«Οι κρυπτοχριστιανοί στη σύγχρονη Τουρκία»
Συχώρα με πάτερ που ασπάστηκα το Ισλάμ
Η μετάβαση στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα δεν είναι εύκολη, όταν μάλιστα γίνεται υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες, όπως συνέβη στην περίπτωσή μας. Με τον π. Κύριλλο ξεκινήσαμε από την Τραπεζούντα με δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν, χιονόνερο και ομίχλη. Ο Ιμπραήμ πάντα στην ώρα του μας περίμενε, όπως και οι ίδιοι μπρατσωμένοι μουστακαλήδες.
Το μοναστήρι ψηλά, μέσα σε άγριο δάσος. Δύσκολη η ανάβαση. Οι «γκρίζοι λύκοι» μας ακολούθησαν για λίγο, παίρνοντας αλλεπάλληλες φωτογραφίες και βιντεοσκοπώντας μας. Μετά βαρέθηκαν... Τί να κάνουν στα κατσάβραχα...στα ερείπια. Μας άφησαν εμάς τους τρελούς ρωμιούς να πάμε μόνοι. Φυσικά δεν τους έλεγε τίποτα ο χώρος, η ιστορία του, η ζωή εκεί αγίων ανθρώπων, το καταφύγιο χιλιάδων ανθρώπων για παρηγοριά και προστασία κατά τη γενοκτονία...
Φτάσαμε με δυσκολία, αλλά ανταμειφθήκαμε. Είμασταν μόνοι. Δεν υπήρχε ούτε αστυνομία, ούτε στρατός, ούτε γκρίζοι λύκοι...Παρά το ότι το χιονόνερο είχε πυκνώσει και ένα ασπρογκρίζο σύννεφο μας είχε σκεπάσει ο π. Κύριλλος άρχισε να ψέλνει το τροπάριο του Αγίου Γεωργίου, το «Φως Ιλαρόν», το «Τη Υπερμάχω». Μετά είπε το τρισάγιο στη μνήμη όλων των σφαγιασθέντων στην Ιερά αυτή Μονή και σε όλο τον Πόντο... Είχαμε αδιάβροχα, ομπρέλες και μπότες ορειβασίας, αλλά, παρ’ όλα τα μέτρα μας, είχαμε μουλιάσει... Όμως δεν το νιώθαμε Ήταν τόσο γλυκιά η ατμόσφαιρα και νιώθαμε τόσο κοντά μας όλους τους ζωντανούς νεκρούς της περιοχής, που δεν θέλαμε να φύγουμε.
Βλέποντας τα ερείπια και τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Τούρκοι στα άψυχα και τα έμψυχα του Μοναστηριού ρώτησα τον π. Κύριλλο:
- Έχει πάτερ μου όρια η βαρβαρότητα;
Κούνησε το κεφάλι του και μου είπε:
- Διαβάζοντας στην ιστορία μας για τους μάρτυρες και τους νεομάρτυρες έχεις διαπιστώσει το τι μηχανεύεται ο άνθρωπος για να βασανίσει τον συνάνθρωπό του και για να καταστρέψει τον πολιτισμό του. Στον εικοστό αιώνα πρώτος ο Κεμάλ εφάρμοσε γενοκτονία και ακολούθησαν οι Στάλιν, Χίτλερ και Πολ Ποτ με τους Ερυθρούς Χμερ...
Χωρίς να το καταλάβουμε είχε προχωρήσει το απόγευμα.
- Πάμε να κατέβουμε, μου είπε ο π. Κύριλλος. Αρχίσαμε την κάθοδο, ενώ και των δυο μας τα μάτια ήσαν υγρά. Φεύγαμε σα να εγκαταλείπαμε κάτι το δικό μας, κάτι το πολύτιμο, κάτι που ίσως δεν θα ξαναβλέπαμε...
‘Όταν μας είδε ο Ιμπραήμ έτρεξε κοντά μας.
- Ανησύχησα, μας είπε. Τι κάνατε τόσην ώρα;
- Μιλούσαμε με τους ανθρώπους της Μονής, του είπε γλυκά ο π. Κύριλλος.
- Έμεινε άφωνος ο Ιμπραήμ, αλλά δεν του είπε τίποτε εκείνη την ώρα. Προφανώς τον λυπήθηκε που παραλογιζόταν...
- Βγάλαμε τα πανωφόρια μας και μπήκαμε στο αυτοκίνητο.
- Ανησυχήσανε και τα παιδιά, μας είπε ο Ιμπραήμ μιλώντας με ένα ειρωνικό χαμόγελο για τους «γκρίζους λύκους».
- Ελπίζω να μην αρρωστήσουν τόσην ώρα μέσα στη βροχή και στο κρύο με ένα πουκάμισο ένα σακάκι και παπούτσια κοινά, του απάντησε ο π. Κύριλλος, μιλώντας με αγάπη και για αυτούς που μισούν τους Έλληνες.
- Μπα, είναι σκληραγωγημένοι, του απάντησε ο Ιμπραήμ... Και πρόσθεσε:
- Πέρασε η ώρα και δεν έχουμε φάει τίποτε. Να πάμε σε ένα μαγέρικο που ξέρω σε ένα κοντινό παραθαλάσσιο χωριό;
- Και δεν πάμε, απαντήσαμε.
Σουρούπωνε όταν φτάσαμε. Μικρό το χωριό, σχετικά μικρό και το μαγαζί, μακρόστενο. Οι «γκρίζοι λύκοι» δεν ήρθαν στο ίδιο μαγαζί. Έκατσαν σε ένα απέναντί μας σουβλατζίδικο. Καθίσαμε στο βάθος της αίθουσας, κοντά στην κουζίνα.
Όταν καθίσαμε ήρθε ο εστιάτορας. Περίπου πενήντα ετών, λίγο παχύς, κανονικού αναστήματος, με μουστάκι, χαμογελαστός, Κοίταξε επίμονα τον π. Κύριλλο και ρώτησε στα τούρκικα τον Ιμπραήμ, που φάνηκε ότι τον γνώριζε, τι θα πάρουμε και αν είμαστε ξένοι. Ο Ιμπραήμ ρώτησε στα ποντιακά τον π. Κύριλλο και εκείνος του είπε από ένα τσάι πρώτα για να ζεσταθούμε και μετά ψάρι με πατάτες τηγανιτές, σαλάτα και κρασί. Το τσάι το έφερε σε γυάλινα φλιτζάνια και ακολούθησε το φαγητό.
Όταν είδε ότι τελειώσαμε το φαγητό ο εστιάτορας ήρθε και κάθισε κοντά μας.
- Άκουσα που μιλάτε ποντιακά, μας είπε. Είστε Έλληνες; Του απαντήσαμε καταφατικά. Τότε απευθύνθηκε στον π. Κύριλλο.
- Παπάς; Τον ερώτησε.
- Παπάς! Του απάντησε.
Έρχεστε για λίγο μαζί μου; Δεν θα αργήσουμε. Ο π. Κύριλλος κοίταξε τον Ιμπραήμ, που με το βλέμμα του τον ενθάρρυνε. Από εδώ και πέρα μου τα διηγήθηκε ο π. Κύριλλος όταν, επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο.
Διέσχισαν τον διάδρομο, πέρασαν από την κουζίνα, διάβηκαν μια πόρτα που έβγαζε στο πίσω μέρος του μαγαζιού και ανέβηκαν από μιαν υπαίθρια τσιμεντένια σκάλα. Μπήκαν σε ένα χωριάτικο αλλά περιποιημένο σπίτι. Το φως λιγοστό. Πέρασαν στον χώρο υποδοχής, όπου φάνηκε ότι περίμενε τον π. Κύριλλο ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Εκείνος πάνω από 80 ετών, μετρίου αναστήματος, αρχοντάνθρωπος, λίγο κυρτωμένος και ρυτιδιασμένος από τα χρόνια, με άσπρα μαλλιά και μουστάκι. Εκείνη νεότερή του καλοστεκούμενη γιαγιά.
Από εδώ ο πατέρας μου, του είπε ο εστιάτορας και πριν πει κάτι για τον π. Κύριλλο αυτός του είπε:
- Πήγαινε Τζαμάλ. Θα σε ειδοποιήσω όταν τελειώσουμε.
Τον κοίταξε στα μάτια ο γέρος.
- Έλληνας; τον ρώτησε.
- Έλληνας! Του απάντησε.
- Και πάπας; Συνέχισε.
- Και πάπας! Ανταπάντησε.
Τότε συνέβη κάτι το συγκλονιστικό.
Ο γέροντας γονάτισε και μέσα σε αναφιλητά του έσκυψε και φίλησε τα πόδια του π. Κυρίλλου. Αυτός ξαφνιάστηκε. Γρήγορα όμως συνήλθε, γονάτισε και αυτός και τον αγκάλιασε. Μείνανε έτσι για λίγη ώρα και ο γέροντας επαναλάμβανε «Παπά μου! Παπά μου!».
Σηκώθηκαν.
- «Εμένα με φωνάζουν Αχμέτ, το δικό σου όνομα ποιο είναι;»
Του είπε ο π. Κύριλλος το όνομά του. Εν τω μεταξύ η σύζυγος του Αχμέτ είχε διακριτικά αποσυρθεί.
- Παπά, του είπε ανάμεσα σε λυγμούς, είμαι ένας αμαρτωλός, ένας τιποτένιος, ένας προδότης της πίστης μου. Λέγομαι Τούρκος, ενώ είμαι βέρος Πόντιος Ρωμιός. Δεν είχα και δεν έχω το κουράγιο του μαρτυρίου. Ο Θεός να με συγχωρέσει! Θέλω να με ευλογήσεις, να μου δώσεις την ευχή σου.
Ο π. Κύριλλος συγκινημένος προσπάθησε να τον στηρίξει.
- Δεν είμαστε όλοι γεννημένοι για το μαρτύριο Αχμέτ. Και το ότι χύνεις αυτά τα δάκρυα μετανοίας είναι μεγάλο πράγμα.
Τον σήκωσε ο π. Κύριλλος, κάθισαν μαζί στον καναπέ και εκείνος του κρατούσε συνεχώς το χέρι, λες και ήταν κάτι πολύτιμο που δεν ήθελε να το χάσει, αν και ήξερε ότι σε λίγο θα μείνει πάλι μόνος με τις τύψεις και τη μετάνοια του.
- Δεν έχω τη δύναμη παπά να δηλώσω ότι είμαι Έλληνας και Ορθόδοξος Χριστιανός επανέλαβε ο Αχμέτ θυμωμένος με τον εαυτό του. Δεν έχω το κουράγιο να σηκωθώ να φύγω από το χωριό μου για την Ελλάδα και εκεί να βρω, αν υπάρχουν, συγγενείς μου... Θάθελα να προσευχηθείς πολύ για μένα, να μου δώσει ο Χριστός το θάρρος να πεθάνω σα Χριστιανός και όχι σα Μουσουλμάνος.
- Ο Θεός είναι κοντά σου. Κάμε, ό, τι σε φωτίσει, του είπε ο π. Κύριλλος. Έχεις την πίστη σου, έχεις και τις υποχρεώσεις σου... Εγώ πάντως θα προσευχηθώ τα τέλη σου να είναι ειρηνικά και χριστιανικά. Μείνε ήσυχος. Έχεις παιδιά εκτός από τον Τζαμάλ;
- Έχω τρία ακόμη παιδιά, τα δύο είναι δίδυμα κορίτσια, η Τζαμίλα και η Αμάλ. Ζουν και εργάζονται στην Κωνσταντινούπολη. Η μία είναι γιατρός και η άλλη νοσοκόμος. Παντρεύτηκαν Τούρκους, έκαμαν και παιδιά. Έρχονται μια δυο φορές το χρόνο να μας δουν. Ο άλλος γιός μας είναι ξενιτεμένος στη Γαλλία. Έκαμε εκεί οικογένεια. Παντρεύτηκε Γαλλίδα. Έχουν ένα παιδί. Να πω την αλήθεια λίγα μαθαίνω από εκείνον. Σχεδόν μας έχει ξεχάσει....
- Ξέρουν τα παιδιά σου την καταγωγή σου; Τον ρώτησε.
- Ο μόνος που είμαι βέβαιος ότι την ξέρει είναι ο Τζαμάλ και αυτός δεν την έμαθε από εμένα, αλλά την κατάλαβε. Μπήκε μια νύχτα στην κρεβατοκάμαρα μας και με είδε να προσεύχομαι και να κάμω το σταυρό μου... Τότε του εξήγησα τι συνέβη με μένα και κατάλαβε. Δεν έχω κανένα παράπονο από αυτόν. Μένει κοντά μας και μας φροντίζει. Για τα άλλα παιδιά δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά αν έχουν καταλάβει κάτι. Εγώ πάντως ποτέ δεν τους μίλησα για την καταγωγή μου. Όλα πήγαν σε τούρκικα σχολεία, όπου καλλιεργείται μίσος κατά της Ελλάδος. Η μητέρα τους είναι τουρκάλα και γνωρίζει ότι είμαι Ρωμιός, αφού της έχω μιλήσει για το παρελθόν μου, αλλά με αγαπά και μου δείχνει κατανόηση. Από μικρά που ήσαν τα παιδιά μας προσπαθούσε να τα κάνει να μην τρέφουν αρνητικά συναισθήματα για εμάς, τους Έλληνες. Μουσουλμάνος και εγώ, δεν είχαν λόγο να με ρωτήσουν, αν και θα μπορούσαν να θελήσουν να μάθουν για τον παππού και τη γιαγιά από τη μεριά μου, αφού γνώρισαν τον παππού και τη γιαγιά μόνο από τη μεριά της μητέρας τους...
- Ποια είναι η ιστορία σου Αχμέτ; Τον ρώτησε ο π. Κύριλλος.
- Βαπτίστηκα Λάζαρος. Γεννήθηκα το 1913 σε κοντινό από εδώ χωριό. Το 1923 οι Τούρκοι σκότωσαν τον πατέρα μου και η μητέρα μου για να μην ατιμασθεί πνίγηκε μαζί με την αδελφή μου. Σκοτώσανε και άλλα δύο αδέλφια μου, μεγαλύτερα. Εμένα με έκαμαν Μουσουλμάνο, με έβαλαν στην αρχή σε ορφανοτροφείο και μετά με έδωσαν σε ένα ζευγάρι Τούρκων χωρίς παιδιά. Αυτοί, αν και ήξεραν την καταγωγή μου, μου φέρθηκαν καλά. Σα νέος μισούσα μέσα μου κάθε τι το τουρκικό, με αυτά που έζησα στην τρυφερή μου ηλικία. Όμως χωρίς να το καταλαβαίνω με παράσερνε η καθημερινότητα. Στρατός, δουλειά, γάμος με τουρκάλα. Το μίσος κατασίγαζε από τη συνήθεια...
- Λέγεται ότι υπάρχουν πολλοί κρυπτοχριστιανοί στον Πόντο. Ακούμε για αρκετές χιλιάδες. Εσείς επικοινωνείτε με κάποιον από αυτούς; Τον ρώτησα.
- Προσωπικά δυσκολεύομαι. Δεν ξέρει κανείς ποιόν έχουν πιάσει οι τουρκικές αρχές και τον έχουν εκβιάσει να καταστεί σπιούνος. Και αν κοινοποιηθεί ότι κάποιος συμπεριφέρεται ως Χριστιανός θεωρείται προδότης και αγνώμων στην «Μητέρα Πατρίδα», την Τουρκία, που τον περιέθαλψε και τον περιμένουν βάσανα πολλά...
Ο Γέροντας Λάζαρος και μετά Αχμέτ, σηκώθηκε από τον καναπέ που καθόταν και γονάτισε πάλι στον π. Κύριλλο.
- Πάτερ ευλόγησέ με. Μου έδωσε ο Χριστός πολύ χαρά απόψε και κουράγιο. Νάσαι καλά. Και αφού πήρε την ευλογία σηκώθηκε όρθιος και φώναξε τη γυναίκα του να ειδοποιήσει τον Τζαμάλ, να έρθει να πάρει τον παπά...
Όταν κατέβηκε ο π. Κύριλλος στο μαγαζί είχε μια φωτισμένη όψη. Χαιρετίσαμε τον Τζαμάλ και εκείνος μας χαιρέτισε θερμά.
Βγαίνοντας από το μαγαζί είδαμε τους «γκρίζους λύκους».
- Τους ταλαιπωρήσαμε πολύ σήμερα, σχολίασε ο π. Κύριλλος στον
Ιμπραήμ και αυτός γέλασε.
- Δεν πειράζει παπά, του είπε. Δείχνουν ότι αντέχουν την ταλαιπωρία, κυρίως όταν είναι να κάνουν με Έλληνες...
Το βράδυ, στο ξενοδοχείο, όταν μου διηγήθηκε ο π. Κύριλλος τη συνάντησή του με τον Αχμέτ - Λάζαρο, του είπα εντυπωσιασμένος, μα και συγκινημένος:
- Πάτερ μου, όπως είναι τα πράγματα οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου, της υπόλοιπης Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης είναι χαμένοι για τον Χριστιανισμό και βέβαια για την Ελλάδα. Το τουρκικό σύστημα τους αφομοιώνει και είναι σε ένα κλοιό από τον οποίο δεν μπορούν να βγουν...
- Ουδείς γνωρίζει το σχέδιο του Θεού, μου απάντησε. Σαν άνθρωπος σωστά σκέφτεσαι. Όμως δεν ξέρουμε το πώς σκέφτεται Εκείνος...-