Ο Ερντογάν Απειλεί την Ελλάδα
Ο πρόεδρος μιας χώρας μέλους του ΝΑΤΟ, ο Τούρκος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κλιμακώνει τις απειλές του για εισβολή στην Ελλάδα, ένα άλλο μέλος του ΝΑΤΟ. Στις 27 Σεπτεμβρίου, δήλωσε:
«Τα όπλα που συσσωρεύονται [από την Ελλάδα] στη Δυτική Θράκη και τα νησιά δεν έχουν κανένα νόημα για εμάς, διότι η δύναμή μας είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτά, αλλά σας υπενθυμίζουμε ότι αυτό σημαίνει μια συγκαλυμμένη κατοχή [της Τουρκίας από την Ελλάδα]…»
«Θα θέλαμε να ξαναπούμε στην Ελλάδα: Ελάτε στα λογικά σας. Νομίζετε ότι η υποστήριξη [προς την Ελλάδα] από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη θα σας σώσει; Δεν θα σας σώσει. Χάνετε τον χρόνο σας –δεν κάνετε τίποτα άλλο».
Ο Ερντογάν επαναλαμβάνει παρόμοιες εχθρικές δηλώσεις εδώ και μήνες. Στις 4 Σεπτεμβρίου, στοχοποίησε και πάλι την Ελλάδα σε δημόσια ομιλία του:
«Έλληνες, κοιτάξτε την ιστορία. Αν προχωρήσετε παραπέρα, το τίμημα θα είναι βαρύ. Έχουμε μόνο μερικές λέξεις να σας απευθύνουμε: Μην ξεχνάτε τη Σμύρνη. Η κατοχή των νησιών [του Αιγαίου] από εσάς δεν θα μας σταματήσει- θα κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο όταν έρθει η ώρα. Ξέρετε τι λέμε: «Θα έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά…».
Μια εβδομάδα πριν από αυτό, στις 30 Αυγούστου, που γιορτάζεται στην Τουρκία ως “Ημέρα της Νίκης”, ο Ερντογάν είπε:
«Βλέπουμε την καταστροφή των πόλεών μας από τους [Έλληνες] εχθρούς μας κατά την αποχώρησή τους [από την Ανατολία το 1922] ως απόδειξη του άθλιου χαρακτήρα τους. Ακριβώς όπως είναι και σήμερα».
Όταν ο Ερντογάν είπε στους Έλληνες «να μην ξεχάσουν τη Σμύρνη», αναφερόταν στη γενοκτονική επίθεση της Τουρκίας εναντίον Ελλήνων και Αρμενίων της πόλης, το 1922.
Η γενοκτονία των χριστιανών από την Οθωμανική Τουρκία το 1913-1923 ήταν μια σκόπιμη προσπάθεια να εξαλειφθεί η ελληνική, ασσυριακή και αρμενική παρουσία στην περιοχή.
Η γενοκτονία ξεκίνησε το 1913 και επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Οθωμανική Τουρκία, με στόχο τις χριστιανικές κοινότητες και τις κοινότητες των Γιαζίντι. Η βίαιη εκστρατεία – υποκινούμενη τόσο από την ισλαμική τζιχάντ όσο και από τον τουρκικό εθνικισμό – είχε ως στόχο την εξολόθρευση των χριστιανικών λαών της Μικράς Ασίας για τη δημιουργία μιας τουρκοκρατούμενης και μουσουλμανοκρατούμενης χώρας.
Η πρώτη φάση της γενοκτονίας διαπράχθηκε από την Οθωμανική Επιτροπή Ένωσης και Προόδου, γνωστή και ως “Νεότουρκοι”. Η δεύτερη φάση, από το 1919 έως το 1923, συμπεριλαμβανομένης της επίθεσης στη Σμύρνη και της γενοκτονίας από τις τουρκικές εθνικιστικές δυνάμεις, σχεδόν ολοκλήρωσε τη γενοκτονία.
Το βιβλίο του George N. Shirinian, Genocide in the Ottoman Empire: Armenians, Assyrians, and Greeks, 1913-1923 [Γενοκτονία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: Αρμένιοι, Ασσύριοι και Έλληνες, 1913-1923], αναφέρεται:
«Τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν καταστροφικά για τις μη τουρκικές, μη μουσουλμανικές μειονότητες. Από το 1913 έως το 1923, οι κυβερνήτες της απέλασαν, σκότωσαν ή καταδίωξαν τεράστιο αριθμό ανδρών, γυναικών και παιδιών σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν την ‘Τουρκία για τους Τούρκους’, δημιουργώντας ένα σύγχρονο προηγούμενο για το πώς ένα καθεστώς μπορεί να διαπράξει γενοκτονία εναντίον των ίδιων των πολιτών του για την επίτευξη πολιτικών σκοπών, και την ίδια στιγμή να ξεφεύγει από οποιαδήποτε λογοδοσία».
Πριν από τη γενοκτονία του 1922, η Σμύρνη, μια αρχαία, ευημερούσα, κοσμοπολίτικη πόλη στις ακτές του Αιγαίου, που χτίστηκε από Έλληνες και ήταν γνωστή ως «Μαργαριτάρι της Ανατολής», ήταν κυρίως ελληνική με μεγάλες αρμενικές και άλλες μη μουσουλμανικές κοινότητες. Αυτόν τον μήνα συμπληρώνονται 100 χρόνια από την καταστροφή της.
Ο Τζέιμς Μαρκέτος, δικηγόρος που συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο του Αμερικανικού Ελληνικού Ινστιτούτου, δήλωσε το 2012:
«Η πόλη παρέμεινε ουσιαστικά ελληνική από την αρχαιότητα και κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής, βυζαντινής και οθωμανικής εποχής. Στους μεταγενέστερους αιώνες εμφανίστηκαν αρμενικές, τουρκικές, εβραϊκές, ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιρροές, αλλά μέσα σε όλα αυτά, το κυρίαρχο πνεύμα παρέμεινε ελληνικό».
«Σε εκείνη την κοινωνία», γράφουν οι μελετητές Ευαγγελία Μπουμπουγιατζή, Ιφιγένεια Βαμβακίδου και Αργύρης Κυρίδης, «οι Έλληνες είχαν την κυρίαρχη θέση, τόσο σε δημογραφικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο».
Οι τουρκικές επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων και των Αρμενίων της Σμύρνης ξεκίνησαν με λεηλασίες, βιασμούς και σφαγές και κατέληξαν σε πυρκαγιά που κατέστρεψε τις χριστιανικές συνοικίες της πόλης.
Αναφορές από αυτόπτες μάρτυρες αναφέρουν ότι η πυρκαγιά ξεκίνησε στις 13 Σεπτεμβρίου 1922 – τέσσερις ημέρες αφότου οι τουρκικές δυνάμεις ανέκτησαν τον έλεγχο της πόλης από την ελληνική διοίκηση – και διήρκεσε μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου. Ένα σύντομο ντοκιμαντέρ παραγωγής του Glenn Beck περιγράφει την πυρκαγιά της Σμύρνης.
Πολλοί από τους επιζώντες της γενοκτονίας κατέφυγαν στη γειτονική Ελλάδα. Ιδιοκτησίες και κτήματα που άφησαν πίσω τους τα θύματα στη Σμύρνη κατασχέθηκαν παράνομα από τους Τούρκους.
Ο ερευνητής Λου Ούρενεκ περιγράφει τη γενοκτονία της Σμύρνης:
«Τον Σεπτέμβριο του 1922, η πλουσιότερη πόλη της Μεσογείου κάηκε και αμέτρητος αριθμός χριστιανών προσφύγων έχασαν την ζωή τους. Η πόλη ήταν η Σμύρνη και το γεγονός ήταν το τελευταίο επεισόδιο της πρώτης γενοκτονίας του 20ού αιώνα – η σφαγή τριών εκατομμυρίων Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η σφαγή στη Σμύρνη συνέβη ενώ πολεμικά πλοία των μεγάλων δυνάμεων – των Ηνωμένων Πολιτειών, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας – τηρούσαν στάση αναμονής».
Η Δημοκρατία της Τουρκίας πραγματικά υπερηφανεύεται για τη γενοκτονία της. Η Τουρκία εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι ήταν ο ελληνικός στρατός που έβαλε φωτιά στη Σμύρνη, καταστρέφοντας μεγάλο μέρος της πόλης. Η «νίκη του 1922», την οποία το τουρκικό κράτος αποκαλεί «απελευθέρωση ή σωτηρία της Σμύρνης», γιορτάζεται κάθε χρόνο σε επίσημες και ανεπίσημες τελετές. Παρ’ όλα τα στοιχεία, η πυρκαγιά αναφέρεται στα τουρκικά σχολεία αποκλειστικά ως μέρος του ελληνοτουρκικού πολέμου, στον οποίο, σύμφωνα με την τουρκική ιστοριογραφία, «οι Τούρκοι βγήκαν νικητές από τους εισβολείς Έλληνες».
Από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, καμία πραγματική πληροφορία δεν διδάσκεται στους Τούρκους μαθητές για την ακραία βαρβαρότητα, τις σφαγές, τους βιασμούς, τις λεηλασίες και τις άλλες θηριωδίες που υπέστησαν οι γηγενείς Έλληνες και Αρμένιοι της Σμύρνης από τους Τούρκους. Η αλήθεια για την ταυτότητα των εμπρηστών αποκρύπτεται συστηματικά. Τα τελευταία 100 χρόνια, η Τουρκία κατηγορεί τα θύματα της γενοκτονίας για την διάπραξή της.
Το 2007, ωστόσο, η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (IAGS) αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία που προκλήθηκε στους αρμενικούς, ασσυριακούς και ελληνικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το ψήφισμα της IAGS ανέφερε:
«…η άρνηση της γενοκτονίας αναγνωρίζεται ευρέως ως το τελικό της στάδιο, που κατοχυρώνει την ατιμωρησία για τους δράστες της γενοκτονίας και αποδεδειγμένα ανοίγει το δρόμο για μελλοντικές γενοκτονίες».
Η συνεχής άρνηση της γενοκτονίας από την Τουρκία, ακόμη και η ανάλγητη υπερηφάνεια της για το γεγονός, συνοδεύεται εδώ και δεκαετίες από την καταστροφή, την κακοποίηση και την οικειοποίηση της ελληνικής και αρμενικής πολιτιστικής κληρονομιάς στη χώρα. Στις 21 Ιουνίου 2019, τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι το ελληνικό σχολείο θηλέων του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σμύρνη, το οποίο είναι έρημο από το 1922, λεηλατήθηκε: οι πόρτες και τα παράθυρά του αφαιρέθηκαν και τα τιμαλφή του κλάπηκαν. Το ιστορικό κτίριο, που τώρα ανήκει στο τουρκικό υφυπουργείο Οικονομικών, χρησιμοποιούνταν κυρίως από άστεγους τοξικομανείς.
Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης. η αρμενική εκκλησία Surp Sarkis στην Μενεμένη της Σμύρνης θα «αποκατασταθεί» ως «Κέντρο Επιστημών και Τεχνών του Μουσείου Μνήμης», αφού χρησιμοποιήθηκε πρωτύτερα ως αποθήκη και στάβλος.
Τον Σεπτέμβριο του 2022 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γενοκτονία στη Σμύρνη. Αν και η τουρκική κυβέρνηση εξακολουθεί να είναι υπερήφανη για τις σφαγές που διέπραξε, όλοι οι υπόλοιποι καλά θα κάνουν να θυμούνται και να τιμούν τις μνήμες των θυμάτων, ώστε να αποτρέψουν την περαιτέρω επιθετικότητα της Τουρκίας. Ένας τρόπος για να το κάνουν αυτό οι δυτικές κυβερνήσεις είναι να αναγνωρίσουν επίσημα τη γενοκτονία του 1913-23, αλλά πάνω απ’ όλα να σταματήσουν τις συνεχείς απειλές του Ερντογάν κατά της Ελλάδας.