Το ελληνικό κράτος ανταμείβει την 93χρονη Ερμιόνη Μπρίγκου με 170€, την ώρα που το καθεστώς Ράμα απειλεί να ισοπεδώσει το ταφικό μνημείο των έξι Ελλήνων ηρώων του ’40 που βρίσκεται στον κήπο της
Από τον Νικ. Σταυρουλάκι
Η «άλωση» της Χειμάρρας, μετά και τη δεύτερη στημένη εκλογική αναμέτρηση (4/8/24), θέτει σε άμεσο κίνδυνο τον Ελληνισμό της περιοχής και συνολικά την Ελληνική Εθνική Μειονότητα (ΕΕΜ) της Βορείου Ηπείρου.
Το καθεστώς Ράμα, έχοντας επιτύχει να εκτοπίσει τον ενοχλητικό, εκλεγμένο δήμαρχο και νυν ευρωβουλευτή Φρέντη Μπελέρη, κατηγορώντας τον αρχικά με ανυπόστατα στοιχεία για διαφθορά, φυλακίζοντάς τον στη συνέχεια και ακολούθως, με τις δεύτερες εκλογές-παρωδία, επιτυγχάνοντας να εκλέξει το «κατάλληλο» ανδρείκελο, πειθήνιο όργανο του καθεστώτος που θα «κάνει τη δουλειά», συνεχίζει το γενοκτονικό έργο του σε βάρος των ελληνικών πληθυσμών σε ολόκληρη την παραλιακή ζώνη της Χειμάρρας και νοτιότερα.
Για την ώρα, η Χειμάρρα αντιστέκεται… Σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον, που έχουν συνδιαμορφώσει τα Τίρανα του Ράμα και η Αθήνα της αδιαφορίας και των υποχωρήσεων, οι Βορειοηπειρώτες της Χειμάρρας κρατούν ακόμη στην καρδιά τους ζωντανές τις εικόνες του νικηφόρου Ελληνικού Στρατού να μπαίνει στην πόλη ελευθερωτής τον Δεκέμβριο του ’40…
Η Ερμιόνη Μπρίγκου είναι σήμερα 93 ετών. Ζει μόνη, σε ένα απλό αγροτικό σπίτι, στον οικισμό Βάνοβα, πάνω από την παραλία Λιβάδι της Χειμάρρας. Τα παιδιά και τα εγγόνια της ζουν σε διαφορετικά μέρη. Κοντά της βρίσκεται ο εξάδελφός της Σπύρος Μπρίγκος.
Εκεί, στους πρόποδες του όρους Σκουτάρι, ανάμεσα στα Ακροκεραύνεια Ορη και στο Ιόνιο Πέλαγος, σε απόσταση περίπου 10 χιλιομέτρων από την πόλη της Χειμάρρας, ο Ελληνικός Στρατός έδωσε ηρωικές μάχες, λίγα 24ωρα πριν να εισέλθει νικηφόρος στην πόλη της Χειμάρρας. Οι Αλβανοί ήταν εξαφανισμένοι. Ως συνεργάτες των Ιταλοφασιστών δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουν. Ολόκληρη η Χειμάρρα ήταν ελληνική. Αυτόν τον χαρακτήρα επιχειρεί να καταστρέψει σήμερα ο Εντι Ράμα.
Εκεί βρίσκεται και το μικρό κτήμα της οικογένειας Μπρίγκου. Ενα απλό καλοδιατηρημένο φιλόξενο πέτρινο αγροτικό σπίτι στέκει στο κέντρο. Το αγρόκτημα καθ’ όλη τη διάρκεια των χρόνων πρόσφερε στην οικογένεια τα απαραίτητα προς το ζην, κρύβοντας όμως στο χώμα του και μια μοναδική ένδοξη ιστορία.
«Εθνικός θησαυρός»
Είναι πλέον ευρέως γνωστό ότι σε αυτό το σπίτι φυλάσσεται ένας «εθνικός θησαυρός» χρόνια παρατημένος από την ελληνική Πολιτεία. Τι περίεργο; Στην αυλή του σπιτιού της Ερμιόνης Μπρίγκου υπάρχουν θαμμένοι έξι Ελληνες στρατιώτες. Επεσαν μαχόμενοι στα τέλη του πολέμου, κατά την υποχώρηση, όταν ο Ελληνικός Στρατός υποχρεώθηκε σε σύμπτυξη, καθώς ανατολικότερα άρχιζε η γερμανική επίθεση. Η θυσία τους, ωστόσο, δεν πήγε χαμένη. Τα ιερά τους λείψανα υπάρχουν ακόμη εκεί, δηλώνοντας ότι η γη παραμένει ελληνική, ποτισμένη με το αίμα τους. Και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει.
Η νικηφόρα Μάχη της Χειμάρρας (13-22 Δεκεμβρίου 1940) ήταν η τελευταία πράξη δόξας στη στρατιωτική σύγκρουση του ελληνοϊταλικού πολέμου. Η Χειμάρρα έπεσε κατά τη διάρκεια της αντεπίθεσης του Ελληνικού Στρατού, μετά την ιταμή ιταλική εισβολή στην Ελλάδα. Μετά τη νίκη, ο Μουσολίνι παραδέχθηκε δημοσίως ότι στις αιτίες της ήττας ήταν και το νικηφόρο φρόνημα των Ελλήνων.
Η ίδια η Ερμιόνη Μπρίγκου αφηγείται στην «κυριακάτικη δημοκρατία» τις ημέρες εκείνες του πολέμου: «Εδώ που έχουμε εμείς το σπίτι ως εδώ έχει έρθει ο Ελληνικός Στρατός, που επολέμησε το ’40. Εδώ στην αυλή έχω τα έξι παλικάρια που χάθηκαν τότε… Οταν ήρθανε οι Ελληνες στρατιώτες, αράξανε σ’ αυτό το σπίτι. Εδώ έγινε πόλεμος. Εδώ εγίναν όλα αυτά… Δεκατέσσερα άτομα ήταν. Μια διμοιρία. Πιο πάνω ήταν πιο πολλοί. Εδώ εγώ είδα πολλούς σκοτωμένους και τραυματισμένους. Αυτοί που είναι τώρα εδώ στο πλάι μου τρία χρόνια στρατιώτες ήτανε».
Το σπίτι ορίστηκε διοικητήριο και ταυτόχρονα έγινε φιλόξενη στέγη για μαχητές και αξιωματικούς. Ολα τα μέλη της οικογένειας Μπρίγκου συμμετείχαν στη φροντίδα των στρατιωτών. Στο σπίτι έμεναν οι αξιωματικοί και στον αχυρώνα οι φαντάροι. Κάθε μέρα υπήρχε ζεστό φαγητό, πρώτες βοήθειες στους τραυματίες, ζεστά ροφήματα για τους «παγωμένους» στρατιώτες, και τη νύχτα το σπίτι μετατρεπόταν σε ήσυχο κατάλυμα. Εκείνες τις ημέρες η Ερμιόνη Μπρίγκου ήταν εννέα χρονών.
Οταν άρχισε η υποχώρηση, έξι Ελληνες φαντάροι έχασαν τη ζωή τους. Τρεις στρατιώτες σκοτώθηκαν από τα πυρά των Ιταλών και οι άλλοι τρεις από ελληνικά πυρά. Ο πατέρας της Ερμιόνης Μπρίγκου, Γιάννης, συνέλεξε και έθαψε κρυφά σε δύο ομαδικούς τάφους στην αυλή του σπιτιού της τους έξι νεκρούς Ελληνες στρατιώτες. Τα χρόνια μετά τον πόλεμο η οικογένεια Μπρίγκου κράτησε καλά κρυμμένο το «εθνικό μυστικό». Με κίνδυνο να υποστεί τις σκληρές διώξεις του καθεστώτος Χότζα, φρόντιζε με επιμέλεια την αυλή με το χώμα που φιλοξενούσε τα οστά των έξι φαντάρων, χωρίς να προδοθεί από κανέναν, σε εποχή που βασίλευαν οι ρουφιάνοι!
«Μάνα των πεσόντων»
Η Ερμιόνη Μπρίγκου εξακολουθεί να φροντίζει τα μνήματα των νεκρών Ελλήνων στρατιωτών σαν να είναι μέλη της οικογένειάς της. Δικαίως της αποδόθηκε ο τίτλος «Μάνα των πεσόντων». Το τι έχει τραβήξει από το καθεστώς Ράμα γι’ αυτά τα μνήματα δεν περιγράφεται. Λέει με υπερηφάνεια: «Ξέρεις τι έχω περάσει; Με έχουνε φοβίσει… Εχουν έρθει να μου πουν “πόσα χρήματα θέλεις να τα βγάλεις από δω, να τα πετάξεις (τα οστά)”. Τους είπα ότι εγώ δεν έχω ανάγκη χρήματα. Εχω ανάγκη οι πεθαμένοι να μείνουνε ζωντανοί! Ετσι τους είπα…»
Το 2003 με πρωτοβουλία της μειονοτικής οργάνωσης Ομόνοια το τμήμα νεολαίας Χειμάρρας ενήργησε αιφνιδιαστικά, φιλοτέχνησε και εγκατέστησε, μέσα στην ιδιοκτησία της οικογένειας Μπρίγκου, μνημείο για τον ένδοξο χαμό των έξι στρατιωτών, με τη στήριξη και της ελληνικής πρεσβείας και του τότε πρέσβη Δημήτρη Ηλιόπουλου. «Εγιναν λεπτοί χειρισμοί σε συνεννόηση με την αλβανική κυβέρνηση και πετύχαμε να ανεγερθεί αυτό το μνημείο» λέει στην «κυριακάτικη δημοκρατία» ο Δ. Ηλιόπουλος. Τα ονόματα των νεκρών χαράχτηκαν στη μαρμάρινη πλάκα του μνημείου: Δημήτριος Σέλας, Νικόλαος Κτημαδάκης, Κέρκης Μοραΐτης, Παναγιώτης Αλογογιάννης, Ανδρέας Προβατάς… ΑΘΑΝΑΤΟΙ!
Τα ονόματα των ηρώων διασώθηκαν χάρη σε ένα πορτοφόλι, το οποίο η Ερμιόνη Μπρίγκου έχει ακόμα φυλαγμένο στο σπίτι της. Ο Ανδρέας Προβατάς, τραυματισμένος θανάσιμα, πριν πεθάνει, έδωσε αυτό το πορτοφόλι με τα ονόματα στον πατέρα της κυρίας Ερμιόνης με την παραγγελία να ψάξει να βρει συγγενείς δικούς του και των άλλων συντρόφων του στην Ελλάδα.
Ωστόσο το αλβανικό βαθύ κράτος αιφνιδιάστηκε… Για να εκφοβίσουν την κυρία Ερμιόνη, οι Αλβανοί έφεραν μπουλντόζες και γκρέμισαν τον φράχτη στο χωράφι της. «Ξεριζώσανε τις ελιές που είχα. Δώδεκα δεκατρείς ρίζες ελιές 200 χρονών που είχα στο χωράφι. Γκρεμίσανε και τον τοίχο γύρω γύρω. Για το όνομα του Θεού… Θέλανε να περάσουνε, λέει, δρόμο και να γκρεμίσουνε το μνημείο. Κατάλαβες; Τώρα δεν έρχονται, αυτό έγινε παλαιότερα». Αλλά με τους Αλβανούς ποτέ δεν ξέρεις…
Μέσα σε καθεστώς τρομοκρατίας, με τις αλβανικές Αρχές να αρπάζουν διά της βίας τις περιουσίες των Ελλήνων για να τους εκδιώξουν από την πατρογονική γη, η Ερμιόνη Μπρίγκου παραμένει υπερήφανη φυλάσσοντας Θερμοπύλες. «Να σου πω… Οταν θα έφευγε ο πατέρας μου από τη ζωή, μου είπε: “Ελα εδώ. Τώρα που θα ανοίξουνε τα σύνορα, θα πας να συναντήσεις τους αδελφούς στην Ελλάδα. Αλλά άκου: το πορτοφόλι που σου άφησα με τα ονόματα των στρατιωτών που είναι εδώ να το προσέχεις και να ανάβεις τα κεριά στα μνήματα… Και θα ήθελα από μια μεριά να δω ποιος θα μας κυβερνήσει εμάς και οι περιουσίες οι δικές μας τι θα γίνουνε”».
Οι τοπικές Αρχές
Με βάση το γεγονός ότι για τους Αλβανούς ο νικηφόρος Ελληνικός Στρατός θεωρείται «στρατός κατοχής», είναι βέβαιο ότι οι τοπικές Αρχές, που τώρα ελέγχονται από τον Ράμα, καραδοκούν να γκρεμίσουν το μνημείο, ενώ η ελληνική πρεσβεία στα Τίρανα, συνέχεια του φοβικού ελληνικού κράτους, τηρεί αποστάσεις «καθωσπρεπισμού». Τρομάρα τους…
«Το παράπονο το δικό μου είναι αυτό το μνημείο που έχουμε εδώ πέρα να το φτιάξουνε γιατί είναι σε μαύρο χάλι. Και αυτό το μνημείο που υπάρχει έγινε με τη βοήθεια της νεολαίας της Βορείου Ηπείρου. Τώρα πάνε τόσα χρόνια που το φτιάξανε. Τα πρώτα εγκαίνια τα έκανε ο τότε πρέσβης της Ελλάδας, ο Δημήτρης Ηλιόπουλος. Να είναι καλά ο άνθρωπος. Εχω τη φωτογραφία του εδώ στο σπίτι, από τότε. Πάνε τόσα χρόνια τώρα και δεν έχει υπάρξει άλλη φροντίδα» λέει η Ερμιόνη Μπρίγκου στην «κυριακάτικη δημοκρατία» και συμπληρώνει: «Αν ήταν ένας Τούρκος που είχε σκοτωθεί εδώ πέρα, θα του είχανε κάνει μνημείο σαν την Αγια-Σοφιά. Και αυτό εμένα με πειράζει. Γι’ αυτό και εμείς τώρα το κρατάμε ψηλά…»
Χαϊτίδης: Η κυβέρνηση αδιαφορεί για να μη θυμώσει ο διάδοχος του Χότζα
Για το μνημείο, ωστόσο, επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η οργάνωση International Hellenic Association (IHA). Με αφορμή την πρόσφατη εκλογική μάχη στη Χειμάρρα, η Ερμιόνη Μπρίγκου άνοιξε το σπίτι της στους συμπατριώτες από την Ελλάδα που έφτασαν ως τη Βάνοβα να τη χαιρετήσουν.
Εκεί την επισκέφθηκε ο πρώην βουλευτής, τέως περιφερειάρχης Ηπείρου και νυν μέλος του Δ.Σ. του IHA Ευγένιος Χαϊτίδης, που βρέθηκε στη Χειμάρρα στηρίζοντας τον υποψήφιο της μειονότητας Πέτρο Γκικουρία. «Επισκέφθηκα την κυρία Ερμιόνη στο σπίτι της που είναι απομονωμένο και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Από τη μία χάρηκα που είδα να υπάρχει ακόμη αυτό το μνημείο, από την άλλη θλίβομαι για την κατάντια του ελληνικού κράτους. Την ώρα που το επίσημο ελληνικό κράτος αδιαφορεί, παραδειγματικά, σύμφωνα με την πολιτική του διαρκούς κατευνασμού, για να μη θυμώσει ο διάδοχος του Χότζα, η κυρία Ερμιόνη δίνει την ψυχή της φροντίζοντας το μνημείο» λέει ο Ευγ. Χαϊτίδης στην «κυριακάτικη δημοκρατία».
Παρά τις εξωπραγματικές δυσκολίες, η Ερμιόνη Μπρίγκου συνεχίζει στην προχωρημένη ηλικία που βρίσκεται να φροντίζει το μνημείο και τα δύο μνήματα των πεσόντων. «Δυστυχώς με την κατάσταση εδώ δεν μπορούμε να προσφέρουμε αυτά που θα θέλαμε. Ο,τι μπορώ κάνω, αλλά δεν φτάνει. Τώρα που είναι η γιορτή της Παναγίας θα πρέπει να πάω να φροντίσω, να ανάψω ένα κερί, να βάλω λουλούδια. Το κάνω αυτό και στις ονομαστικές γιορτές των στρατιωτών. Σε κάθε γιορτή. Ο,τι μπορώ κάνω…» σημειώνει συγκινημένη.
«Φτάνουν, δεν φτάνουν, εγώ ευχαριστώ την Ελλάδα»
Κι όμως την προσφορά της στο έθνος το ελληνικό κράτος την έχει κοστολογήσει 170 ευρώ! «Από την Ελλάδα έχω μία μικρή οικονομική βοήθεια 170 ευρώ. Αυτό έχω… κάθε μήνα. Είναι συμπλήρωμα στη σύνταξη που παίρνω από την Αλβανία. Αλλά αυτή η σύνταξη είναι 230 ευρώ. Καταλαβαίνετε, αυτά τα χρήματα δεν φτάνουνε. Είμαι τόσων χρονών (93) και δουλεύω ακόμη μόνη μου γιατί δεν μου φτάνουνε. Αλλά να σου πω: Φτάνουνε, δεν φτάνουνε, εγώ ευχαριστώ την Ελλάδα για αυτό που κάνει για μένα…» Μόνο θλίψη προκαλούν τα λόγια της.
Το ανάλγητο ελληνικό κράτος έχει παρατήσει δυστυχώς την ένδοξη Ιστορία της χώρας και των ανθρώπων της στα χέρια άχρηστων υπαλλήλων, κρυμμένων πίσω από το βόλεμα των κρίσιμων θέσεων, στις οποίες υπηρετούν. Η πρεσβεία της Ελλάδας ανύπαρκτη. Ούτε ασχολούνται ούτε θέλουν να ασχοληθούν… «Από την πρεσβεία έρχονται όταν είναι γιορτή. Τον Οκτώβριο έρχονται εδώ πέρα στις 28 του μήνα όταν είναι η γιορτή. Τις προηγούμενες ημέρες έρχονται από πολλά μέρη της Ελλάδας, κυρίως από τη βόρεια Ελλάδα, από τη Θεσσαλονίκη, από την Κοζάνη, από πολλά μέρη. Ερχονται και σχολεία, κάνουνε μνημόσυνα, πάνε και στην Χειμάρρα» λέει ξερά, χωρίς άλλα σχόλια.
Ανεξάρτητα από το μνημείο που είναι παρατημένο, η ελληνική Πολιτεία έχει αναγνωρίσει την προσφορά της. Πάνε 10 χρόνια (10/8/14), που ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας την κάλεσε στο Προεδρικό Μέγαρο. «Εχω πάρει βραβεία πολλά από την Ελλάδα, από τον Πρόεδρο Κάρολο Παπούλια, από τον υπουργό Δ. Αβραμόπουλο, από τον Γιώργο Σούρλα που έχει γράψει και ένα βιβλίο» αναφέρει σχετικά.
Η ανθελληνική λαίλαπα και το παράπονό της
Τώρα ζει με τον κίνδυνο η ανθελληνική λαίλαπα που σαρώνει τη Βόρειο Ηπειρο να φτάσει και στη δική της ιδιοκτησία. «Τώρα δεν με φοβίζουνε» λέει. «Τι παράπονο έχετε;» ρωτάμε. «Τι παράπονο να έχω; Παράπονο έχω για αυτά που δεν κερδίσαμε. Αυτά που θέλαμε για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τι να πω εγώ; Πες μου τι να σου πω; Να αφήσουνε τα κτήματά μας και να ισχύσουνε τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Η Ερμιόνη Πρίγκου είναι σήμερα υπερήφανη που η οικογένειά της συνέβαλε στην εθνική μνήμη. Η Κυρά της Χειμάρρας, η «μάνα των πεσόντων», όπως την αποκαλούν τιμητικά, Ερμιόνη Μπρίγκου συνεχίζει να γράφει τη δική της ένδοξη ιστορία αγνής αγάπης και αφοσίωσης στην πατρίδα, παρά τις διώξεις, τους εκφοβοισμούς, τους βανδαλισμούς στην οικογενειακή περιουσία της από το αλβανικό καθεστώς και την τρομοκρατία σε βάρος των Ελλήνων που έχει λάβει τελευταία επικίνδυνες διαστάσεις.
Είναι ακόμα μία γυναίκα κοντά στις λοιπές «κυράδες της Ελλάδας», που κράτησαν και συνεχίζουν να κρατούν την ελληνική σημαία ψηλά στην ψυχή των Ελλήνων. Τη θρυλική Κυρά της Ρω Δέσποινα Αχλαδιώτη (1890-1982), τη σύγχρονη Κυρά της Κινάρου Ειρήνη-Ρηνιώ Κατσοτούρχη, την Κυρά της Ρήνειας (νησίδα δίπλα στη Μύκονο και τη Δήλο) Αικατερίνη Σαντοριναίου (1915-1990), την Κυρά της Σαμιοπούλας Αικατερίνη-Κατίνα Κάππου (1922-2009) και άλλες αφανείς ακρίτισσες στις εσχατιές της χώρας.
Εκείνες παραμένουν ακοίμητες. Είθε και η πατρίδα να ξυπνήσει…
*πηγή: εφημερίδα «κυριακάτικη δημοκρατία»