Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

Εἴμαστε στό «Ἐμεῖς» κι ὄχι στό «Ἐγώ» (Γ. Μακρυγιάννης)

 


25η Μαρτίου 1821! Οἱ σκλαβωμένοι Ἕλληνες, μήν ἀντέχοντας ἄλλο τόν, ἐπί τετρα-κόσια χρόνια, σκληρό καί αἱμοσταγῆ ζυγό τοῦ Τούρκου κατακτητῆ, ὕψωσαν τό λάβαρο τῆς Ἐπανάστασης. Ἦταν ἡ μέρα πού γιόρταζαν τόν «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ», ἐπειδή ὁ Ἀγώνας τους γινόταν «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς Πατρίδος τήν ἐλευθερία». Ἐπειδή πίστευαν, ἀκράδαντα, πώς μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ θά ἔφερναν σέ πέρας αὐτό τό μεγάλο ἐγχείρημα, μέ τίς ἐλάχιστες δυνάμεις καί τά ἰσχνά μέσα πού διέθεταν.


«Ἐσύ, Κύριε, θ’ ἀναστήσεις τούς πεθαμένους Ἕλληνες, τούς ἀπογόνους αὐτεινῶν τῶν περίφημων ἀνθρώπων, ὁπού στόλισαν τήν ἀνθρωπότη μ’ ἀρετή. Καί μέ τή δύναμή Σου καί τή δικαιοσύνη Σου θέλεις νά τούς ξαναζωντανέψεις. Καί ἡ ἀπόφασή Σου ἡ δίκια εἶναι νά ματαειπωθεῖ Ἑλλάς, νά λαμπρυνθεῖ αὐτείνη καί ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, καί νά ὑπάρξουν οἱ τίμιοι καί ἀγαθοί ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι πού προασπίζονται τό δίκαιον», γράφει στά «Ἀπο-μνημονεύματά» του ὁ Γιάννης Μακρυγιάννης, ὁ ἁγνός ἀγωνιστής τῆς ἐλευθερίας, μέ τήν εὐγενική ψυχή τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού διακρινόταν γιά τήν ἀρχοντιά καί τό φιλότιμό του. Ἡ ζωή του καί ἡ δράση του, σ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ Ἀγώνα γιά τή «νεκρανάσταση» τῆς σκλα-βωμένης Ἑλλάδας καί μετά, ἦταν καί θά πρέπει νά εἶναι, προπάντων, στούς δύσκολους και-ρούς πού ζοῦμε, μιά ἀστείρευτη πηγή διδαχῆς ἤθους, φιλοπατρίας, ἀνθρωπιᾶς καί θαρρα-λέας ὑπεράσπισης τῶν ἰδανικῶν τοῦ Ἔθνους.

Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821 κηρύχτηκε κάτω ἀπό, ἐντελῶς, ἀντίξοες συνθῆκες, ἀλλά ἐπιτεύχθηκαν ὡς ἕνα βαθμό οἱ στόχοι της, χάρη στίς θυσίες ἐπώνυμων καί χιλιάδων ἀνώνυμων ἀγωνιστῶν της, πού ἦταν ἀποφασισμένοι νά ζήσουν ἐλεύθεροι ἤ νά ἀποθάνουν.

«Ἡ μεγαλοσύνη τῶν λαῶν δέν μετριέται μέ τό στρέμμα/μέ τῆς καρδιᾶς τό πύρωμα μετριέται καί μέ τό αἷμα” (Κ. Παλαμᾶς) καί «Ἀπ’ τά κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τά ἱε-ρά/καί σάν πρῶτα ἀντρειωμένη/χαῖρε ὤ χαῖρε, Ἐλευθεριά!” (Δ. Σολωμός, «Ὕμνος εἰς τήν ἐλευθερία»).

«Πατρίς, νά μακαρίζεις ὅλους τούς Ἕλληνες, ὅτι θυσιάστηκαν διά σένα νά σ’ ἀνα-στήσουνε, νά ξαναειπωθεῖς ἄλλη μίαν φορά ἐλεύτερη Πατρίδα, ὁπού ἤσουνε χαμένη ἀπό τόν κατάλογο τῶν ἐθνῶν. Ὅμως νά θυμᾶσαι καί νά λαμπρύνεις ἐκείνους ὁπού πρωτοθυ-σιάστηκαν εἰς τήν Ἀλαμάνα, πολεμώντας μέ τόση δύναμη Τούρκων, κι ἐκείνους πού ἀπο-φασίστηκαν καί κλείστηκαν σέ μιά μαντρούλα μέ πλίθες, ἀδύνατη, εἰς τό χάνι τῆς Γραβιᾶς, κι ἐκείνους ὁπού λιώσανε τόση τουρκιά καί πασάδες εἰς τά Βασιλικά, κι ἐκείνους ὁπού ἀγωνίστηκαν σάν λιοντάρια εἰς τήν Λαγκάδα τοῦ Μακρυνόρου… Αὐτείνοι σέ ἀνάστησαν» (Γ. Μακρυγιάννη-Ἀπομνημονεύματα).

Στούς δύσκολους καιρούς πού περνᾶμε, ὅπου τό ψεύτικο προβάλλει ὡς ἀληθινό, τό ἄδικο ἐπιβραβεύεται, ἡ ἠθική διαφθορά ἔχει διεισδύσει στόν κοινωνικοπολιτικό ἱστό, ἡ ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα λοιδορεῖται καί ἡ ἱστορία παραχαράσσεται, ἡ κραυγή ἀγωνίας τοῦ Μακρυγιάννη γιά τήν τύχη τῆς πατρίδας, μέσα ἀπό τά γραπτά του, τά ἀπελέκητα γράμματά του, ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγε, γίνεται καί δική μας. Λυπηρό καί ἄκρως ἀπογοητευτικό τό φαινόμενο, μεθοδευμένα, φανερά ἤ σιωπηλά, νά φυλλορροοῦν ἀπό τά σχολικά μας βιβλία οἱ ἡρωικές σελίδες τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ‘21, νά κατεβαίνουν τά πορτρέτα ἡρώων της, πού

θυσιάστηκαν γιά ἀνώτερα ἰδανικά, κληροδοτώντας στίς ἐπερχόμενες γενιές μιά Πατρίδα ἐλεύθερη. Νά ἀπουσιάζουν κείμενα καί ἀφιερώματα, πού ἐμπνέουν διαχρονικές ἀξίες, μέ ἀποτέλεσμα οἱ νέοι μας νά μήν ἔχουν πιά πρότυπα, μέ ἀκρωτηριασμένα τά ὄνειρά τους, νά παραπαίουν, συγχέοντας τό ἀγωνιστικό φρόνημα μέ πράξεις βίας, ἐγκλωβισμένοι σέ ἰδεο-ληπτικά σύνδρομα νά καθυβρίζουν ἱερά σύμβολα, νά ἀπαξιώνουν ἀρχές καί προγονικές παρακαταθήκες. Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις, πάνω σέ ποιές βάσεις θά στηρίξουν τά θεμέ-λια τῆς δικῆς τους ζωῆς καί, ὑποτίθεται, μιᾶς καλύτερης μεθαυριανῆς κοινωνίας;

«Καί ὅσα σημειώνω τά σημειώνω γιατί δέν ὑποφέρνω νά βλέπω τό ἄδικο νά πνίγει τό δίκαιο. Γιά κεῖνο ἔμαθα γράμματα στά γεράματα καί κάνω τό γράψιμο τό ἀπελέκητο…». Τί ἔχουν νά μᾶς ποῦν οἱ σύγχρονοι λογιότατοι, ὅσοι ἀπ’ αὐτούς χρησιμοποιοῦν τήν ἐπιστη-μοσύνη τους, παραποιώντας ἱστορικές ἀλήθειες, ἀθετώντας νόμους, γιά τήν ἐξυπηρέτηση ἀμφιλεγόμενων καί ἀντεθνικῶν σχεδίων, μέ πιθανό ἴδιο ὄφελος;

«Ἔγραψα γυμνή τήν ἀλήθεια, νά ἰδοῦνε οἱ Ἕλληνες ν’ ἀγωνίζονται γιά τήν Πατρίδα τους, γιά τή θρησκεία τους, νά ἰδοῦνε τά παιδιά μου καί νά λένε: ἔχομε ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομε θυσίες. Καί νά μπαίνουν σέ φιλοτιμία καί νά ἐργάζονται στό καλό τῆς πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καί τῆς κοινωνίας…», καταθέτει ὁ φιλόπατρις καί ἰδεολόγος Μακρυ-γιάννης. Τά παιδιά θέλουν παραδείγματα, πρῶτα ἀπό τούς γονεῖς, ὕστερα ἀπό τό σχολεῖο, ὄχι λόγια, μέ ὑποκριτικές φανφάρες, ὥστε νά μπορέσουν νά διαμορφώσουν τον ἀξιακό τους κώδικα, νά σκύψουν μέ σεβασμό στά μυρίπνοα νάματα τῆς Ἑλληνορθόδοξης Παράδο-σης, ν’ ἀγαπήσουν τήν Πατρίδα. Ἡ ὑστεροφημία των ὁμηρικῶν ἡρώων, πού βασίζονταν στά ἡρωικά τους κατορθώματα μέχρι αὐτοθυσίας, καί εἶχαν ὡς προμετωπίδα τό «εἷς οἰωνός ἄριστος ἀμύνεσθαι περί Πάτρης», εἶναι καί γιά τούς ἀγωνιστές τοῦ ‘21 τό βασικό κίνητρο, πού τούς ὠθεῖ σέ πράξεις ἀπίστευτου ἡρωισμοῦ καί αὐτοθυσίας, μέ πρώτη καί ὕψιστη ἀρε-τή τό φιλότιμο, ὡς ὑπέρμετρη ἀγάπη γιά τήν τιμή, τήν ἀντρειοσύνη, τήν ἀνιδιοτελή προ-σφορά γιά τό καλό τοῦ συνόλου. «Εἴμαστε στό ἐμεῖς κι ὄχι στό ἐγώ!» καί «Τούτη τήν Πατρί-δα τήν ἔχομεν ὅλοι μαζί καί σοφοί καί ἀμαθεῖς καί πλούσιοι καί φτωχοί καί οἱ πλέον μικρό-τεροι ἄνθρωποι…», βροντοφωνάζει ὁ ἁγνός ἀγωνιστής Μακρυγιάννης, πρός γνῶσιν καί τῶν συγχρόνων Νεοελλήνων, ἐπειδή κάποιοι ἀπ’ αὐτούς θεωροῦν πώς εἶναι οἱ ἀποκλειστικοί δραγουμάνοι…. τῆς πατρίδας μας.

Τό ὑψηλό φρόνημα, τά ἁγνά πατριωτικά αισθήματα, ἡ πίστη στή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀπόφαση τῆς αὐτοθυσίας εἶναι τά χαρακτηριστικά τῶν μεγάλων ἀγωνιστῶν τῆς Ἑλλη-νικής Ἐπανάστασης: «…Κι ἀφοῦ ὁ Θεός θέλησε νά κάμει νεκρανάσταση στήν Πατρίδα μου, νά τή λευτερώσει ἀπό τήν τυραγνία τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κι ἐμένα νά δουλέψω κατά δύνα-μη, τό λιγότερον ἀπό τόν χειρότερο πατριώτη μου Ἕλληνα», καταθέτει ὁ Μακρυγιάννης. Πόσο θά ὠφελοῦνταν τά σημερινά Ἑλληνόπουλα, ἴσως, αὐριανοί ταγοί σέ θέσεις ἐξουσίας, ἄν διδάσκονταν ὅλα αὐτά πού ἀποτελοῦν τήν πιό σημαντική παρακαταθήκη ἀρχῶν, σέ ἄμεση σχέση μέ προγονικές διατάξεις, ὅπως ἀναγράφονταν στή νομοθεσία τοῦ Ἀθηναίου νομοθέτη Σόλωνα: «κάθε πολίτης ὑποχρεοῦται νά βοηθεῖ τούς ἀδικημένους, “ἐπαμύνειν τοῖς ἀδικουμένοις”, καί νά ὑπερασπίζεται τήν πατρίδα», καθώς καί στόν περίφημο λόγο, πού ἐκφωνεῖ ὁ μεγάλος Ἀθηναῖος πολιτικός τοῦ 5ου π.Χ. αἰ. Περικλῆς στόν «Ἐπιτάφιό» του.

«Ὅταν ἀποφασίσαμε νά κάμομεν τήν Ἐπανάσταση, δέν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πό-σοι εἴμεθα οὔτε πώς δέν ἔχομε ἅρματα… ἀλλά ὡς μία βροχή ἔπεσε σέ ὅλους μας ἡ ἐπιθυ-μία τῆς ἐλευθερίας μας καί ὅλοι καί οἱ κληρικοί καί οἱ προεστοί καί οἱ καπεταναῖοι καί οἱ

πεπαιδευμένοι καί οἱ ἔμποροι, μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτό τό σκοπό καί ἐκάμαμε τήν Επανάσταση.» (Γ. Μακρυγιάννης)

«Ὁ Θεός ἔβαλε τήν ὑπογραφή Του γιά τήν λευτεριά τῆς Ἑλλάδος καί δέν τήν παίρνει πίσω!», θά πεῖ καί ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ, ἡ μεγάλη μορφή τοῦ ἐπαναστατικοῦ Ἀγώνα, ὁ Θεό-δωρος Κολοκοτρώνης, στόν λόγο πού ἐκφώνησε στήν Πνύκα τό 1838.

Αὐτά τά ἰδεώδη καί αὐτά τά κίνητρα ἀναπτέρωναν τό ἠθικό τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων, τόσο, ὥστε τίς περισσότερες φορές νά ξεπερνοῦν τά ἀνθρώπινα μέτρα καί νά προβαίνουν σέ μεγαλειώδεις πράξεις ἡρωισμοῦ καί αὐτοθυσίας, ἤδη ἀπό τό ξεκίνημα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, ἀπό τίς Παραδουνάβιες χῶρες (Ἀλ. Ὑψηλάντης-Ἱερός Λόχος-Δραγατσάνι). Ἐπειδή ἦταν ἀποφασισμένοι νά θυσιαστοῦν, ξεπερνοῦσαν κάθε ἔννοια λο-γικῆς ἀναμέτρησης. «Μία φορά ἐβαπτίστημεν μέ τό λάδι, βαπτιζόμεθα καί μία μέ τό αἷμα διά τήν ἐλευθερία τῆς Πατρίδος μας», θά πεῖ ὁ Θ. Κολοκοτρώνης καί «… Ὅτι ἀρχή καί τέλος παλαιόθεν καί ὥς τώρα ὅλα τά θεριά πολεμοῦνε νά μᾶς φάνε καί δέν μποροῦνε. Τρῶνε ἀπό μᾶς καί μένει καί μαγιά. Καί οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νά πεθάνουν», θά συμπληρώσει ὁ Γ. Μακρυγιάννης.

Ἄν δέν ὑπῆρχε αὐτό τό αἴσθημα τῆς αὐτοθυσίας, ὁ ἔνθερμος ἐνθουσιασμός, ἡ πίστη στόν Θεό καί στήν ἱερότητα τοῦ ἀγώνα στούς πρωτεργάτες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, σίγουρα, ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τόν βαρύ τουρκικό ζυγό θά φάνταζε οὐτοπία. Ἄραγε πόση φιλοπατρία ὑπάρχει στούς σημερινούς Ἕλληνες, ὥστε νά εἶναι ἀποφασισμένοι νά δώσουν καί τή ζωή τους, ἀκόμη, προκειμένου νά ἀνακτήσει τό κῦρος, τό σέβας καί τή θέση πού τῆς ἀξίζει ἡ Ἑλλάδα; Τά πάντα ὑπό ἀμφισβήτηση, ἀκόμη χειρότερα, ὑπό κατάρρευση, μέ μιά παιδεία χωρίς τήν προβολή τῶν ἡρώων πού, χάρη στίς θυσίες τους, ζοῦμε ἐμεῖς ἐλεύθε-ροι(;). Μέ ἄνισες μάχες, ὄχι, πιά, σέ πεδία μαχῶν ἀλλά μέσα στήν ἴδια τήν κοινωνία καί γε-νικότερα στήν ἀνθρωπότητα, ἐπειδή οἱ ἄλλοτε ἀξίες τῆς ἐλευθερίας, τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί ἀξιοπρέπειας, τῶν, συνταγματικά, κατοχυρωμένων καί ἀναφαίρετων δικαιωμάτων τοῦ πολίτη ἔχουν ὑποπέσει σέ δυσμένεια, ἐξαιτίας τῶν νέων δεδομένων, πού ἔχουν καταργήσει διαχρονικά θέσφατα.

Ἡ ἐλευθερία τῆς σκέψης καί τῆς ἔκφρασης τιμωρεῖται ὡς ἐπικίνδυνη, ἐπειδή «ὅποιος ἐλεύθερα συλλογᾶται, συλλογᾶται καλά», κατά τόν μεγάλο βάρδο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, τόν Ρήγα Φεραῖο. Εἶναι πού ὁ, ἀληθινά, ἐλεύθερος ἄνθρωπος ἀναπτύσσει ἀντικειμενική καί κριτική συλλογιστική, ἐπιδιώκει καί ἐπιβραβεύει τό δίκαιο, ἰσορροπεῖ στή ζωή, λειτουργεῖ μέ ἀξιοκρατικά κριτήρια, ἀποβλέποντας στό κοινό ὄφελος καί στό καλό τῆς Πατρίδας.

Ἡ Πατρίδα μας δέν εἶναι κανενός τσιφλίκι, ἀντίθετα, ἀνήκει σέ ὅλους ἐμᾶς, πού εἴμαστε γέννημα καί θρέμμα της καί ἔχουμε χρέος νά ὑπερασπιζόμαστε τήν ἀκεραιότητά της, τήν ἐλευθερία καί τίς πατροπαράδοτες ἀξίες της. Μόνον τότε θά φανοῦμε ἀντάξιοι ἀπόγονοι καί τιμητές ὅλων αὐτῶν πού βασανίστηκαν, ἐξανδραποδίστηκαν, ἀγωνίστηκαν καί θυσιάστηκαν «Γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς Πατρίδος τήν ἐλευθερία»

Ἀθηνᾶς Παπαϊωάννου, φιλολόγου-λογοτέχνιδος