Τρίτη 1 Αυγούστου 2023

Κάψα

 

Κορονοϊός: Ηλιος, ζέστη και υγρασία τον αποδυναμώνουν

 


Ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ εἶναι βλογημένα. Τότε ποὺ ἔκανε τὸν κόσμο, εἶδε πὼς εἶναι πολὺ καλὰ ὅσα ἔκανε. «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς πάντα ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν». Καὶ τὸ κρύο κ’ ἡ ζέστη, κ’ ἡ καλοσύνη κ’ ἡ φουρτούνα, κι ὁ χειμῶνας καὶ τὸ καλοκαίρι, κ’ ἡ δροσιὰ κ’ ἡ πάχνη. Ἀληθινά, ὅλα εἶναι καλά. Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ Δαβὶδ: «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐπὶ τῆς γῆς, δράκοντες καὶ πᾶσαι ἄβυσσοι˙ πῦρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεῦμα καταιγίδος, τὰ ποιοῦντα τὸν λόγον αὐτοῦ˙ τὰ ὄρη καὶ πάντες βουνοί, ξύλα καρποφόρα καὶ πᾶσαι κέδροι».



Τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσα φυσικὰ καὶ βλογημένα, θυμᾶμαι πὼς ὅλα μοῦ φαινόντανε καλά. Ὅλα τὰ δεχόμουνα μὲ χαρά, καὶ τὰ πιὸ σκληρὰ˙ φουρτοῦνες, παγωνιές, βροχές, κούραση, δίψα, πεῖνα καὶ κάθε κακοπάθηση. Καὶ μάλιστα εὕρισκα πολλὴ εὐχαρίστηση νὰ τὰ περνῶ μὲ ὑπομονή. Καὶ τώρα ποὺ τὰ θυμᾶμαι, μοῦ φαίνονται ἀκόμα πιὸ ἔμορφα.

Ἔτσι, καὶ τίς ὧρες ποὺ ἔκανε κάψα, κ’ ἡ γῆς καβουρντιζότανε καὶ μύριζε στουρναρόπετρα, ἔνιωθα πολλὰ πράγματα μέσα μου, μυστήρια ποιητικά, ποὺ μὲ κάνανε νὰ τὴν ἀγαπῶ. Τ’ ἀπομεσήμερο, τὴν ὥρα ποὺ βράζει ὁ κόσμος, βαστᾶ μιὰ βουβὴ ἡσυχία, σὰν νά ‘ναι νύχτα βαθιά.

Στὸ νησί μου ἡ ἐρημιὰ φαινότανε πιὸ μεγάλη αὐτὲς τίς ὧρες. Πολλὲς φορὲς τύχαινε νὰ πάρω τὴ βάρκα μου ἀπὸ νωρὶς καὶ νὰ πάγω νὰ ψαρέψω. Ἔπαιρνα μαζί μου ψωμὶ μαῦρο, ντομάτες, ἐλιὲς μέσα σὲ μιὰ ξυλόκουπα, ἕνα μαχαίρι, σπίρτα καὶ καπνό. Τραβοῦσα παραμέσα στὸ μπουγάζι, κατὰ τὸ μαΐστρο. Περνοῦσα δυὸ – τρεῖς μικροὺς κάβους καί, σὰν ἔφτανα σ’ ἕναν κόρφο, φουντάριζα ἀνοιχτὰ καὶ ψάρευα. Ἔπιανα καμιὰν ὀκὰ μικρόψαρα, τὰ πιὸ πολλὰ ἤτανε σαργοί, ποὺ εἶναι πολὺ νόστιμοι.

Βάρκα με πανί (Πάνορμος, Τήνου), π. 1925, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη

Κατὰ τὸ μεσημέρι πήγαινα γιαλό, ἄραζα τὴ βάρκα σὲ κάποιο μέρος ποὺ εἶχε ρηχὰ νερά, κοντὰ σ’ ἕνα μονόπετρο. Ἐκεῖ πέρα εἶχε καβούρια καὶ μύδια μέσα στὴ φυκιάδα. Ὡς νὰ πάγω ἀπὸ δῶ ἴσαμε ἐκεῖ, γέμιζε ἕνα καλάθι θαλασσινά, μύδια, κοροχύλες, καλογριές. Ἔπιανα καὶ λίγα μεγάλα καβούρια, ποὺ εἶχε μερμηγκιά, καὶ ποὺ δαγκάνανε τὰ δάχτυλά μου ἐκεῖ ποὺ ἔψαχνα γιὰ μύδια, καὶ τά ‘βαζα μέσα στὴ βάρκα. Ὕστερα πεταγόμουνα λίγο παραπάνω ἀπὸ τὴν ἀκρογιαλιά, ποὺ εἴχαμε ἕνα μποστάνι δίχως νὰ τὸ φυλάγει κανένας, κ’ ἔκοβα ἕνα δυὸ καρπούζια καὶ κανένα ξυλάγκουρο ποὺ μοσκοβολοῦσε, καὶ γύριζα στὴ βάρκα. Ἔπιανα τὰ κουπιά, καβατζάριζα τὸ μονόπετρο καὶ τραβοῦσα παραμέσα, μέσα σὲ μιὰν ἀγκάλη, ποὺ τελείωνε σὲ μιὰ μικρὴ ἔρημη ἁλυκή.

Ὁ κόσμος ἔβραζε ἀπὸ τὴ λάβρα. Ὁ ἥλιος ἤτανε σὰν φωτιὰ˙ τὰ μάτια μου θαμπώνανε, δὲν μποροῦσα νὰ κοιτάξω, κι ὧρες – ὧρες τὰ σφαλοῦσα. Ὁ ἱδρῶτας ἔσταζε ἀπάνω στὸ μπάγκο της βάρκας. Τὸ μοῦτρο μου ἄναβε, τὰ μηλίγγια μοῦ χτυπούσανε. Τὰ χέρια μου καὶ τὰ ποδάρια μου ἤτανε κεραμιδιά, ψημένα ἀπὸ τὴν ἄρμη κι ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἐρημιὰ στὴ στεριὰ καὶ στὴ θάλασσα. Δὲ σάλευε τίποτα! Ἀκουγόντανε μοναχὰ οἱ σκαρμοὶ ποὺ τρίζανε, καὶ τὸ νερὸ ποὺ βουτούσανε τὰ κουπιά. Οἱ τρυπωτήρες καιγόντανε σὰν ἴσκα καὶ τοὺς ἔριχνα νερό. Ἡ κουπαστὴ λὲς κ’ ἤτανε πυρωμένο σίδερο, τὸ χέρι δὲν δεχότανε ν’ ἀκουμπήσει ἀπάνω της. Οἱ κάβοι καθόντανε σὰ στοιχειωμένοι.

Κατὰ τὴ νοτιᾶ φαινόντανε τὰ δυὸ βουνά, ποὺ τό ‘νὰ τὸ λένε τοῦ Λαγοῦ τ’ Αὐτιὰ καὶ τ’ ἄλλο Τοῦ Δαιμόνου ἡ Τράπεζα, ἔρημα καὶ βουβὰ σὰ νὰ ἤτανε στὸν ἄλλον κόσμο. Ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν ἀγκάλη ποὺ βρισκόμουνα, ἔβλεπα τὴ Νησοπούλα, ἕνα μικρὸ νησάκι μ’ ἕνα ρημοκκλήσι, καὶ μοῦ φαινότανε πὼς ἡ θάλασσα ἔβραζε γύρω της σὰν τὸ νερὸ ποὺ χοχλακὰ μέσα στὸ λεβέτι. Πέρα, κατὰ τὴν ἀντικρινὴ ἀκρογιαλιά, ἡ θάλασσα τόσο πολὺ ἄστραφτε, λὲς κ’ ἤτανε λιωμένο ἀσήμι, ποὺ ξέσκιζε τὸ μάτι σου νὰ τὴν κοιτάξεις. Ἡ πλάση ἤτανε βουβὴ κ’ ἔρημη. Μονάχα πολὺ μακριά, πίσω ἀπὸ ἕναν κάβο, ἂν ἔψαχνε καλὰ τὸ μάτι σου, ξεχώριζε μιὰ ψαρόβαρκα μὲ μιὰ τέντα, φουνταρισμένη σὰν νά ‘τανε στοιχειωμένη, γιατί ὁ ψαρᾶς θὰ κοιμότανε. Στὸ πέλαγο δὲ φαινότανε ψυχὴ ζωντανή. Τὸ ἴδιο καὶ στὴ στεριὰ˙ δὲν ἔβλεπες τίποτα νὰ σαλέψει. Ἕνας πελεκάνος ποὺ καθότανε ἀπάνω σὲ μιὰ πέτρα, εἶχε γίνει κι ὁ ἴδιος πέτρα. Τὸ μονάχο πρᾶγμα ποὺ σάλευε, ἤτανε ἡ βάρκα κ’ ἐγὼ ποὺ τραβοῦσα κουπὶ σὰν ἀφιονισμένος.

Εἶπα πὼς δὲν ἀκουγότανε τίποτα, μὰ δὲν εἶπα σωστά. Μὲσ’ ἀπὸ τὰ δέντρα ποὺ καιγόντανε, ἔβγαινε ἕνα βουητὸ ἀπὸ τὰ τζιτζίκια, τζὶ-τζὶ-τζί, ποὺ ἐρχότανε κύματα – κύματα ἀπάνω στὸ πέλαγο, μιὰ δυνάμωνε, μιὰ λασκάριζε. Ἀλλά, ἕνα πρᾶγμα παράξενο! Αὐτὴ ἡ βουὴ ὄχι μοναχὰ δὲν λιγόστευε τὴ βουβὴ ἐρημιά, παρὰ σὰν νὰ τὴν ἔκανε ἀκόμα πιὸ μεγάλη. Ὅπως περνοῦσε ἡ ἀκρογιαλιὰ δίπλα μου, κοίταζα νὰ δῶ μήπως σαλεύει τίποτα˙ μὰ ὅλα ἤτανε πεθαμένα κι ἀγριευόμουνα. Πέτρες, ἀγκάθια, ἀμμουδιές, σφερδούκλια, σκίνα, ὅλα ἤτανε στοιχειωμένα. Ὧρες – ὧρες ἔνιωθα σὰν φόβο, ὅπως ὁ ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται σ’ ἕνα ἔρημο μέρος περασμένα τὰ μεσάνυχτα.

Μ’ ὄλα ταύτα, ὁ ἥλιος μὲ στράβωνε, τὸ φῶς του περίλουζε ὅλη τὴν πλάση μὲ μιὰ πορτοκαλιὰ φωτιά. Μὰ τὰ μυστήρια δὲν εἶναι κρυμμένα μοναχὰ μέσα στὸ σκοτάδι, ἀφοῦ ἐκείνη τὴ μεσημεριανὴ τὴν ὥρα ἕνα βαθὺ μυστήριο περισκέπαζε τὴν οἰκουμένη. Μ’ ὅλο ποὺ δὲ σάλευε τίποτα, σὲ κάθε πέτρα, σὲ κάθε τούφα ἀγριάγκαθο, σὲ κάθε βράχο, σὲ κάθε σφέρδουκλα, στὴ στεριὰ καὶ στὴ θάλασσα, καὶ στὸν πάτο τῆς θάλασσας, ἔνιωθα πὼς παραφυλάγανε βουβὰ τελώνια, σὰν καὶ κεῖνα ποὺ εὕρισκε ἀπάνω στὰ φλογισμένα ρημονήσια τῆς Ἰντίας ὁ Σεβὰχ Θαλασσινὸς κι ὁ Ἀμπουλβάρης.

Σὰν ἔφτανε βαθιὰ μέσα στὴν ἀγκάλη ποὺ εἶπα, κοντὰ στὴν ἔρημη τὴν ἁλυκή, ἄραζα τὴ βάρκα. Γιὰ μεγαλύτερη ἀσφάλεια ἔριχνα καὶ τὸ σίδερο, μὴν τυχὸν πάρει ἀγέρας τὴν ὥρα ποὺ θὰ κοιμᾶμαι καὶ ξουριάσει τὴ βάρκα.

Ἔβγαινα στὴ στεριὰ καὶ κοίταζα γύρω μου. Ἄλλο ζωντανὸ πλάσμα ἐξὸν ἀπὸ μένα κι ἀπὸ τὰ καβούρια ποὺ χαρχαλεύανε μέσα στὸν ντενεκέ, δὲν ἤτανε. Μοῦ φαινότανε πὼς ἤμουνα ὁ Ροβινσόνας ὁ ἴδιος, ποὺ εἶχε νὰ δεῖ ἄνθρωπο δέκα χρόνια στὸ ρημονήσι του. Πήγαινα σ’ αὐτὸ τὸ μέρος, γιατί εἶχε κάτι δέντρα κοντὰ στὴν ἀκρογιαλιά, καὶ λίγο παραπάνω ἤτανε ἕνα πηγάδι μὲ κρύο νερό, ποὺ ποτίζανε τὰ πρόβατα οἱ τσομπάνηδες. Πρῶτα – πρῶτα μάζευα κλαδιὰ κι ἀγκάθια κι ἄναβα φωτιὰ κ’ ἔψηνα ὅσα ψάρια θά ‘τρωγα. Ὕστερα πήγαινα στὸ πηγάδι καὶ γέμιζα ἕνα κανάτι ποὺ εἶχα, γέμιζα καὶ τὸν κουβᾶ καὶ τά ‘βαζα στὸν ἴσκιο, μέσα στὸν σκίνο. Γιὰ μεζὲ ἄνοιγα κανένα μύδι ὠμό, γιὰ κανένα κυδώνι. Γιὰ τραπέζι ἔβγαζα ὄξω τὸ καφάσι τῆς βάρκας.

Ἐκεῖ ποὺ ἔτρωγα κοίταζα γύρω μου. Στὸ μέρος ποὺ καθόμουνα ἤτανε ἴσκιος, γιατί εἶχε πυκνὰ δέντρα, ποὺ ἀρχίζανε ἀπὸ τὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ σκεπάζανε τὰ βουνὰ ποὺ ἤτανε ἀπὸ πάνω μου, σωστὴ ζούγκλα. Κάπου – κάπου ἄκουγα κ’ ἕνα κρὰκ δυνατό, ἀπὸ κανένα κλωνὶ ποὺ ἔσκαζε ἀπὸ τὴν κάψα.

Σὲ καμιὰ πενηνταριὰ πατήματα ἀπὸ μένα ἔπιανε ἡ ἁλυκή, ἴσια καὶ κάτασπρη. Τὰ μάτια μου δὲν μπορούσανε νὰ βαστάξουνε σὲ κεῖνο τ’ ἄσπρο τ’ ἁλάτι, ποὺ ἔβγαζε κάτι φλόγες στριφτές, ὁποὺ κάνανε νὰ τρέμουνε οἱ πέτρες καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ σφερδούκλια, ποὺ βρισκόντανε παραμέσα, σὰν νὰ τά ‘βλεπα πίσω ἀπὸ ἕνα θολὸ τζάμι, ὁποὺ σάλευε ὁλοένα καὶ μὲ ζάλιζε. Σὲ μιὰν ἄκρη τῆς ἁλυκῆς, ἀνάμεσα στὰ βοῦρλα, στεκότανε ἕνα χάλασμα, τοῖχοι γκρεμνισμένοι, κίτρινοι καὶ κατάξεροι.

Ἀφοῦ τελείωνα τὸ φαγί μου, ξάπλωνα κατ’ ἀπὸ τὰ δέντρα καὶ κοιμόμουνα. Σὰν ξυπνοῦσα κι ἄνοιγα τὰ μάτια μου, ὁ κόσμος εἶχε ἀλλάξει ὁλότελα. Ἐκείνη ἡ φωτιὰ εἶχε σβήσει, μ’ ὅλο ποὺ ὁ ἥλιος βρισκότανε ἀκόμα ψηλὰ μέσα στὸν οὐρανό. Μοναχὰ εἶχε γείρει κατὰ τὴν ὄξω θάλασσα, ἀπάνω ἀπὸ τ’ ἀντικρινὸ βουνό. Ὁ μπάτης εἶχε καλάρει φρέσκος κ’ ἡ βάρκα χόρευε καὶ κούναγε τὴν ἀντένα της. Ἡ θάλασσα ἄφριζε δροσερὴ˙ τὰ μικρὰ κύματα σιγοβουΐζανε χαρούμενα καὶ σβήνανε ἀπάνω στὰ βραχάκια καὶ στὰ ρηχά της ἁλυκῆς. Ἡ πλάση σὰ νὰ πανηγύριζε, ξυπνημένη ὕστερ’ ἀπὸ τὸν βαρὺν ὕπνο της.

Ἔμπαινα στὴ βάρκα, σαλπάριζα τὸ σίδερο, ἄνοιγα τὸ πανὶ καὶ καθόμουνα στὸ τιμόνι. Τὰ νερὰ κάνανε κλὰκ – κλὰκ στὴ μάσκα τῆς βάρκας, τὸ πανὶ φούσκωνε σὰν τ’ ἀθῶο μάγουλο τοῦ παιδιοῦ. Ἡ στεριὰ ἔφευγε κατὰ πίσω, κ’ ἐγὼ κοίταζα τό ‘νὰ καὶ τ’ ἄλλο, σὰ νά ‘μουνα βασιλιᾶς. Ποιός ἄνθρωπος μποροῦσε νά ‘ναι πιὸ εὐτυχισμένος ἀπὸ μένα;

Ὄξω, στὴν ἀνοιχτὴ θάλασσα, ἕνα σωρὸ καράβια, λογῆς – λογῆς, βολτατζάρανε. Τὰ πανιὰ ἀσπρίζανε σὰν γλάροι μέσα στὴ μαβιὰ τὴ θάλασσα. Τὸ πέλαγο βούιζε γλυκὰ πέρα ὡς πέρα. Στὴν ἀπὸ μέσα θάλασσα, πίσω ἀπὸ τοὺς κάβους καὶ μέσα στὶς ἀγκάλες, ξετρυπώνανε ψαρόβαρκες, ἴδιες μὲ τίς πιρόγες ποὺ ἔχουνε οἱ ἄγριοι τοῦ ὠκεανοῦ. Οἱ ἄνθρωποι σαλεύανε μέσα, καὶ δίνανε ζωή. Καὶ στὴ στεριὰ ἐδῶ κι ἐκεῖ φαινόντανε ἀνθρῶποι: ἄλλοι περπατούσανε στὴν ἀκρογιαλιά, ἄλλοι λιχνίζανε στ’ ἁλώνια, ἄλλοι σαλαγούσανε τὰ πρόβατα καὶ κουδουνίζανε τὰ κουδούνια. Ὥρα σπερνοῦ, ἀκουγόντανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὸ Μοσκονήσι καὶ πέρα, ἀπὸ τ’ Ἀϊβαλί, ποὺ εἶχε δώδεκα ἐκκλησιές.

Τὴν ὥρα ποὺ βασίλευε ὁ ἥλιος, χρύσωνε τὴν πλάση σὰν νά ‘τανε εἰκόνισμα μαλαμοκαπνισμένο. Τὰ πανιὰ τῶν καραβιῶν κοκκινίζανε, κ’ ἡ θάλασσα σκούραινε σὰν μαβιὰ γαλαζόπετρα. Σιγᾶ – σιγά τό φῶς λιγόστευε, κι ὅλα ἀρχίζανε καὶ σκεπαζόντανε μ’ ἕνα γλυκὸ μυστήριο.

Ὅπως καθόμουνα στὸ τιμόνι, νανουριζόμουνα σὰν τὸ μωρὸ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάννας του. Ἄξαφνα ἔβγαινε τὸ φεγγάρι πίσω ἀπὸ τὸ Χοντρόβουνο, σὰν μεγάλο ὑδραργυρένιο πρόσωπο, κ’ ἔριχνε τὸ κρύο φῶς του στὴ θάλασσα. Θαρροῦσες πὼς βρίσκεσαι σ’ ἕναν ἄλλον κόσμο, ἀπὸ κεῖνον ποὺ τὸν ἔκαιγε ὁ ἥλιος ὅλη τὴ μέρα. Ἡ ἁρμύρα τῆς θάλασσας μύριζε πιὸ πολύ. Στὸ πρόσωπο καταλάβαινα τὴν ἄναψη ἀπὸ τὴν κάψα τοῦ μεσημεριοῦ.

Οἱ γρύλοι τραγουδούσανε ἀπὸ τὰ σκίνα της ἀκρογιαλιᾶς κρὶ – κρὶ – κρί… Τὸ τραγούδι τους ἀνακατευότανε μαζὶ μὲ τὸ μαλακὸ καὶ δροσερὸ βούισμα ποὺ βγάζανε τὰ κύματα καὶ μὲ τὸ κλὰκ – κλὰκ ποὺ κάνανε στὴν πλώρη τῆς βάρκας. Τὸ φεγγάρι ψήλωνε σιγᾶ – σιγᾶ καὶ σάλευε ἀνάμεσα στὰ ξάρτια, μὲ τὸ σκαμπανέβασμα ποὺ ἔκανε ἡ βάρκα. Ἀπὸ μακριὰ ἀκουγόντανε τραγούδια ἀπὸ τὴ θάλασσα, δίχως νὰ βλέπω τὴ βάρκα ποὺ καθόντανε οἱ τραγουδιστάδες, κι ἄλλα τραγούδια ἐρχόντανε στ’ αὐτί μου ἀπὸ τὴ στεριά. Σὲ λίγο περνούσανε ἀπὸ κοντά μου βάρκες καὶ περάματα κι ἀκουγότανε γιὰ μιὰ στιγμὴ φωνὲς καὶ γέλια, ὡς ποὺ ξεμακραίνανε.

Σὰν κόντευα στὴν ἀραξιά μου, κατέβαζα τὸ πανί, φουντάριζα τὸ σίδερο, ἔδενα τὴ βάρκα καὶ πήγαινα καὶ κοιμόμουνα. Ἔτσι θὰ κοιμοῦνται καὶ στὸν Παράδεισο.

 

Ὑποσημείωση:

  1. Τρυπωτήρα εἶναι τὸ σκοινὶ ποὺ εἶναι δεμένο τὸ κουπὶ στὸν σκαρμό.