Η τουρκική εκδοχή για το γιαγκίνι της Σμύρνης, την πυρκαγιά που ξεθεμελίωσε τη μητρόπολη του μικρασιατικού ελληνισμού στις 13-14 Σεπτεμβρίου 1922, βρίσκεται στον αντίποδα της ελληνικής θέσης: Πολλοί τούρκοι ιστορικοί, εκπρόσωποι της καθεστωτικής ιστοριογραφίας, θεωρούν υπαίτιο τον ελληνικό στρατό, που “έκαψε την πόλη κατά την αποχώρησή του” (παραβλέπουν βέβαια ότι η αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων είχε ολοκληρωθεί στις 9 Σεπτεμβρίου), ενώ άλλοι επιρρίπτουν ευθύνες σε ελληνικές και αρμενικές εθνικιστικές οργανώσεις ή σε άτομα που συνεργάζονταν με τον ελληνικό στρατό.
Τελευταία προβάλλεται ιδιαίτερα μια νέα «επίσημη» θέση, που αθωώνει τους Έλληνες και ενοχοποιεί τους Αρμενίους. Σύμφωνα με αυτή, τη φωτιά την έβαλαν Αρμένιοι τρομοκράτες, που είχαν φορέσει στολές Τούρκων στρατιωτών! Οι απόψεις αυτές δεν αντέχουν σε κριτική και αντιμετωπίζονται με θυμηδία ακόμη στην Τουρκία.
Γενικά στην πλευρά των νικητών -και στο επίπεδο της ιστορικής αφήγησης και στο πεδίο της κοινωνικής μνήμης- το θέμα αντιμετωπίζεται με αμηχανία, αβεβαιότητα και υπεκφυγές. Πολλοί επιλέγουν τη βολικά σοφή λύση να αποδώσουν την πυρκαγιά σε τυχαίο γεγονός και κάποιοι απλώς προσπερνούν το θέμα. Για παράδειγμα, στο Μουσείο της Σμύρνης αναφέρεται επιγραμματικά ότι “οι περιστάσεις μέσα από τις οποίες ξεπήδησε η φωτιά εξακολουθούν να καλύπτονται από μυστήριο”.
“Δεν απομένει καμία αμφιβολία για την αιτία της φωτιάς. Σύμφωνα με ένορκη κατάθεση του ανώτερου προσωπικού του Αμερικανικού Κολεγίου Σμύρνης, αυτοί που έβαλαν τη φωτιά ήταν Τούρκοι στρατιώτες”, ανέφερε στο τηλεγράφημά του ανταποκριτής αμερικανικής εφημερίδας στις 15 Σεπτεμβρίου, ενώ αρκετά αργότερα, στις 27 Νοεμβρίου 1922 ο Βρετανός υφυπουργός των Εξωτερικών Μακ Νιλ δήλωνε στη Βουλή των Κοινοτήτων: “Κατά τις πληροφορίες της αγγλικής κυβέρνησης, τα ελληνικά στρατεύματα ολοκλήρωσαν την εκκένωση της Σμύρνης το απόγευμα της 8ης Σεπτεμβρίου (νέο ημερ.) και το τουρκικό ιππικό εισήλθε στη Σμύρνη την 11η ώρα της επόμενης ημέρας. Σύμφωνα με τις αποδείξεις, από καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, η πυρκαγιά άρχισε από την αρμενική συνοικία, το δε πυρ τέθηκε από Τούρκους στρατιώτες”.
Η αποδοχή της τουρκικής ευθύνης βασίζεται εν πολλοίς στη άμεση ομολογία του Falih Rifki Atay (1894-1971), διανοούμενου, δημοσιογράφου και διακεκριμένου στελέχους του κεμαλικού εθνικιστικού κινήματος. Ο F.R. Atay υπήρξε αυτόπτης μάρτυς της φωτιάς, αφού ο ίδιος ο Κεμάλ του είχε ζητήσει βρίσκεται εκείνες τις μέρες στην πόλη για να ιστορήσει τη θριαμβική είσοδο των νικητών. Σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, αφού ο Κεμάλ δεν ήταν εν ζωή και ο ίδιος είχε αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική, αποφάσισε να δημοσιεύσει τις αναμνήσεις και τις σημειώσεις του. Στο βιβλίο του Çankaya, που εκδόθηκε το 1961, περιγράφει την καταστροφή της πόλης και της ελληνικής της κοινότητας:
“Ηταν η μέρα της Μεγάλης Φωτιάς. Καθώς οι φλόγες έκαιγαν τις γειτονιές, ο κόσμος έτρεχε προς την παραλία… Κάποιοι έπεφταν στη θάλασσα προσπαθώντας να κρατηθούν από τις βάρκες… Παρακολουθούσα αυτή τη μοναδική τραγωδία με βαριά καρδιά… Η Σμύρνη καιγόταν και μαζί της η ρωμιοσύνη της, οι άνθρωποι των πρώτων πολιτισμών, εκείνοι που έζησαν το Μεσαίωνα με τους μουσουλμάνους, εκείνοι που ζούσαν στην πατρίδα τους και στα σπίτια τους με άνεση, εκείνοι που κρατούσαν το εμπόριο και τη γεωργία της Σμύρνης και όλης της Δυτικής Ανατολίας, και ολόκληρη την οικονομία της, εκείνοι που ζούσαν σε παλάτια, κονάκια και τσιφλίκια, τώρα, τον εικοστό δεύτερο χρόνο του εικοστού αιώνα, πεθαίνουν για ένα κομμάτι βάρκας να τους μεταφέρει μακριά για πάντα… Η Γκιαβούρ Ιζμίρ (άπιστη Σμύρνη) κάηκε ολοκληρωτικά με τις φλόγες το βράδυ και τον καπνό σαν ξημέρωσε. Ηταν υπεύθυνοι για τη φωτιά οι Αρμένιοι στ’ αλήθεια; Οπως ειπώθηκε τις μέρες εκείνες…”.
“Καθώς αποφάσισα να γράψω την αλήθεια όπως τη γνωρίζω, θέλω να αντιγράψω μια σελίδα από τις σημειώσεις που κρατούσα τότε: […] Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη; Γιατί φοβηθήκαμε ότι αν έμεναν τα κτήρια στη θέση τους, δεν θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τις μειονότητες… Οταν εξορίζονταν κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Αρμένιοι, καίγαμε όλες τις κατοικημένες περιοχές γιατί είχαμε αυτόν ακριβώς το φόβο. Αυτό δεν σχετίζεται μόνο με τη διάθεση για καταστροφή. Υπάρχει και κάποιο αίσθημα κατωτερότητας μέσα του. Θεωρούσαμε ότι το καθετί που έμοιαζε με Ευρώπη ήταν μοιραίο να παραμείνει χριστιανικό και ξένο, γι’ αυτό και εμείς έπρεπε να το αποβάλουμε” (το επίμαχο απόσπασμα περιλαμβάνεται στην πρώτη έκδοση του βιβλίου, στις επόμενες όμως απαλείφεται).
* Δημοσιευμένο στη “Μνήμη” του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας, φ. 22, Σεπτ. 2016.