Του Δημήτρη Βασιλειάδη
Ή αλλιώς…
Εεε, Θεέ τσομπάνε !...
(https://www.youtube.com/watch?v=DAGk00i44RI)
Ή αλλιώς :
‘’…ο μη εισερχόμενος δια της θύρας εις την αυλήν των προβάτων,
αλλά αναβαίνων αλλαχόθεν, εκείνος κλέπτης εστί και ληστής.
Ο δε εισερχόμενος δια της θύρας ποιμήν εστί των προβάτων.
Τούτω ο θυρωρός ανοίγει, και τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει,
και τα ίδια τα πρόβατα καλεί κατ΄ όνομα… και τα πρόβατα αυτώ ακολουθεί,
ότι οίδασι την φωνήν αυτού… ε γ ώ ε ι μ ί ο π ο ι μ ή ν ο κ α λ ό ς.
Ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων’’ (Ιωαν. 10)
Όσο κι αν προσπάθησα να συστηματοποιήσω τη σκέψη μου για να γραφτεί το κειμενάκι που παρακάτω θα διαβάσεις, αυτό μου στάθηκε ακατόρθωτο. Γιατί εδώ και μέρες, απ΄ τη πρώτη στιγμή που είδα και άκουσα τους ανθρώπους αυτής της οικογένειας, -ιδιαίτερα τον πατέρα της, τον τσομπάνο, στον παραπάνω σύνδεσμο, που η λέξη που κυριαρχεί είναι το ‘’χώμα’’- είμαι πλημμυρισμένος από συναισθήματα που μου δείξανε απ΄ τη μια, πως οι δακρυγόνοι αδένες μου τα πάνε μια χαρά κι ακόμα καλύτερα απ΄ ότι πριν, και απ΄ την άλλη, ταυτόχρονα μ΄ αυτή τη διαπίστωση, γέννησαν και γεννάνε ακόμα στο μυαλό και στην καρδιά μου ασταμάτητες αναγωγές, καταιγιστικές αναγωγές πάνω στις αναγωγές, που φέρνανε στο νου μου εικόνες που αποτυπώθηκαν μέσα μου από κείμενα που διάβασα (όπως το ευαγγελικό απόσπασμα - προμετωπίδα αυτής της ανάρτησης, όταν άκουγα το τσομπάνο να επικαλείται τον Θεό, μ΄ εκείνη τη βαριά Ρουμλουκιώτικη προφορά, αποκαλώντας τον με τη μεγάλη Του ιδιότητα, αυτήν του Ποιμένα,… ‘’εεε, Θεέ τσομπάνε !,… και με καθαρά τα χέρια και τη συνείδησή του, με μια τελετουργική, σχεδόν τραγωδική κίνηση να ‘’νίπτει τας χείρας του’’ αποκαθαίροντας τον εαυτό του απ΄ την επερχόμενη ύβρη, γενικά την ύβρη αυτήν που διαπράττεται ενάντια στον κόσμο της υπαίθρου, που τα επίχειρά της ακόμα δεν είδαμε –αλλά θα δούμε- και απολογούνταν μπροστά του τίμια, ότι έκανε αυτό που τάχθηκε να κάνει στο κοπάδι του, μουρμουρίζοντας με δάκρυα πως ‘’το άδικο είναι μεγαλύτερο απ΄ τη ζημία’’), και από ήχους και μυρωδιές που μείνανε στο μυαλό μου απ΄ τη συνάφειά μου με τον καθαρό κόσμο της υπαίθρου, και τέλος, ξαναθυμήθηκα απ΄ τη μια με νοσταλγία κι απ΄ την άλλη με στενοχώρια τους αγώνες που δώσαμε (και δίνουμε…) και τις αγωνίες όλων μας για την έκβαση τους, δίπλα στο Μιχάλη Χαραλαμπίδη και τα οράματα και τα σχέδια του, για την επαναθεμελίωση του κράτους μας με βάση τις Περιφέρειες του Ελληνισμού.
Ήταν τότε που καινοτομώντας ιδεολογικοπολιτικά, δείχναμε πως το Αγροτικό Ζήτημα (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία), δηλαδή το μεγάλο Ζήτημα των Περιφερειών, δεν είναι ένα μονοσήμαντο ζήτημα που ερμηνεύεται με οικονομικά μεγέθη μόνο, αλλά είναι πρωτίστως ζήτημα προτεραιοτήτων ιστορίας και πολιτισμού (τέτοιο ζήτημα, πέραν του οικονομικού, είναι η σωτηρία της πανάρχαιας ράτσας των προβάτων του Ρουμλουκιού, που πλέον έχουνε θανατώσει οι απολίτιστοι), πως αν δεν το δεις και έτσι, δηλαδή Π ο λ ι τ ι κ ά, μάχεσαι έναν πόλεμο που δεν θα νικήσεις ποτέ, και που το μεγάλο ιστορικό του υποκείμενο (του αγώνα αυτού) που πάνω του στηρίζεται, είναι όλος αυτός ο Κόσμος του μόχθου και του καθημερινού αγώνα, που δεν είναι απλά ‘’εργαζόμενοι’’, ή ‘’φτωχοί βιοπαλαιστές’’, αλλά μ α ζ ί με τον Τόπο τους, είναι μία ολοκληρωμένη οντότητα πολιτική και πολιτισμική.
Ένιωσα λοιπον, ακούγοντάς τον (τον τσομπάνο), πως λες και είναι βγαλμένος μέσ΄ απ΄ τις αράδες του Κόντογλου. Θαρρείς πως είναι ο Γιάννης ο Μπάικας, ο ‘’΄βλογημένος’’, ή ο Αλέξης ο τσομπάνος που όταν τα σκληρά, τα χελωνόδερμα χέρια του χάϊδευαν το κεφαλάκι του μικρού Φώτη Κόντογλου, εκείνο πονούσε. Θαρρείς πως είναι ήρωας του Παπαδιαμάντη, όπως οι βοσκοί της λογοτεχνίας του που ζουν στα ήμερα βουνά της Σκιάθου, με τις πυκνές γενιάδες και το περήφανο και καταδεχτικό μαζί χαμόγελο τους, όπως ο Γιάννης ο Μπαρέκος ή ο Πηλιώτης, ή ο Άγγελος ο Πολύχρονος με τις οικογένειές τους, κι ο Κόλιας ο ‘’Αλιβάνιστος’’, που περιμένανε καρτερικά τον παπα-Γαρόφαλλο να τους κάνει την Ανάσταση. Θαρρείς πως βλέπεις τον γερο-Λεμονή του Ελύτη,…
‘’που τρέχει κατά το μόλο φωνάζοντας και χειρονομώντας –θα του λύθηκε το παλαμάρι της βάρκας… Αγρότης και ναυτικός συνάμα. Ένας από τους διαχρονικούς Έλληνες, με τις γερές του πλάτες, το πυκνό λευκό του μαλλί και το κορμί του το κεραμιδί, που σου υποβάλλει την ιδέα ότι θα μπορούσε να ΄ναι κι ένας υπήκοος της Κρήτης του Μίνωα’’...
…Θαρρείς πως έβγαινε μέσα απ΄ τις λέξεις του Μακρυγιάννη. Θαρρείς τέλος, πως βλεπεις κάποιον από ΄κείνους τους τσοπαναρέους των τσελιγκάτων της Πίνδου ή του Ολύμπου (όπως οι Λαζαίοι) που απ΄ τα σπλάχνα τους ξεπήδησε η Κλεφτουριά.
Τους βλέπεις να είναι αξύριστοι, έξω από κάθε εμφανισιακή ευπρέπεια και επιτήδευση. Τα πρόσωπά τους είναι σκασμένα απ΄ τον ήλιο και τον αέρα, τα χέρια τους είναι χοντροκομμένα και σκληρά σαν πέτρες -όλο σκασίματα γεμάτα από χώμα. Είναι βροντόφωνοι, αγενείς πολλές φορές και αθυρόστομοι –ζωώδεις θα φαντάζανε στους κώδικες της αστικής μας ανατροφής. Το λεξιλόγιό τους είναι πενιχρό, μα τους αρκεί. Δέστε τους, τι υπέροχο και γλαφυρό ύφος έχει η έκφρασή τους, η γαρνιρισμένη τις περισσότερες φορές απ΄ την εκφορά της ντοπιολαλιάς τους... που όταν μιλούνε, λένε ‘’τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη’’ χωρίς περιστροφές !... Είναι οι απόγονοι εκείνων που στα τραγούδια και στους χορούς και στην ποίηση που δημιούργησαν, ξεθυμαίνουνε τα μεράκια μας ακόμα. Που στις ζωγραφιές (πχ οι Χιοναδίτες), στ΄ αρχοντικά που χτίζανε (πχ οι Πυρσογιανίτες,… λέει ένα γνωμικό : ‘’ποιος έχτισε τον κόσμο ;… οι Πυρσογιαννίτες. Και ποιος τονε ‘ζωγράφισε ;… οι Χιοναδίτες’’) και στα εργόχειρά τους (όπως η υπέροχη, πανάρχαια σταυροβελονιά των Κυκλάδων) ακόμα αναπαύεται η ψυχή μας και εμπνέεται. Ναι, το ξέρω, είναι φτωχοδιάβολοι κι αυτοί όπως όλοι μας, μ΄ όλα τα κουσούρια που τους αναλογούν κι όλες τις καλοσύνες τους. Υπερτερούν όμως σε κάτι, σε κάτι που δεν το ΄χουμε εμείς των πολιτειών, κι αυτό είναι η καθαρότητα και η αθωότητα της ματιάς τους.
Είναι χορτασμένοι από φως, από ήλιο, από ουρανό (έχουν δει περισσότερο ουρανό από μας, κι ο ήλιος τους χαϊδεύει και τους ζεσταίνει την ημέρα πιο πολύ απ΄ ότι εμάς). Κι όμως, εμείς που μάθαμε πέντ΄ έξη γράμματα, πολλές φορές με την προτροπή αυτών των ίδιων των ανθρώπων του μόχθου (‘’μάθε γράμματα να φύγεις απ΄ αυτήν την τυράγνια’’, μας λέγανε), τάξαμε στον εαυτό μας την αποστολή του να γίνουμε δάσκαλοί τους, εμείς που τα ξέρουμε όλα, εμείς που άλλοτε τους κοιτάμε ‘’αφ΄ υψηλού’’, και άλλοτε σαν ‘’φωτεινές πρωτοπορίες’’, που υπάρχουμε εδώ για να τους ‘’φωτίσουμε τα σκότη’’ -τρομάρα μας.
‘’Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου. Γιατί μόνο σε τέτοια αισθήματα μπορεί να ριζώσει και ν΄ ανθίσει η μόρφωση του Γένους. Σε αισθήματα πραγματικά και όχι σε αφηρημένες έννοιες περί του κάλλους των αρχαίων ημών προγόνων ή σε καρδιές αποστεγνωμένες που έχουν πάθει καταληψία από το φόβο του χύδην όχλου’’
…λέει ο Σεφέρης για το Μακρυγιάννη. Τα ίδια λέω κι εγώ για τον τσομπάνο και την οικογένεια του, και για όλον τον κόσμο που αυτές τις μέρες είναι στους δρόμους.
Για να συνεχίσει κατόπιν ο ίδιος με έναν πολύ σπουδαίο λόγο…
‘’…κάθε φορά που η φυλή μας γυρίζει προς το λαό, ζητά να φωτιστεί από το λαό, αναμορφώνεται από το λαό,…’’
Αυτό υποστηρίζω κι εγώ. Γυρνάμε στο λαό, αν στ΄ α λ ή θ ε ι α τον αγαπάμε, όχι για να τον ‘’φωτίσουμε’’ αλλά για να ‘’φωτιστούμε’’ πρώτα απ΄ αυτόν.
Από καταβολής του Νεοελληνικού κράτους, τον 19ο αιώνα, κυρίως όμως μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο έως και στις μέρες μας, το ιστορικό υποκείμενο και όλος ο κόσμος του που στις προηγούμενες αράδες περίγραψα, ‘’διώκεται’’ απηνώς απ΄ το Νεοελληνικό κράτος (τις ιδεολογικοπολιτικές του προτεραιότητες) και τις ελίτ του. Ο ‘’διωγμός’’ αυτός έχει να κάνει με το μεγαλύτερο, και εν εξελίξει ξερίζωμα του κόσμου της υπαίθρου (των Περιφερειών του ελληνισμού δηλαδή) απ΄ τα χώματα του. Το μεγαλύτερο ξερίζωμα της ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ένα διαρκές, εν πλήρει σιωπή, και με μεγάλο κόστος (πολιτισμικό, ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό) ατιμώρητο έγκλημα. Όλα αυτά για το χατίρι μιας αρρωστημένης, στρεβλής κοινωνικοπολιτικής θεώρησης που λέγεται ‘’Αθηναϊσμός’’, που για να γίνει ευκολόπιοτη και να μετατεθούν οι ευθύνες στο ίδιο το παθόν ιστορικό υποκείμενο, ονομάστηκε ‘’αστυφιλία’’. Ένα νέο ‘’γεφύρι της Άρτας’’, που για να στηθεί θα έπρεπε οπωσδήποτε να θυσιαστεί η πανέμορφη γυναίκα (ελληνικές Περιφέρειες κι ο κόσμος τους) του Πρωτομάστορα (ελληνικός λαός).
