<<Αγαπημένο μας παιδί, Μπροστά στον ηρωικό σου θάνατο σκύβουμε και σε φιλούμε οι γονείς σου. Παιδί μας, Κυριάκο μας, σ’ αγάπησε η Πατρίδα μας, σ’ αγάπησε ο Θεός μας, σ’ αγάπησε πολύ η Λευτεριά. Ήσουν δικός της, κι αφού σε ζήτησε θυσία στο βωμό της, ΧΙΛΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΧΑΛΑΛΙ ΤΗΣ .
Αν κλάψαμε, δεν κλάψαμε τον θάνατό σου. Ένα θάνατο με το δάχτυλο στη σκανδάλη και την τρανή στο στόμα κραυγή : «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ» δεν τον κλαίνε γονείς και συγγενείς μα το έχουν καύχημα, τιμή τους.
Μα κλαίμε που έμειναν τα άρματά σου ορφανά>>.
Έτσι αποχαιρέτησε τον ΣΤΑΥΡΑΕΤΟ του Πενταδακτύλου, τον
ήρωα Κυριάκο Μάτση, ο πατέρας του Χριστοφής Μάτσης.
Ο Κυριάκος Μάτσης διετέλεσε τομεάρχης της ΕΟΚΑ σε περιοχή της επαρχίας Αμμοχώστου από το 1955, αρχηγός συνδέσμων της οργάνωσης από τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου έως τον Ιανουάριο του 1956.
Στις 9 Ιανουαρίου 1956 συνελήφθη από τους Βρετανούς. Μεταφέρθηκε στη Λευκωσία, στα κρατητήρια της Ομορφίτας, όπου τρεις από τους πλέον σκληρούς ανακριτές της αποικιοκρατίας, οι Μόρις, Περέιρα και Μακάουαρτ, τον βασάνισαν ανηλεώς επί ημέρες. Η πρωτοφανής αντοχή του και η αλύγιστη στάση του ανάγκασαν τον ίδιο τον στρατάρχη Χάρντιγκ να τον επισκεφθεί.
Ο κυβερνήτης τού ζήτησε να αποκαλύψει το σημείο όπου βρισκόταν το κρησφύγετο του Γεωργίου Γρίβα, του προσέφερε μάλιστα την ελευθερία του και το ποσό των 500.000 κυπριακών λιρών. Ο Κυριάκος Μάτσης τον κοίταξε κατάματα, κτύπησε δυνατά το χέρι του στο τραπέζι και απάντησε: «Εξοχώτατε. Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα, αλλά περί αρετής. Λυπάμαι αλλά με προσβάλετε».
Ο Χάρντιγκ αποχώρησε άπρακτος. Επτά μήνες μετά τη σύλληψή του ο Κυριάκος Μάτσης απέδρασε μαζί με άλλους έξι αγωνιστές από τα κρατητήρια της Κοκκινοτριμιθιάς. Ανέλαβε την εκπαίδευση των ανταρτών της Κυρήνειας. Έλεγχος Βρετανών στην εξεγερμένη Κύπρο Το 1958 ο «Μιλτιάδης» της ΕΟΚΑ, ο Κυριάκος Μάτσης, συγκρούστηκε επανειλημμένα με τους Βρετανούς στη βόρεια παραλιακή πεδινή ζώνη της Κύπρου, εκατέρωθεν της Κυρήνειας. Μάλιστα, εγκλωβίσθηκε με την ομάδα του στον Άγιο Γεώργιο, δυτικά της πόλης από καταδιωκτικά αποσπάσματα του εχθρού.
Κατόρθωσε, όμως, να διασπάσει τον κλοιό και κατέφυγε με τους άνδρες του στον Πενταδάκτυλο, στο παλαιό Καθολικό αββαείο του Πέλλα-Παϊς, το οποίο είχαν ιδρύσει επί Φραγκοκρατίας οι μοναχοί του τάγματος του Ιερού Αυγουστίνου. Σε άλλη στιγμή του αγώνα, τον Σεπτέμβριο του 1958, ο Μάτσης και ένας ακόμη αγωνιστής, καθώς οδηγούσαν επιβατικό αυτοκίνητο διασταυρώθηκαν με διερχόμενο φορτηγό γεμάτο Βρετανούς στρατιώτες. Η εντολή του Μάτση προς τον σύντροφό του ήταν δεικτική της αποφασιστικότητάς τους: «Συνέχισε ολόισια, με ψυχραιμία. Εάν οι στρατιώτες σού κάνουν νόημα να σταματήσεις, στάσου απότομα. Θα τους θερίσουμε μέχρι του τελευταίου. Τέτοιαν ευκαιρία περίμενα. Προτιμώ να πεθάνω πολεμώντας, παρά να παραδοθώ». Τίποτε, όμως, από αυτά δεν συνέβη, αφού οι Βρετανοί δεν σταμάτησαν για να τους ελέγξουν.
Στις 19 Νοεμβρίου 1958 ο αγωνιστής βρισκόταν στο κάτω Δίκωμο, στις πλαγιές του Πενταδάκτυλου. Μαζί με τους συναγωνιστές Κώστα Χριστοδούλου και Ανδρέα Σοφιόπουλο ανέμεναν στο κρησφύγετο του σπιτιού του Κυριάκου Διάκου στο Δίκωμο, έως ότου ολοκληρώσουν οι Βρετανοί την αναζήτηση καταζητούμενων μελών της ΕΟΚΑ. Οι στρατιώτες ερεύνησαν δύο φορές στο σπίτι του Διάκου αλλά αποχώρησαν άπρακτοι. Οι τρεις αντάρτες άκουγαν πάνω από τα κεφάλια τους τα βήματα των Βρετανών οπλιτών.
Οι τελευταίοι επέστρεψαν για τρίτη φορά και προέβησαν σε εξονυχιστικό έλεγχο, απόδειξη ότι είχε προηγηθεί προδοσία. Οι στρατιώτες εντόπισαν την είσοδο του κρησφύγετου και άρχισαν να σπάζουν το κάλυμμα. Από κάτω, από την υπόγεια κρύπτη, άρχισε να βγαίνει πυκνός καπνός. Οι εγκλωβισμένοι αντάρτες έκαιγαν έγγραφα της οργάνωσης. Ο Μάτσης διέταξε τους δύο συναγωνιστές να παραδοθούν. Οι Χριστοδούλου και Σοφιόπουλος αρνήθηκαν. Ο Μάτσης όμως επέμεινε. Φιλώντας τον δακρυσμένοι, βγήκαν από το υπόγειο, ενώ ένας αξιωματικός απευθύνθηκε στον αρχηγό σε σπαστά ελληνικά: «Κυριάκο Μάτση, παραδώσου!». «Όχι», απάντησε εκείνος. «Κυριάκο Μάτση, παραδώσου!», επανέλαβε ο επικεφαλής του αποσπάσματος. Ακολούθησε μια στιχομυθία κατά την οποία οι Βρετανοί απειλούσαν τον Μάτση ότι θα τον έκαιγαν ζωντανό.
«Αν θα βγω, θα βγω πυροβολώντας. Ζωντανό από εδώ μέσα δεν θα με βγάλετε. Αν τολμάτε, ελάτε!», απάντησε.
Οι Βρετανοί έριξαν στην κρύπτη χειροβομβίδες και ο Κυριάκος Μάτσης βρήκε ακαριαίο θάνατο. Το κρησφύγετο του Κυριάκου Μάτση μετά τη θυσία του. Το κρησφύγετο είναι στο Δίκωμο στην οικία Διάκου. Όταν οι καπνοί από τις χειροβομβίδες διαλύθηκαν, μπήκαν στο κρησφύγετο οι Βρετανοί αξιωματικοί και στη συνέχεια οι δημοσιογράφοι. Ο Κυριάκος Μάτσης κείτονταν νεκρός, διαμελισμένος από τις εκρήξεις. Στα χέρια του κρατούσε σφικτά δύο υποπολυβόλα.
Ο πατέρας του, Χριστοφής Μάτσης, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του γιου του, δήλωσε: «Τόσον εγώ όσο και η σύζυγός μου είμαστε υπερήφανοι για τον ηρωικό θάνατο του αγαπημένου μας παιδιού. Ο γιος μας αγωνίστηκε με όλη την δύναμη της ψυχής του για την ελευθερία του μαρτυρικού μας νησιού».
Ο ίδιος ο θρυλικός «Μιλτιάδης», προαισθανόμενος το τέλος του είχε γράψει: «Λουλούδια πα στο μνήμα μου να σπείρεις θέλεις τώρα που των ιδεών το άνθισμα θάφτηκε μες το χώμα…»....