Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Η σφαγή στην Κορμίστα Σερρών και τα 91 θύματα των Βούλγαρων κατακτητών



Η Κορμίστα (παλιότερη γραφή Κρομμύστα), βρίσκεται στις βορειοδυτικές υπώρειες του Παγγαίου όρους, κάτω από το μοναστήρι της Παναγιάς της Εικοσιφοίνισσας, σε υψόμετρο 299 μέτρων και διοικητικά υπάγεται στο δήμο Αμφίπολης. 





 Στις 23 Αυγούστου 1507 οι Τούρκοι της Κορμίστας και των άλλων χωριών του βόρειου Παγγαίου, με τη συνδρομή βασιβουζούκων της Δράμας, επιτέθηκαν στην Εικοσιφοίνισσα και έσφαξαν τους 172 συνολικά μοναχούς της Μονής, επειδή απέτρεπαν τον εξισλαμισμό των ραγιάδων. Με την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα το χωριό μετατράπηκε σε φυτώριο εκκολαπτόμενων ανταρτών και κέντρο συγκέντρωσης οπλισμού. Αν και στα χωριά του Παγγαίου δεν υπήρχε σλαβόφωνος πληθυσμός, οι κομιτατζήδες επιχείρησαν να εγκατασταθούν στην περιοχή για να αποσπάσουν από τους ελληνόφωνους κατοίκους, με τη μέθοδο της τρομοκρατίας, δηλώσεις προσχώρησης στη Βουλγαρική Εξαρχία. 

Όμως οι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής αντέδρασαν, καθοδηγούμενοι από τον Δεσπότη της Δράμας.
Μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, τον Αύγουστο του 1913, με την οποία τα σύνορα της Ελλάδας έφτασαν μέχρι το Νέστο, η Κορμίστα επίσημα αποτέλεσε τμήμα της ελληνικής επικρατείας. Όταν όμως στις 26 Μαΐου 1916, ο πρωθυπουργός Στέφανος Σκουλούδης παρέδωσε αμαχητί και «προσωρινά» το Ρούπελ στους Γερμανοβούλγαρους, άρχισε ο νέος Γολγοθάς της Ανατολικής Μακεδονίας που διήρκεσε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1918.
Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά την εισβολή των Γερμανών και την συνθηκολόγηση, η περιοχή παραχωρήθηκε από τους Γερμανούς στους Βούλγαρους, ως «δώρο» του Χίτλερ στον Βούλγαρο τσάρο Bόρις, για τη βοήθεια που του είχε προσφέρει ο τελευταίος στην κατάληψη από τις στρατιές του Γ’ Ράιχ, της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας.

Κατά τη βουλγαρική κατοχή και μετά την εκδήλωση του, λεγομένου «κινήματος της Δράμας», η Κορμίστα χαρακτηρίσθηκε ως «χωριό επαναστατικό», γιατί βρέθηκε στο δρόμο των ανταρτών, που προσπαθούσαν να καταφύγουν στην Εικοσιφοίνισσα, καταδιωκόμενοι από τα βουλγαρικά στρατεύματα.

Καθοδηγητικό ρόλο στην εξέγερση έπαιξε το Μακεδονικό Γραφείο που για ένα διάστημα είχε έδρα στις Σέρρες. Τα στελέχη του, ο Παρασκευάς Δράκος (Μπάρμπας), ο Απόστολος Tζανής (Κωστάκης), ο Μωυσής Πασχαλίδης (Γρηγόρης), οι Λάμπρος και Αραμπατζής Μαζαράκης και ο υπεύθυνος ο Παντελής Χαμαλίδης θυσίασαν τη ζωή τους, καθώς επίσης και ορισμένοι από τους οργανωτές της εξέγερσης, όπως ο Μιχάλης Γεωργιάδης (γέρο-Σπάρτακος), Χρήστος Καλαϊτζίδης ή Καγιάς, Ηλίας Καραγιαννίδης, Αργύρης Κρόκος, Θόδωρος Μαυρομάτης (Δράκος), Χαράλαμπος Νικολαΐδης, οι Πέτρος και Γιάννης Παστουρματζής, Βαγγέλης Παπαχρήστου και άλλοι πολλοί.


Το πρωί της 1ης Οκτωβρίου 1941, βουλγαρικό απόσπασμα προερχόμενο από τη Δράμα, αφού συγκέντρωσε με δόλο κατοίκους του χωριού, διαχώρισε τους άνδρες από τα γυναικόπαιδα και, κρατώντας τα τελευταία σε κατάσταση ομηρίας (για να εξασφαλίσει τη νομιμοφροσύνη των ανδρών), οδήγησε 125 περίπου άνδρες στο υπόγειο του Κοινοτικού Καταστήματος, όπου επιχείρησε με πολυβολισμούς και χειροβομβίδες να τους εκτελέσει. Οι άνδρες αντιστάθηκαν, έριξαν χειροβομβίδα σε ένα πολυβόλο και από τη σύγχυση που προκλήθηκε, μερικοί κατόρθωσαν να διαφύγουν. Δυστυχώς οι άνδρες αυτοί ήταν λίγοι, καθώς οι Βούλγαροι συνήλθαν γρήγορα από τον αρχικό αιφνιδιασμό και αποτελείωσαν το έργο τους, δολοφονώντας 91 άτομα από ηλικίας 16 έως 70 ετών. Ο μέσος όρος ηλικίας των εκτελεσθέντων είναι 36 ετών.

Τις επόμενες δυο ημέρες, κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που έκανε στο Παγγαίο δύναμη δυο ταγμάτων και μιας πυροβολαρχίας υπό τον Αντισυνταγματάρχη της φρουράς Δράμας, Ηλία Μπεκιάρωφ. εκτελέσθηκαν άλλοι δυο κάτοικοι της Κορμίστας. Κατά τους επόμενους μήνες βρήκαν το θάνατο άλλοι τέσσερις κάτοικοι της Κορμίστας, που είχαν συμμετοχή στο «κίνημα της Δράμας». Το 1944 οι Βούλγαροι έκαψαν την εκκλησία του χωριού και εκτέλεσαν ακόμη τρεις κατοίκους.