«Πρέπει ὃταν γεννηθήκαμε
νἂκλεισαν πίσω μας ὃλες οἱ πόρτες, δὲν πρόσεξες;
Πρέπει ὃταν γεννηθήκαμε
τὸ χωριὸ νὰ διαγράφτηκε, δὲν πρόσεξες;
Μητέρα, θυμᾶσαι τὸν οὑρανὸ
ποὒχαμε δεμένο κόμπο στὸ μαντήλι;
Μᾶς τὸν πήραν οἱ ταχυδαχτυλουργοί, μητέρα,
ἒτσι ὃπως πρὶν τὴ μπάλλα μέσ' ἀπ' τὸ κουτί.
Θυμᾶσαι τὸ ρυάκι ποὒπλενε τὰ πόδια μας,
θυμᾶσαι τὸ ρυάκι ποὺ τοῦ πλέναμε τὰ πόδια,
θυμᾶσαι τὶς λευκὲς κραυγὲς στὴ χαράδρα;
Θυμᾶσαι τὶς φλυαρίες ποὺ ράμφιζαν τὴ ρόγα τῆς αὐγῆς,
θυμᾶσαι τοὺς ψιθύρους ποὺ μηχανορραφούσαν τὴν ἂνοιξη,
θυμᾶσαι τὰ περιστέρια ποὒσκυβαν μέσ' στὸν ἣλιο
νὰ πιοῦν νερὸ στὴ χούφτα του,
θυμᾶσαι τ᾽ὂνειρο ποὺ κυλοῦσε κ' ἒφευγε ἀπάνω ἀπ' τὶς φτεροῦγες τους,
θυμᾶσαι τ᾽ὂνειρο ποὺ κρεμόταν κάτω ἀπ' τὸν λαιμό τους,
τ' ὂνειρο ποὺ σκαρφάλωνε στὶς σημαῖες τους;
Τώρα ὀξυδώθηκαν ὃλα μέσα μας, μητέρα,
τώρα σκέβρωσαν ὃλα μέσα μας.
Τώρα στὸ προσκεφάλι μας ἐγκαταστάθηκε ὁ πυρετός,
τώρα στὸ προσκεφάλι μας ἀκούμπησε ὁ θάνατος,
ἀκούμπησε τὸ χλωμὸ παιδὶ τοῦ Γραφείου
ποὺ δὲν ἦρθε σήμερα
νὰ μᾶς φέρη καφὲ καὶ μεσίστιο χαμόγελο.
Δὲν ἦταν γι' αὐτὴν τὴν παράσταση τὸ εισιτήριό μας, μητέρα,
δὲν ἒχουμε πιά λογαριασμούς,
ὀπισθογραφήσαμε τὰ γραμμάτιά μας,
ὀπισθογραφήσαμε τὸν ἣλιο καὶ τὴ θάλασσα,
ὀπισθογραφήσαμε τὸ ρυάκι,
ὀπισθογραφήσαμε τὰ ὂνειρα καὶ τὶς ἐλπίδες,
ὀπισθογραφήσαμε τὴν ἀγάπη,
ὀπισθογραφήσαμε τὴν ἀσήμαντη πίστωση.» Κώστας Μόντης