλλογα όντα και κατ’ επέκταση όλο το έμβιο περιβάλλον του». 

 

 

Ωστόσο, η ορθόδοξη παράδοση δεν αντιλαμβάνεται το ανθρώπινο πρόσωπο μόνο σε σχέση κοινωνίας με τα άλλα ανθρώπινα πρόσωπα, αλλά πρωτίστως με το απόλυτο πρόσωπο του Θεού, ως Τριάδας υποστάσεων, δηλαδή προσώπων που συνίστανται από μια απειρία θείων κατηγορημάτων, όπως είναι η αιωνιότητα, η αγάπη, η σοφία, το φως, η αλήθεια. Έτσι, ο άνθρωπος ως δημιούργημα κατ’ εικόνα του δημιουργού Θεού, δηλαδή ως πρόσωπο, καλείται, προκειμένου να οικειωθεί την υποστατική του αρχή, να επιδοθεί σε έναν πνευματικό αγώνα που εκκινεί και τελειούται από και μέσα στην αγάπη. 

 

Ο αγωνισμός του ανθρώπου κατά τη διάρκεια της ζωής του, προκειμένου να περιλάβει μέσα του το τέλειο θεανθρώπινο είναι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια να καταστεί οντολογικά ελεύθερος συμμετέχοντας σε μια κοινωνία αγάπης. Έτσι, η πραγμάτωση του ανθρώπου ως προσώπου, μέσα από την άσκηση στην αγάπη, αποτελεί την προσπάθεια υπέρβασης του βασιλείου της αναγκαιότητας και την κατίσχυση έναντι των στενών, χρονικά και τοπικά, ορίων της φύσης του και τη μετάβαση στο βασίλειο της οντολογικής του ελευθερίας, δηλαδή στην ίδια τη σωτηρία του.

Ακολουθώντας την παράδοση της «θεολογίας του προσώπου», ο Γιάννης Γίγας συμμετέχει σε αυτήν την αγαπητική προ-θεωρία, τόσο μέσω της λειτουργικής εμπειρίας της εικονογραφίας, όσο και διά της κοινωνίας του με τα «Πρόσωπα», τους «αγίους» ήρωες των λαϊκών αγώνων. Η εικαστική έκφανση της ορθόδοξης αυτής θεολογίας, μέσα από το ιδιότυπο «εικονοστάσι της περηφάνιας και του πολιτισμού των λαών» που φιλοτεχνεί ο Γίγας, δεν έρχεται απλώς να αναπλάσει την ιστορική μνήμη και να τιμήσει τις σαρκωμένες διά των ηρώων αντιστασιακές παραδόσεις των λαών του κόσμου, αλλά και να μιλήσει διά των εικόνων του για εκείνα τα υποστασιακά χαρακτηριστικά που συνθέτουν το πρόσωπο του ανθρώπου, που δεν είναι άλλα από την αγάπη, τη δικαιοσύνη, την αλήθεια και την ελευθερία. 

Με τον Σιμόν Μπολιβάρ, τον Εμιλιάνο Ζαπάτα και τον Τσε Γκεβάρα, τον Γκάντι και την Τρουγκανίνι, τους Δέκα Ιρλανδούς Μάρτυρες, τους εννέα Απαγχονισθέντες και τον Γρηγόρη Αυξεντίου, τον Λούη Τίκα (Ηλίας Σπαντιδάκης), τη Μάδερ Τζόουνς και τον Κωνσταντίνο Σπέρα, ο Γίγας δεν απεικονίζει απλώς τα ηρωικά αρχέτυπα, αλλά μας κοινωνεί στα νάματα των γηγενών αντιστασιακών πολιτισμών.

Πέραν τούτου, ο ζωγράφος των «Προσώπων», μέσα από μια προσωπική προσπάθεια άσκησης αξεχώριστη από την πίστη, δεν ζωγραφίζει με υποκειμενικό τρόπο και με την προσωπική του ψυχολογία, αλλά, κατά τη γνώμη μας, «θεολογεί» διά των προσώπων που επιλέγει να εικονοποιήσει. Η μοναδικότητα των προσώπων που αυτός αναπαριστά έγκειται στο ότι τα πρόσωπα αυτά τοποθετούνται θεολογικά διά του βίου τους απέναντι στο καίριο ερώτημα του σκοπού της ύπαρξης, ο οποίος δεν είναι άλλος από την αληθινή αγάπη, όπου αληθινή αγάπη, σύμφωνα με τα λόγια του Γέροντα Ζωσιμά, είναι το «να κάνεις τον εαυτό σου υπεύθυνο για όλα τα ανθρώπινα όντα και για τον κόσμο ολόκληρο». Έτσι, οι ήρωες του Γίγα υπερνικούν τους νόμους της αδικίας και της εκμετάλλευσης και δεν αποθνήσκουν, καθώς δίνουν αγάπη. Ωστόσο, η αληθινή αγάπη της ύπαρξης είναι διαποτισμένη από πόνο μέσα στους βίους των προσώπων και κατ’ επέκταση στο έργο του Γίγα. Αλλά η ύπαρξη του πόνου που εγγράφεται στον βίο των προσώπων, και μάλιστα του άδικου πόνου, καταδεικνύει ακριβώς την ίδια την ελευθερία τους. Ο πόνος που καλούνται οι ήρωες να αγκαλιάσουν και να κάνουν δικό τους, επιλέγοντας την αντιστασιακή πράξη απέναντι στο τίποτα, δεν είναι καταναγκασμός. Αλλά ο μόνος δρόμος όπου ασκείται αληθινά η ελευθερία του ανθρώπου, όταν δηλαδή ταυτίζεται με την αγάπη για τον πλησίον και άρα για τον Χριστό.

Δεν χρειάζεται πολλή προσπάθεια για να ανακαλύψει κανείς στο έργο του Γίγαντα την πολιτική αξία των εικόνων του, οι οποίες δεν λειτουργούν απλώς παρηγορητικά για την ύπαρξη ενός διαχρονικού, ιστορικά και οικουμενικά, αντιστασιακού ήθους, αλλά παραδειγματικά στη συγκρότηση των συλλογικών ταυτοτήτων στο παρόν ενός άλλου τρόπου για να υπάρχουμε. Ιστορώντας με ειλικρίνεια και με μεγάλη τιμιότητα απέναντι στην ίδια την ιστορία, ο Γίγας προβαίνει, κατά τη γνώμη μας, σε μια ακόμα πρόσθετη καίρια κριτική πράξη, σε μια συζήτηση αναφορικά με την κατεύθυνση της σύγχρονης τέχνης. Η ανάδειξη των προτύπων της ελληνικής ζωγραφικής, η χρήση της σημειολογίας της αγιογραφικής τέχνης και η σύζευξη των εθνικών πολιτισμικών ευρημάτων με τα διεθνή δάνεια συνηγορεί στο ότι ο Γίγας αποτελεί μια μοναδική καλλιτεχνική περίπτωση στον ελλαδικό χώρο. 

 

Μια περίπτωση καλλιτέχνη που όχι μόνο διατηρεί την πνευματική ανεξαρτησία του, τιμά την ελληνική παράδοση και την ακατάβλητη προσπάθεια των Ελλήνων δημιουργών για την ανακάλυψη της αλήθειας πέρα και πάνω από οποιονδήποτε περιορισμό που μπορεί να θέτει το κυρίαρχο πολιτισμικό πρότυπο. Στο πλαίσιο αυτό, ο Γίγας καθίσταται «Ελληνικός», χαρακτηρισμό που επιφύλασσε ο Καβάφης εκτός από τον Αντίοχο, τον Βασιλιά της Κομμαγηνής, και για τον εαυτό του. Ελληνικός, κατά τον ποιητή, είναι εκείνος που αντιλαμβάνεται τις ρίζες του ως πολύτιμο αγαθό και διαβιεί σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο ελευθερίας τόσο σε πνευματικό όσο και σε ηθικό επίπεδο, συγχρονίζοντας την ύπαρξή του και την τέχνη του με ό,τι είναι ελληνικό στην καθαρότερη μορφή του. Έτσι, ο φίλος μας ο Γιάννης εμφανίζεται «έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός \ ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν·\ εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν»…

Ευθυμία Δούση

Μάνταλα