Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021

Άραγε, εμείς που δεν ήπιαμε το τρελλό νερό, θα βαστάξουμε;



Η «ιστορία του τρελού νερού» περιέχεται σε δύο βιβλία του Φώτη Κόντογλου, στα «Μυστικά Άνθη», όπου περιγράφεται μέσα σε ένα ευρύτερο κείμενο που φέρει τον πλήρη τίτλο «Ο άρχων Μαμωνάς. Και η ιστορία του τρελλού νερού» και στο «Ευλογημένο Καταφύγιο».
Ο διδακτικός μύθος περιγράφεται από τον Φώτη Κόντογλου με μικρές μόνο παραλλαγές στις δύο διαφορετικές εκδοχές του. Εμείς μεταφέρουμε εδώ το κείμενο από το βιβλίο «Μυστικά Άνθη» (εκδ. Αλ.& Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1977, σελ. 309-310) μαζί με το καταληκτικό σχόλιο του Φ. Κόντογλου.



Μια φορά ήτανε ένας σουλτάνος, γνωστικός και καλός, που αγαπούσε σαν πατέρας τον κόσμο πούχε στην εξουσία του. Είχε κι έναν βεζίρη, σοφόν άνθρωπο, αστρολόγο, και δεν έκανε τίποτα ο σουλτάνος δίχως να πάρει τη γνώμη του.
Μια μέρα, λέγει ο βεζίρης στον σουλτάνο: «Πολυχρονεμένε σουλτάνε, σε δυο-τρεις μήνες ο Αλλάχ θα βρέξει ένα τρελλό νερό, και πρέπει να το γνωρίζεις, για να κάνεις το χρέος σου από τώρα». «Και τι είν’ αυτό το τρελλό νερό, βεζίρ εφέντη;» τον ρώτησε ο σουλτάνος. «Αυτό το νερό, αποκρίθηκε ο βεζίρης, λέγεται τρελλό νερό, επειδής όποιος το πιεί, ή άνθρωπος ή ζωντανό, θα τρελλαίνεται και θα κάνει πράματα παλαβά κι ανάποδα απ’ ό,τι δείχνει στον άνθρωπο η φρονιμάδα που τούδωσε ο Θεός, κι έτσι θα πέσει στον κόσμο μεγάλη ταραχή και δυστυχία. Κι εμείς, οι άρχοντές του, δεν θα μπορέσουμε πια να τον κυβερνήσουμε, γιατί μηδέ ο Αλλάχ δεν μπορεί να κυβερνήσει τρελλούς ανθρώπους». «Το λοιπόν, τι θα κάνουμε, βεζίρ εφέντη;». «Είναι ανάγκη, πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, να μαζέψουμε από τώρα από τούτο το καλό νερό που πίνουμε, και να το φυλάξουμε, για να πίνουμε εμείς οι άρχοντες, ώστε να μην τρελλαθούμε κι εμείς μαζί με τους άλλους, και να τους κυβερνούμε καλά και με δικαιοσύνη, αφού ο Αλλάχ τους κρέμασε στο λαιμό μας, και θα δώσουμε απολογία για τη ζωή τους». Ο σουλτάνος το παραδέχθηκε, και πρόσταξε να μαζέψουνε καλό νερό στις στέρνες του παλατιού.
Στον διορισμένον καιρό, που είπε ο βεζίρης, έβρεξε αληθινά ένα νερό τρελλό και πίνοντάς το, τρελλαθήκανε άνθρωποι και ζωντανά, και βγήκανε από τα φρένα τους και τα βλέπανε όλα ανάποδα, το καλό το λέγανε κακό, το γνωστικό το λέγανε τρελλό, το τρελλό το λέγανε σωστό, το δίκιο άδικο, το άδικο δίκιο.
Ο σουλτάνος κι ο βεζίρης πίνανε από το καλό νερό, κι έτσι είχανε σωστά τα φρένα τους, και κυβερνούσανε δίκαια και γνωστικά τον τρελλό κόσμο.
Μα ο κόσμος, ενώ αγαπούσε πρωτύτερα τον σουλτάνο και τον βεζίρη, τώρα, με το στριμμένο μυαλό του, ένοιωθε το δίκιο για άδικο, και φώναζε καταπάνω τους, πώς γινήκανε άδικοι και κακούργοι.
Μια μέρα, δυο μέρες, τρεις μέρες, περνούσε ο καιρός, κι ο κόσμος ολοένα αγρίευε καταπάνω στον σουλτάνο.
Τότε βλέποντας ο σουλτάνος πως θα τον σκοτώνανε, φώναξε μια μέρα τον βεζίρη και του λέγει: «Βεζίρ-εφέντη, βλέπω πως δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μ’ αυτούς τους παλαβούς και στο τέλος θα μας σκοτώσουνε. Το λοιπόν, ή πρέπει να περιμένουμε ένα τέτοιο τέλος, κυβερνώντας τους δίκαια και καλά, ή να πιούμε κι εμείς από το τρελλό νερό, για να γίνουμε τρελλοί σαν κι αυτούς, και μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε μαζί τους. Ο Αλλάχ θα μας συγχωρέσει που θα χαθεί η αλήθεια, μ’ αυτό που θα κάνουμε».
Έτσι κ’ έγινε. Ο σουλτάνος κι ο βεζίρης ήπιανε από το νερό και τρελλαθήκανε, και κάνανε κακουργήματα και παράλογα πράγματα, μα ο λαός τους δόξαζε και τους πολυχρόνιζε και τους έλεγε πατεράδες του και φύλακες της δικαιοσύνης και της αλήθειας.

Άραγε, εμείς που δεν ήπιαμε το τρελλό νερό που έχουνε πιεί οι σημερινοί άνθρωποι, και γι’ αυτό μας έχουνε για τρελλούς, άραγε θα βαστάξουμε, ή θα πιούμε κι εμείς στο τέλος, να τρελλαθούμε, για να μπορούμε να συνεννοηθούμε με τους άλλους τρελλούς, μέσα σε τούτο το φρενοκομείο του σημερινού «πολιτισμού»;