Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

Tη γλώσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική!

 

 

Τή γλώσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνικήν!


Ἡμέρα μνήμης τοῦ ἐθνικοῦ μας ποι­η­τῆ Διονυσίου Σολωμοῦ ἡ 9η Φεβρου­α­ρίου ἔχει καθιερωθεῖ ὡς Παγκόσμια Ἡ­μέ­ρα Ἑλληνικῆς Γλώσσας, ἡ ὁποία γλώσ­σα, παρά τίς κατά καιρούς ἀλ­λοιώ­σεις στή μακραίωνη ἱστορία της, διατηρεῖ μέ­χρι καί σήμερα τήν αἴγλη καί τήν ὀ­μορφιά της.

 

 

Ἡ Ἑλληνική, μία γλώσσα ἀναντι­κα­τά­στατη, μέ ἀξία ἀνεκτίμητη, συγκεφα­λαι­ώνει τήν πνευματική μας κληρονομιά καί τό πολιτισμικό μας κεφάλαιο. Λέξεις, πού ταξίδεψαν 40 αἰῶνες, γιά νά φτά­σουν σέ μᾶς, λέξεις πού τίς κουβάλησε ὁ λαός μας στήν ψυχή του, τίς με­γά­λυνε μέ τούς ἀγῶνες του, τίς κράτησε ζω­­ντα­νές μέχρι σήμερα, γιά νά μπορεῖ ἔτσι νά μι­λάει γιά δημοκρατία, ἐλευθερία, εἰρή­νη, ἰσότητα, δικαιοσύνη, ἀξιοκρατία, ἐ­ντιμό­τητα, ἀρετή, ἠθική.

Ἀξίζει κανείς νά τή γνωρίσει, νά τήν ἀγαπήσει, νά τή μοιραστεῖ. Ἡ γλώσσα μας εἶναι ἡ ἱστορία, ἡ σκέψη, ὁ ψυχισμός, ἡ νοοτροπία, ἡ τέχνη, ἡ ταυτότητά μας. Γιά πολλούς γλωσσολόγους καί ἀνθρώ­πους τοῦ πνεύματος πού δέν εἶναι Ἕλ­ληνες, ἡ ἑλληνική γλώσσα - ἰδιαιτέρως τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά- εἶναι ἡ ἀνώτερη μορ­φή γλώσσας, πού ἔχει ἐπινοήσει πο­τέ τό ἀνθρώπινο πνεῦμα. Οἱ ἀπόψεις αὐ­τές δέν διατυπώνονται αὐθαίρετα, ἀλ­λά βα­σίζονται σέ κριτήρια ἀντικει­μενικά σχε­τικά μέ τήν ἀξιολόγηση μιᾶς γλώσ­σας.

Σύμφωνα μέ ἔγκυρες πηγές καί ἐ­πισταμένες μελέτες, ἡ Ἑλληνική εἶναι ἡ πλουσιότερη γλώσσα τοῦ πλανήτη. Συ­γκεκριμένα ἡ Marianne – Irene Mc Do­nald, ἀπό τό Santa Fe τῆς Καλιφόρνιας, πού ἀσχολεῖται μέ τήν ἑλληνική γλώσσα, καταμέτρησε 6.000.000 λέξεις, ἐνῶ γιά τήν ἀγγλική ἀναφέρει 100.000.

Ἡ ἑλληνική γλώσσα ἔχει τή δυνα­τό­τητα νά δημιουργεῖ σύνθετες λέξεις μέ ἀπίστευτες δυνατότητες χρήσης, προ­σαυξάνοντας ἔτσι τό λεξιλόγιο. Ἐπι­πλέ­ον, τή χαρακτηρίζει ἡ ἀκριβολογία, καθώς καί ἡ κυριολεξία. Τά ρήματα -γιά παράδειγμα- «κεράννυμι», «μίγνυμι» καί «φύ­­ρω» σημαίνουν «ἀνακατεύω». Ὅταν ἀνακατεύουμε δυό στερεά ἤ δυό ὑγρά μεταξύ τους, ἀλλά χωρίς νά δημι­ουρ­γεῖ­ται νέα ἕνωση (π.χ. λάδι μέ νερό), τότε χρησιμοποιοῦμε τό «μίγνυμι». Γιά τό ἀ­να­κάτεμα ὑγροῦ καί στερεοῦ χρησιμοποιεῖται τό «φύρω», ἐξ οὗ καί ἡ λέξη «αἱμόφυρτος» γιά τούς πληγωμένους στή μάχη, ὅταν τό αἷμα τους ἀνακατευόταν μέ τό χῶμα. Τό «κεράννυμι» σημαίνει ἀ­νακατεύω δυό ὑγρά καί παρασκευάζω νέο, ὅπως οἶνο καί νερό, ἐξ οὗ καί ὁ «ἄ­κρατος» (=καθαρός) οἶνος, πού ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι, ὅταν δέν ἦταν «κεκραμένος» (= ἀνακατεμένος) μέ νερό.

Εἶναι ἀκόμη γνωστό ὅτι ἡ ἑλληνική γλώσσα ἔχει λέξεις, οἱ ὁποῖες παρα­μέ­νουν χωρίς ἀπόδοση στίς ὑπόλοιπες γλῶσσες, ὅπως ἅμιλλα, θαλπωρή, λεβε­ντιά, φιλότιμο. Μόνον αὐτή διαχωρίζει, διατηρώντας τό ἴδιο ριζικό θέμα, τό ἀ­τύ­χημα ἀπό τό δυστύχημα, τό συμφέρον ἀ­πό τό ἐνδιαφέρον. Μέσῳ μάλιστα τῆς ἐτυμολογίας ἡ ἑλληνική γλώσσα μᾶς δι­δάσκει συνεχῶς πῶς νά γράφουμε σω­στά. Ἔτσι ἄλλο «ἐξάρτυση» μέ ὕψιλον καί ἄλλο «ἐξάρτηση» μέ ἦτα. Γράφουμε «ὠφέλεια» μέ ὠμέγα, ἀλλά «ὄφελος» μέ ὄμικρον.

Στή γλώσσα μας ὑπάρχει ἡ πλη­ρέ­στερη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στή λέξη καί στό σημαινόμενο. Ἔτσι, ἡ λέξη «βοηθός» δη­λώνει αὐτόν πού στό κάλεσμα τρέχει, ὅπως ἀποκαλύπτουν τά συνθετικά (βοή= φω­νή + θέω=τρέχω). Πολλές φορές ἡ λέ­ξη περιγράφει ἰδιότητες τῆς ἔννοιας, τήν ὁποία ἐκφράζει, μέ φοβερά ἐντυ­πω­σι­α­κό τρόπο. Γιά παράδειγμα ἡ λέξη «φθό­νος» ἐτυμολογεῖται ἀπό τό ρῆμα «φθί­­νω», πού σημαίνει μειώνομαι. Καί πραγ­ματικά ὁ φθόνος ὡς συναίσθημα σιγά-σιγά μᾶς φθίνει, μᾶς καταστρέφει, ὑ­πο­σκά­πτο­ντας ἀκόμη καί τήν ὑγεία μας. Ἀ­ντίθετα, ὅταν θέλουμε νά χαρα­κτη­­ρί­σου­με κάτι πού εἶναι τόσο πολύ ὥστε νά μήν τελει­ώνει, χρησιμοποιοῦμε τή λέξη «ἄ­φθονο». Ἡ λέξη «ἄγαλμα» ἐ­τυμολογεῖται ἀπό τό «ἀ­γάλλομαι» (=εὐ­χαριστιέμαι), ἐ­πειδή, ὅ­ταν βλέπουμε ἕνα ὄμορφο ἄ­γαλμα, ἡ ψυχή μας ἀγάλλεται. Ἀπό ἐδῶ προέρ­χε­ται ἡ λέξη «ἀγαλλίαση», πού εἶ­ναι σύνθ­ε­τη ἀπό τίς λέξεις ἀγάλλομαι + ἴαση (=θε­ρ­απεία). Ἐ­ξ­άλλου εἶναι γνωστό πόσο ἡ ψυχική μας κατάσταση συνδέεται ἄ­με­σα μέ τή σωμα­τική μας ὑγεία.

Ἄλλο χαρακτηριστικό τῆς γλώσσας μας εἶναι ἡ μουσικότητα. Ἀκόμη καί ὁ πο­λύς Γίββων ἔλεγε: «Οἱ τόνοι τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσσας εἶναι μουσικά σημεῖα πού μαζί μέ τούς κανόνες προφυλάττουν ἀπό τήν παραφωνία μία γλώσσα κατ’ ἐξοχήν μουσική, ὅπως κάνει ἡ ἀντίστιξη, πού δι­δάσκεται στά ὠδεῖα ἤ οἱ διέσεις καί ὑ­φέ­σεις, πού διορθώνουν τίς κακό­ηχες συγ­χορδίες».

Ἐπιπλέον, τά Ἑλληνικά εἶναι ἡ μόνη γλώσσα στόν κόσμο πού ὁμιλεῖται καί γράφεται συνεχῶς ἐπί 4.000 τουλάχι­στον συναπτά ἔτη. Ὁ νομπελίστας ποιη­τής μας Ὀδυσσέας Ἐλύτης ὑπογράμμι­ζε: «Ἐ­­γώ δέν ξέρω νά ὑπάρχει παρά μία γλώσσα, ἡ ἑνιαία Ἑλληνική γλώσσα. Τό νά λέει ὁ ἕλληνας ποιητής, ἀκόμα καί σήμερα, ὁ οὐρανός, ἡ θάλασσα, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, ὁ ἄνεμος, ὅπως τό ἔ­λεγαν ἡ Σαπφώ καί ὁ Ἀρχίλοχος, δέν εἶ­ναι μικρό πράγμα. Εἶναι πολύ σπουδαῖο. Ἐπικοι­νω­νοῦμε κάθε στιγμή μιλώντας μέ τίς ρί­ζες πού βρίσκονται ἐκεῖ. Στά Ἀρ­χαῖ­­­α». Ἐνῶ ὁ ἐπίσης νομπελίστας ποι­η­τής Γιῶρ­γος Σεφέρης σημειώνει: «Ἀπό τήν ἐποχή πού μίλησε ὁ Ὅμηρος ὥς τά σή­μερα, μιλοῦ­με, ἀνασαίνουμε καί τρα­γου­δοῦμε τήν ἴδια γλώσσα».

Ἡ ἑλληνική γλώσσα, ἤδη ἀπό τά ἑλ­ληνιστικά χρόνια, ἄρχισε νά ἐπιδρᾶ στό λεξιλόγιο διαφόρων λαῶν, ἰδιαίτερα μετά τίς μεταφράσεις τῶν κειμένων τῆς πρώ­ι­μης χριστιανικῆς γραμματείας. Ἡ ἐπί­δρασή της ὑπῆρξε ἀκόμη μεγαλύτερη στά χρόνια μετά τήν ἅλωση τῆς Κων­στα­ντινούπολης, ὅταν πλῆθος Ἑλλήνων ἄ­φησαν τίς τουρκοκρατούμενες περιο­χές καί κατέφυγαν στή Δύση.

Συνεπῶς, δικαιολογημένα ὑποστη­ρί­ζει ἡ Marianne McDonald (πρω­τερ­γάτης τοῦ TLG): «Ἡ γλώσσα τῆς ἐλευ­θερίας, ὁ ἔνδοξος θησαυρός τῆς Ἑλ­λάδος, ἡ δόξα τῆς Ἑλλάδος, ἀνήκει σέ ὅλους μας καί ἔχει διαμορφώσει τήν ἐπιστημονική καί λογοτεχνική κληρο­νο­μιά τοῦ δυτικοῦ κόσμου…

Ἡ ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀποτελεῖ τήν ἱστορία τῆς φιλοσοφικῆς καί πολιτιστικῆς ἐξέλιξης τοῦ ἀνθρώ­που τῆς Δύσης. Ἀπό ὅλα τά ἀνθρώπινα δημιουργήματα, ἡ ἑλληνική γλώσσα εἶ­ναι τό καταπληκτικότερο. Ἡ γνώση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσσας, τῆς ζωῆς καί τῶν σχέ­σεων στίς ὁποῖες οἱ Ἕλληνες ἐξέ­φρα­σαν τή σκέψη τους καί τά αἰσθή­μα­τά τους, εἶναι οὐσιαστικά ἀντιπρο­σω­πευ­τικά στοιχεῖα γιά ἕναν ὑψηλό πο­λι­τισμό. Δέν ὑπάρχει πιό ὄμορφη γλώσσα ἀπό τήν Ἑλληνική. Ἔχει διατηρήσει τήν ὀ­μορφιά της μέσα στούς αἰῶνες, ὄχι μόνο μέ τή μορ­φή καί τούς ἤχους της, ἀλλά καί μέ τίς ἠθι­κές ἰδέες πού ἐκ­φράζει... Οἱ Ἕλ­ληνες μᾶς ἔ­δωσαν τό χρυσό μέτρο καί τή χρυσή τους γλώσ­σα... Ἡ ἑλληνική γλώσ­σα πρέπει νά δι­αιωνιστεῖ ὡς πολύ­τιμος καί ὡραῖος θη­σαυρός... Πρέπει νά ξεκι­νήσουμε μία νέα ἐκστρατεία γιά τήν ὑ­περάσπιση τῆς ἑλ­λη­νικῆς γλώσσας καί τή διατήρηση τῆς ἱστο­ρικῆς μνήμης τοῦ παρελ­θό­ντος. Ἡ ἑλλη­νική γλώσσα εἶναι ἕνα γε­ρό κτίσμα ὅσο ὁ Παρθενώνας... Ἄς ἐργαστοῦμε ὅ­λοι μαζί, γιά νά λα­μπρύ­νουμε τόν θη­σαυ­ρό τῆς ἑλ­ληνικῆς γλώσ­σας καί νά τόν κάνουμε κτῆμα προ­σιτό σέ ὅλον τόν κό­σμο».

 

 

Εὐδοξία Αὐγουστίνου, Φιλόλογος - Θεολόγος