Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

Κερπινή, Δεκέμβριος 1943



 «Έτσι γράφτηκε η τραγωδία του χωριού μου, της Κερπινής, από τους στυγερούς δολοφόνους Γερμανούς στις 08/12/1943».



Κερπινή. 8 Δεκεμβρίου 1943. Ημέρα Τετάρτη. Μια ηλιόλουστη μέρα. Οι Γερμανοί μπήκαν το πρωί στο χωριό. Καθώς  βγήκαν πάνω στο Σταυρί,  ρίξανε δύο όλμους σε κάτι πρόβατα. Αυτά σκιαχτήκανε και γυρίσανε πίσω. Εγώ κάτι καταλάβαινα κι έλεγα: 

«Δεν είναι καλά τα πράγματα». 

Από την παραμονή είχαμε μάθει ότι έρχονται οι Γερμανοί και δεν φύγαμε. «Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι». Είχαμε πέσει  θύματα της 5ης Γερμανικής Φάλαγγας, που προπαγάνδιζε ότι δεν θα μας πειράξει. Εγώ, αν και ήμουν νεώτερος, τους έλεγα να φύγουμε, ενώ ο Πρόεδρος κι οι άλλοι, οι μεγαλύτεροι, δεν φεύγανε λέγοντας ότι: 

«Θα μείνουμε εδώ. Εμείς δεν έχουμε κάνει τίποτε. Αν φύγουμε, θα μας κάψουν τα σπίτια».

Όσοι κάτοικοι είχαν φύγει επέστρεψαν κατά το μεσημέρι, αφού μάθανε ότι οι Γερμανοί δεν θα πείραζαν κανέναν. 

Το χωριό τους υποδέχτηκε και τους περιποιήθηκε με τον καλύτερο τρόπο (φαγητά-κρασιά). Όλη μέρα δεν έδειξαν τις διαθέσεις τους. Δεν παρουσίασαν τίποτε το ύποπτο. Ήταν ήσυχοι, ειρηνικοί. Το απόγευμα άρχισαν να φεύγουν και να εγκαταλείπουν το χωριό, παίρνοντας τον δρόμο προς τα Καλάβρυτα. Αυτοί όμως δεν φύγανε. Παρίσταναν ότι φύγανε και πήγαν στον τόπο της εκτελέσεως -στη Λιθακιά. Στήσαν τα πολυβόλα τους και ξαναγυρίσανε. Πιασαν το χωριό γύρω-γύρω. Κοιτάξανε να μαζέψουν τον πληθυσμό από 15 ετών έως 60, να τους βάλουν δήθεν λόγο. 

Ενώ ξεκίνησαν αυτά, άρχισαν τις σποραδικές εκτελέσεις και πυρκαγιές μέσα στο χωριό. Γιατί είχαμε οκτώ-εννιά θύματα μέσα στο χωριό. Πιάνανε έναν, μπαμ του τη δίνανε και μετά φωτιά στο σπίτι. Εδώ απέξω απ’ το σπίτι μου, τον Πρόεδρο του χωριού, τον ξεκοίλιασαν. Έρχονταν με ένα δεμάτι αραποσίτια για να κάψουν το σπίτι το δικό μας. Είχαν κάψει του Γιαννίκου σπίτι. Ερχόμενος ο Πρόεδρος και περνώντας από εδώ συναντήθηκε με τον Γερμανό, ο οποίος τον ξεκοίλιασε με τη λόγχη και πέθανε εδώ απέξω. Δεν τον σκότωσε με όπλο, με τη λόγχη. Το άλλο παιδάκι, τον Κώστα τον Καλλιά, που ήταν άρρωστο μες στο σπίτι του, το βγάλανε έξω και το σκοτώσανε μπροστά στους δικούς του. Έναν άλλον, τον Θοδωρή τον Στεφανόπουλο, που διαμαρτυρήθηκε, όταν κάποιος Γερμανός του πήρε το ρολόι, ο επικεφαλής Γερμανός του το επέστρεψε, αλλά καθώς έκανε να φύγει προς τα κάτω, τον χτύπησαν από πίσω, τον σκότωσαν και του πήραν και το ρολόι. Οι Γερμανοί καίγαν και σκότωναν όποιον έβρισκαν. 

 Οι κάτοικοι έντρομοι τρέχανε να κρυφτούν μέσα στα ρέματα.  Αρκετοί πρόλαβαν και κρυφτήκανε. Όσους καταφέρανε να μαζέψουν, τους βάλανε στη γραμμή και τους πήραν. Άρχισε να νυκτώνει, αλλιώς 

θα μάζευαν πολύ περισσότερους. Εμείς όλη νύχτα δεν ξέραμε τίποτα για το δράμα  που παίχτηκε μετά από λίγο πιο κάτω από το χωριό, στο Λιθακιά.

Θρήνος για τους σκοτωμένους και για ‘κείνους που πήρανε. Κλάμα, σκουζμάρια, μοιρολόγια, ουρλιάσματα σκύλων, φωτιές, φόβος επικρατούσαν από άκρη σ’ άκρη του χωριού εκείνη την παγερή νύχτα. Τα σπίτια καίγονταν. Οι γυναίκες προσπαθούσαν να σώσουν κάτι από το νοικοκυριό τους. Οι φλόγες, μέσα στο κρύο, έφταναν ως τον ουρανό κι έκαναν τη νύχτα μέρα. Οι καπνοί μάς πνίγανε. Η Καρλοβίτσα κι οι Κουρπές έχουν φωταγωγηθεί από τις φωτιές των καιγόμενων σπιτιών, ενώ οι καπνοί έχουν σκεπάσει τον ουρανό, για να μη βλέπουν τα αστέρια την καταστροφή των δολοφόνων. 

Με το φως της ημέρας έφτασε το φοβερό μαντάτο. Οι άνθρωποί μας κείτονταν μακελεμένοι στου Γκρίντζου το χωράφι. Άλλος σπαραγμός, άλλο κλάμα. Οι πιο ψύχραιμοι μαζί με τις γυναίκες μεταφέρουν τους αδικοσκοτωμένους πάνω σε σκάλες και κουβέρτες στο νεκροταφείο του χωριού. Γέμισε το νεκροταφείο κορμιά σακατεμένα. Ένας θρήνος, ένα αδιάκοπο μοιρολόι ακουγόταν παντού. Με χέρια, με ξύλα και με σίδερα ανοίχτηκαν στην παγωμένη γη του Δεκέμβρη τάφοι ρηχοί κι εκεί τα άψυχα κορμιά των ανθρώπων μας σκεπάστηκαν με λιγοστό χώμα. Ο γέρο –πάπα Θόδωρος, λίγο τους διάβαζε, παρηγορούσε όσους μπορούσε, τι άλλο να τους έκανε;

Ένας γλύτωσε από τη σφαγή, ο Φίλιππος ο Γκρίντζος. Ένας βαριά τραυματίας, ο δάσκαλος, ο Δημητράκης Παντελής, πέθανε μετά από δεκαεφτά μέρες. 

 Αλλά το δράμα δεν τελείωσε εδώ. Μείνανε πίσω οι χήρες και τα ορφανά. Τα ερείπια και τα χαλάσματα. Η δυστυχία και η απόγνωση. Η ανηφόρα του μαρτυρίου…

 Έτσι γράφτηκε η τραγωδία του χωριού μου, της Κερπινής, από τους στυγερούς δολοφόνους Γερμανούς στις 08/12/1943».

Φίλιππος Μπουρής