Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο επίσκοπος Αχρίδος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, προτίμησε να συγκακουχηθεί με τον λαό του Θεού παρά να αναζητήσει ασφάλεια κάπου αλλού. Διαμαρτυρήθηκε θαρραλέα εναντίον των μαζικών εκτελέσεων, αναφωνώντας:
«Αυτό, λοιπόν, είναι ο γερμανικός πολιτισμός: να σκοτώνεις εκατό αθώους Σέρβους για έναν Γερμανό! Εάν είμαι ένοχος, σκοτώστε με. Προτιμώ να πεθάνω, παρά να αντικρίζω καθημερινά τις συμφορές του λαού μου».
Αυτή η θαρραλέα και ατρόμητη στάση οδήγησε σύντομα στη σύλληψή του από τους Γερμανούς το 1941. Αφού έμεινε πάνω από τρία χρόνια στις πιο αυστηρές φυλακές, συγκρατούμενος με τον πατριάρχη Γαβριήλ (Dozic· 1881-1950), προσευχόμενος νυχθημερόν με δάκρυα για τη σωτηρία του λαού, τον εκτόπισαν στο στρατόπεδο θανάτου του Νταχάου το 1944. Απελευθερώθηκε στις 8 Μαΐου 1945, με την άφιξη των Συμμάχων, υπέφερε όμως έως τα τέλη του βίου του από τα επακόλουθα της κακομεταχείρισης και της βαναυσότητας που υπέστη εκεί.
Όταν τον ρωτούσαν για τη ζωή στο Νταχάου, αποκρινόταν τα εξής: «Στο στρατόπεδο, να τι γίνεται: κάθεσαι σε μια γωνιά και λες στον εαυτό σου: “Κύριε, εγώ είμαι γη και σποδός πάρε τη ψυχή μου!”. Τότε η ψυχή υψώνεται στα ουράνια και αντικρίζεις τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο. Όμως δεν το αντέχεις αυτό και Του λες: “Κύριε, δεν είμαι έτοιμος· άφησέ με να κατέβω πάλι!”. Με δυο λόγια, θα έδινα όλη τη ζωή που μου απομένει, για μια ώρα στο Νταχάου!».
[ Η συνέχεια του Συναξαρίου του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, επισκόπου Αχρίδος, από το ιστολόγιο «Το Ειλητάριον»· https://toeilhtarion.blogspot.com/2020/03/blog-post.html. ]