του Πέτρου Παπαπολυβίου* από το Άρδην τ. 130-131 που κυκλοφορεί στα περίπτερα
Η συμπλήρωση φέτος πενήντα χρόνων από το χουντικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, κατά συγκυρία, ακολουθεί τη διακοσιοστή επέτειο από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή που τίμησε ο Ελληνισμός, εντός και εκτός Ελλάδας, το 2021 και το 2022.
Για την ελληνική ιστορία, η κυπριακή τραγωδία του 1974 είναι το τελευταίο μεγάλο κεφάλαιο μιας περιόδου που ξεκίνησε από το 1821. Με εθνικές ανατάσεις και πτώσεις, μέρες «δόξας και διχασμού», εδαφικές επεκτάσεις και, κατά το 1922-1924, μια μεγάλη συρρίκνωση και σχεδόν παντελή εξαφάνιση της πανάρχαιας ελληνικής παρουσίας πέραν του Αιγαίου. Στην Κύπρο, δεκατέσσερα χρόνια μετά την εκδίωξη της βρετανικής αποικιακής Αυτοκρατορίας και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, επήλθε η καταστροφή του 1974. Από τότε ο τόπος, η «μεγαλόνησος» του νεοελληνικού αλυτρωτισμού και οι άνθρωποί της έζησαν και ζουν χρόνια ελπίδων και απογοητεύσεων, προσμονής και διαψεύσεων, αναδημιουργίας, ανοικοδόμησης και «οικονομικού θαύματος» μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα, και της επακόλουθης κατάρρευσης, οικονομικής και θεσμικής κρίσης, απελπισίας. Με κορυφαία πολιτικά γεγονότα το Δημοψήφισμα του 2004, για την αποδοχή ή την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, και την πλήρη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τους πρόσφυγες, ο πόθος της επιστροφής παραμένει άσβεστος, όπως και για τις εκατοντάδες οικογένειες των αγνοουμένων ο αβάστακτος πόνος εδώ και πενήντα χρόνια είναι αμείωτος μαζί με την αγωνία για τη διακρίβωση της τύχης των αγαπημένων συγγενών τους και τον εντοπισμό των οστών τους, αφού, στις περισσότερες των περιπτώσεων, έχει πια γίνει αποδεκτό ότι έχουν δολοφονηθεί από τον τουρκικό στρατό.
Σε αντίθεση με τον εορτασμό των επετείων του 1821 και του 1922, είναι εμφανής μια αμηχανία για το πώς θα τιμηθεί «επισήμως» το 1974, στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Και δεν πρόκειται μόνο για θέμα λέξεων, για τη δυσανεξία δηλαδή αναφοράς στην Κατοχή και στην Απελευθέρωση. Για το ελληνικό κράτος, για πολλά χρόνια, δεν υπήρξε καν πόλεμος στην Κύπρο το 1974. Όπως είναι γνωστό, οι αρμόδιες αρχές χορηγούσαν ταυτότητες τραυματιών ή αναπήρων του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-1941 στους Ελδυκάριους και τους Έλληνες αξιωματικούς τραυματίες του 1974, με πιο κραυγαλέα περίπτωση την ταυτότητα που δόθηκε στον μακαρίτη καταδρομέα Θανάση Ζαφειρίου, γεννηθέντα το 1954… Στην Αθήνα, εξάλλου, εδώ και μισό αιώνα, ως κύρια ιουλιανή επέτειος, σε ανώτατο μάλιστα συμβολικό επίπεδο, έχει καθιερωθεί να τιμάται η αποκατάσταση της Δημοκρατίας, κάθε 24η Ιουλίου, με το πραξικόπημα και την εισβολή στην Κύπρο να μπαίνουν στο περιθώριο. Η επέτειος των πενήντα χρόνων από την τουρκική εισβολή βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τα κυρίαρχα αφηγήματα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, όπου, στην καλύτερη περίπτωση, για το Κυπριακό, σε επίπεδο διακηρύξεων, ακούγεται το «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται» (ή συμπαρατάσσεται, κατά περιόδους, επί το λαϊκιστικώς ηρωικότερον). Και το ίδιο συμβαίνει και στην ελληνική ιστοριογραφία όπου, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κυριαρχεί αποκλειστικά η στενή μητροπολιτική οπτική, με την Κύπρο να μένει είτε στο περιθώριο, είτε να απουσιάζει εντελώς από την αφήγηση. Δεν λείπουν και οι οριενταλιστικές-πατερναλιστικές περιπτώσεις, που αντιμετωπίζουν την ιστορία της Κύπρου ως συνέχεια των αθηναϊκών ζητωπολέμων του 19ου αιώνα, αδυνατώντας ή αρνούμενες να αντιληφθούν τη μαζικότητα του ενωτικού κινήματος ως απάντηση στην αυταρχικότητα και την καταστολή της αποικιοκρατίας.
Στην ειδική βιβλιογραφία για το 1974 θεωρώ σημαντική την έκδοση από τη Βουλή των Ελλήνων και τη Βουλή των Αντιπροσώπων δεκατριών τόμων μέχρι σήμερα (2018-2024), με τα Πρακτικά των συνεδριάσεων της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων για τον Φάκελο της Κύπρου (1986-1988). Παρότι δεν πρόκειται για πρωτογενές υλικό του 1974 αλλά για τις καταθέσεις στη Βουλή αρκετά χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, η ολοκλήρωση της έκδοσης θα αποτελέσει μια θεμελιώδη συλλογή πηγών – έργο αναφοράς. Επιπλέον, οι μαρτυρίες ορισμένων από τους κύριους πρωταίτιους της επιβολής της δικτατορίας στην Ελλάδα και της διενέργειας του πραξικοπήματος στην Κύπρο φωτίζουν πλήρως την ανικανότητα και την αβελτηρία της χουντικής ηγεσίας και το έγκλημα που διαπράχθηκε με την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, την προσφορά της αφορμής στην Τουρκία για την εισβολή και την πλήρη εγκατάλειψη του νησιού από την Αθήνα του Ιωαννίδη.
Παράλληλα, είναι αισιόδοξο ότι ολοένα και περισσότεροι ιστορικοί, νέοι στην πλειοψηφία τους, εκδίδουν σημαντικά βιβλία και μελέτες για την κυπριακή τραγωδία και τις διάφορες πτυχές της: στρατιωτικές, κοινωνικές, οικονομικές και ανθρωπιστικές, αλλά και τις ανθρώπινες πλευρές, όπως τα θέματα των αγνοουμένων, των αιχμαλώτων, των πεσόντων, των προσφύγων και των εγκλωβισμένων. Πιο πρόσφατα και για το κεφάλαιο των εκατοντάδων προσφυγόπουλων που στάλθηκαν στην Ελλάδα ατμοπλοϊκώς, το 1974-1975, μαθητών και μαθητριών Γυμνασίου και μικρών παιδιών του Δημοτικού, τα οποία φιλοξενήθηκαν σε εστίες και οικοτροφεία, κρατικά ή εκκλησιαστικά, σε πρώην «παιδουπόλεις», σε σχολεία, δημόσια και ιδιωτικά αλλά και σε εκατοντάδες ανάδοχες οικογένειες. Παράλληλα, ολοένα και περισσότεροι «ανώνυμοι» πρωταγωνιστές βρίσκουν το σθένος να μαζέψουν τις αναμνήσεις τους και να αφηγηθούν, προφορικώς ή γραπτώς, αυτά που έζησαν ως εθνική προδοσία, εθνική καταστροφή και εθνική ήττα, αλλά και ως εξευτελισμό και ισοπέδωση των πανανθρώπινων αξιών και ιδανικών και βασικών κανόνων του δικαίου τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974. Πάντοτε, μέσα από μια επώδυνη διαδικασία για τον αφηγητή / συγγραφέα: όσο οδυνηρή είναι η ανάξεση ενός ανοικτού τραύματος εδώ και μισό τώρα αιώνα.
Αξίζει να επισημανθεί και μια αξιοπρόσεκτη παράμετρος της ιστοριογραφίας των στρατιωτικών επιχειρήσεων του 1974 στην ελληνική κυπριακή βιβλιογραφία: Το κενό της «επίσημης» βιβλιογραφικής σιωπής από τους αρμόδιους φορείς, τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, στην Ελλάδα, και την αντίστοιχη νεότευκτη Διεύθυνση Ιστορίας Εθνικής Φρουράς στην Κύπρο, που ουσιαστικά αντανακλά και τη σχετική έλλειψη ουσιαστικού ενδιαφέροντος από την πολιτεία, έρχονται να καλύψουν οι σύνδεσμοι βετεράνων πολεμιστών του 1974 ή μεμονωμένοι στρατιώτες με δικές τους εκδόσεις. Βέβαια, το γεγονός ότι στην κυπριακή περίπτωση η στρατιωτική ιστορία γράφεται «από τα κάτω» δημιουργεί προβλήματα αρχειακής τεκμηρίωσης που επιτείνει και η απουσία, εν πολλοίς, της οπτικής των ανωτέρων αξιωματικών, ωστόσο έχει και ένα μεγάλο πλεονέκτημα: ακούγονται οι φωνές των κατώτερων αξιωματικών και υπαξιωματικών και των απλών στρατιωτών, κάτι που δεν θα συνέβαινε σε μια επίσημη ιστορία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού. Επίσης, η καταγραφή των μαρτυριών των δευτεραγωνιστών, παρότι γίνεται πλέον από νέους επαγγελματίες ιστορικούς, δημιουργεί προβλήματα διασταύρωσης των πληροφοριών, αξιοπιστίας της προφορικής συνέντευξης ύστερα από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και απαιτεί τεράστιο μόχθο για τον εντοπισμό των πληροφορητών. Εννοείται ότι οι εκδόσεις των παλαιών πολεμιστών του 1974 για την πολεμική ιστορία των ταγμάτων και των όπλων της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ δεν απαλλάσσουν την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία στην Κύπρο και στην Ελλάδα των δικών της ευθυνών για τη συγγραφή επιτέλους των επίσημων στρατιωτικών ιστοριών, όσο δύσκολο φαντάζει αυτό αφού πρόκειται για ένα πρόβλημα που έχει κρυφτεί επιμελώς κάτω από το χαλί. Είναι αδιανόητο, πενήντα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974, να μην έχει κυκλοφορήσει η επίσημη στρατιωτική ελληνική εκδοχή και να μην διδάσκονται οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις για τις αιτίες και τις πτυχές της οδυνηρής ήττας στην Κύπρο το 1974.
Στις αφηγήσεις των βετεράνων πολεμιστών της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ καταγράφονται όσα βίωσαν οι άνδρες που προσπάθησαν να αντισταθούν στην εισβολή: Περιστατικά διάλυσης, δειλίας, αναξιότητας, αυτό που σχηματικά περιγράφεται ως «πράξεις εσχάτης προδοσίας», σωρεία ακατανόητων και παράλογων διαταγών που οδήγησαν στην εγκατάλειψη πατρώου εδάφους, την περικύκλωση προωθημένων μονάδων και μεμονωμένων στρατιωτών. Από την άλλη, περιγράφονται και πράξεις ηρωισμού των αφανών πρωταγωνιστών, οι οποίες κατατίθενται με πόνο, εκφράζουν πολλά και αδυσώπητα ερωτήματα, αλλά είναι πρωτίστως μαρτυρίες αντιπολεμικές, ανθρώπινες και αντιηρωικές, χωρίς να είναι ισοπεδωτικές και απαισιόδοξες ή βερμπαλιστικές και μεγαλόστομες. Γιατί υπήρξαν, και στον πόλεμο του 1974, πράξεις ηρωισμού, πατριωτισμού και προσωπικής αυτοθυσίας των νεαρών στρατιωτών και όσων αξιωματικών τίμησαν τον όρκο τους και τα «όπλα τα ιερά», στην απέλπιδα προδομένη προσπάθειά τους να υπερασπίσουν την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου. Και πρέπει να αναφερόμαστε και σε αυτούς όταν μιλάμε για τον προδομένο πόλεμο του 1974.
*Ο Πέτρος Παπαπολυβίου είναι Αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.