Προϊστορία
Η αρπαγή των μνημειακών θησαυρών του Ελληνισμού είναι ένα κεφάλαιο με μακραίωνο ιστορικό. Οι απαρχές του τοποθετούνται χρονολογικά στην προχριστιανική εποχή και δη στην περίοδο των Μηδικών Πολέμων, οπότε οι εξ ανατολών βάρβαροι δήωναν συστηματικά τις ελληνικές πόλεις κατά τις επιδρομές τους. Το ίδιο έπρατταν και οι εκ νότου ορμώμενοι Καρχηδόνιοι στις ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας1.
Εξ ίσου ζοφερή περίοδος για την πολιτισμική μας κληρονομιά υπήρξε η ρωμαϊκή κατάκτηση του κυρίως ελλαδικού χώρου. Οι πληροφορίες που παραδίδουν ο Παυσανίας, ο Στράβων και ο Πολύβιος για τις εκτεταμένες επιχειρήσεις αρπαγής ελληνικών έργων τέχνης εντυπωσιάζουν, όσον αφορά στους αριθμούς και την αξία των μνημείων που μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Πεντακόσια αγάλματα από τους Δελφούς, τρεις χιλιάδες από τη Ρόδο και εκατοντάδες γλυπτά και έργα ζωγραφικής από την Κόρινθο έγιναν λεία των κατακτητών. Από την επικράτηση του Χριστιανισμού, ως επίσημης θρησκείας, και τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, ακολούθησαν πολλές βαρβαρικές επιδρομές, όπου οι εισβολείς λαφυραγωγούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
Δεν έλειψαν όμως και οι μιαρές πράξεις από ντόπιους. Κάποιοι, υποκινούμενοι, όχι μόνο κατέστρεφαν κτήρια και ακρωτηρίαζαν αγάλματα, αλλά πωλούσαν «δι’ ολίγα τάλλαρα» τα τεμάχιά τους σε ξένους επισκέπτες. Κάποιες μάλιστα πηγές αναφέρουν ότι «είχαν ξεπεράσει και τους –μετέπειτα κατακτητές– Οθωμανούς σε καταστροφικό μένος». Η άποψη αυτή βέβαια είναι αβάσιμη, καθώς οι Τούρκοι δεν είναι δυνατόν να αποτελούν ιστορικά δεύτερο όρο συγκρίσεως, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις επαφής τους με αρχαιολογικά στοιχεία και υλικό, όχι μόνο δεν τα πείραζαν, αλλά τα περιφρουρούσαν.
Ο αείμνηστος ιστορικός συγγραφέας Κυριάκος Σιμόπουλος, στο τετράτομο έργο του Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα (τ. Α΄, σελ. 126), μεταφέρει τη μαρτυρία του Ισπανού ευγενούς Πέντρο Ταφούρ κατά το ταξίδι του τελευταίου στην Τροία το 1435:
Όλη η περιοχή είναι γεμάτη από αγροτικές κατοικίες. Οι Τούρκοι θεωρούν μνημεία τα αρχαία οικοδομήματα και δεν τα γκρεμίζουν. Συνηθίζουν μάλιστα να κτίζουν τα σπίτια τους πλάι στις αρχαιότητες.
Ομοίως, και ο Γάλλος περιηγητής Βιλλαμόν γράφει ότι, ενώ κατά την περίοδο του καλβινιστικού θρησκευτικού κινήματος στη Δύση καταστρέφονταν τα έργα τέχνης, «οι Τούρκοι είχαν εκδηλώσει την αγανάκτησή τους» και προσθέτει: «δεν διστάζω να πω ότι οι Τούρκοι δεν έχουν την αγριότητα των αιρετικών Χριστιανών». Τα ίδια περίπου γράφει και ο Λεμπρούν:
Οι Τούρκοι ήσαν μετριοπαθείς κατακτητές και μετά την κατάληψη των Αθηνών (1456) έδειξαν πως εκτιμούν την αξία των αρχαίων έργων τέχνης.
Όσο για τους υπαινιγμούς που αφήνει ο περιηγητής E. Beule στο έργο του Athenes et les Grecs Modernes (Paris, 1855) περί ακρωτηριασμού αγαλμάτων από τους Οθωμανούς, λόγω της δεδομένης θρησκευτικής τους αντιθέσεως στην ανθρωπομορφική τέχνη, ο Λεμπρούν γράφει:
Λάθος! Απέδειξα ότι οι ακρωτηριασμοί που υπαινίσσεται ο Baule, έγιναν από φανατικούς των πρώτων χριστιανικών αιώνων.
Την αντίθετη ακριβώς άποψη έχουν οι Ευρωπαίοι ιστοριοδίφες για τους «πολιτισμένους» Δυτικούς τής προ της Τουρκοκρατίας περιόδου. Τόσο ο πάστορας Ludolph Suchen, όσο και ο G. Herzberg, αναφέρουν παραστατικά τη σύληση ελληνικών μνημείων. Ο μεν πρώτος γράφει, χαρακτηριστικά, ότι «ολόκληρη η πολιτεία της Γένοβας είναι κτισμένη από τα μάρμαρα και τους κίονες που έχουν μεταφερθεί από την Αθήνα», ο δε δεύτερος, για την ίδια περίπτωση, ότι «οι Ιταλοί και πολύ περισσότερο οι Γενοβέζοι, μετέφεραν, όπως φαίνεται, όγκο οικοδομικών υλικών από τα ανεξάντλητα αρχαιολογικά μνημεία των Αθηνών, κυρίως ωραιότατους μαρμάρινους κίονες».
Στο καίριο ερώτημα περί των γενεσιουργών αιτίων της αρχαιοκαπηλίας (κυρίως), η απάντηση είναι μάλλον σύνθετη. Ο κύριος αντικειμενικός σκοπός των κατ’ επίφαση «φιλοτέχνων» επισκεπτών της τουρκοκρατούμενης χώρας μας ήταν, φυσικά, το κέρδος από την εκποίηση των θησαυρών που συνέλεγαν. Τη ζήτηση των αρχαίων ελληνικών μνημείων και έργων τέχνης φρόντιζαν να υποδαυλίζουν καλά οργανωμένα κυκλώματα που δρούσαν με τις κρατικές ευλογίες στην Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία. Οι «πελάτες» τους ήταν συνήθως ευγενείς, πολιτικοί, στρατιωτικοί, και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι. Τα εκτελεστικά τους όργανα αποτελούνταν από διπλωματικούς απεσταλμένους στην Υψηλή Πύλη, πρεσβευτές και μεγαλεμπόρους, οι οποίοι ανέθεταν «ειδικές αποστολές» στα πληρώματα των πλοίων τους. Οι τελευταίοι φρόντιζαν να συνάπτουν και να διατηρούν καλές σχέσεις με Τούρκους τοπάρχες αλλά και ντόπιους παραδόπιστους Ρωμιούς που διέθεταν αξιόπιστες πληροφορίες για την ύπαρξη λειψάνων της αρχαιότητας και που λειτουργούσαν ως μεσάζοντες –με το αζημίωτο, φυσικά– για την ανασκαφή, εύρεση, φόρτωση και μεταφορά των πολυτίμων αντικειμένων στο εξωτερικό. Όσο για τον απλοϊκό κόσμο που τυχόν εμπλεκόταν σε οιοδήποτε στάδιο αυτής της διαδικασίας, η ψυχολογία του «ραγιά», και κυρίως η παντελής έλλειψη σχετικής παιδείας, τον απέτρεπαν από κάθε ιδέα αντιστάσεως.
Η «μόδα» της αρπαγής αρχαιοτήτων από τον ελλαδικό χώρο ξεκίνησε από τις αρχές του 17ου αιώνα. Η Αναγέννηση, που ως ρεύμα είχε παρέλθει προ πολλού, φυσικά, αλλά είχε διηνεκή απόηχο με την άνθηση των ανθρωπιστικών επιστημών, οι ρίζες των οποίων εντοπίζονται στην αρχαία ελληνική «λογιοσύνη», ο εμπορικός ανταγωνισμός των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, η μετανάστευση Ελλήνων στη Δύση, αλλά και ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός προς το τέλος του 18ου αιώνα, υπήρξαν οι κύριες συνιστώσες της στροφής του ευρωπαϊκού κόσμου στα ιδεολογικά και πολιτιστικά πρότυπα της κλασσικής αρχαιότητας. Όπως είναι εύλογο, η «συλλεκτική» όρεξη είχε ανοίξει σε πολλά βορειοευρωπαϊκά σαλόνια, με δεδομένο ασφαλώς και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τους διακατείχε απέναντι στην πάλαι ποτέ λαμπρότητα του ελληνικού πολιτισμού.
Άρπαγες και καταστροφείς κατά τον 17ο αιώνα
Βασιλικοί Οίκοι αλλά και οικογένειες ευγενών ανέθεταν σε τολμηρούς και έξυπνους ταξιδευτές αποστολές στην Ανατολή με σκοπό τη συλλογή αρχαιοτήτων. Οι τυχοδιώκτες αυτοί έπρεπε να επιλέξουν τη διαδρομή προς τα εδάφη μας μεταξύ της χερσαίας οδού (Κεντρική Ευρώπη – Δαλματία – Ελλάδα) ή της θαλασσίας (Μασσαλία – Μάλτα – Αιγαίο – Δαρδανέλια, ή Βενετία – Κέρκυρα – Αιγαίο). Τη δεύτερη προτίμησε ο Paul Lucas, Γάλλος «περιηγητής» που ταξίδεψε ώς την Ίμβρο προς το τέλος του 17ου αιώνα, απ’ όπου, άγνωστο πώς, απέσπασε 222 αρχαία νομίσματα και άγνωστο αριθμό άλλων κινητών αρχαιοτήτων, που προορίζονταν να εμπλουτίσουν τις συλλογές των Βερσαλλιών. Η επιτυχία του αυτή ήταν αρκετή για να του δοθεί μια επίσημη άδεια αρχαιοπώλη. Στάθηκε όμως κι άτυχος, καθώς κατά την επιστροφή του από μεταγενέστερη αποστολή, ληστεύθηκε από έναν, επίσης Γάλλο, κουρσάρο…
Στο κυνήγι των αρχαίων αντικειμένων, ωστόσο, και οι Άγγλοι είχαν εισέλθει δυναμικά, δεκαετίες πριν από τον Lucas. Ο Thomas Roe, άτομο κυνικό και φιλάργυρο, υπήρξε για μία επταετία (1622-1628) πρεσβευτής του βρετανικού θρόνου στην Κωνσταντινούπολη. Η θέση του τον καθιστούσε εξαιρετικά επικίνδυνο για τα αρχαία μνημεία στην οθωμανική επικράτεια, δεδομένου ότι και η προηγούμενη θητεία του ως διπλωματικού εκπροσώπου της Αγγλίας στην Αυλή των Μογγόλων είχε σημαδευτεί από τη μεταφορά και μεταπώληση σε συλλέκτες, πλήθους ασιατικών θησαυρών. Ο Roe, εμφορούμενος από φιλοτουρκικά αισθήματα και φανατικός μισέλληνας, εκμυστηρευόταν το 1625 στον… «πελάτη» του, αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ, την προσπάθειά του να εξαπατήσει τον Πατριάρχη2 για να του αποσπάσει αρχαία χειρόγραφα και βιβλία από τη Βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου. Εκτός από τον Προκαθήμενο της Ορθοδοξίας, όμως, ο Roe προσεταιρίστηκε κι άλλους κληρικούς, επενδύοντας στην αδιαφορία ή και την αμάθεια του Κλήρου, όπως π.χ. τον επίσκοπο Άνδρου, ο οποίος του υπέδειξε τη Δήλο ως χώρο άγρας αρχαιοτήτων. Εκτός από τον αρχιεπίσκοπό του, ο Roe εξυπηρετούσε ακόμη δύο επιφανείς άνδρες στην Αγγλία: τον κόμητα Howard του Arundel και τον δούκα του Μπάκιγχαμ. Για να ικανοποιήσει τις ορέξεις και των δύο, στοχοποιεί, εκτός από τη Δήλο, τους Δελφούς3, αλλά και την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Έχει «βάλει στο μάτι» τα γλυπτά της Χρυσόπορτας4. Στο μεταξύ, όμως, αποκτά κι έναν –κατ’ επίφαση– συνεργό, στην πραγματικότητα όμως ανταγωνιστή, τον Petty, γραμματέα του Howard. Ο τελευταίος αποδεικνύεται κατά πολύ αποτελεσματικότερος, αφού ύστερα από πολλές περιπέτειες κατορθώνει να συλλέξει τεράστιο όγκο ελληνικών αρχαιοτήτων (περίπου 200 τεμάχια), αλλά και να πάρει στην κατοχή του μια παρτίδα από κατασχεμένες αρχαιότητες (που θα κατέληγαν στη Γαλλία). Μέσα στην παρτίδα αυτή ήταν και το περίφημο Πάριον Χρονικόν5. Εν τω μεταξύ ο Roe στέλνει «συστημένους» ανθρώπους του για έρευνα στη Θράκη, τη Θάσο, την Καβάλα και τους Φιλίππους. Δεν διστάζει να αποκαλεί «απατεώνες» τους Έλληνες, καθώς αισθάνεται ότι τον εμπαίζουν με τις πληροφορίες που του δίνουν. Οι «κόποι» του, πάντως, ανταμείβονται όταν, ύστερα από επίσκεψή του στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, καταφέρνει να αποσπάσει άφθονα αρχαία αντικείμενα, τα οποία φορτώνονται σε πλοία στην Πάτρα, τον Πειραιά και τις Κυκλάδες, με προορισμό την Αγγλία. Είναι αμφίβολο όμως αν έφθασαν ποτέ εκεί…
Το τελευταίο τέταρτο του 17ου αιώνα, οι Γάλλοι ήταν εκείνοι που είχαν την πρωτοβουλία των κινήσεων στην έρευνα και αρπαγή αρχαιοτήτων. Ο Κολμπέρ, υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας και ακόρεστος συλλέκτης καλλιτεχνικών θησαυρών, είχε αποστείλει τον Γερμανό θεολόγο Johann Michael Wansleben το 1673 στη Χίο για σχετική αναζήτηση, αφού του υποσχέθηκε ως ανταμοιβή μια επισκοπική έδρα. Το γεγονός ότι τελικά του έδωσε μια θέση απλού εφημερίου προδίδει ότι μάλλον δεν στέφθηκε με τόση επιτυχία η αποστολή του…
Σε αντίθεση με αυτόν, τον αμέσως επόμενο χρόνο (1674), ένας άλλος Γάλλος «επισκέπτης» κατέστησε το όνομά του συνώνυμο με το πλιάτσικο. Πρόκειται για τον πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, Charles Marie Francois Olier, μαρκήσιο του Νουαντέλ, ο οποίος, με μεθόδους που θα ζήλευε ακόμα και σήμερα το οργανωμένο έγκλημα, προσεταιρίστηκε το σύνολο του διεθνούς υποκόσμου της εποχής του (πειρατές, τοκογλύφους, κλέφτες), αλλά και υπόπτους κληρικούς διαφόρων Ομολογιών και μοναχικών ταγμάτων. Πολύ συχνά κουρσάρικες γαλιότες συνόδευαν τιμητικά το καράβι του και ενίοτε το ρυμουλκούσαν. Περνώντας από τον Άθω, τη Νάξο, την Πάρο, την Αντίπαρο και τη Μάνη, κατέληξε στον Πειραιά και την Αθήνα, αποσπώντας ικανές ποσότητες γλυπτών και τεμαχίων αυτών. Συγκεκριμένα, στην Πάρο γέμισε ασφυκτικά το αμπάρι του πλοίου του με αγάλματα και μαρμάρινα θραύσματα. Σε ολόκληρη την Ανατολή, μέχρι την Παλαιστίνη, οργάνωσε περαιτέρω εκστρατείες αρπαγής ή αγοράς αρχαιοτήτων, ειδών τέχνης και σπανίων ελληνικών χειρογράφων για την προσωπική συλλογή του ή για λογαριασμό του Λουδοβίκου ΙΔ΄ ή του Κολμπέρ6.
Υπήρξε ο τελευταίος περιηγητής που είδε ολόκληρο τον Παρθενώνα, ενώ σε δική του πρωτοβουλία οφείλονται και τα πρώτα σχέδια του αρχαίου ναού, που φιλοτέχνησε ένας ζωγράφος της ακολουθίας του. Ήταν ίσως μια παρηγοριά γι’ αυτόν, δεδομένου ότι, παρά τα πεσκέσια που προσέφερε στον Τούρκο δισδάρη (υφάσματα και χήνες..!) κι εξασφάλισε την κάλυψη της φρουράς, δεν κατόρθωσε τελικά να αποσπάσει τεμάχια από τον ναό της Παλλάδος. Του προκάλεσε, πάντως, πολύ σοβαρές φθορές. Τελικώς, αρκέστηκε σε λίγα γλυπτά.
Ένας από τους ακολούθους του μαρκησίου του Νουαντέλ, ο Ιταλός Cornelio Magni, το 1674 και περί το 1688 δημοσίευσε τα αξιόλογα οδοιπορικά του, όπου χαρακτηριστικά αναφέρει:
Όσοι ξένοι δεν μπορούσαν να μεταφέρουν τα μεγάλα αγάλματα, τους έκοβαν τα κεφάλια. Τα προόριζαν για τα σαλόνια και τα γραφεία των μεγιστάνων και φιλότεχνων της Ιταλίας – Γαλλίας – Ισπανίας – Γερμανίας.
Τα τελευταία χρόνια του 17ου αιώνα έχουν σημαδευτεί από την καταστροφή του Παρθενώνα, από τον βομβαρδισμό των Βενετών. Τον Σεπτέμβριο του 1687, τα μισθοφορικά στρατεύματα του Μοροζίνι κατέλαβαν την Αθήνα. Οι Τούρκοι υποχώρησαν και οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη. Από την 21η έως την 25η του μήνα, καθώς το συνεχές σφυροκόπημα από τα βενετικά πυροβόλα δεν απέδιδε κι ο υπαρχηγός της βενετικής αρμάδας, κόμης Κένιξμαρκ, που ανησυχούσε για ενδεχόμενη άμεση άφιξη ενισχύσεων των Τούρκων, ενέτεινε τον βομβαρδισμό, η «εύστοχη» βολή ενός λοχαγού του έστειλε ένα βλήμα στην κορυφή του ναού. Η μπάλα διαπέρασε τη στέγη και κατέληξε στο μέσον του Παρθενώνα, όπου εξερράγη, ανατινάζοντας, μαζί με το οθωμανικό οπλοστάσιο, και το εσωτερικό του7. Η ισχυρότατη έκρηξη θύμισε στους παλαιότερους Αθηναίους εκείνην της παραμονής του αγ. Δημητρίου του 1640 (από την πτώση ενός κεραυνού), που κατέστρεψε μεγάλο τμήμα των Προπυλαίων και φόνευσε την οικογένεια του Τούρκου διοικητή και πολλούς από την ακολουθία του.
Ο Βενετός δόγης, πάντως, εμφορούνταν και από «αρχαιολατρικό» πνεύμα… Εκτός από την απόπειρα αφαίρεσης τεμαχίων από τον Παρθενώνα8, έναν χρόνο μετά το ηροστράτειο έγκλημα στην Ακρόπολη, φρόντισε να αφαιρέσει από το βάθρο του (στον Τινάνειο Κήπο) τον ευμεγέθη αρχαίο Λέοντα του Πειραιώς και να τον μεταφέρει στη Βενετία, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ακόμη, πάνω σε νησίδα του ναυστάθμου της πόλης9. Παράλληλα, όλοι οι μισθοφόροι γέμιζαν τα δισάκκια τους με αρχαιότητες, οπουδήποτε τις εντόπιζαν. Ο γραμματικός του αρχιστράτηγου, κάποιος San Gallo, κράτησε για τον εαυτό του την κεφαλή της Νίκης από το δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα, ενώ ο Δανός λοχαγός Hartmand απέσπασε δύο κεφάλια από τη μετώπη. Στα ίχνη του μαρκησίου τού Nointel βάδιζε, παράλληλα με τον Μοροζίνι, και ο Γάλλος περιηγητής Corneille Le Brun. Κατά την περιοδεία του στα νησιά του Αιγαίου το 1687, του δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσει ότι οι ελληνικές αρχαιότητες είναι εξόχως προσοδοφόρο εμπόρευμα. Πρώτη του υπολογίσιμη «δουλειά» ήταν η αρπαγή ενός αναγλύφου γυναίκας από τη Δήλο, που κατέστη δυνατή με τη μεσολάβηση δύο κληρικών από τη Μύκονο, που του είχαν δώσει και τις σχετικές πληροφορίες. Το γλυπτό κατέληξε στην Ολλανδία. Εκτός αυτού, είχε αποσπάσει κι ένα τεμάχιο από τον κορμό ενός κολοσσιαίου αγάλματος του Απόλλωνος, επίσης από τη Δήλο. Όπως χαρακτηριστικά γράφει στο ημερολόγιό του: «Όσοι πέρασαν από ’δω, έκοβαν κι ένα κομμάτι… Έκοψα λοιπόν κι εγώ ένα και το πήρα για ενθύμιο»10.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (ΙΓ΄ 90) είναι πολύ παραστατικός περιγράφοντας την απογύμνωση του Ακράγαντος από τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς του: «Ο δε Αμίλκας, τα ιερά και τας οικίας συλήσας και φιλοτίμως ερευνήσας, τοσαύτην ωφέλειαν συνήθροισε, όσην εικός εστίν εσχηκέναι πόλιν οικουμένην υπό ανδρών είκοσι μυριάδων, απόρθητον δε από της κτήσεως γεγενημένην και ταύτα των εν αυτή φιλοκαλησάντων εις παντοίων κατασκευασμάτων πολυτέλειαν. Και γαρ γραφαί παμπληθείς ηυρέθησαν εις άκρον εκπεπονημέναι και παντοίων ανδριάντων φιλοτέχνως δεδημιουργημένων υπεράγων αριθμός. Τα μεν ουν πολυτελέστατα των έργων απέστειλεν εις Καρχηδόνα, εν οις και τον Φαλάριδος συνέβη κομισθήναι ταύρον, την δε άλλην ωφέλειαν ελαφυροπώλησεν».
2 The negotiations of sir Thomas Roe in his embassy to the Ottoman Porte, Λονδίνο, 1740.
3 Στην αναφορά του προς τον «πελάτη» του έγραφε μεταξύ άλλων: «Ειδικά στους Δελφούς βρίσκονται ανεκτίμητοι θησαυροί. Νομίζω πως δεν είναι δύσκολο να γίνουν έρευνες και ανασκαφές. Μαθαίνω πως πολλά αγάλματα είναι θαμμένα για να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Νομίσματα θα προμηθευτώ από τους Εβραίους, αλλά είναι πολύ ακριβά. Έχω ένα χρυσό του Μ. Αλεξάνδρου… Απέκτησα επίσης ένα γλυπτό από το ανάκτορο του Πριάμου» (Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Α΄, Αθήνα 1994, σελ. 137).
4 Είναι η γνωστή ως Porta Aurea, που, κατά την παράδοση, είχε κτίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος. Πλαισιωνόταν από δύο μεγάλους κίονες, και το υπέρθυρο διακοσμούσαν δώδεκα πλακίδια από μάρμαρο με ανάγλυφες παραστάσεις.
5 Πρόκειται για ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα, μεγάλης ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας, αγνώστου δημιουργού, γραμμένη σε αττική διάλεκτο περί το 264/263 π.Χ. Αναφέρει συνοπτικά τα γεγονότα από την εποχή του Κέκροπος έως τις ημέρες του Αθηναίου άρχοντος Διογνήτου. Το 1897 ανακαλύφθηκαν κι άλλα κομμάτια από την ίδια πλάκα.
6 Σύμφωνα με έκθεση της Αρχαιολογικής Εταιρίας (21 Μαΐου 1842), η βόμβα «άνηψε την πυρίτιδα και τρομερά έκρηξις εκλόνισε το αρχαίον οικοδόμημα μέχρι των θεμελίων αυτού και αμφότεραι αι πλευραί του, τοίχοι και στήλαι, κατέπεσαν και τα πλείστα των αναγλύφων της τε ζωφόρου και των μετοπών και αετωμάτων κατεκρημνίσθησαν και ετάφησαν υπό σωρόν ερειπίων» (Πρακτικά της ΣΤ΄ γενικής συνεδριάσεως της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας, τη 12η Μαΐου 1846, σελ. 146 κ.ε.). Η αυτόπτις της καταστροφής Anna Akerhjem, συνοδός της συζύγου τού Οtto Kunigsmark, διοικητή της πολιορκίας, έγραφε στο ημερολόγιό της: «Ο κόσμος δεν θα ξαναδημιουργήσει τέτοιο αριστούργημα».
7 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Α΄, σελ. 651.
8 Ο Φραγκίσκος Μοροζίνι δεν αρκέστηκε στην καταστροφή του Παρθενώνα. Θέλησε να μεταφέρει στη Βενετία και τρόπαιο από τον γκρεμισμένο ναό. Διάλεξε το εξαίσιο γλυπτικό σύμπλεγμα του δυτικού διαζώματος με τον Ποσειδώνα και τα δύο άλογα. Αλλά κατά την απόσπαση των γλυπτών γκρεμίστηκε ολόκληρο τμήμα του ναού κι όλα τα μάρμαρα θρυμματίσθηκαν καταγής. Στην αναφορά του προς τη σύγκλητο ο άξεστος στρατηγός δεν εκφράζει ούτε λύπη ούτε μεταμέλεια για την κατάρρευση του ναού και την καταστροφή του διαζώματος.
9 Κάθε απεικόνιση λιονταριού είχε μεγάλη σημασία για την πόλη της Βενετίας, καθώς μετατρεπόταν μεταφορικά σε απεικόνιση του ευαγγελιστή Μάρκου, του πολιούχου αγίου της. Γι’ αυτό τον λόγο, και η Βενετία είναι γεμάτη από λέοντες κάθε μορφής, κλεμμένους από όλο τον κόσμο, που ταυτόχρονα απεικονίζουν και την, πάλαι ποτέ, δύναμη της βενετικής θαλασσοκρατορίας.
10 Missions archéologiques françaises en orient aux XVΙIe et XVΙIIe siècles, Documents publiés par Henri Omont, Paris 1902.
του Μάριου Κ. Μαμανέα, από το περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 11, Χειμώνας 2015