Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

Αμοργός



Ξαναδιαβάζω την  Αμοργό 

και δεν ξέρω για  ποιο λόγο


αισθάνομαι την ανάγκη, 

τη βαθιά ανάγκη,


να σας μιλήσω για την αγωνία

που είχα την εποχή που έλαβα

το ποίημά μαζί με μια επιστολή σας.


Ήταν το 1971 στο Παρίσι.


Η ίδια αγωνία, αν όχι βαθύτερη,

με κατέχει και σήμερα.


Ήταν Πάσχα 

και μόλις είχα γυρίσει από την 

πρωινή καθημερινή μου βόλτα

στον Κήπο του Λουξεμβούργου. 


Μου είχε γίνει εμμονή 

να παρατηρώ τις αλλαγές 

του χρόνου


από τα λουλούδια

και τα κλαδιά των δέντρων. 


Αντελήφθηκα κάπου 

μια γνώριμη μυρωδιά σαν αυτή 

των Εξαρχείων,


κάπου στον τοίχο του σπιτιού

μία αχτίδα ήλιου έμπαινε


ίδια όπως και το σπίτι

της Καλλιδρομίου,


λίγο πιο πέρα φωνές παιδιών

από το γειτονικό σχολείο

την ώρα του διαλλείματος.


Σύμπτωση! 

Από τότε που γεννήθηκα

όπου και να κατοικούσα


πάντα υπήρχε δίπλα

ένα σχολείο.


Φαίνεται ότι η μουσική

μόνο το ερέθισμα χρειάζεται


γιατί ειλικρινά δε θυμάμαι

πώς βρέθηκα στο πιάνο,


άνοιξα το κασετόφωνο

σαν να ήξερα ότι αυτή η στιγμή

δεν επρόκειτο να επαναληφθεί


και έπεσα στα πλήκτρα με εκείνη 

τη λαχτάρα που αισθάνομαι


όταν πέφτω στη θάλασσα κάτι 

καυτερές αυγουστιάτικες μέρες,

γυμνός, 


σαν να θέλω να χαθώ μες στο νερό, 

να νιώσω τη θάλασσα να ορμάει 

και να χάνεται μέσα μου.


Και να χάνομαι μέσα της.


Ιδού λοιπόν το αποτέλεσμα.

Και μετά σιωπή.


Κάποιο τηλεφώνημα.

Και πάλι σιωπή.


Γιατί όμως 

η ίδια αγωνία και σήμερα 

και μάλιστα πιο έντονη;


Γιατί άραγε τότε αυτή η θύμηση;

Γιατί αυτή η σιωπή;


Γιατί αυτές οι κραυγές;

Τότε όπως και τώρα;


Ευτυχώς, στο τέλος

υπάρχει πάντα το Αιγαίο.


Αυτό το Αιγαίο της Παναγίας,

το βαθύ και το γαλάζιο με τα 

πανηγύρια και την ασετυλίνη,


οι ψαράδες να ματσακωνίζουν

τα καίκια. Μυρίζω μίνιο και πίσσα.


Τι τα θέλω τώρα αυτά εγώ;


Εγώ που είμαι τόσο μακριά

από τη λογοτεχνία

αλλά τόσο μέσα στη θάλασσα.


Μήπως τελικά αυτό θα με σώσει;

Τι άλλο; Όλα τόσο πρόσκαιρα.


Τι κρίμα 

ένας τόσο χαρισματικός τόπος


με τόσο άξιους ανθρώπους και 

τόσο ασήμαντους κυβερνήτες.


Κατάρα θα μου πείτε.

Ναι, που να πάρει ο διάβολος,

κατάρα.


Τι μας απομένει λοιπόν;


Το Πέλαγος.


Το Αιγαίο.


Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα

με ήλιο στο νησί.


Το σήμερον κρεμάται.


'Οζον, μόλυβδος, 

φρέον, γενικό σύνδρομο 

και κάπου μακριά η πατρίδα.


Αυτά από μένα, τώρα θα 

συνεχίσω ξαναδιαβάζοντας 


με την πατρίδα τους δεμένη

στα πανιά. 


Να 'στε πάντα καλά.

Καληνύχτα.


Σταύρος Ξαρχάκος


Απόσπασμα από επιστολή

του Σταύρου Ξαρχάκου

προς τον Νίκο Γκάτσο το 1986.