Κάθε χρόνο στις 7 Αυγούστου τιμάται από τις απανταχού κοινότητες των Ασσυρίων η μνήμη του Ασσύριου Μάρτυρα και της Γενοκτονίας των Ασσυρίων. Το παρακάτω άρθρο φωτίζει το σχέδιο των τουρκικών ελίτ ήδη από τα τέλη του 19ου να εξαλείψουν τους χριστιανικά έθνη (Έλληνες, Αρμένιους, Ασσύριους κ.λπ.) που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο αφανισμός των Αρμενίων στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν μέρος μίας ευρύτερης και βαθύτερης διαδικασίας που περιελάμβανε όλους τους χριστιανούς της τουρκικής επικράτειας και διήρκησε τρεις δεκαετίες.
Των Μπέννυ Μόρις και Ντρορ Ζε’εβί από την Ρήξη φ. 171
Ο πρόεδρος των Η.Π.Α. Τζο Μπάιντεν έκανε λάθος όταν δήλωσε ότι οι μαζικές δολοφονίες των Αρμενίων συνιστούν μία γενοκτονία. Η αρμένικη τραγωδία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν ήταν γενοκτονία. Εκεί έγιναν μαζικές εξοντώσεις. Πράγματι, εκατομμύρια σφαγιάστηκαν, αλλά οι σφαγές ήταν στραμμένες ενάντια σε θρησκευτικές κοινότητες, όχι σ’ ένα συγκεκριμένο έθνος.
Η επικρατούσα άποψη λέει ότι, κατά τη διάρκεια του πολέμου, η κυβέρνηση της Ένωσης και της Προόδου, γνωστή και ως κίνημα των Νεοτούρκων, ξεκίνησε να καταστρέψει τον αρμενικό λαό. Αλλά ο αφανισμός των Αρμενίων ήταν μέρος μιας ευρύτερης και βαθύτερης διαδικασίας· ευρύτερης, επειδή περιελάμβανε όλες τις χριστιανικές κοινότητες της τουρκικής επικράτειας – τους Έλληνες, τους Αρμένιους και τους Ασσύριους – και βαθύτερης, γιατί διήρκησε 30 χρόνια.
Η καταστροφή των χριστιανικών κοινοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στην Τουρκία ξεκίνησε περίπου δύο δεκαετίες πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεχίστηκε για 10 χρόνια. Τα εγκλήματα διαπράχθηκαν το ένα μετά το άλλο, από τρία διαφορετικά καθεστώτα: Κατά τη δεκαετία του 1890, ήταν η αυταρχική κυβέρνηση του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β’. Κατά την ενδιάμεση περίοδο (1908-1918), ήταν η κυβέρνηση της Επιτροπής της Ένωσης και της Προόδου, ενώ μαζικές δολοφονίες έγιναν και στην αρχή του δημοκρατικού καθεστώτος του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ την δεκαετία του 1920.
Κατά τη διάρκεια κάθε περιόδου, οι αρχές εστίαζαν σε διαφορετική κοινότητα. Στη δεκαετία του 1890, τα θύματα ήταν Αρμένιοι και σε μικρότερο βαθμό Ασσύριοι. Την παραμονή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, εκείνοι που εκδιώχθηκαν βίαια από τα εν λόγω εδάφη ήταν κυρίως οι Έλληνες κατά μήκος των ακτών του Αιγαίου και στην περιοχή της Θράκης. Όσο διαρκούσε ο πόλεμος, οι Αρμένιοι ήταν και πάλι ο πρωταρχικός στόχος, αν και οι Ασσύριοι και οι Έλληνες υπέστησαν και πάλι ζημιές. Με το τέλος του πολέμου, όταν οι Αρμένιοι επιζώντες επέστρεψαν στις τουρκικές επαρχίες, απελάθηκαν και σφαγιάστηκαν για άλλη μια φορά. Κατά τη δεκαετία του 1920, ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Ελλάδας στη Σμύρνη, το τσεκούρι έπεσε για άλλη μια φορά στους ελληνορθόδοξους κατοίκους της Τουρκίας, πολλοί από τους οποίους σφαγιάστηκαν.
Κατά τη διάρκεια αυτών των 30 χρόνων, τουλάχιστον δύο εκατομμύρια μέλη αυτών των κοινοτήτων δολοφονήθηκαν με σφαίρες, μαχαίρια, ξιφολόγχες και πορείες θανάτου εκατοντάδων χιλιομέτρων· άλλοι απελάθηκαν ή έφυγαν, περίπου δύο με τρία εκατομμύρια. Δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες και παιδιά απήχθησαν και ενσωματώθηκαν με τη βία σε μουσουλμανικές οικογένειες. Χιλιάδες γυναίκες βιάστηκαν ή αναγκάστηκαν να εργαστούν σε πορνεία. Σε διάφορα στάδια, μέρος της βίας διαπράχθηκε από πολίτες – χωρικούς, ιθαγενείς και συμμορίες – σε συνεργασία με τις δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας.
Τα κίνητρα ήταν ποικίλα. Υπήρχαν εκείνοι που ζητούσαν εκδίκηση από τους χριστιανούς για τις σφαγές των Μουσουλμάνων κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-1913 (στους οποίους διαπράχθηκαν πράγματι εγκλήματα πολέμου και από τις δύο πλευρές). Υπήρχαν άλλοι που υποπτεύονταν τους χριστιανούς για προδοσία και για ξεπούλημα τους στον εχθρό. Υπήρχαν κάποιοι που εποφθαλμιούσαν τον πλούτο και την περιουσία των χριστιανών και άλλοι που απλώς ήθελαν να ικανοποιήσουν τον πόθο τους.
Αλλά, από τα χιλιάδες έγγραφα και αρχεία που εξετάσαμε, στην Τουρκία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και άλλες χώρες, προέκυψε ότι μεταξύ των αμάχων που συμμετείχαν στις σφαγές – και σε μεγάλο βαθμό μεταξύ και των ηγετών – το εθνικιστικό κίνητρο των Τούρκων, το οποίο, όπως αυτό των Αρμενίων και των Αράβων, ήταν εν τη γενέσει του, έγινε αντιληπτό με βαρυσήμαντο τρόπο ως μέρος της θρησκείας τους. Στα μάτια πολλών, οι χριστιανοί ήταν εθνικοί εχθροί επειδή ήταν εχθροί της αληθινής θρησκείας.
Οι μη μουσουλμάνοι είχαν ζήσει με σχετική ασφάλεια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για εκατοντάδες χρόνια, υπό τον όρο ότι αποδέχονταν τη μουσουλμανική κυριαρχία και τις συνεπακόλουθες υποχρεώσεις. Περισσότερες από μία φορές οι αποστάτες χριστιανοί και Εβραίοι επέλεξαν να ζητήσουν την προστασία του σουλτάνου, όταν διώκονταν από χριστιανικές κυβερνήσεις. Επιπλέον, όπως γνωρίζουμε, η Οθωμανική Αυτοκρατορία άνοιξε τις πύλες της στους φυγάδες Εβραίους και τους έδωσε άσυλο, μετά την εκδίωξη τους από την Ισπανία.
Εκτός όμως από το γεγονός ότι τα θύματα της σφαγής κατά τη διάρκεια των αυτών 30 χρόνων ήταν χριστιανοί γενικά και όχι μόνο Αρμένιοι, υπάρχουν πολλά επιπλέον στοιχεία που δείχνουν ότι τα κίνητρα τους ήταν θρησκευτικά. Πρώτο και κυριότερο είναι το γεγονός ότι η αλλαγή πίστης ήταν συχνά ένας τρόπος για να σωθεί κάποιος από τον θάνατο. Σε πολλές περιπτώσεις επιτρεπόταν σε κατοίκους ενός χωριού ή μιας πόλης να εξισλαμιστούν για ν’ αποφύγουν την απέλαση, ενώ μερικές φορές έπρεπε να το κάνουν. Δεν λειτουργούσε όμως πάντα· μερικές φορές το καθεστώς ή οι τοπικές αρχές αρνούνταν να εγκρίνουν τους εξισλαμισμούς και όσοι είχαν αποδεχτεί το Ισλάμ απελαύνονταν και δολοφονούνταν ούτως ή άλλως, υπάρχουν όμως πολλά παραδείγματα αλλαξοπιστίας που έσωσε τους ανθρώπους από τον θάνατο.
Ωστόσο, η πιο ξεκάθαρη απόδειξη ότι ο εθνικισμός δεν ήταν το κύριο κίνητρο είναι η εκδίωξη των Ασσυρίων. Σε αντίθεση με τους Αρμένιους, για παράδειγμα, οι Ασσύριοι δεν είχαν σαφείς εθνικιστικές βλέψεις εκείνη την εποχή. Ήταν μια μειοψηφία μόλις μισού εκατομμυρίου ανθρώπων που ζούσαν στις μακρινές περιοχές της Ανατολίας, κάτι που δεν απειλούσε την Τουρκία. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου σκοτώθηκαν περίπου 200.000 Ασσύριοι, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες εκδιώχθηκαν και ξεριζώθηκαν. Ο Χένρι Μοργκεντάου, ο τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη, γράφει τα παρακάτω για τους ηγέτες των Νεότουρκων κατά τη διάρκεια του πολέμου: «Το πάθος τους για τουρκοποίηση του έθνους φαινόταν να απαιτεί λογικά την εξόντωση όλων των χριστιανών – Ελλήνων, Συρίων [Ασσυρίων] και Αρμενίων. Όσο και να θαύμαζαν τους Μωαμεθανούς κατακτητές του 15ου και 16ου αιώνα, πίστευαν ανόητα ότι αυτοί οι μεγάλοι πολεμιστές είχαν κάνει ένα μοιραίο λάθος, γιατί είχαν στα χέρια τους την ευκαιρία να εξαλείψουν εντελώς τους χριστιανικούς πληθυσμούς και δεν το έπραξαν. Η πολιτική αυτή κατά τη γνώμη τους ήταν το μοιραίο λάθος της διακυβέρνησης και δημιουργούσε όλα τα δεινά από τα οποία υπέφερε η Τουρκία στη σύγχρονη εποχή».
Στην αρχή του Μεγάλου Πολέμου, οι Τούρκοι ηγέτες ζήτησαν τζιχάντ (ιερό πόλεμο) κατά των Χριστιανών (παρόλο που η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία ήταν σύμμαχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Το κάλεσμα για τζιχάντ δεν είχε απήχηση στους μουσουλμάνους του κόσμου, όπως σ’ εκείνους στην Αίγυπτο και την Ινδία. Αλλά εντός της αυτοκρατορίας προφανώς είχε σημαντική επιτυχία, τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου όσο και αργότερα. Πολλοί από αυτούς που έλαβαν μέρος στις σφαγές πίστευαν ότι συμμετείχαν σ’ έναν ιερό πόλεμο μεταξύ του ισλαμικού και του χριστιανικού κόσμου.
- Ο Καθηγητής (ομότιμος) Μπέννυ Μόρις δίδαξε στο Τμήμα Σπουδών της Μέσης Ανατολής στο Πανεπιστήμιο Μπεν Γκουριόν και είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, συμπεριλαμβανομένου του The Birth of the Palestin Refugee Problem, 1947-1949. Ο καθηγητής Ντρορ Ζε’ εβί διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μπεν Γκουριόν και έχει γράψει βιβλία και άρθρα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη σύγχρονη Τουρκία. Μαζί έγραψαν το βιβλίο The Thirty-Year Genocide: Turkey’s Destruction of its Christian Minorities 1894-1924 (2019, Harvard University Press).
* εφημερίδα Haaretz 4 Μαΐου 2021, μετάφραση Αναστάσης Μπαλτατζής