Ο Σπύρος (ή Σπυρίδων) Λούης (12 Ιανουαρίου 1873 – 26 Μαρτίου 1940) ήταν Έλληνας μαραθωνοδρόμος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 και εθνικός ήρωας. Γεννήθηκε στο Μαρούσι από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς τότε που ακόμα δεν υπήρχε κεντρική ύδρευση και ο Σπύρος τον βοηθούσε κουβαλώντας το νερό.
Όταν αποφασίστηκε να αναβιώσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1894, άρχισαν οι προετοιμασίες για την διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Ένα από τα αγωνίσματα ήταν ο μαραθώνιος, άθλημα που δεν είχε διοργανωθεί ποτέ μέχρι τότε. Η πρόταση είχε γίνει από τον Γάλλο Μισέλ Μπρεάλ, ο οποίος είχε εμπνευστεί από τον άθλο του αγγελιοφόρου Φειδιππίδη, που είχε διανύσει την απόσταση ξεκινώντας από την πόλη του Μαραθώνα μέχρι στην Αθήνα για να αναγγείλει την νίκη των Αθηναίων στη μάχη του Μαραθώνα.
Οι Έλληνες ήταν κατενθουσιασμένοι για το νέο άθλημα και αποφάσισαν να οργανώσουν προκαταρκτικούς αγώνες για τους Έλληνες αθλητές που θα ήταν να δηλώσουν συμμετοχή. Διοργανωτής των προκαταρκτικών ήταν ο συνταγματάρχης του στρατού, Παπαδιαμαντόπουλος, ο οποίος ήταν διοικητής του Λούη κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1893-1895). Ο πρώτος προκαταρκτικός, που ήταν συγχρόνως και ο πρώτος Μαραθώνιος αγώνας, διοργανώθηκε στις 22 Μαρτίου. Νικητής ήταν ο Χαρίλαος Βασιλάκος με 3 ώρες, 18 λεπτά. Ο Λούης συμμετείχε στους δεύτερους προκαταρκτικούς, δύο εβδομάδες αργότερα. Ο Παπαδιαμαντόπουλος που θυμόταν τον Λούη για την αντοχή του στο τρέξιμο, τον είχε πείσει να δηλώσει συμμετοχή, και ο Λούης διέσχισε την τελική γραμμή στην πέμπτη θέση, πίσω από το νικητή Δημήτριο Δεληγιάννη.
Στις 10 Απριλίου (ή στις 29 Μαρτίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ήταν τότε σε χρήση στην Ελλάδα), ο Μαραθώνιος ήταν να πραγματοποιηθεί.
Ο Παπαδιαμαντόπουλος έδωσε το σήμα εκκίνησης στον Μαραθώνα. Δεκατρείς δρομείς από την Ελλάδα και τέσσερις αθλητές από άλλα έθνη έλαβαν μέρος. Ο Γάλλος Αλμπέν Λερμιζιό (Albin Lermusiaux) που είχε πάρει και χάλκινο στα 1500 μέτρα μπήκε νωρίς μπροστά και προηγείτο. Στο Πικέρμι ο Λούης σταμάτησε σε ένα καφενείο και ζήτησε να πιει ένα ποτήρι κρασί, λέγοντας ότι θα τους φτάσει και θα τους προσπεράσει όλους πριν από το τέλος.
Μετά
το 32ο χιλιόμετρο, ο Λερμιζιό κατέρρευσε από την εξάντληση. Το
προβάδισμα ανέλαβε τώρα ο Αυστραλός Τέντι Φλακ που πρωτύτερα είχε πάρει
μετάλλιο στα 800 και 1500 μέτρα. Ο Λούης άρχισε να ελαττώνει την
απόσταση, μέχρι που και ο Αυστραλός, που δεν ήταν συνηθισμένος στις
μεγάλες αποστάσεις, κατέρρευσε μερικά χιλιόμετρα αργότερα, αφήνοντας το
τελικό προβάδισμα στον Λούη.
Εν τω μεταξύ, στο στάδιο, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, ειδικά όταν ένας
αγγελιοφόρος με το ποδήλατο είχε βιαστεί να φέρει την είδηση ότι ο
Αυστραλός προηγείτο. Ξαφνικά έφτασε και ένας άλλος αγγελιοφόρος που τον
είχε στείλει κάποιος αστυνόμος μόλις ο Λούης μπήκε μπροστά, και
ανήγγειλε ότι ένας Έλληνας ήταν πρώτος στον αγώνα δρόμου. Οι χιλιάδες
θεατές άρχισαν να πανηγυρίζουν και να τον παροτρύνουν φωνάζοντας «
Έλλην, Έλλην ! »
Ο Λούης μπήκε στο στάδιο, όπου τον υποδέχτηκε ο λαός μαζί με δυο πρίγκιπες, τον κατοπινό διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και τον πρίγκιπα Γεώργιο και τον κερνάγανε κρασί, γάλα, μπύρα, αυγά πασχαλινά, πορτοκαλάδα και άλλα δώρα. Πολλοί του έταζαν από κοσμήματα ως τζάμπα ξύρισμα στο κουρείο για πάντα. Δεν ξέρουμε αν τελικά τα πήρε όλα αυτά τα δώρα. Ο βασιλιάς Γεώργιος ρώτησε τον Λούη τι δώρο θα ήθελε να του προσφέρει, και εκείνος του απάντησε : « Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό. »
Ο Λούης έτρεξε τον μαραθώνιο σε χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα. Μετά τους Ολυμπιακούς γύρισε στο χωριό του και δεν πήρε μέρος σε κανέναν άλλο αγώνα δρόμου. Έζησε μια ζωή ήρεμη, εργαζόμενος ως αγρότης, και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός.
Το 1926, ο Λούης κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων και μπήκε στη φυλακή. Μετά από ένα χρόνο και παραπάνω στη φυλακή, αθωώθηκε και βγήκε, ενώ η υπόθεσή του προκάλεσε σάλο στον Τύπο.
Την τελευταία δημόσια εμφάνισή του έκανε το 1936, όταν προσκλήθηκε ως τιμητικός φιλοξενούμενος από τους διοργανωτές των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1936, που διοργανώθηκαν στο Βερολίνο. Στο ντοκιμαντέρ Ολυμπία – Η γιορτή των εθνών εμφανίζεται ο Λούης σε πρώτο πλάνο όταν πήρε μέρος στην εορταστική εναρκτήρια τελετή των αγώνων. Παρελαύνει κατά την είσοδο της ελληνικής ομάδας. Μπροστά πηγαίνει ένα αγοράκι που κρατάει την ταμπέλα με το όνομα της χώρας (γερμ. Griechenland), ακολουθούμενο από τον σημαιοφόρο που κρατάει την ελληνική σημαία. Αμέσως μετά έρχεται ο Λούης με άσπρη φουστανέλα και σκούρο γιλέκο κρατώντας ένα φουντωτό κλαδί ελιάς στο δεξί του χέρι. Η φορεσιά αυτή, έχει δωρηθεί και φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας. Ο Λούης πέθανε λίγους μήνες πριν από την Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα. Πολλές αθλητικές λέσχες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό φέρουν το όνομά του, όπως το κύριο στάδιο στο Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθήνας, τον τόπο διεξαγωγής των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, καθώς επίσης και η λεωφόρος που περνά απέξω. Στο Μόναχο, το όνομά του φέρει η λεωφόρος Spiridon-Louis-Ring που περνάει από το εκεί Ολυμπιακό πάρκο.