Θ. Μαλκίδης
«Ποιος θυμάται τους Αρμένιους; Από τη Γενοκτονία στην εισβολή του Αζερμπαϊτζάν και της Τουρκίας »
Η φράση του Χίτλερ «Ποιος θυμάται τους Αρμένιους;» είναι η επιβεβαίωση ότι το έγκλημα των Νεότουρκων και των Κεμαλικών εναντίον των Αρμενίων, των Ελλήνων και των άλλων λαών επειδή δεν τιμωρήθηκε, μπορεί να επαναληφθεί. Και πράγματι έγινε με τις δολοφονίες, τα ολοκαυτώματα εναντίον των λαών που βίωσαν την πολιτική των Ναζί και με τα σημερινά στο Αρτσάχ ( Ναγκόρνο Καραμπάχ) με την εισβολή του Αζερμπαϊτζάν και της Τουρκίας.
Η Γενοκτονία των Αρμενίων, μαζί με αυτή εναντίον των Ελλήνων είναι τα πρώτα μαζικά εγκλήματα του 20ου αιώνα. Ατιμώρητα, τα οποία παραμένουν χωρίς κάθαρση, χωρίς Νέμεση, γι αυτό και επαναλαμβάνονται σήμερα. Η εισβολή που υφίσταται η Αρμενία στο Αρτσάχ και η μανία του θύτη μαζί με τους συνεργάτες του να εξαφανίσουν τον Αρμενικό λαό είναι πρωτοφανής.
Βεβαίως τόσο στο ζήτημα της Γενοκτονίας, όσο και στο σημερινό της εισβολής που η διεθνής κοινότητα είτε σιωπά και συναινεί στο έγκλημα, είτε αδιαφορεί, είτε κρατά ίσες αποστάσεις συστήνοντας αυτοσυγκράτηση, ο Αρμενικός λαός, πράττει το χρέος του. Ιστορικό, ανθρώπινο, ηθικό, πολιτικό, πατριωτικό, υπερασπιζόμενος την αλήθεια, τη δικαιοσύνη και την Πατρίδα του. Έννοιες στον τύπο και στην ουσία που αποτελούν ενοποιητικούς παράγοντες του πολλαπλώς δοκιμαζόμενου Αρμενικού λαού.
Η εμπειρία μου με τους Αρμένιους στο μακροχρόνιο διεθνή αγώνα αναγνώρισης απέναντι στην άρνηση της Τουρκίας και την υπονόμευση των θλιβερών συνοδοιπόρων της, έχει ιστορική σημασία και ανθρωπίνως είναι συγκινητική. Τιμώντας τη Μνήμη των θυμάτων, συνεχίζουμε την πορεία αλήθειας και ιστορίας, δικαιοσύνης και αποτροπής νέων εγκλημάτων. Το Αρτσάχ και η αντίσταση του Αρμενικού λαού είναι η επιβεβαίωση του ανυποχώρητου αγώνα για την επιβίωση και τη συνέχεια.
Σε προσωπικό επίπεδο θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Δημοκρατία της Αρμενίας και την Αρμενική Εθνική Επιτροπή Ελλάδας, που μου έχουν δώσει πολλές φορές με τις τιμητικές τους προσκλήσεις τη δυνατότητα, να είμαι μαζί τους στο δίκαιο αγώνα τους. Είναι τιμή αλλά και μεγάλο χρέος για έναν Έλληνα να βρίσκεται και να μιλά στο Γερεβάν, στην Αρμενική πρωτεύουσα, στο Μουσείο της Γενοκτονίας, να φυτεύει ένα δέντρο και να ακουμπά ένα άνθος στο μνημείο της Γενοκτονίας, να κάνει την ίδια πορεία μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες άλλους ανθρώπους.
Με ανάλογες πράξεις μπορεί ένας Έλληνας, ένας άνθρωπος να νιώσει πολλά συναισθήματα, που οι δολοφόνοι, Νεότουρκοι και Κεμαλικοί, θέλησαν μαζί με τους ανθρώπους να τα εξαφανίσουν. Όπως θέλουν να κάνουν σήμερα οι επίγονοί τους στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, τον ιστορικό χώρο του Αρμενικού έθνους και σε αντιστοιχία/αναλογία την Κύπρο του Ελληνισμού
Επίσης, οφείλω να ευχαριστήσω το Κοινοβούλιο της Αρμενίας για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων, για την οποία σε μετάφραση της καθηγήτριας Τεχμινέ Μαρτογιάν, έγραψα το βιβλίο μου στην Αρμενική γλώσσα. Η αναγνώριση ήταν μία σημαντική και αναγκαία πράξη υψηλού συμβολισμού και αυταπόδεικτης αξίας, η οποία συνεχίζει τη συνοδοιπορία Ελληνικού και Αρμενικού λαού σε καλές, αλλά και σε δύσκολες στιγμές, που από ότι φαίνεται είναι και οι περισσότερες.
Το ζήτημα της μαζικής δολοφονίας των Αρμενίων- είμαι ένας απόγονος των διασωθέντων του Ελληνικού Ολοκαυτώματος- μας αφορά πλέον όλους. Αρμένιους, Ασσύριους, Έλληνες, όλη την Οικουμένη. Όπως μας αφορά και η εισβολή που υφίσταται ο Αρμενικός λαός στο Αρτσάχ( Ναγκόρνο Καραμπάχ). Και επειδή η δικαιοσύνη είναι ένα πανανθρώπινο αίτημα, θα λάβει σύντομα τη θέση που της αξίζει στην ανθρώπινη και πολιτική ιστορία, στην ιστορία των λαών, Αρμενικού και Ελληνικού, έναντι καθεστώτων που γνωρίζουν μόνο την καταστροφή, τη λεηλασία, τη Γενοκτονία, το έγκλημα . Η αναγνώριση, δικαίωση, η αποκατάσταση, η επανόρθωση , η αντίσταση στην εξαφάνιση είναι το αίτημα από το Αιγαίο μέχρι τον Καύκασο. Μετά τη Σταύρωση έρχεται η Ανάσταση, μετά το σκοτάδι έρχεται το φως.
Η συνέντευξή μου στο ραδιόφωνο Παραπολιτικά και το άρθρο μου στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ