Η δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, τον Μάιο του 1834, συμπυκνώνει το μεγαλείο το ξεσηκωμού, αλλά και το δράμα που προκάλεσε η ξενοκρατία.
Στα πρόσωπα του Κολοκοτρώνη και του Δημήτριου Πλαπούτα, δικάστηκαν οι ιδέες της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και της δικαιοσύνης, εν ονόματι των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων και των μεταξύ τους ανταγωνισμών.
Όργανο της σκευωρίας ήταν ο Εδουάρδος Μάσσον, Σκωτσέζος νομικός που ήρθε στην Ελλάδα το 1824 με την ιδιότητα του «φιλέλληνα» για να τεθεί κατόπιν στην υπηρεσία της Αντιβασιλείας και ειδικά της αγγλικής πολιτικής. Ο Μάσσον συνέταξε το κατηγορητήριο και ήταν Eπίτροπος- Εισαγγελέας στη δίκη.
Η δίκη έγινε στο Ναύπλιο και διήρκεσε από τις 30 Απριλίου ως τις 26 Μαϊου 1834. Μετά από μια διαδικασία- παρωδία, με παρέλαση ψευδομαρτύρων και παρουσίαση πλαστών στοιχείων, τα τρία μέλη του δικαστηρίου ψήφισαν υπέρ της ενοχής των κατηγορουμένων και της θανατικής καταδίκης τους.
Όμως στη δίκη αυτή ξεχώρισαν δύο μεγάλες προσωπικότητες, ο πρόεδρος του δικαστηρίου Αναστάσιος Πολυζωϊδης και ο δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης, που αρνήθηκαν, παρά τις αφόρητες πιέσεις και τους προπηλακισμούς, να βάλουν την υπογραφή τους στο έγκλημα.
Η δίκη των Πολυζωίδη και Τερτσέτη έγινε στο Ναύπλιο τον Σεπτέμβριο του 1834. Επίτροπος- Εισαγγελέας ήταν και πάλι ο Μάσσον.
Ήρθε η ώρα των απολογιών, στο βήμα ο Τερτσέτης, και αρχίζει:
«Πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος…»
«Δεν είμαι από την Σπάρτη, δεν είμαι Αθηναίος, πατρίδα μου έχω όλην την Ελλάδα. Τοιουτοτρόπως εκφράζεται ο γενναίος Πλούταρχος, είναι σχεδόν δύο χιλιάδες έτη, εις ένα των συγγραμμάτων του. Ημείς γεννημένοι εις πλέον ευτυχισμένην εποχήν, δηλαδή όταν η θρησκεία και η φιλοσοφία εφώτισαν, εκήρυξαν, εσφράγισαν το δόγμα της αγάπης και της ισότητος, δυνάμεθα να ειπούμεν, ότι ημείς δεν είμεθα ούτε από την Ελλάδα, ούτε από την Ιταλία, ούτε από την Γερμανία, ούτε από την Αγγλία, πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος. Όση γη περιαγκαλιάζει ο εύμορφος αιθέρας είναι αγαπητή μας πατρίδα.
Αν αυτοί οι στοχασμοί δεν αρέσουν εις τον Επίτροπον, ολίγον φρονώ. Φθάνει μου οπού αρέσουν εις τούτους τους Δικαστάς, εις τούτο το Ελληνικόν Ακροατήριον. Αυτό το προοίμιον όμως αξιόλογα ταιριάζει εις την απολογία μας, επειδή αν ημείς εγκαλούμεθα από τον Επίτροπον, αν αυτός μας φοβερίζει φυλακισμόν, το αίτιον είναι η σφοδρή μας λατρεία προς την δικαιοσύνην, εις καιρούς τους οποίους κάλλιστα γνωρίζετε. Και η δικαιοσύνη δεν είναι προνόμιον, είναι ιδιοκτησία της ανθρωπότητος και αρμόζει λοιπόν να αναφέρωμεν ημείς σήμερον, ως εις βοήθειαν μας, το όνομα του ανθρώπινου γένους, αφού δια αυτό αγωνίσθημεν.
….Δικαιολογούμαι ακόμη αν ως εύμορφο μέτωπον της απολογίας μας θέτω το όνομα της ανθρωπότητος, καθότι και η κατηγορία μας δύναται να θεωρηθεί ως συγκρατουμένη με την δίκην των δύο οπλαρχηγών. Ως θέλει ο Επίτροπος, αμαρτήσαμεν, ενώ αυτοί εκρίνοντο και τα ονόματα των δύο καταδικασμένων ανδρών κατεγράφησαν προ καιρού εις τα χρονικά του κόσμου και αυτοί πολύ ίδρωσαν δια την αναγέννησιν του έθνους και η ανάστασις , η εμφάνισις ενός έθνους εις την γην είναι ένα συμβάν μεγάλο και με παγκόσμια και παντοτινά αποτελέσματα. Αθάνατος ο αγώνας και αθάνατοι οι στεφανοφόροι του αγώνος… Πως θα ημερώσεις την κατάρα που θα ξεφωνίσουν οι δύο στρατιώτες της Επαναστάσεως, γονατίζοντας να βάλουν το κεφάλι τους εις τον χαλκά της Γιλοτίνας; 49 χρόνους ο γεροντότερος των δύο με τουφέκι ακοίμητο επολεμούσε τους εχθρούς, και βασαν τον πολιτισμόν και τους νόμους εις την Ελλάδα, και ο νόμος που φανερά φανερά τους βοηθούσε, δεν προσαρμόσθηκε εις βοήθειαν τους;
Ποιος είσαι εσύ που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την Βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνο διά την τιμή και ζωή των υπηκόων; Ποιός είσαι εσύ, που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας;
Αλλ΄ εκτός των αιτιολογημάτων τούτων που αποδείχνουν νομιμότερο, δικαιότερο και ωφελιμότερο το να μην υπογράψομεν, παρά να συμψηφίσομεν με τους τρεις, συνέπεσε και άλλο αίτιο ισοδύναμο ή και ανώτερο του νομικού λόγου, το οποίο μας απέκλεισε όλως διόλου να πάρομε μέρος εις την καταδικαστικήν απόφασιν, και το αίτιον αυτό είναι: Ο Εθνισμός μας.
…. Ο Εθνισμός μας σύγκειται από δύο στοιχεία καθαρά και αιώνια: από αγάπη προς τον Βασιλέα και από αγάπη προς την πατρίδα. Μετά την εχθρικήν επέμβασιν του Υπουργού, ο Εθνισμός ενός Έλληνος δεν εσυμβιβάζετο πλέον με την υπογραφή του θανάτου δύο οπλαρχηγών. Ο θεατής λαός του Ναυπλίου και της Ελλάδος ήθελεν ειπεί, και δικαίως πιστεύσει, αν υπογράφομεν, ότι εις τες πρώτες ημέρες της Βασιλείας αποκεφαλίζονται οι υπήκοοι από την επιρροή του Υπουργείου, και η πατρίδα πως θα μας θεωρούσε; Ω! Δικασταί, θα μας έλεγε, πως εστέρξατε να θανατώσετε δύο τέκνα μου, όταν ο νόμος και ο τύπος του νόμου δεν το συγχωρούσαν;
Ή πριν έλθει ο Υπουργός, ο νόμος και ο τύπος του νόμου δεν το συγχωρούσαν, αλλ΄ αφού ήλθε ο Υπουργός και είδατε τες λόγχες, ο νόμος και ο τύπος του νόμου το συγχώρησαν; Ω! Φονείς των τέκνων μου, και πως αν δεν είχατε καρδιά να φυλάξετε με κίνδυνο τη ζωής σας αναμάρτητον τον Βασιλέα σας, και αμόλυντη την πατρίδα σας, πως με όλον τούτο το υποσχεθήκατε δεχόμενοι να είσθε εξηγηταί των νόμων; Πόσον διαφέρετε από εκείνα τα τέκνα μου, τα οποία έλυωσαν ευχαρίστως σαν το κερί δια εμέ εις τες σούβλες του εχθρού ή τον τόπον πούχαν στα ζώντα τους εις την μάχην, τον φυλάττουν ακόμη κόκκαλα λευκά και άταφα.
Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευμένων εις τον αγώνα και δεν ήταν θέλημα θεού ημείς εις την 26 Μαϊου να φθάσωμεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του Εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού».
Τι ήτον η Επανάστασις μας; Ήτον άλλο παρά μια ορμή προς τον πολιτισμόν, πόθος να χαρούμεν τους καρπούς του; Και τι άλλο ήτον η μη υπογραφή μας; Αλλά δια να ιστορήσω καλύτερα τον στοχασμόν μου ακούσατε:
Ολίγον μακράν από την περιβόητον νήσον της Υδρας είναι νησίδιον όπου λέγουν ότι ετάφη ο Δημοσθένης. Εκεί, είναι τρεις χρόνοι, ευρισκόμενος Άγγλος τις περιηγητής είπε προς άνδρα χωρικόν: Να ήξευρες εδώ τι άνθρωπος κοιμάται. Ο χωρικός αποκρίνεται: Δεν είναι εδώ, λείπει. Που λείπει; Πως δεν είναι εδώ; Λέγει ο ΄λος. Λείπει εις την Ευρώπη, απεκρίθη ο χωρικός, και μέραν με την ημέραν τον περιμένομεν.
Εννοούσε να ειπεί μ΄αυτά τα λόγια ο χωρικός, ότι εγνώριζε ποιος ήταν εκεί θαμμένος. Εγνώριζε, ότι από τους προγόνους μας εφωτίσθησαν οι Ευρωπαίοι. Εγνώριζεν ότι από αυτούς τώρα περιμένομεν σοφίαν και Δικαιοσύνη και ότι δι΄αυτά τα αγαθά αγωνίσθησαν τα τέκνα των Ελληνίδων μητέρων. Από την απόκρισιν του χωρικού ανδρός εξάγεται: η συνείδησις του Ελληνικού έθνους, όταν εμβήκεν εις τα δάκρυα του πολέμου. Η συνείδησις του! Ήγουν η δίψα του πολιτισμού. Και τι βεβαιότερον, τι υστερότερον, τι τελειότερον μας έρχεται από την καλήν Ευρώπη, όσο να μη θανατώνομεν ανθρώπους, χωρίς νομικοτάτην απόδειξιν του εγκλήματος, χωρίς την ακριβή προσαρμογή των σωζομένων τύπων του κράτους;».