Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Χριστούγεννα 1914 – Ἡ ἱστορία τῆς ἀνακωχῆς



Ἦταν Δεκέμβριος τοῦ 1914. Ὁ Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ἔκλεινε τέσσερις μῆνες περίπου δράσεως καὶ αὐτὸ ποὺ ἀπὸ τὰ ἐπιτελεῖα τῶν ἐμπλεκόμενων δυνάμεων φάνταζε σὰν μιὰ σύντομη πολεμικὴ ἔνταση ἔδειχνε νὰ ὁδηγεῖτε σὲ ἕνα αἱματηρὸ ἀδιέξοδο μὲ ἀβέβαιη τελικὴ ἔκβαση. 


Ἡ ζωὴ τῶν στρατιωτῶν στὰ χαρακώματα ἦταν ἀρκετὰ ζοφερότερη σὲ σχέση μὲ αὐτὴ ὅπως παρουσιαζόταν στὰ φυλλάδια στρατολόγησης «μέσα σ’ αὐτοὺς τοὺς τάφους ποὺ τοὺς ὀνόμαζαν χαρακώματα, μὲ τὰ συστήματα τῶν ὑπογείων διαβάσεων καὶ τῶν διόδων, μᾶς ἔλειπαν σχεδὸν τὰ πάντα. Ἔμαθα γρήγορα… νὰ κρεμάω τὸ ψωμὶ σ’ ἕνα σύρμα τοποθετημένο στὴ μέση τοῦ ὀρύγματος γιὰ νὰ μὴν τὸ  φτάνουν τὰ ποντίκια, νὰ κοιμᾶμαι μὲ βρεγμένες ἀρβύλες, γιατὶ τὸ νὰ προσπαθήσεις νὰ τὶς ξαναβάλεις, ἀφοῦ τὶς εἶχες βγάλει, θὰ ἦταν μάταιο, νὰ κοιμᾶμαι τυλιγμένος σὲ μιὰ μουσκεμένη χλαίνη, νὰ κοιμᾶμαι τέσσερις ὧρες ἀνάμεσα σὲ θορύβους, σὲ φωνές ἀνθρώπων, σὲ βρωμερὲς ἀναθυμιάσεις. (Φλορὰν Φλὲς, Ἰδού)».

Ἀνάμεσα σὲ αὐτὴ τὴν ἀπάνθρωπη κατάσταση, στὴν ἀρχὴ τοῦ Χειμώνα, ἄνθισε ἡ ἀνθρωπιά. Κατὰ τὴν  διάρκεια τῆς ἐβδομάδος πρὶν ὰπὸ τὰ Χριστούγεννα, Γερμανοὶ καὶ Βρετανοὶ στρατιῶτες ἄρχισαν νὰ ἀνταλλάσσουν γιορτινὲς εὐχὲς καὶ τραγούδια ἀνάμεσα στὰ χαρακώματά τους.

Σὲ μερικὲς περιπτώσεις ἡ ἔνταση ἑλαττώθηκε σὲ βαθμὸ ποὺ οἱ στρατιῶτες περπατοῦσαν ἀπέναντι γιὰ  νὰ κουβεντιάσουν μὲ τοὺς ἀντιπάλους τους καὶ νὰ τοὺς  δώσουν δῶρα. Τὴν παραμονὴ καὶ ἀνήμερα τῶν Χριστουγέννων πολλοὶ στρατιῶτες καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς — καθὼς καὶ σὲ μικρότερο βαθμό, Γαλλικὲς μονάδες — ἐπιχείρησαν μὲ δική τους πρωτοβουλία στὴν οὐδέτερη ζώνη κάνοντας παρέα μεταξύ τους καἰ ἀνταλλάσσοντας τρόφιμα καὶ ἐνθύμια. Παράλληλα ἔγιναν κοινὲς κηδεῖες, ἐνῶ σὲ πολλὲς ἀπὸ τὶς συναντήσεις οἱ ἀντίπαλοι στρατιῶτες τραγούδησαν μαζί τὰ κάλαντα ἤ ἔπαιξαν μεταξύ τους ποδόσφαιρο.

Ὅλα ξεκίνησαν πρόχειρα. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ μὲ σιγουριὰ ποιό ἦταν τὸ σημεῖο τοῦ μετώπου ἀπ’ὅπου ἔγινε ἡ ἀρχή. Γεγονὸς ἀποτελεῖ ὅτι ἐπεκτάθηκε ταχύτατα, σχεδὸν ἀστραπιαῖα.

Φαίνεται ὅτι τὴν πρωτοβουλία πῆρε ἕνας Γερμανὸς στρατιώτης, ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν μητρική του γλῶσσα, μιλοῦσε καὶ ἀγγλικά. Πρόκειται γιὰ τὸν ὁπλίτη Μέκελ, ὅπως ἀφηγεῖται σὲ διασωθεῖσες ἐπιστολές του ὁ συστρατιώτης του, Κούρτ Τσέμις. Γράφει σχετικά: «Ὁ στρατιώτης Μέκελ ἀπὸ τὸν λόχο μου, ποὺ γιὰ πολλὰ χρόνια εἶχε ζήσει στὴ Βρετανία, φώναξε μιλώντας ἀγγλικά, ἀπευθυνόμενος στὸ ἀπέναντι ἐχθρικὸ χαράκωμα. Γρήγορα ἄρχισε μιὰ ἔντονη συζήτηση».

Οἱ στρατιῶτες βγῆκαν ἀπὸ τὰ χαρακώματα. Ἔσφιξαν τὰ χέρια καὶ ἀλληλοευχήθηκαν «Χαρούμενα Χριστούγεννα». Ἦταν παραμονὴ Χριστουγέννων. Αὐτοὶ οἱ πρῶτοι, ἡ μαγιὰ τῆς μεγάλης πρωτοβουλίας, συμφώνησαν τὴν ἐπομένη, ποὺ ἦταν ἡ μεγάλη μέρα τῆς χριστιανοσύνης, νὰ μὴ χρησιμοποιήσει κανεὶς τὸ ὅπλο του. Νὰ μὴν  ὑπάρξει πυροβολισμὸς τὴν ὥρα ποὺ στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεὲμ ἀντηχεῖ τὸ «Ἐπὶ γῆς εἰρήνη,ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Ὁ Κούρτ Τσέμις συνεχίζει τὴν ἀφήγησή του: «Στὸ χαράκωμά μας εἴχαμε τοποθετήσει ἤδη γιορταστικὰ δεντράκια καὶ κεριά. Μετὰ τὴν πετυχημένη συνάντησή μας μὲ τοὺς Ἄγγλους, βάλαμε ἀκόμα περισσότερα στολίδια. Οἱ Ἄγγλοι ἔδειχναν τὴν χαρά τους γιὰ τὰ φωταγωγημένα χαρακώματά μας. Φώναζαν, σφύριζαν καὶ χειροκροτοῦσαν. Ἐγώ, ὅπως καὶ οἱ  περισσότεροι, ὅλη τὴ νύχτα τὴν πέρασα ξάγρυπνος. Μπορεῖ νὰ ἔκανε κρύο, ἀλλὰ ἦταν ὑπέροχα». Ὁ Τσέμις ἐπέζησε τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ἔχασε τὴν ζωή του περὶ τὰ  τέλη τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αἰχμάλωτος τῶν συμμάχων.

Ἦταν μιὰ μικρὴ εἰρήνη, καθὼς ὁ Μεγάλος Πόλεμος μαίνονταν. Ὁρισμένοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ περιστατικό, ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν ἐμπολέμων διευκολύνθηκε ἐπειδὴ πολλοὶ Γερμανοὶ εἶχαν ἐργαστεῖ προπολεμικὰ στὴν Βρετανία, σὲ πόλεις ὅπως τὸ Λονδίνο, τὸ Μπράιτον, τὸ Μπλάκπουλ. Δὲ ἦταν λίγες οἱ περιπτώσεις ποὺ οἱ οἰκογένειές τους βρίσκονταν ἀκόμα στὸ νησί.

Συγκλονιστικὴ εἶναι καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Ἄγγλου, Μπέρτι Φέλσταντ, στρατιώτη τοῦ Δυτικοῦ Μετώπου, ὁ ὁποῖος ἔως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του θυμόταν λεπτομερῶς ἐκείνη τὴν ἡμέρα. «Τὰ ὅπλα σίγησαν καὶ οἱ στρατιῶτες ἄρχισαν νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὰ χαρακώματά τους. Ἀφήσαμε καὶ ἐμεῖς τὰ ὅπλα καὶ συναντήσαμε τὸν ἐχθρό. Ἀπ’ ὅσο θυμᾶμαι, οἱ Γερμανοὶ βγῆκαν πρῶτοι καὶ ἄρχισαν νὰ ἔρχονται πρὸς τὸ μέρος μας. Τοὺς ἀντιγράψαμε αὐθόρμητα. Χαιρετηθήκαμε,καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ἄρχισαν νὰ παίζουν ποδόσφαιρο. Μὴν φαντάζεστε τίποτα ὀργανωμένο. Μιὰ αὐτοσχέδια μπάλα βρέθηκε ἀπὸ τὸ πουθενὰ καὶ περίπου 50 ἄτομα ἀλλάζαμε πάσες».

Ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα οἱ Γερμανοὶ βγῆκαν πρῶτοι ἀπὸ τὰ χαρακώματα καὶ ἄρχισαν νὰ κατευθύνονται πρὸς τὸ μέρος τῶν Ἄγγλων, ποὺ τοὺς ἀντέγραψαν αὐθόρμητα. Χαιρετήθηκαν καὶ ἄρχισαν νὰ παίζουν ποδόσφαιρο. Μὴ φαντάζεστε τίποτε ὀργανωμένο. Μιὰ αὐτοσχέδια πάνινη μπάλα βρέθηκε καὶ περίπου 50 ἄτομα ἄρχισαν νὰ ἀλλάζουν πᾶσες ἤ μᾶλλον νὰ κλωτσοῦν.  Νωρὶς τὸ ἀπόγευμα οἱ δύο πλευρὲς βρέθηκαν ἀντίπαλες σὲ ποδοσφαιρικὸ ἀγῶνα, τὸν ὁποῖο κέρδισαν οἱ Γερμανοὶ μὲ 3-2.

Τὸ ποδόσφαιρο ἦταν ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς χριστουγεννιάτικης γιορτῆς. Τὴν θέση τῆς μπάλας εἶχαν πάρει ἀλλοῦ ἕνα τενεκεδάκι, ἀλλοῦ ἕνας κάλυκας, ἀλλοῦ κάλτσες δεμένες στρογγυλά. Γίνεται λόγος καὶ γιὰ ἕναν  Βρετανὸ στρατιώτη, ποὺ ἀξιοποίησε ἐμπορικὰ τὴν  κατάσταση, ὄντας ἐπιχειρηματικὸ πνεῦμα.

Ἐπίσης, τὸ πρωί τῶν Χριστουγέννων, Ἄγγλοι καὶ Γερμανοὶ, ἔθαψαν τοὺς νεκρούς τους, ἀπαγγέλοντας μαζὶ τὸν 23ο Ψαλμό τοῦ Δαυϊδ «Κύριος ποιμαίνει με καὶ οὐδέν με ὑστερήσει…». Στὴν συνέχεια ἔσφιξαν τὰ χέρια, φλυάρησαν, εἶπαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὰ παράπονά τους, ἀντάλλαξαν ἀναμνηστικὰ δῶρα (οὐϊσκι, μαρμελάδες, τσιγάρα, σοκολάτες καὶ τὰ σχετικὰ) καὶ κατέβασαν πολλὰ λίτρα μπύρας. Μόνο ὁ Ἄγγλος μπαρμπέρης στρώθηκε στὴ δουλειά, ἀφοῦ εἶχε νὰ κουρέψει καὶ πολλὰ γερμανικὰ κεφάλια.

Ὡς πολίτης ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ κουρέα. Ἔτσι, βλέποντας γύρω του τόσα ἀκούρευτα κεφάλια ἔστησε στὴν «οὐδέτερη ζώνη» ἕνα μικρὸ κομμωτήριο ἐκ τῶν ἑνόντων. Ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὴν ἐθνικότητα τοῦ πελάτη του. Ἁπλῶς χρέωνε δυὸ τσιγάρα τὸ κάθε κούρεμα.
Παραφωνία σ’ ὅλο αυτὸ τὸ τρελὸ πανηγύρι,ἀποτέλεσαν ἕνας Βρετανὸς ταγματάρχης καὶ ἕνας Αὐστριακὸς δεκανέας. Ὁ Βρετανὸς ταγματάρχης παρατηροῦσε τοὺς στρατιῶτες λέγοντας ὅτι « τὸν Γερμανὸ δὲν πρέπει νὰ τὸν  κάνεις φίλο, ἀλλὰ νὰ τὸν σκοτώνεις». Διέταζε μάταια τοὺς πάντες νὰ ἐπιστρέψουν στὶς θέσεις μάχης. Τὸ ὄνομά του δὲν ἔγινε γνωστό.

Ὁ Αὐστριακὸς δεκανέας τόνιζε πὼς «τέτοιες συνεννοήσεις θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπαγορεύονται αὐστηρά ». Μερικὰ χρόνια ἀργότερα ὁ δεκανέας αὐτὸς θὰ ἀποκτοῦσε τεράστια φήμη. Τὸ ὄνομά του ἦταν Ἁδόλφος Χίτλερ. Ἡ ἀνακωχὴ τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1914 ἁπλώθηκε σὲ ὅλο τὸ μῆκος τῶν 800 χιλιομέτρων τοῦ δυτικοῦ μετώπου. Ὑπολογίζεται ὅτι ἀγκάλιασε κάπου ἕνα ἑκατομμύριο φαντάρους.

 

«ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ». 
Η ταινία που ζωντάνεψε τη συμφιλίωση

xristoygenna4

Το περιστατικό των πολεμικών Χριστουγέννων του 1914 έγινε και κινηματογραφική ταινία, που προβλήθηκε στις αθηναϊκές αίθουσες το 2005. Εχει τον τίτλο «Καλά Χριστούγεννα» και σκηνοθετήθηκε από τον Κριστιάν Καριόν.

Η ταινία δείχνει πώς οι άνθρωποι μπορούν να συμφιλιωθούν ακόμα και όταν πολεμούν σε αντίπαλους στρατούς. Η πλοκή της υπόθεσης γίνεται ακόμα πιο συγκινητική επειδή στηρίζεται σε αληθινή ιστορία.
Ξαναζωντανεύει σκηνές από τα γαλλοελβετικά σύνορα, καθώς πλησιάζουν τα Χριστούγεννα του 1914. Τα στρατεύματα των αντιμαχομένων βρίσκονται καθηλωμένα στα χαρακώματά τους. Οι στρατιώτες είναι εγκλωβισμένοι στις λάσπες και νιώθουν απελπισία που οι οικογένειές τους είναι μακριά. Την παραμονή της γιορτής, με αφορμή τη μουσική που ακούγεται μέσα από κάποια χαρακώματα, οι εχθρικοί στρατοί έρχονται σε επαφή και αποφασίζουν την ανακωχή. Την επόμενη μέρα αρνούνται να πολεμήσουν προκαλώντας την οργή των διοικητών τους.
Πρωταγωνιστές: Ο Γκιγιόν Κανέ, η Ντιάν Κρούγκερ ο Ντάνιελ Μπρουλ και ο Γκάρι Λιούις.

«ΗΤΑΝ ΤΑ ΟΜΟΡΦΟΤΕΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ»
Ενας στρατιώτης από το Λίβερπουλ, ο Φράνσις Τόλιβερ, επιζήσας κι αυτός του πολέμου, μίλησε αργότερα για τα ομορφότερα Χριστούγεννα της ζωής του.

Η μαρτυρία του ήρθε να προστεθεί στις άλλες φίλων και εχθρών. Καθώς ήταν ξαπλωμένος στη βραχώδη και παγωμένη γη άκουσε από την αντικριστή γραμμή κάποια φωνή να τραγουδά. Όλοι οι στρατιώτες τέντωσαν αυτί για να ακούσουν. Για λίγο έπεσε σιωπή. Την παύση διέκοψε η φωνή ενός στρατευμένου από το Κεντ της Αγγλίας: «Ο Θεός να σας έχει καλά, κύριοι», ευχήθηκε στους απέναντι.
Το επόμενο τραγούδι, που ζέστανε την παγωμένη ατμόσφαιρα, ήταν αυτό που οι Γερμανοί ονομάζουν Stille Nacht, οι Εγγλέζοι Silent Night και οι Ελληνες  Άγια Νύχτα. Τα πολεμικά τείχη είχαν πέσει για λίγες ώρες. Οι μάχες θα συνεχίζονταν σε λίγο το ίδιο αδυσώπητες και πολυαίμακτες.
Πολλοί από εκείνους που τραγούδησαν, δεν έμελλε να γυρίσουν στα σπίτια τους. Τη γέννηση του Θείου Βρέφους δεν έμελλε να γιορτάσουν επιστρέφοντας στην ειρηνική δημιουργική ζωή. Ο καταστροφικός πόλεμος τους αφάνισε.

ΠΗΓΕΣ:

istorikatekmiria.blogspot.gr

www.onalert.gr