Δύο χρόνια ἀργότερα καὶ ἐνῶ ὁ ἀγώνας εἶχε ἤδη φουντώσει, ὁ Εὐαγόρας συμμετεῖχε σὲ ὅλες τὶς διαδηλώσεις τῆς Ἄλκιμου Νεολαίας Ε.Ο.Κ.Α. (Α.Ν.Ε.). Ἔτσι, συνελήφθη ὡς μέλος τῆς Ε.Ο.Κ.Α., ἐπειδὴ συμμετεῖχε σὲ παράνομη πορεία. Δὲν παραδέχθηκε τὴν κατηγορία καὶ ἡ δίκη του ἀναβλήθηκε. Τότε ὁ Εὐαγόρας πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση νὰ ἀφήσει τὰ θρανία καὶ νὰ πάρει τὰ ὄπλα, γιὰ νὰ συμβάλει ἀκόμα περισσότερο στὴν ἀπελευθέρωση τῆς πατρίδας του. Μία μέρα πρὶν τὴν προκαθορισμένη δίκη ἐντάχθηκε στὶς τάξεις τῆς Ε.Ο.Κ.Α. Λίγο πρὶν φύγει γιὰ τὰ βουνὰ ἔγραψε στοὺς συμμαθητές του:
«Παλιοὶ συμμαθηταί, αὐτὴ τὴν ὥρα κάποιος λείπει ἀνάμεσά σας, κάποιος ποὺ φεύγει ἀναζητώντας λίγο Ἐλεύθερο ἀέρα, κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν τὸν ξαναδεῖτε, παρὰ μόνο νεκρό. Μὴν κλάψετε στὸν τάφο του, δὲν κάνει νὰ τὸν κλαῖτε. Λίγα λουλούδια τοῦ Μαγιοῦ σκορπᾶτε του στὸν τάφο. Τοῦ φτάνει αὐτὸ μονάχα.
Θὰ πάρω μίαν ἀνηφοριὰ θὰ πάρω μονοπάτια
νὰ βρῶ τὰ σκαλοπάτια ποὺ πᾶν στὴ Λευτεριά.
Θ΄ ἀφήσω ἀδέλφια συγγενεῖς, τὴ μάνα, τὸν πατέρα
μὲσ΄ τὰ λαγκάδια πέρα καὶ στὶς βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας γιὰ τὴ Λευτεριὰ θὰ ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο τὸ χιόνι, βουνὰ καὶ ρεματιές.
Τώρα κι ἂν εἶναι χειμωνιά, θὰ ΄ρθει τὸ καλοκαίρι
Τὴ Λευτεριὰ νὰ φέρει σὲ πόλεις καὶ χωριά.
Θὰ πάρω μίαν ἀνηφοριὰ θὰ πάρω μονοπάτια
νὰ βρῶ τὰ σκαλοπάτια ποὺ πᾶν στὴ Λευτεριά.
Τὰ σκαλοπάτια θ΄ ἀνεβῶ, θὰ μπῶ σ΄ ἕνα παλάτι,
τὸ ξέρω θᾶν ἀπάτη, δὲν θᾶν ἀληθινό.
Μὲσ΄ τὸ παλάτι θὰ γυρνῶ ὥσπου νὰ βρῶ τὸν θρόνο,
βασίλισσα μία μόνο νὰ κάθεται σ΄ αὐτό.
Κόρη πανώρια θὰ τῆς πῶ, ἄνοιξε τὰ φτερά σου
καὶ πάρε μὲ κοντά σου, μονάχα αὐτὸ ζητῶ.
Γειὰ σας παλιοὶ συμμαθηταί. Τὰ τελευταία λόγια τὰ γράφω σήμερα γιὰ σᾶς. Κι ὅποιος θελήσει γιὰ νὰ βρεῖ ἕναν χαμένο ἀδελφό, ἕναν παλιό του φίλο, ἂς πάρει μίαν ἀνηφοριὰ ἂς πάρει μονοπάτια νὰ βρεῖ τὰ σκαλοπάτια ποὺ πᾶν στὴ Λευτεριά. Μὲ τὴν Ἐλευθερία μαζί, μπορεῖ νὰ βρεῖ καὶ μένα. Ἂν ζῶ, θὰ μὲ βρεῖ ἐκεῖ.
Εὐαγόρας Παλληκαρίδης».
Στὶς 18 Δεκεμβρίου 1956, συνελήφθη ἐκ νέου, αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ τὴν κατηγορία τῆς παράνομης κατοχῆς καὶ διακίνησης ὁπλισμοῦ. Κατὰ τὴν παραμονή του στὸ στρατόπεδο τῆς Λίμνης πέρασε φρικτὰ βασανιστήρια. Λίγες μέρες μετά, μεταφέρθηκε στὴ Λευκωσία καὶ ἡ δίκη του ὁρίστηκε, στὶς 25 Φεβρουαρίου. Ὁ μικρὸς σὲ ἡλικία ἀλλὰ μεγάλος σὲ ψυχὴ καὶ ἀνδρεία, Εὐαγόρας Παλληκαρίδης, κατὰ τὴν ἀκροαματικὴ διαδικασία δὲν ἄφησε τοὺς δικηγόρους του νὰ τὸν ὑπερασπιστοῦν. Ἀφοῦ παραδέχθηκε τὶς πράξεις του, δήλωσε μὲ ἀξιοθαύμαστο θάρρος καὶ τὸ κεφάλι ψηλά: «Γνωρίζω ὅτι θὰ μὲ κρεμάσετε. Ὅ,τι ἔκαμα τὸ ἔκαμα ὡς Ἕλλην Κύπριος ὅστις ζητεῖ τὴν Ἐλευθερίαν του. Τίποτα ἄλλο».
Ἡ εἴδηση τῆς καταδίκης τοῦ 19χρονου, τότε, Εὐαγόρα ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριῶν, ὄχι μόνο στὴν Κύπρο, ἀλλὰ σύσσωμος ὁ Ἑλληνισμὸς ξεκίνησε μία προσπάθεια γιὰ νὰ σώσει τὸν Παλληκαρίδη. Οἱ μαθητὲς τοῦ Γυμνασίου τῆς Πάφου ἀπεῖχαν ἀπὸ τὰ μαθήματά τους καὶ ἔστειλαν τηλεγράφημα στὸν Χάρντινγκ γιὰ ἀπονομὴ χάρης, ἡ ὁποία ἀπορρίφθηκε τόσο ἀπὸ τὸν ἴδιο ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν Βρετανικὴ Κυβέρνηση.
Πέρασε τόσα μερόνυχτα φρικτῶν βασανιστηρίων καὶ ὅμως δὲν λύγισε, δὲν πρόδωσε, δὲν ἀπολογήθηκε. Συνεχιστὴς τῆς μακραίωνης ἱστορίας, ποὺ ὡς Ἕλληνας κουβαλοῦσε στὴν πλάτη του, ἐπέλεξε τὸν δρόμο τῆς αὐτοθυσίας καὶ τοῦ ἐνσυνείδητου θανάτου γιὰ νὰ περάσει καὶ αὐτὸς στὸ πάνθεο τῶν ἡρώων. Ὁ Εὐαγόρας εἶχε προετοιμαστεῖ, ἤξερε ἀπὸ καιρὸ ποιὰ θὰ ἦταν ἡ κατάληξή του καὶ ἀποφάσισε νὰ ἀκολουθήσει μὲ θάρρος τὴ μοίρα του. Ἤξερε πὼς ἡ θυσία του δὲν θὰ πήγαινε χαμένη. Τί κι ἂν αὐτὸς θὰ πέθαινε καὶ δὲν θὰ προλάβαινε νὰ δεῖ τὴν Κύπρο ἑνωμένη μὲ τὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, θὰ τὸ ζοῦσαν οἱ ἑπόμενες γενιὲς γιατί θὰ ἀξίωνε ἕνωση καὶ ἐλευθερία μὲ τὴ θυσία του. Στὸ τελευταῖο του γράμμα ἔγραφε: «Θ΄ ἀκολουθήσω μὲ θάρρος τὴ μοίρα μου. Ἴσως αὐτὸ νὰ ‘ναι τὸ τελευταῖο μου γράμμα. Μὰ πάλι δὲν πειράζει. Δὲν λυπᾶμαι γιὰ τίποτα. Ἂς χάσω τὸ κάθε τι. Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει. Θὰ βαδίσω χαρούμενος στὴν τελευταία μου κατοικία. Τί σήμερα τί αὔριο; Ὅλοι πεθαίνουν μία μέρα. Εἶναι καλὸ πράγμα νὰ πεθαίνει κανεὶς γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ὥρα 7:30. Ἡ πιὸ ὄμορφη μέρα τῆς ζωῆς μου. Ἡ πιὸ ὄμορφη ὥρα. Μὴ ρωτᾶτε γιατί.»
Μία μέρα πρὶν τὸν ἀπαγχονισμό του, στὶς 12 Μαρτίου 1957, τὸν ἐπισκέφθηκε στὶς φυλακὲς ἡ οἰκογένειά του. Ὁ Εὐαγόρας, ψύχραιμος καὶ γαλήνιος, τοὺς μιλοῦσε καὶ τοὺς πληροφόρησε πὼς ἔφτασε ἡ στιγμὴ νὰ τοὺς ἀποχαιρετήσει γιὰ νὰ ἀνέβει τὰ σκαλιὰ τῆς ἀγχόνης. Δὲν ἤθελε νὰ λυποῦνται καὶ δὲν ἔκλαψε κανείς. Ἀποχαιρετώντας τους, τοὺς εἶπε: «Ὁρκίστηκα νὰ πεθάνω γιὰ τὴν Πατρίδα μου κι ἐτήρησα τὸν ὅρκο μου».
13 Μαρτίου 1957. Πλησιάζουν μεσάνυχτα. Τὴ σιωπὴ σπάει μία βροντερὴ σταθερὴ φωνή. Ὁ ἀνυπόταχτος Παλληκαρίδης σὲ πεῖσμα τῶν κατακτητῶν ψέλνει τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο. Σὲ λίγο ἔρχονται οἱ δήμιοί του. Βροντοφωνάζει. «Γεια σας ἀδέλφια. Γεια σας λεβέντες. Ἐλπίζω νὰ ‘μαι ὁ τελευταῖος ποὺ ἐκτελοῦν. Ἀδέλφια συνεχίστε τὸν ἀγώνα. Ἐγὼ βαδίζω στὴν ἀγχόνη γελαστός, ἀποφασιστικός, ὑπερήφανος». Οἱ συγκρατούμενοι τοῦ φωνάζουν. «Θάρρος Παλληκαρίδη, Θάρρος Παλληκαρίδη.»
«Θάρρος ἔχω πολύ. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ περνῶ τὴν εἴσοδο τοῦ ἰκριώματος.» Ἀπόλυτη ἡσυχία. Αὐτὴ τὴ σιγὴ σπάζει τὸ τρίξιμο ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα τῆς καταπακτῆς τῆς ἀγχόνης.
12:02. Ὁ 19χρονος Βαγορὴς πέρασε στὴν ἀθανασία. Βρῆκε τὴν «γῆ τῶν ἡρώων».
Τόσα χρόνια μετά, μία μέρα σὰν τὴ σημερινή, οἱ μνῆμες ξυπνοῦν καὶ μᾶς ὑπενθυμίζουν πὼς στὸ μάθημα τῆς ἱστορίας πιαστήκαμε ἀδιάβαστοι. Δὲν μάθαμε ὅτι ἕνας ὡραῖος θάνατος εἶναι ὅ,τι εὐγενέστερο μίας ζωῆς. Δὲν μάθαμε ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι περιττὴ μέσα στὴ σκλαβιά. Τὴν περίσσια σκλαβιά μας, τὴν κάναμε ὕλη τῆς ζωῆς μας καὶ πετύχαμε τὸ «θαῦμα». Ζοῦμε σκλάβοι στὴ λευτεριά σας, πεθάνατε λεύτεροι στὴ σκλαβιά μας.
ΑΘΑΝΑΤΕ ΕΥΑΓΟΡΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗ
Γραφεῖο Τύπου
Π.Ε.Ο.Φ. Θεσσαλονίκης