Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

Η εκδίωξη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης (6-7 Σεπτεμβρίου 1955) και ο ρόλος του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής.

Η έκρηξη τη νύχτα της 6ης προς την 7η Σεπτεμβρίου 1955 στον κήπο του τουρκικού προξενείου Θεσσαλονίκης και έξω από το φερόμενο ως σπίτι του Mustafa Kemal , θα αποτελέσει την αφορμή για το πρωτοφανή για τα παγκόσμια χρονικά διωγμό μίας αυτόχθονης ομάδας. Των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι λίγα χρόνια πριν είχαν εξοντωθεί οικονομικά, με τον κεφαλικό φόρο. Ο κλητήρας του τουρκικού προξενείου έπεσε σε αντιφάσεις, σχετικά με τα αίτια της έκρηξης και τελικά ομολόγησε ότι αυτός έβαλε τη βόμβα , προσθέτοντας ότι του την έδωσε ο Οktay Egin , φοιτητής της Νομικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ,από την Κομοτηνή, ο οποίος και ομολόγησε την πράξη του. Ο Εgin είχε εισαχθεί στο Πανεπιστήμιο χωρίς εξετάσεις και ο πατέρας του ,Faik Egin , δάσκαλος στο σχολείο της Σαλμώνης Ροδόπης είχε υποστηριχθεί μαζί με τον Οsman Ustunder , από το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής, ως υποψήφιος βουλευτής των Φιλελευθέρων το 1952. Ο Οktay Egin αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση και ο τούρκος πρόξενος της Κομοτηνής Αhmet Umar , τον φυγάδευσε στην Τουρκία ,όπου εργάστηκε αρχικά στον ραδιοσταθμό της Κωνσταντινούπολης , στη διεύθυνση του Αστυνομικού σώματος ,στην Οργάνωση Πληροφοριών (ΜΙΤ) , ενώ το 1993 διορίστηκε νομάρχης στην Καππαδοκία.
Μετά το συμβάν , η εφημερίδα Ιnstabul Ekspress σε έκτακτο παράρτημα της παραποίησε τα γεγονότα χρησιμοποιώντας το φανατισμό, που είχε δημιουργηθεί στον Τουρκικό λαό λόγω του αντιαποικιοκρατικού αγώνα της ΕΟΚΑ προέτρεψε σε επεισόδια εναντίον των Ελλήνων. Πρωταγωνιστικό ρόλο θα κρατήσουν οι εθνικιστικές οργανώσεις και σωματεία όπως «Η Κύπρος είναι Τουρκική».
Μέσα σε εννέα περίπου ώρες καταστράφηκαν ολοσχερώς 1004 σπίτια, ενώ άλλα περίπου 2500 υπέστησαν μεγάλες ζημιές. Καταστράφηκαν επίσης 4348 καταστήματα, 27 φαρμακεία, 26 σχολεία, 5 σύλλογοι, οι εγκαταστάσεις 3 εφημερίδων, 12 ξενοδοχεία, 11 κλινικές, 21 εργοστάσια, 110 ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια, 73 εκκλησίες, ενώ συλήθηκαν πάρα πολλοί τάφοι καθώς και οι τάφοι των πατριαρχών στην Μονή Βαλουκλή. Τουλάχιστον 30 Έλληνες σκοτώθηκαν και εκατοντάδες άλλοι κακοποιήθηκαν. Το μίσος εναντίον των ιερωμένων ήταν πρωτόγνωρο, αφού πολλοί απ’ αυτούς ξυλοκοπήθηκαν, άλλοι γυμνώθηκαν και διαπομπεύθηκαν, εξαναγκαζόμενοι να φωνάζουν: «Η Κύπρος είναι τουρκική». Ο Επίσκοπος Παμφίλου Γεράσιμος και ο μοναχός Χρύσανθος Μαντάς ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου, ο Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδιος παρεφρόνησε από τους ξυλοδαρμούς και ύστερα από λίγο χρόνο πέθανε, ενώ διάκονος υπέστη περιτομή.
Εκεί όμως που ο όχλος έδρασε ανελέητα ήταν εναντίον των Ελληνίδων. Σε 2000 (!) υπολογίζονται οι βιασμοί, αν και επισήμως καταγγέλθηκαν μόνο 200, για ευνόητους λόγους... Επίθεση από οργανωμένες ομάδες , δέχθηκε και το ελληνικό προξενείο στη Σμύρνη , το ελληνικό περίπτερο στην έκθεση της πόλης, όπου σχίσθηκε η ελληνική σημαία, ενώ οι Έλληνες αξιωματικοί που υπηρετούσαν στο στρατηγείο του ΝΑΤΟ ,διασώθηκαν την τελευταία στιγμή, αν και οι γυναίκες τους πάλι για ευνόητους λόγους δεν αναφέρθηκε σχεδόν ποτέ, ότι βιάσθηκαν.
Μετά τις δολοφονίες των Ελλήνων και τις καταστροφές των ελληνικών περιουσιών, ο Μenderes, ο οποίος αργότερα απαγχονίστηκε (και για αυτά τα γεγονότα) κήρυξε το στρατιωτικό νόμο, συνελήφθησαν πάνω από 2000 άτομα, μεταξύ αυτών ο Αsiz Nesin , ο Κemal Tahir, ο Νazim Hikmet, ενώ προβλήθηκαν ως υπεύθυνοι των ταραχών οι κομμουνιστές.
Οι ζημιές που προκλήθηκαν εκτιμήθηκαν από την τουρκική κυβέρνηση, στα 70 εκατομμύρια λίρες, ενώ μόνο οι καταστροφές στις εκκλησίες , όπως σημείωσε το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών , ήταν 150 εκατομμύρια δολάρια. Συνολικά οι ζημιές υπολογίζονται σε πάνω από 300 εκατομμύρια δολάρια .
Στις 22 Οκτωβρίου 1955 , μετά τις αμερικανικές πιέσεις, η Τουρκία , σε μια κίνηση ηθικής ικανοποίησης της Ελλάδας ανέφερε σε ανακοίνωσή της τα εξής:«προς ηθικήν αποκατάστασιν και έκφρασιν αποτροπιασμού δια την επίθεσην προς την ελληνικήν σημαίαν και την καταστροφήν του ελληνικού προξενείου κατά τα γεγονότα της 6-7 Σεπτεμβρίου η ελληνική σημαία θα υψωθεί εις το νέο κτίριον του προξενείου της Σμύρνης και θα απονεμηθούν εις αυτήν τιμαί υπό τουρκικών και ελληνικών τμημάτων ,θα ανακρουσθούν δε οι εθνικοί ύμνοι των δύο χωρών» .
Δύο μέρες αργότερα ο Τούρκος Υπουργός των Εξωτερικών παρουσία τουρκικού αγήματος ύψωσε την ελληνική σημαία στη Σμύρνη. Στην τελετή όπου ήταν παρόντες όλοι οι αξιωματικοί των ΗΠΑ, μίλησαν ο υπουργός συγκοινωνιών της Τουρκίας, ο Έλληνας πρεσβευτής στην Άγκυρα Δ. Καλλέργης, με θερμά λόγια για την «ελληνοτουρκική φιλία». Ο Η.Ηλιού όμως βουλευτής της ΕΔΑ για το ίδιο θέμα δήλωνε ότι «συνεκαλύφθησαν οι κανιβαλισμοί της Κωνσταντινουπόλεως και της Σμύρνης το ισχυρόν αυτό όπλον το οποίον διέθετεν η Ελλάς ,δια να καταστήση τους αντίδικους της Κυπριακής ελευθερίας , υπόδικους ενώπιον της διεθνούς κοινής γνώμης».
Τελικά δόθηκαν ως αποζημίωση για τις καταστροφές δόθηκαν 3 εκατομμύρια λίρες στα ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης, που έπαθαν σοβαρές ζημιές, ενώ έχει ενδιαφέρον ότι η Ελλάδα δεν έλαβε κανένα μέτρο εναντίον των μουσουλμάνων της Θράκης και δε σημειώθηκε κανένα επεισόδιο βίας εναντίον τους.
Για τα επεισόδια το Σεπτέμβριο του 1955 στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, μετά το πραξικόπημα του στρατηγού Gursel (27 Μαΐου 1960), το πόρισμα της ανακριτικής ομάδας, απέδειξε ότι 250 αστυνομικοί με πολιτικά πήραν μέρος στα γεγονότα. Στις δίκες του Αdnan Menderes και του υπουργού Εξωτερικών Faid Zorlu, που έγιναν από τις 20-10-1960 έως και 5-1-1961 , βρέθηκαν ένοχοι και μαζί με το Νομάρχη Σμύρνης , καταδικάσθηκαν σε 5 χρόνια , ενώ οι δύο πρώτοι απαγχονίστηκαν για μια σειρά από άλλα αδικήματα.
Η προβοκάτσια με τη βόμβα στο τουκρικό προξενείο της Θεσσαλονίκης έδειξε ότι ο παρακρατικός μηχανισμός που έδρασε ήταν μέρος του τουρκικού κράτους, το προξενείο της Κομοτηνής εν προκειμένω. (Είναι πολύ επίκαιρη και σήμερα αυτή η σύνθεση κράτους- παρακράτους με την «Εργκενεγκόν»). Αποτέλεσμα αυτής της κρατικής- παρακρατικής βίας είναι η εκδίωξη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955 και στη συνέχεια το 1964. Έχει όμως ενδιαφέρον να ξαναγίνει συζήτηση και να αναθεωρηθούν ορισμένες απόψεις για το αν εξυπηρετεί διπλωματικούς σκοπούς το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής, και αν μπορεί σε περιόδους έντασης, όπως το 1955 λόγω Κύπρου, να ξαναγίνει εστία εν δυνάμει προβοκάτσιας και εξυπηρέτησης εθνικιστικών στόχων της Τουρκίας στη Θράκη. Το ζήτημα είναι κρίσιμο και σοβαρό. Αποτελεί μέρος μίας μεγάλης πολιτικής και ειλικρινούς συζήτησης που οφείλει να γίνει και μάλιστα τώρα που θυμόμαστε το ρόλο τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής και του μηχανισμού του (και) στην εκδίωξη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.