Θ. Μαλκίδης
Οι δασκάλες του Μακεδονικού Αγώνα
Οι νεαρές δασκάλες των δεκαεπτά με είκοσι ετών, κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα επιτέλεσαν το χρέος τους ακέραια. Με την πένα στο χέρι και το περίστροφο κρυμμένο στον κόρφο, αντιμετώπισαν τους κομιτατζήδες που θέλανε να τις εξοντώσουν γιατί θαρρούσαν πως, αν αποκεφάλιζαν πνευματικά τον τόπο, η Μακεδονία θα έπεφτε στα χέρια τους.
Οι δασκάλες του Μακεδονικού Αγώνα ήταν πραγματικά ανδρείες και την αντρειοσύνη αυτή μετάγγισαν και στις ψυχές όχι μόνο των μικρών μαθητών τους, αλλά και των φοβισμένων Ελλήνων. Και πήραν θάρρος οι κατατρεγμένοι από τους Βουλγάρους χωρικοί και αντιστάθηκαν στον κομιτατζή. Και ήρθε, με αγώνες και θυσίες από πολλούς γνωστούς και αφανείς ήρωες, η πολυπόθητη λευτεριά στη Μακεδονική γη…
ΒΕΛΙΚΑ ΤΡΑΪΚΟΥ
Είναι φθινόπωρο του 1901. Ο διπλωμάτης στο ελληνικό Προξενείο του Μοναστηρίου, ο Ίων Δραγούμης, έχει κάνει έκκληση στο «Κέντρο» της Θεσσαλονίκης να του στείλουν ένα ταλαντούχο πρόσωπο για μια πολύ σοβαρή, εχέμυθη και επικίνδυνη αποστολή. Θα αποτελούσε το σύνδεσμο του ελληνικού κομιτάτου ανάμεσα σε Μοναστήρι-Καστοριά-Θεσσαλονίκη. Αναρωτιέται ποιον άραγε θα του στείλουν. Μένει βουβός, σαν αντικρύζει μπροστά του τη δεκαοκτάχρονη Βελίκα Τράικου, έτοιμη ν᾿ αναλάβει καθήκοντα. Κι όμως, η γυναικεία καρδιά της κρύβει σπάνιους θησαυρούς.
Παριστάνοντας πότε τη τρελή Τουρκάλα που είναι ξυπόλυτη και φορά κουρέλια και πότε τη φτωχή Βουλγάρα που είναι συνεχώς σκυμμένη και μαζεύει ραδίκια για να τα πουλήσει στα παζάρια των Τούρκων και των Βουλγάρων, γίνεται ο σύνδεσμος ανάμεσα στον Ίωνα Δραγούμη, στον Δεσπότη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη και στον Πρόξενο της Θεσσαλονίκης. Τι κι αν οι περαστικοί κουνούν το κεφάλι τους και την κοροϊδεύουν; Η Βελίκα έχει πλήρη συναίσθηση των πράξεών της. Υπηρετεί το χειμαζόμενο έθνος της. Χαλάλι για την πατρίδα της να κάνει τρομερές υπερβάσεις, να χάσει και την υπόληψή της. Μέσα στις πυκνές πλεξούδες της ή κάτω από τον ξεφτισμένο ποδόγυρό της κρύβει καλοβαλμένα πολύτιμα έγγραφα του Αγώνα. Ενημερώνει για ό,τι άρπαξε το αυτί της από τους Βουλγάρους και τους Τούρκους, αφού γνωρίζει καλά και τις δύο γλώσσες. Κι όταν καταφθάνει στη μακεδονική γη ο Παύλος Μελάς, κι οι μάχες πιότερο ανάβουν, η λεπτεπίλεπτη δασκάλα συνεχίζει, παρ᾿ όλους τους κινδύνους, να «μεταμορφώνεται» και να αποτελεί «το μάτι και το αυτί του Αγώνα».
Ξαφνικά οι Βούλγαροι κομιτατζήδες την αναγνωρίζουν. Ένας από αυτούς μπήγει το μαχαίρι του στο στήθος της. Τη βασανίζει άγρια. Θέλει ν’ αρπάξει τα μυστικά της. Μα η τρελή Τουρκάλα τα παίρνει μαζί της στην αιωνιότητα. Στις 28 Αυγούστου του 1904, το εθνικό έργο της ηρωίδας ανακόπτεται. Θρηνεί γοερά στην κηδεία της η Θεσσαλονίκη το άξιο βλαστάρι της και καταγράφει το όνομά της στο πάνθεο των ηρώων.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ
12 Δεκεμβρίου 1906. Κλεπούνσα Σερρών. Οι Βούλγαροι, αφού δολοφόνησαν ή έκαψαν ζωντανούς τους προκρίτους του χωριού, έκαναν έπειτα επίθεση και στο σπίτι των δασκάλων. Η Αγγελική Φιλιππίδη, μια νεαρή δασκάλα με πλούσιο εθνικό, φιλανθρωπικό, κοινωνικό και πολιτιστικό έργο, μαζί το σύζυγό της χωρίς να δειλιάσουν, τρέχουν από παράθυρο σε παράθυρο και πολεμούν με το δίκανο και τα περίστροφα που τους έχουν παραχωρηθεί για αυτοάμυνα. Κάποια στιγμή η Αγγελική πληγώνεται στο γόνατο. Μα συνεχίζει να πολεμά μέχρι που το σπίτι ζώνεται στις φλόγες. Τσουρουφλισμένη και υποβασταζόμενη από το σύζυγό της πέρασε στο γειτονικό σπίτι απ’ όπου συνέχισε να μάχεται και να βρίζει τους Κομιτατζήδες.
Έδωσε ο Θεός τη μέρα και οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν την Κλεπούνσα. Οταν έφτασε εκεί ο πρόξενος των Σερρών για να συμπαρασταθεί στους δοκιμασμένους χωρικούς, η Αγγελική παρά το θρυμματισμένο της γόνατο και τους φριχτούς πόνους, παρακάλεσε να μην μεταφερθεί κατ’ ευθείαν στο νοσοκομείο Σερρών, αλλά να την τοποθετήσουν σε φορείο και να σταματούν στην
πλατεία του κάθε χωριού, να συγκεντρώνονται εκεί οι κάτοικοι και να τους μιλά. Το αίμα της στην τραγική εκείνη πορεία σταγόνα-σταγόνα έβαφε τη μακεδονική γη και γίνονταν αρραβώνας με τη λευτεριά…
Η Αγγελική Φιλιππίδη έφτασε στο νοσοκομείο Σερρών όπου πλήθη συνέρρεαν για να ασπαστούν το χέρι της. Έπειτα μεταφέρθηκε στο κοινοτικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Οι απεγνωσμένες προσπάθειες των γιατρών και η λαχτάρα των δικών της, δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το μοιραίο. Εκεί η ηρωίδα άφησε την τελευταία της πνοή με το όραμα της λευτεριάς στα βασιλεμένα της μάτια. Η Θεσσαλονίκη την κήδεψε με πάνδημη συμμετοχή. Ήταν μέσα Ιανουαρίου του 1907. Η ελευθερία δεν θ’ αργούσε πολύ να δικαιώσει τη θυσία της…
ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΑΝΔΗΛΙΑΡΗ
Είναι άνοιξη του 1907. Η Σουλτάνα Κανδηλιάρη, μια ακόμα μαρτυρική δασκάλα, σπέρνει τον αγαθό σπόρο της ελευθερίας στα τρυφερά και ευαίσθητα μαθητούδια της και τους γονείς τους, τις ψυχές των οποίων σφυροκοπά η προπαγάνδα και η τρομοκρατία των Βουλγάρων. Είναι τοποθετημένη σε ένα ορεινό χωριό της Καστοριάς και προσπαθεί να ξεχάσει τη φρίκη της δολοφονίας των γονιών της, που έζησε στα δεκαοχτώ της χρόνια.
Ξαφνικά χτυπά η πόρτα του σχολείου και την ενημερώνουν ότι έρχεται ο Μήρτσε με τους κομιτατζήδες του για να δώσει τέλος στο πολυσχιδές έργο της στην περιοχή. Η Σουλτάνα απτόητη φυγαδεύει με ασφάλεια τους μικρούς μαθητές της και ταμπουρώνεται στο σχολείο της. Ο Μήρτσε δεν αργεί να καταφθάσει. Περικυκλώνει το σχολείο και την καλεί να παραδοθεί απειλώντας πως θα το κάψει. Η ηρωική δασκάλα αρνείται να εγκαταλείψει το κάστρο της, και αμύνεται γενναία για αρκετές ώρες. Μένοντας πιστή στα ιδανικά της, τελικά πληγώνεται θανάσιμα από τον εχθρό, και λαμπαδιάζεται μαζί με το σχολείο, αποτελώντας φωτεινό παράδειγμα ήθους και ψυχικής μεγαλοσύνης.
Φωτεινή Αλατά-Παπαδημητρίου
Για την ηρωική αυτή δασκάλα που 16 χρονών πήγε να διδάξει στους σλαβόφωνους Έλληνες ενός χωριού της άνω κοιλάδας του Στρυμώνα, δεν έχουν γραφτεί πολλά.
Στις 13-11-1901 διορίστηκε μέσω του Μητροπολίτη Μελενίκου, σε ηλικία μόλις 16 ετών η Φωτεινή Αλατά στη θέση της δασκάλας του χωριού. Η ίδια της επέλεξε αυτή τη θέση αν και ήταν παράτολμη αυτή της η κίνηση. Οι κάτοικοι τη δέχτηκαν με ενθουσιασμό καθώς ένα μικρό κοριτσάκι δέχτηκε να διδάξει τα παιδιά τους και κατ’ επέκταση και τους ίδιους τα Ελληνικά.
Οι κάτοικοι του χωριού αν και είχαν έντονα ριζωμένα μέσα τους Ελληνικά πιστεύω μιλούσαν μια σλαβόφωνη διάλεκτο που είχε ως βάση τη βουλγαρική γλώσσα. Πρώτη κίνηση της μικρής Φωτεινής ήταν να κάνει το χωριό καθαρά ελληνόφωνο.Έτσι το πρωί δίδασκε στα παιδιά και το απόγευμα στους γονείς την Ελληνική γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα. Σ’ αυτό της το έργο τη βοήθησε η μητέρα της, Ευδοκία, καθώς ήταν γνώστης της βουλγάρικης γλώσσας.
Το έργο της δεν το περιόρισε στη γλώσσα, αλλά παράλληλα δίδαξε με πολύ μεράκι τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, χορούς, βοηθούσε στην κατανόηση του Κυριακάτικου Ευαγγελίου, ενώ φρόντιζε οι γυναίκες να εμπλουτίζουν τα εργόχειρα τους με ελληνικές παραστάσεις.
Έμεινε στο χωριό εννέα ολόκληρα χρόνια σε αντίθεση με κάθε συνάδελφο της που εγκατέλειπε τη θέση του μετά από ένα χρόνο διδασκαλίας. Από το 1901 μέχρι 1911 εργάστηκε σκληρά για τους Σταρτσοβήτες και αυτοί με τη σειρά τους την αγάπησαν και της παρείχαν ότι χρειαζόταν.
Για την πλούσια εθνικοπατριωτική της δράση, η δασκάλα έγινε στόχος, και κυνηγήθηκε πολλές φορές, απ’ τους κομιτατζήδες.
Το 1911 έφυγε από το Στάρτσοβο καθώς παντρεύτηκε τον Αθανάσιο Παπαδημητρίου και μαζί απέκτησαν έξι παιδιά.
Η Φωτεινή Αλατά τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για την προσφορά της στο Μακεδονικό Αγώνα.
Αικατερίνη Χατζηγεωργίου
Μιά μόλις μέρα μετά την δολοφονία του Παύλου Μελά, στις 14 Οκτωβρίου του 1904… και η ελληνική παράδοση καταγράφει με το παράκάτω δημώδες και γλαφυρό ποίημα την θυσία της:
.
Παιδιά μου , γιατί χύνεται δάκρυα με τόση λαύρα
κι όλα φοράτε μαύρα στο έρμο αυτό σχολειό ;
– Έκαψαν τη δασκάλα μας Βούλγαροι δολοφόνοι
κι έχουμε μείνει μόνοι , χωρίς μανούλα πλειό .
Γιατί από μάνα πιο πολύ μας αγαπούσε εκείνη ,
η δόλια Αικατερίνη από τη Γευγελή .
Της είπαν να παραδοθεί τα τέρατα εκείνα.
Μ’ αυτή σαν Μπουμπουλίνα, ενώ πυροβολεί, τους λέει
” Δεν παραδίνεται ποτέ της μια Ελληνίδα “.
Κι ως λύκαινα ηρωίδα τρεις ώρες τους κρατεί.
Μα τέλος την εκάψανε κι επέταξε στα ουράνια
κι εμάς σε μαύρη ορφάνια μας άφησε στη γη .
.
Η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου υπήρξε ένα κορίτσι, το οποίο άφησε τον μάταιο ετούτο κόσμο μόλις στα είκοσι της χρόνια μιας και είχε μπεί στο μάτι του βουλγαρικού κομιτάτου, το οποίο την είχε “προγράψει” για την αγάπη που έτρεφε στην Ελλάδα και για το οτι κρατούσε την φλόγα της ελπίδας για λευτεριά ζωντανή στα σκλαβωμένα εδάφη της Μακεδονίας των αρχών του 20ου αιώνα. Πριν όμως καεί ζωντανή, πήρε μαζί τις στον τάφο αρκετές ψυχές Βουλγάρων κομιτατζήδων δια μέσου του πιστολιού της, αν και εγκλωβισμένη στο σπίτι στο οποίο έβαλαν τελικά φωτιά καίγοντας την μαζί με όσους βρίσκονταν μαζί της εκείνο το κρύο βράδυ του 1904.
Στις 14 Οκτωβρίου 1904 στην Μακεδονία βασιλεύει ο τρόμος, διότι μια μέρα πριν οι τούρκοι στρατιώτες σε συνεργασία με τους βούλγαρους κομιτατζήδες δολοφόνησαν τον Παύλο Μελά (Μίκη Ζέζα) στο χωριό Στάτιστα (το οποίο σήμερα ονομάζεται Παύλος Μελάς προς τιμήν του ήρωα). Η Μακεδονία θρηνεί έναν από τους μεγάλους υπερασπιστές της. Όλοι είναι λυπημένοι μα και αισιόδοξοι συνάμα, γιατί ξέρουν πως με το αίμα ενός τέτοιου παλληκαριού θα ποτιστεί το δέντρο της ελευθερίας και θα καρπίσει.
.
Κάπου πιο μακριά σ’ ένα χωριό της σκλάβας Μακεδονίας, στην Γρίτσιστα (Ελληνικό) της περιοχής Γευγελής (νότια Σκόπια), ζει μια κοπέλα, η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου. Είναι η μόλις 21 ετών δασκάλα του χωριού, η οποία, αν και μικρή στην ηλικία είναι μεγάλη στην ψυχή. Η Κατερίνα διδάσκει με ζέση τους μαθητές της σαν να πρόκειται για δικά της παιδιά. Διδάσκει την ιστορία αυτής της χιλιοβασανισμένης, μα πάντα Ελληνικής γης, που τόσοι και τόσοι βάρβαροι προσπάθησαν να αφελληνίσουν αλλά δεν τα κατάφεραν.
Όλοι στο χωριό την γνωρίζουν σαν το καλόκαρδο κορίτσι που βοηθάει πάντα τους Μακεδονομάχους αγωνιστές με όποιον τρόπο μπορεί. Οι βούλγαροι κομιτατζήδες την έχουν βάλει στο μάτι γιατί κρατάει άσβεστη την φλόγα της Ελληνικότητας στα μικρά παιδιά και στο χωριό. Την παρενοχλούν συνεχώς, την βρίζουν, την απειλούν, της περιγράφουν τι θα της κάνουν όταν θα πέσει στα χέρια τους. Την Κατερίνα όμως, δεν την νοιάζει η ζωή της παρά μόνο να μην χάσει η Μακεδονία την ελληνικότητά της. Οι βούλγαροι μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά έχουν αποθρασυνθεί και θέλουν να τελειώνουν με κάθε εστία Ελληνικής αντίστασης.
Όταν οι κομιτατζήδες καταφτάνουν στο χωριό, τα παράθυρα και οι πόρτες των σπιτιών κλείνουν. Οι χωριανοί κρυφοκοιτάζουν ανάμεσα από τις γρίλιες τους κομιτατζήδες να κατευθύνονται στο σπίτι της δασκάλας. Φτάνοντας έξω από την πόρτα του σπιτιού της, της φωνάζουν να βγει έξω. Η Κατερίνα τους ακούει από μέσα και αποκρίνεται πως «δεν παραδίδεται ποτέ της μια Ελληνίδα». Η ατρόμητη ψυχή της δεν τους φοβάται. Μαζί της βρίσκονται ακόμη έξι Μακεδονομάχοι έτοιμοι να δώσουν την ζωή τους για την πατρίδα. Η περήφανη Ελληνίδα λέει πως δεν παραδίδεται και με το όπλο της ρίχνει μια βολή εναντίον των αιμοβόρων κομιτατζήδων και η μάχη ξεκινάει.
Οι σφαίρες των Βουλγάρων χτυπάνε τους τοίχους του σπιτιού γεμίζοντάς το τρύπες. Μετά από τρεις ώρες αναποτελεσματικών πυροβολισμών κι ενώ φαίνεται ότι το σπίτι της δασκάλας είναι άπαρτο κάστρο, ένας κομιτατζής δίνει την ιδέα να το κάψουν. Όλοι συμφωνούν, μιας και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καταβάλουν τους Έλληνες αγωνιστές. Ένας κομιτατζής τρέχει με αναμμένο πυρσό, σπάει το παράθυρο και τον ρίχνει μέσα. Το εσωτερικό του σπιτιού είναι ξύλινο και λαμπαδιάζει αμέσως. Οι αγωνιστές όμως δεν βγαίνουν έξω. Προτιμούν να καούν ζωντανοί παρά να πέσουν στα χέρια των Βουλγάρων. Οι φλόγες λαμπαδιάζουν το σπίτι, δημιουργώντας μια κόλαση πυρός. Η Κατερίνα όπως και οι άλλοι αγωνιστές συνεχίζουν να πυροβολούν μέχρι να σωθούν οι σφαίρες τους και να τους καταπιούν οι φλόγες.
.
Οι Βούλγαροι πανηγυρίζουν για το φοβερό «κατόρθωμά» τους, καθώς από το σπίτι έχουν πια μείνει μόνο στάχτη και καπνισμένα ντουβάρια. Ένα ακόμη ολοκαύτωμα, πήρε την θέση του δίπλα στο Κούγκι, στο Σούλι, στα Σάλωνα, στο Αρκάδι της Κρήτης και σε όλα τα ολοκαυτώματα του Ελληνισμού για την ελευθερία της πατρίδας από τον βάρβαρο ζυγό.
Το 1939 βρέθηκε στο νεκροταφείο της Γευγελής ο τάφος της ηρωικής Ελληνίδας δασκάλας. Ο σταυρός, έγραφε:
«Υπέρ της εις τον Θεόν των Ελλήνων πίστεως αγωνιζομένη, πυρί υπό των Βουλγάρων παραδοθείσα, ενθάδε κείμαι, Αικατερίνη Χατζηγεωργίου διδάσκαλος, 14 Οκτωβρίου 1904».
Λίλη Βλάχου
Η Λίλη Βλάχου, αδελφή του Μακεδονομάχου Ιωάννου Βλάχου ή Τσίσκα ,που σκοτώθηκε το 1906 σε μάχη έξω από το Μοναστήρι, σπούδασε στο Αρσάκειο με δαπάνη του ελληνικού δημοσίουκαι ανέλαβε τη Διεύθυνση του Παρθεναγωγείου Εδέσσης. Και από την πρώτη στιγμή μπήκε στον αγώνα. Έτσι πέρα από τα άλλα της καθήκοντα,εμψύχωνε με ομιλίες τους Εδεσσαίους και οι μαθήτριές της, ακολουθώντας τα δικά της χνάρια, μεταμορφώθηκαν σε θαυμάσιους συνδέσμους των αγωνιστών.
Κι έλαμψε τόσο σύντομα σα δασκάλα και Μακεδονομάχος, ώστε ο πρόξενος Κορομηλάς την κάλεσε στη Θεσσαλονίκη, τάχα να ενισχύσει το προσωπικό του διδασκαλείου,στην πραγμαικότητα όμως να την έχει άμεσο συνεργάτη του.Εκεί η Βλάχου μύησε στον αγώνα όλες τις δασκάλες,ενώ ανελάμβανε με επιτυχία πολλές δύσκολες αποστολές εκτός Θεσσαλονίκης.
Οι Βούλγαροι θορυβημένοι πλήρωσαν αδρά έναν δήμιο τουρκαλβανό και την δολοφόνησαν μέσα στο ίδιο της το σχολείο το 1907.
Οι νεαρές δασκάλες των δεκαεπτά με είκοσι ετών, κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα επιτέλεσαν το χρέος τους ακέραια. Με την πένα στο χέρι και το περίστροφο κρυμμένο στον κόρφο, αντιμετώπισαν τους κομιτατζήδες που θέλανε να τις εξοντώσουν γιατί θαρρούσαν πως, αν αποκεφάλιζαν πνευματικά τον τόπο, η Μακεδονία θα έπεφτε στα χέρια τους.
Οι δασκάλες του Μακεδονικού Αγώνα ήταν πραγματικά ανδρείες και την αντρειοσύνη αυτή μετάγγισαν και στις ψυχές όχι μόνο των μικρών μαθητών τους, αλλά και των φοβισμένων Ελλήνων. Και πήραν θάρρος οι κατατρεγμένοι από τους Βουλγάρους χωρικοί και αντιστάθηκαν στον κομιτατζή. Και ήρθε, με αγώνες και θυσίες από πολλούς γνωστούς και αφανείς ήρωες, η πολυπόθητη λευτεριά στη Μακεδονική γη…
ΒΕΛΙΚΑ ΤΡΑΪΚΟΥ
Είναι φθινόπωρο του 1901. Ο διπλωμάτης στο ελληνικό Προξενείο του Μοναστηρίου, ο Ίων Δραγούμης, έχει κάνει έκκληση στο «Κέντρο» της Θεσσαλονίκης να του στείλουν ένα ταλαντούχο πρόσωπο για μια πολύ σοβαρή, εχέμυθη και επικίνδυνη αποστολή. Θα αποτελούσε το σύνδεσμο του ελληνικού κομιτάτου ανάμεσα σε Μοναστήρι-Καστοριά-Θεσσαλονίκη. Αναρωτιέται ποιον άραγε θα του στείλουν. Μένει βουβός, σαν αντικρύζει μπροστά του τη δεκαοκτάχρονη Βελίκα Τράικου, έτοιμη ν᾿ αναλάβει καθήκοντα. Κι όμως, η γυναικεία καρδιά της κρύβει σπάνιους θησαυρούς.
Παριστάνοντας πότε τη τρελή Τουρκάλα που είναι ξυπόλυτη και φορά κουρέλια και πότε τη φτωχή Βουλγάρα που είναι συνεχώς σκυμμένη και μαζεύει ραδίκια για να τα πουλήσει στα παζάρια των Τούρκων και των Βουλγάρων, γίνεται ο σύνδεσμος ανάμεσα στον Ίωνα Δραγούμη, στον Δεσπότη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη και στον Πρόξενο της Θεσσαλονίκης. Τι κι αν οι περαστικοί κουνούν το κεφάλι τους και την κοροϊδεύουν; Η Βελίκα έχει πλήρη συναίσθηση των πράξεών της. Υπηρετεί το χειμαζόμενο έθνος της. Χαλάλι για την πατρίδα της να κάνει τρομερές υπερβάσεις, να χάσει και την υπόληψή της. Μέσα στις πυκνές πλεξούδες της ή κάτω από τον ξεφτισμένο ποδόγυρό της κρύβει καλοβαλμένα πολύτιμα έγγραφα του Αγώνα. Ενημερώνει για ό,τι άρπαξε το αυτί της από τους Βουλγάρους και τους Τούρκους, αφού γνωρίζει καλά και τις δύο γλώσσες. Κι όταν καταφθάνει στη μακεδονική γη ο Παύλος Μελάς, κι οι μάχες πιότερο ανάβουν, η λεπτεπίλεπτη δασκάλα συνεχίζει, παρ᾿ όλους τους κινδύνους, να «μεταμορφώνεται» και να αποτελεί «το μάτι και το αυτί του Αγώνα».
Ξαφνικά οι Βούλγαροι κομιτατζήδες την αναγνωρίζουν. Ένας από αυτούς μπήγει το μαχαίρι του στο στήθος της. Τη βασανίζει άγρια. Θέλει ν’ αρπάξει τα μυστικά της. Μα η τρελή Τουρκάλα τα παίρνει μαζί της στην αιωνιότητα. Στις 28 Αυγούστου του 1904, το εθνικό έργο της ηρωίδας ανακόπτεται. Θρηνεί γοερά στην κηδεία της η Θεσσαλονίκη το άξιο βλαστάρι της και καταγράφει το όνομά της στο πάνθεο των ηρώων.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ
12 Δεκεμβρίου 1906. Κλεπούνσα Σερρών. Οι Βούλγαροι, αφού δολοφόνησαν ή έκαψαν ζωντανούς τους προκρίτους του χωριού, έκαναν έπειτα επίθεση και στο σπίτι των δασκάλων. Η Αγγελική Φιλιππίδη, μια νεαρή δασκάλα με πλούσιο εθνικό, φιλανθρωπικό, κοινωνικό και πολιτιστικό έργο, μαζί το σύζυγό της χωρίς να δειλιάσουν, τρέχουν από παράθυρο σε παράθυρο και πολεμούν με το δίκανο και τα περίστροφα που τους έχουν παραχωρηθεί για αυτοάμυνα. Κάποια στιγμή η Αγγελική πληγώνεται στο γόνατο. Μα συνεχίζει να πολεμά μέχρι που το σπίτι ζώνεται στις φλόγες. Τσουρουφλισμένη και υποβασταζόμενη από το σύζυγό της πέρασε στο γειτονικό σπίτι απ’ όπου συνέχισε να μάχεται και να βρίζει τους Κομιτατζήδες.
Έδωσε ο Θεός τη μέρα και οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν την Κλεπούνσα. Οταν έφτασε εκεί ο πρόξενος των Σερρών για να συμπαρασταθεί στους δοκιμασμένους χωρικούς, η Αγγελική παρά το θρυμματισμένο της γόνατο και τους φριχτούς πόνους, παρακάλεσε να μην μεταφερθεί κατ’ ευθείαν στο νοσοκομείο Σερρών, αλλά να την τοποθετήσουν σε φορείο και να σταματούν στην
πλατεία του κάθε χωριού, να συγκεντρώνονται εκεί οι κάτοικοι και να τους μιλά. Το αίμα της στην τραγική εκείνη πορεία σταγόνα-σταγόνα έβαφε τη μακεδονική γη και γίνονταν αρραβώνας με τη λευτεριά…
Η Αγγελική Φιλιππίδη έφτασε στο νοσοκομείο Σερρών όπου πλήθη συνέρρεαν για να ασπαστούν το χέρι της. Έπειτα μεταφέρθηκε στο κοινοτικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Οι απεγνωσμένες προσπάθειες των γιατρών και η λαχτάρα των δικών της, δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το μοιραίο. Εκεί η ηρωίδα άφησε την τελευταία της πνοή με το όραμα της λευτεριάς στα βασιλεμένα της μάτια. Η Θεσσαλονίκη την κήδεψε με πάνδημη συμμετοχή. Ήταν μέσα Ιανουαρίου του 1907. Η ελευθερία δεν θ’ αργούσε πολύ να δικαιώσει τη θυσία της…
ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΑΝΔΗΛΙΑΡΗ
Είναι άνοιξη του 1907. Η Σουλτάνα Κανδηλιάρη, μια ακόμα μαρτυρική δασκάλα, σπέρνει τον αγαθό σπόρο της ελευθερίας στα τρυφερά και ευαίσθητα μαθητούδια της και τους γονείς τους, τις ψυχές των οποίων σφυροκοπά η προπαγάνδα και η τρομοκρατία των Βουλγάρων. Είναι τοποθετημένη σε ένα ορεινό χωριό της Καστοριάς και προσπαθεί να ξεχάσει τη φρίκη της δολοφονίας των γονιών της, που έζησε στα δεκαοχτώ της χρόνια.
Ξαφνικά χτυπά η πόρτα του σχολείου και την ενημερώνουν ότι έρχεται ο Μήρτσε με τους κομιτατζήδες του για να δώσει τέλος στο πολυσχιδές έργο της στην περιοχή. Η Σουλτάνα απτόητη φυγαδεύει με ασφάλεια τους μικρούς μαθητές της και ταμπουρώνεται στο σχολείο της. Ο Μήρτσε δεν αργεί να καταφθάσει. Περικυκλώνει το σχολείο και την καλεί να παραδοθεί απειλώντας πως θα το κάψει. Η ηρωική δασκάλα αρνείται να εγκαταλείψει το κάστρο της, και αμύνεται γενναία για αρκετές ώρες. Μένοντας πιστή στα ιδανικά της, τελικά πληγώνεται θανάσιμα από τον εχθρό, και λαμπαδιάζεται μαζί με το σχολείο, αποτελώντας φωτεινό παράδειγμα ήθους και ψυχικής μεγαλοσύνης.
Φωτεινή Αλατά-Παπαδημητρίου
Για την ηρωική αυτή δασκάλα που 16 χρονών πήγε να διδάξει στους σλαβόφωνους Έλληνες ενός χωριού της άνω κοιλάδας του Στρυμώνα, δεν έχουν γραφτεί πολλά.
Στις 13-11-1901 διορίστηκε μέσω του Μητροπολίτη Μελενίκου, σε ηλικία μόλις 16 ετών η Φωτεινή Αλατά στη θέση της δασκάλας του χωριού. Η ίδια της επέλεξε αυτή τη θέση αν και ήταν παράτολμη αυτή της η κίνηση. Οι κάτοικοι τη δέχτηκαν με ενθουσιασμό καθώς ένα μικρό κοριτσάκι δέχτηκε να διδάξει τα παιδιά τους και κατ’ επέκταση και τους ίδιους τα Ελληνικά.
Οι κάτοικοι του χωριού αν και είχαν έντονα ριζωμένα μέσα τους Ελληνικά πιστεύω μιλούσαν μια σλαβόφωνη διάλεκτο που είχε ως βάση τη βουλγαρική γλώσσα. Πρώτη κίνηση της μικρής Φωτεινής ήταν να κάνει το χωριό καθαρά ελληνόφωνο.Έτσι το πρωί δίδασκε στα παιδιά και το απόγευμα στους γονείς την Ελληνική γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα. Σ’ αυτό της το έργο τη βοήθησε η μητέρα της, Ευδοκία, καθώς ήταν γνώστης της βουλγάρικης γλώσσας.
Το έργο της δεν το περιόρισε στη γλώσσα, αλλά παράλληλα δίδαξε με πολύ μεράκι τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, χορούς, βοηθούσε στην κατανόηση του Κυριακάτικου Ευαγγελίου, ενώ φρόντιζε οι γυναίκες να εμπλουτίζουν τα εργόχειρα τους με ελληνικές παραστάσεις.
Έμεινε στο χωριό εννέα ολόκληρα χρόνια σε αντίθεση με κάθε συνάδελφο της που εγκατέλειπε τη θέση του μετά από ένα χρόνο διδασκαλίας. Από το 1901 μέχρι 1911 εργάστηκε σκληρά για τους Σταρτσοβήτες και αυτοί με τη σειρά τους την αγάπησαν και της παρείχαν ότι χρειαζόταν.
Για την πλούσια εθνικοπατριωτική της δράση, η δασκάλα έγινε στόχος, και κυνηγήθηκε πολλές φορές, απ’ τους κομιτατζήδες.
Το 1911 έφυγε από το Στάρτσοβο καθώς παντρεύτηκε τον Αθανάσιο Παπαδημητρίου και μαζί απέκτησαν έξι παιδιά.
Η Φωτεινή Αλατά τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για την προσφορά της στο Μακεδονικό Αγώνα.
Αικατερίνη Χατζηγεωργίου
Μιά μόλις μέρα μετά την δολοφονία του Παύλου Μελά, στις 14 Οκτωβρίου του 1904… και η ελληνική παράδοση καταγράφει με το παράκάτω δημώδες και γλαφυρό ποίημα την θυσία της:
.
Παιδιά μου , γιατί χύνεται δάκρυα με τόση λαύρα
κι όλα φοράτε μαύρα στο έρμο αυτό σχολειό ;
– Έκαψαν τη δασκάλα μας Βούλγαροι δολοφόνοι
κι έχουμε μείνει μόνοι , χωρίς μανούλα πλειό .
Γιατί από μάνα πιο πολύ μας αγαπούσε εκείνη ,
η δόλια Αικατερίνη από τη Γευγελή .
Της είπαν να παραδοθεί τα τέρατα εκείνα.
Μ’ αυτή σαν Μπουμπουλίνα, ενώ πυροβολεί, τους λέει
” Δεν παραδίνεται ποτέ της μια Ελληνίδα “.
Κι ως λύκαινα ηρωίδα τρεις ώρες τους κρατεί.
Μα τέλος την εκάψανε κι επέταξε στα ουράνια
κι εμάς σε μαύρη ορφάνια μας άφησε στη γη .
.
Η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου υπήρξε ένα κορίτσι, το οποίο άφησε τον μάταιο ετούτο κόσμο μόλις στα είκοσι της χρόνια μιας και είχε μπεί στο μάτι του βουλγαρικού κομιτάτου, το οποίο την είχε “προγράψει” για την αγάπη που έτρεφε στην Ελλάδα και για το οτι κρατούσε την φλόγα της ελπίδας για λευτεριά ζωντανή στα σκλαβωμένα εδάφη της Μακεδονίας των αρχών του 20ου αιώνα. Πριν όμως καεί ζωντανή, πήρε μαζί τις στον τάφο αρκετές ψυχές Βουλγάρων κομιτατζήδων δια μέσου του πιστολιού της, αν και εγκλωβισμένη στο σπίτι στο οποίο έβαλαν τελικά φωτιά καίγοντας την μαζί με όσους βρίσκονταν μαζί της εκείνο το κρύο βράδυ του 1904.
Στις 14 Οκτωβρίου 1904 στην Μακεδονία βασιλεύει ο τρόμος, διότι μια μέρα πριν οι τούρκοι στρατιώτες σε συνεργασία με τους βούλγαρους κομιτατζήδες δολοφόνησαν τον Παύλο Μελά (Μίκη Ζέζα) στο χωριό Στάτιστα (το οποίο σήμερα ονομάζεται Παύλος Μελάς προς τιμήν του ήρωα). Η Μακεδονία θρηνεί έναν από τους μεγάλους υπερασπιστές της. Όλοι είναι λυπημένοι μα και αισιόδοξοι συνάμα, γιατί ξέρουν πως με το αίμα ενός τέτοιου παλληκαριού θα ποτιστεί το δέντρο της ελευθερίας και θα καρπίσει.
.
Κάπου πιο μακριά σ’ ένα χωριό της σκλάβας Μακεδονίας, στην Γρίτσιστα (Ελληνικό) της περιοχής Γευγελής (νότια Σκόπια), ζει μια κοπέλα, η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου. Είναι η μόλις 21 ετών δασκάλα του χωριού, η οποία, αν και μικρή στην ηλικία είναι μεγάλη στην ψυχή. Η Κατερίνα διδάσκει με ζέση τους μαθητές της σαν να πρόκειται για δικά της παιδιά. Διδάσκει την ιστορία αυτής της χιλιοβασανισμένης, μα πάντα Ελληνικής γης, που τόσοι και τόσοι βάρβαροι προσπάθησαν να αφελληνίσουν αλλά δεν τα κατάφεραν.
Όλοι στο χωριό την γνωρίζουν σαν το καλόκαρδο κορίτσι που βοηθάει πάντα τους Μακεδονομάχους αγωνιστές με όποιον τρόπο μπορεί. Οι βούλγαροι κομιτατζήδες την έχουν βάλει στο μάτι γιατί κρατάει άσβεστη την φλόγα της Ελληνικότητας στα μικρά παιδιά και στο χωριό. Την παρενοχλούν συνεχώς, την βρίζουν, την απειλούν, της περιγράφουν τι θα της κάνουν όταν θα πέσει στα χέρια τους. Την Κατερίνα όμως, δεν την νοιάζει η ζωή της παρά μόνο να μην χάσει η Μακεδονία την ελληνικότητά της. Οι βούλγαροι μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά έχουν αποθρασυνθεί και θέλουν να τελειώνουν με κάθε εστία Ελληνικής αντίστασης.
Όταν οι κομιτατζήδες καταφτάνουν στο χωριό, τα παράθυρα και οι πόρτες των σπιτιών κλείνουν. Οι χωριανοί κρυφοκοιτάζουν ανάμεσα από τις γρίλιες τους κομιτατζήδες να κατευθύνονται στο σπίτι της δασκάλας. Φτάνοντας έξω από την πόρτα του σπιτιού της, της φωνάζουν να βγει έξω. Η Κατερίνα τους ακούει από μέσα και αποκρίνεται πως «δεν παραδίδεται ποτέ της μια Ελληνίδα». Η ατρόμητη ψυχή της δεν τους φοβάται. Μαζί της βρίσκονται ακόμη έξι Μακεδονομάχοι έτοιμοι να δώσουν την ζωή τους για την πατρίδα. Η περήφανη Ελληνίδα λέει πως δεν παραδίδεται και με το όπλο της ρίχνει μια βολή εναντίον των αιμοβόρων κομιτατζήδων και η μάχη ξεκινάει.
Οι σφαίρες των Βουλγάρων χτυπάνε τους τοίχους του σπιτιού γεμίζοντάς το τρύπες. Μετά από τρεις ώρες αναποτελεσματικών πυροβολισμών κι ενώ φαίνεται ότι το σπίτι της δασκάλας είναι άπαρτο κάστρο, ένας κομιτατζής δίνει την ιδέα να το κάψουν. Όλοι συμφωνούν, μιας και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καταβάλουν τους Έλληνες αγωνιστές. Ένας κομιτατζής τρέχει με αναμμένο πυρσό, σπάει το παράθυρο και τον ρίχνει μέσα. Το εσωτερικό του σπιτιού είναι ξύλινο και λαμπαδιάζει αμέσως. Οι αγωνιστές όμως δεν βγαίνουν έξω. Προτιμούν να καούν ζωντανοί παρά να πέσουν στα χέρια των Βουλγάρων. Οι φλόγες λαμπαδιάζουν το σπίτι, δημιουργώντας μια κόλαση πυρός. Η Κατερίνα όπως και οι άλλοι αγωνιστές συνεχίζουν να πυροβολούν μέχρι να σωθούν οι σφαίρες τους και να τους καταπιούν οι φλόγες.
.
Οι Βούλγαροι πανηγυρίζουν για το φοβερό «κατόρθωμά» τους, καθώς από το σπίτι έχουν πια μείνει μόνο στάχτη και καπνισμένα ντουβάρια. Ένα ακόμη ολοκαύτωμα, πήρε την θέση του δίπλα στο Κούγκι, στο Σούλι, στα Σάλωνα, στο Αρκάδι της Κρήτης και σε όλα τα ολοκαυτώματα του Ελληνισμού για την ελευθερία της πατρίδας από τον βάρβαρο ζυγό.
Το 1939 βρέθηκε στο νεκροταφείο της Γευγελής ο τάφος της ηρωικής Ελληνίδας δασκάλας. Ο σταυρός, έγραφε:
«Υπέρ της εις τον Θεόν των Ελλήνων πίστεως αγωνιζομένη, πυρί υπό των Βουλγάρων παραδοθείσα, ενθάδε κείμαι, Αικατερίνη Χατζηγεωργίου διδάσκαλος, 14 Οκτωβρίου 1904».
Λίλη Βλάχου
Η Λίλη Βλάχου, αδελφή του Μακεδονομάχου Ιωάννου Βλάχου ή Τσίσκα ,που σκοτώθηκε το 1906 σε μάχη έξω από το Μοναστήρι, σπούδασε στο Αρσάκειο με δαπάνη του ελληνικού δημοσίουκαι ανέλαβε τη Διεύθυνση του Παρθεναγωγείου Εδέσσης. Και από την πρώτη στιγμή μπήκε στον αγώνα. Έτσι πέρα από τα άλλα της καθήκοντα,εμψύχωνε με ομιλίες τους Εδεσσαίους και οι μαθήτριές της, ακολουθώντας τα δικά της χνάρια, μεταμορφώθηκαν σε θαυμάσιους συνδέσμους των αγωνιστών.
Κι έλαμψε τόσο σύντομα σα δασκάλα και Μακεδονομάχος, ώστε ο πρόξενος Κορομηλάς την κάλεσε στη Θεσσαλονίκη, τάχα να ενισχύσει το προσωπικό του διδασκαλείου,στην πραγμαικότητα όμως να την έχει άμεσο συνεργάτη του.Εκεί η Βλάχου μύησε στον αγώνα όλες τις δασκάλες,ενώ ανελάμβανε με επιτυχία πολλές δύσκολες αποστολές εκτός Θεσσαλονίκης.
Οι Βούλγαροι θορυβημένοι πλήρωσαν αδρά έναν δήμιο τουρκαλβανό και την δολοφόνησαν μέσα στο ίδιο της το σχολείο το 1907.