Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Οἱ προ­βλη­μα­τι­σμοί τῶν νέ­ων καί οἱ ἀ­νη­συ­χί­ες μας στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό!


»

Μέ λέ­νε Χρι­στί­να καί εἶ­μαι 23 ἐ­τῶν. Γεν­νή­θη­κα καί σπού­δα­σα στήν Γερ­μα­νί­α (παι­δι­α­τρι­κή νο­ση­λεύ­τρι­α), ὅ­μως πα­ράλ­λη­λα με­γά­λω­σα καί βί­ω­σα ἀ­πό τό σπί­τι μας -ὅ­πως καί ἀ­πό τήν ἐ­νο­ρί­α μας- τήν πνευ­μα­τι­κή προ­σπά­θει­α στήν ζω­ή μας. 


Ὁ πνευ­μα­τι­κός μας πα­τέ­ρας ἔ­παι­ξε ἕ­ναν με­γά­λο ρό­λο στήν ζω­ή μας ἐ­δῶ στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Μά­θα­με νά ἀ­γα­πᾶ­με, νά δο­ξά­ζου­με καί νά λα­τρεύ­ου­με τόν Θε­ό μέ τόν σω­στό τρό­πο. Ἀ­πό τό σπί­τι μας μά­θα­με νά νη­στεύ­ου­με, νά ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε, νά προ­σευ­χό­μα­στε, νά προ­σπα­θοῦ­με νά μή λυ­ποῦ­με τόν Κύ­ρι­ο, νά εἴ­μα­στε ὑ­πό­δειγ­μα στό σχο­λεῖ­ο, στό πα­νε­πι­στή­μι­ο κλπ. Γιά τούς ξέ­νους ὅ­μως νά εἴ­μα­στε καί πα­ρά­δειγ­μα μέ τήν συμ­πε­ρι­φο­ρά μας, ὥ­στε νά ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ου­με τόν ὀρ­θό­δο­ξο Ἕλ­λη­να χρι­στια­νό. Τό κλει­δί εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη.

Ἀ­πό τήν μα­κρο­χρό­νι­α ἐμ­πει­ρί­α μου, οἱ Γερ­μα­νοί δέ­χον­ται νά τούς πεῖς κά­τι ὅ­ταν εἶ­σαι ἕ­νας ἀ­πό αὐ­τούς, δη­λα­δή ὅ­ταν ἐ­σύ ὁ ἴ­διος δέν εἶ­σαι ὀρ­θό­δο­ξος. Ἡ ἀ­λή­θει­α εἶ­ναι ὅ­τι προ­βλη­μα­τι­ζό­μουν στήν ἀρ­χή τῆς ἐ­φη­βεί­ας, ὅ­μως με­τά με­γα­λώ­νον­τας ἤ­μουν συγ­κι­νη­μέ­νη πού Ὁ Θε­ός μέ ἀ­ξί­ω­σε νά γεν­νη­θῶ σέ αὐ­τήν τήν πί­στη. Εἶ­χα στή­ρι­ξη ἀ­πό τήν οἰ­κο­γέ­νει­ά μου ἀλ­λά καί ἀ­πό τόν πνευ­μα­τι­κό μου, γιά νά ἀ­κο­λου­θή­σω τήν πα­ρά­δο­ση τῆς ἐκ­κλη­σί­ας καί τήν λα­τρευ­τι­κή ζω­ή. Βί­ω­σα καί ἕ­να πρό­βλη­μα, κα­θώς φο­ροῦ­σα ὅ­λο φού­στα. Ὑ­πῆρ­χαν δι­ά­φο­ρες ἐ­ρω­τή­σεις, ὅ­πως “για­τί φο­ρᾶς μό­νο φού­στα;”, καί “πῶς κυ­κλο­φο­ρεῖς τόν χει­μῶ­να, δέν κρυ­ώ­νεις;”. Ἀ­κό­μα καί οἱ δά­σκα­λοι καί οἱ κα­θη­γη­τές: “Ὅ­ταν θά πᾶ­με ἐκ­δρο­μή, Χρι­στί­να, νά φο­ρέ­σεις παν­τε­λό­νι γιά πρα­κτι­κούς λό­γου­ς”. Θυ­μᾶ­μαι μιά φο­ρά πού ὁ κα­θη­γη­τής νευ­ρί­α­σε πο­λύ μα­ζί μου ὅ­ταν -σέ μιά πα­ρου­σί­α­ση γιά τήν ὀρ­θο­δο­ξί­α- εἶ­πα ὅ­τι ἡ Πα­να­γί­α ἦ­ταν Παρ­θέ­νος καί ὁ Χρι­στός συ­νε­λή­φθη μέ τήν δύ­να­μη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Δέν μέ πεί­ρα­ξε, ἔ­μει­να στα­θε­ρή, ὁ­μο­λο­γοῦ­σα τήν πί­στη μου παρ’ ὅ­λο πού ἦ­ταν καί μα­θη­τές ἄλ­λων θρη­σκει­ῶν. Ἀ­κό­μα καί στό βό­λε­ϋ -πού ἔ­παι­ζα γιά ἀρ­κε­τά χρό­νι­α- ἤ­θε­λαν τά παι­χνί­δια νά γί­νον­ται πάν­τα Κυ­ρι­α­κή πρω­ί, πρᾶγ­μα πού δέν ἄ­ρε­σε στήν μη­τέ­ρα μου καί τούς εἶ­πε “ἐ­μεῖς ὡς ὀρ­θό­δο­ξοι πᾶ­με ἐκ­κλη­σί­α καί δέν θά μπο­ροῦ­με νά συμ­με­τέ­χου­με”. Κι ἔ­τσι ἀ­πο­φά­σι­σα νά μήν συ­νε­χί­σω ἄλ­λο παρ’ ὅ­λο πού μοῦ ἄ­ρε­σε πο­λύ τό βό­λεϋ. Ἀλ­λά δό­ξα Τῷ Θε­ῷ, τό ξε­πέ­ρα­σα χω­ρίς δυ­σκο­λί­ες.

Κι ὅ­ταν εἴ­χα­με νη­στεί­α, ἐ­νη­μέ­ρω­να κι ἐ­γώ τίς φί­λες μου -ἀ­πό Ἐ­ρυ­θραί­α, Γερ­μα­νί­α, Τουρ­κί­α, Βοσ­νί­α- ὅ­τι “τώ­ρα δέν μπο­ρῶ νά φά­ω, νη­στεύ­ω”. Ἔ­πει­τα τό γνώ­ρι­ζαν καί τό σέ­βον­ταν. Τούς μι­λοῦ­σα γιά τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί τίς προ­γα­μι­αῖ­ες σχέ­σεις. Γιά ἕ­ναν γά­μο μέ τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Γιά αὐ­τήν τήν εὐ­λο­γί­α πού παίρ­νει τό ζευ­γά­ρι καί κυ­ρί­ως γιά τήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή μέ­σα στόν γά­μο καί μέ­σα στήν οἰ­κο­γέ­νει­α. Ὅ­πως, ἐ­πί­σης, τούς μί­λη­σα γιά τό με­γά­λο θαῦ­μα πού ἔ­ζη­σα μέ­σα στήν παν­δη­μί­α. Δού­λευ­α στό νο­σο­κο­μεῖ­ο, καί μιά μέ­ρα μέ κα­λοῦν στό γρα­φεῖ­ο καί ἀ­παι­τοῦν νά κά­νω τό ἐμ­βό­λι­ο, ἀλ­λι­ῶς δέν θά μπο­ροῦν νά συ­νερ­γα­στοῦν ἄλ­λο μα­ζί μου. Πῆ­γα στό σπί­τι καί ἡ μη­τέ­ρα μου εἶ­πε: “μήν στε­να­χω­ρι­έ­σαι, θά κά­νου­με προ­σευ­χή στήν Πα­να­γί­α καί θά σέ βά­λει σέ κα­λύ­τε­ρη θέ­ση”. Κά­να­με προ­σευ­χή στήν Πα­να­γί­α, τήν μη­τέ­ρα ὅ­λου τοῦ κό­σμου, καί ζη­τή­σα­με βο­ή­θει­α. Στήν ἑ­πό­με­νη βάρ­δια μου μέ κα­λέ­σα­νε καί μοῦ εἶ­παν ὅ­τι ἀ­πο­φά­σι­σαν νά μέ πά­ρουν ἀ­πό τήν Παι­δι­α­τρι­κή καί νά μέ βά­λουν στά ἐ­πεί­γον­τα, πραγ­μα­τι­κά κα­λύ­τε­ρη θέ­ση, ὅ­που εἶ­μαι μέ­χρι σή­με­ρα. Ὅ­σο γιά τίς φί­λες μου, δυ­στυ­χῶς δέν μπο­ροῦ­με νά μι­λή­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο γιά θρη­σκευ­τι­κά θέ­μα­τα. Ὅ­μως, ἡ φι­λί­α μας ὅ­λα αὐ­τά τά χρό­νι­α τίς ἐ­πη­ρέ­α­σε καί τίς βο­ή­θη­σε, ὥ­στε νά μήν ἔ­χουν κά­νει προ­γα­μι­αῖ­ες σχέ­σεις. Δό­ξα Τῷ Θε­ῷ! Μα­κά­ρι νά εἶ­χα μί­α φί­λη Ἑλ­λη­νί­δα, νά μέ κα­τα­λά­βαι­νε καί νά μέ στή­ρι­ζε.

Στό θέ­μα τῆς πί­στε­ως, εἶ­στε τυ­χε­ροί πού ζεῖ­τε στήν Ἑλ­λά­δα, ὅ­που ὑ­πάρ­χουν πολ­λοί νέ­οι σέ αὐ­τό τό πνεῦ­μα καί δέν εἶ­στε μό­νοι. Δό­ξα Τῷ Θε­ῷ! Δυ­στυ­χῶς, τό γερ­μα­νι­κό κρά­τος ὑ­πο­στη­ρί­ζει πι­ό πο­λύ τούς Τούρ­κους. Ἀ­σπά­ζε­ται τίς γιο­ρτές τους καί τούς ἀ­να­γνω­ρί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο, π.χ. τούς χο­ρη­γοῦν φα­γη­τό χω­ρίς χοι­ρι­νό στά σχο­λεῖ­α καί στά πα­νε­πι­στή­μι­α. Πι­στεύ­ω ὅ­τι φταῖ­με καί ἐ­μεῖς ὡς ὁ­μο­γε­νεῖς στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Δέν εἴ­μα­στε ἑ­νω­μέ­νοι, ὥ­στε νά ἀ­παι­τή­σου­με τά δι­και­ώ­μα­τά μας ἀ­πό τό γερ­μα­νι­κό κρά­τος. Πάν­το­τε αἰ­σθα­νό­μουν μό­νη ὡς χρι­στια­νή ὀρ­θό­δο­ξη. Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα ἑλ­λη­νό­που­λα ἔ­χουν προ­σαρ­μο­στεῖ πλέ­ον στήν γερ­μα­νι­κή κουλ­τού­ρα, καί εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά ἀλ­λά­ξει αὐ­τό ὅ­ταν δέν ἔ­χουν τίς βά­σεις ἀ­πό μι­κρά. Τό βι­ώ­νου­με κι ἐ­μεῖς προ­σω­πι­κά, κα­θώς ὁ Θε­ός μᾶς ἀ­ξί­ω­σε -ἐ­μέ­να καί τήν μη­τέ­ρα μου- νά κά­νου­με κα­τή­χη­ση σέ παι­διά προ­σχο­λι­κῆς ἡ­λι­κί­ας. Τούς μα­θαί­νου­με πῶς νά κά­νουν τόν σταυ­ρό τους, τί συμ­βο­λί­ζει ὁ σταυ­ρός, πῶς νά γνω­ρί­σουν τόν Χρι­στό καί τήν Πα­να­γί­α. Καί τί ἄ­γνοι­α -δυ­στυ­χῶς- ἐ­πι­κρα­τεῖ στά ἑλ­λη­νι­κά σπί­τια… Ὅ­μως ὑ­πάρ­χουν καί ἐ­ξαι­ρέ­σεις, δό­ξα Τῷ Θε­ῷ! Μᾶς λεί­πουν τά μο­να­στή­ρια πο­λύ, παρ’ ὅ­λο πού ἐ­δῶ στήν Γερ­μα­νί­α ὑ­πάρ­χουν πολ­λές ὀρ­θό­δο­ξες ἐκ­κλη­σί­ες σέ ὅ­λες τίς πό­λεις, πολ­λές φο­ρές καί δύ­ο σέ κά­θε πό­λη. Ἄχ, αὐ­τά τά μο­να­στή­ρια, πῶς τά ἀ­γα­πά­ω! Γι’ αὐ­τό, κά­θε φο­ρά πού ἐ­πι­σκε­πτό­μα­στε μέ τήν μη­τέ­ρα μου τήν πα­τρί­δα πη­γαί­νου­με σέ δι­ά­φο­ρα μο­να­στή­ρια σέ ὅ­λη τήν Ἑλ­λά­δα. Δυ­στυ­χῶς, ἐ­δῶ στήν Γερ­μα­νί­α δέν ὑ­πάρ­χει οὔ­τε ἕ­να ἑλ­λη­νι­κό ὀρ­θό­δο­ξο μο­να­στή­ρι..!

Ρώ­τη­σα κι ἄλ­λους νέ­ους γιά τίς ἀ­νη­συ­χί­ες καί τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες τους. Λέ­νε ὅ­τι λεί­πει ἡ κα­τα­νό­η­ση ἀ­πό τούς Γερ­μα­νούς γιά τήν θρη­σκευ­τι­κή καί πα­τρι­ω­τι­κή συ­νεί­δη­ση. Δυ­στυ­χῶς, οἱ πι­ό πολ­λοί νέ­οι με­γα­λώ­νουν κο­σμι­κά. Ἀ­πό τήν Ἑλ­λά­δα λεί­πει ἡ ὑ­πο­στή­ρι­ξη γιά τήν ὁ­μο­γέ­νει­α, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τά σχο­λεῖ­α καί τούς κα­θη­γη­τές (δό­ξα Τῷ Θε­ῷ, ἐ­δῶ στήν Φραν­κφούρ­τη ἔ­χου­με δη­μο­τι­κό, γυ­μνά­σι­ο καί λύ­κει­ο). Τό τουρ­κι­κό κρά­τος π.χ. στη­ρί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρό τούς Τούρ­κους ὁ­μο­γε­νεῖς. Οἱ νέ­οι πού κρα­τοῦν τίς ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξες πα­ρα­δό­σεις θε­ω­ροῦν­ται ὡς κά­τι τό ἐ­ξω­τι­κό. Οἱ ἄ­θε­οι ἀλ­λά κα­λο­προ­αί­ρε­τοι φί­λοι αὐ­τῶν τῶν νέ­ων μπο­ροῦν νά κα­τα­λά­βουν τήν ὀρ­θο­δο­ξί­α καί τούς πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό ὅ­,τι μπο­ροῦν οἱ πα­πι­κοί ἤ οἱ εὐ­αγ­γε­λι­κοί, ἐ­πει­δή δέν ἔ­χουν τό­σες προ­κα­τα­λή­ψεις. Οἱ νέ­οι μας προ­σπα­θοῦν νά πλη­σι­ά­σουν τούς ἄλ­λους -ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἄ­θε­ους, ὁ­μο­φυ­λό­φι­λους- μέ ἀ­γά­πη, καί ἐ­κεῖ­νοι ἐκ­πλήσ­σον­ται, ἐ­πει­δή πε­ρί­με­ναν μιά ἄ­σχη­μη ἀν­τι­με­τώ­πι­ση ἀ­πό ἐ­μᾶς. Παρ’ ὅ­λα τά ποι­κί­λα προ­βλή­μα­τα στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό, οἱ ἐ­νο­ρί­ες μας λει­τουρ­γοῦν σάν τό­πος συ­νά­θροι­σης καί ἔ­τσι νι­ώ­θου­με ἑ­νω­μέ­νοι ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φοί! Χρι­στός Ἀ­νέ­στη! Τήν ἀ­γά­πη μας ἀ­πό Γερ­μα­νί­α! Εὐ­χό­μα­στε, μέ τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Κυ­ρί­ου μας νά γί­νε­ται ὀρ­θό­δο­ξη ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή σέ ὅ­λα τά μή­κη καί τά πλά­τη τοῦ κό­σμου, καί νά καρ­πο­φο­ρεῖ πρός δό­ξαν Θε­οῦ! Ἀ­μήν.

 

Ὑ­πο­ση­μεί­ω­ση: Πε­ρί­που 450.000 ὀρ­θό­δο­ξοι χρι­στια­νοί, κυ­ρί­ως ἑλ­λη­νι­κῆς κα­τα­γω­γῆς, -καί σέ μι­κρό­τε­ρο βαθ­μό ρου­μα­νι­κῆς κα­τα­γω­γῆς- ἀ­νή­κουν στίς ὀρ­θό­δο­ξες ἐκ­κλη­σί­ες. Αὐ­τό κα­θι­στᾶ τήν ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξη μη­τρό­πο­λη Γερ­μα­νί­ας τήν με­γα­λύ­τε­ρη ὀρ­θό­δο­ξη ἐ­πι­σκο­πή στήν χώ­ρα. Ἐ­πί­σης, τό 2% ἀ­πό τούς Γερ­μα­νούς δή­λω­σαν ὀρ­θό­δο­ξοι. Στήν Φραν­κφούρ­τη εἶ­ναι δη­λω­μέ­νοι 7500 ὀρ­θό­δο­ξοι Ἕλ­λη­νες. Ἡ μη­τρό­πο­λη ἔ­χει πά­νω ἀ­πό 70 ἐ­νο­ρί­ες μέ πά­νω ἀ­πό 150 χώ­ρους λα­τρεί­ας.

Νεανικό Περιοδικό «ΡΩΜΝΙΟΣ», Τεύχος 33.