Την 11η Ιανουαρίου του 1801με εντολή του Αλή Πασά, η κυρά Φροσύνη κι άλλες 17 Γιαννιώτισσες ρίχνονται στη Λίμνη των Ιωαννίνων και πνίγονται.
Η Κυρα-Φροσύνη όπως έγινε γνωστή η Ευφροσύνη Βασιλείου, συνδέθηκε με την ιστορία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και το τραγικό τέλος της στις 11 Ιανουαρίου του 1801, τραγουδήθηκε σε δημοτικά τραγούδια αλλά έγινε και όπερα, μυθιστόρημα και ταινία.
Ήταν μητέρα δύο παιδιών και σύζυγος του εμπόρου και προκρίτου των Ιωαννίνων Δημητρίου Βασιλείου -επίσης ανιψιά του μητροπολίτη Λάρισας και μετέπειτα Ιωαννίνων Γαβριήλ Γκάγκα.
Ο Αλή Πασάς αποφάσισε να την εκτελέσει μαζί με άλλες 17 συντοπίτισσές της δια πνιγμού στη λίμνη των Ιωαννίνων, με την επίσημη αιτιολογία ότι ζούσαν ανήθικα, κάτι για το οποίο εκφράστηκαν αμφιβολίες και η Ευφροσύνη Βασιλείου έφτασε να θεωρείται έως και θύμα πολιτικών διώξεων.
Τα πραγματικά περιστατικά δεν έγινα ποτέ γνωστά, ενώ έχουν γραφτεί πολλές διαφορετικές εκδοχές στη λογική που η κοινωνία αντιμετώπιζε παρόμοια γεγονότα.
Η Φροσύνη φημιζόταν για την ομορφιά της, το γένος της και πιθανά τη μόρφωσή της. Κάποια στιγμή φέρεται να απέκτησε ερωτικό δεσμό με τον πρωτότοκο γιο του Αλή Πασά, τον Μουχτάρ.
Η σύζυγος του Μουχτάρ ήταν κόρη του Πασά του Βερατίου στον οποίο ο Αλή Πασάς δεν ήθελε να δώσει αφορμές, αφού χάρη σε εκείνον έλεγχε σημαντικό τμήμα της Αλβανίας. Ο πασάς των Ιωαννίνων ένιωσε πίεση εξαιτίας αυτής της σχέσης ή κατά μία άλλη εκδοχή ενδιαφερόταν και ο ίδιος ερωτικά για την κυρά Φροσύνη και η σχέση αυτή στεκόταν εμπόδιο στον ίδιο.
Για τον ένα ή τον άλλο λόγο αποφάσισε να τη σκοτώσει και για να μην δώσει αφορμή για σχόλια οργάνωσε ένα σατανικό σχέδιο με το οποίο συγκέντρωσε και φυλάκισε άλλες δεκαεπτά γιαννιώτισσες τις οποίες κατηγόρησε ότι ζούσαν ανήθικη ζωή.
Κάποια στιγμή ανακοινώθηκε στις γυναίκες η μοίρα που τις περίμενε. Επειδή όμως είχε πια χαράξει και σύμφωνα με τα ισλαμικά έθιμα οι γυναίκες μπορούσαν να εκτελεστούν μόνον νύχτα, απέμενε μια ολόκληρη μέρα ελπίδων.
Όταν νύχτωσε οι γυναίκες οδηγήθηκαν με βάρκα μέσα στη λίμνη. Οι δήμιοι τις έριξαν στο νερό -δεμένες και όχι μέσα σε σακί όπως ήταν η ισλαμική συνήθεια.
Μία εκδοχή αναφέρει ότι τις έβαλαν σε σακιά, αλλά η Φροσύνη και η υπηρέτριά της (πιθανόν η ηλικιωμένη τροφός της) πρόλαβαν προτού τις βάλουν στα σακιά να πηδήξουν δεμένες και πνίγηκαν, όπως και οι υπόλοιπες.
Τα πτώματα εκβράσθηκαν και έγινε η ταφή τους μέσα στη γενική κατακραυγή, αλλά ο Αλή Πασάς αντέτεινε ότι κακώς διαμαρτύρονται οι Έλληνες αφού θα τους χάριζε τη ζωή αν εμφανιζόταν εγκαίρως έστω και ένας συγγενής τους.
Η ιστορία ενέπνευσε αφενός τη δημοτική μούσα, αφετέρου και τους Έλληνες λογοτέχνες όπως τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, ο οποίος έγραψε το 1859 ένα ποίημα αφιερωμένο σε αυτήν, επί του οποίου και βασίσθηκε ο Ζακυνθινός μουσουργός Παύλος Καρρέρ και έγραψε ομώνυμη όπερα. Ενέπνευσε επίσης τους Α. Ραγκαβή, Αντώνιο Αντωνιάδη, Δημήτριο Βερναρδάκη και τον Σωτήρη Σκίπη, όπου στο ποίημα του τελευταίου βασίσθηκε ο Θεόδωρος Σπάθης αφήνοντας ημιτελή ομώνυμη επίσης όπερα.
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:
Τραβάει αγέρας και βοριάς που κυματάει η λίμνη
να βγάλει τες αρχόντισσες και την Κυρα-Φροσύνη.
-Φροσύν', σε κλαίει το σπίτι σου, σε κλαίνε τα παιδιά σου,
σε κλαίν' όλα τα Γιάννινα διά την ομορφιά σου.
-Φροσύν', σε κλαίει η άνοιξη, σε κλαίει το καλοκαίρι,
σε κλαίει κι ο Μουχτάρ-πασάς με τον τσεβρέ στο χέρι.